Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

Άγιος Μάξιμος ο Γραικός ΛΟΓΟΣ ΚΣΤ΄: Διεξοδικός και συμπονετικός περί των άναρχων πράξεων και ατασθαλιών βασιλέων και αρχόντων


Εκεί που βάδιζα τον δύσκολο και θλιβερό δρόμο μου, είδα μία γυναίκα να κάθεται στο κράσπεδο με το κεφάλι σκυμμένο στα χέρια, να κλαίει απαρηγόρητα με αναφηλητά. Φορούσε μαύρα, όπως οι χήρες, και ήταν περιτριγυρισμένη από άγρια θηρία, λιοντάρια, αρκούδες, λύκους και αλεπούδες. Τρόμαξα από αυτήν την φοβερή και απροσδόκητη συνάντηση, τόλμησα, όμως να την πλησιάσω και, αφού της είπα τον συνηθισμένο χαιρετισμό, την ρώτησα ποια είναι, πως την λένε, γιατί κάθεται και κλαίει σε αυτόν τον έρημο δρόμο και ποια είναι η αιτία του οδυρμού και του θρήνου της.
Και αυτή με βαθύ στεναγμό μου αποκρίθηκε: «Άδικα με ρωτάς, οδοιπόρε. Φύγε, σε παρακαλώ, σιωπηλά, επειδή όχι μόνο δεν μπορώ να εκφράσω εύκολα τις πίκρες και τα βάσανά μου, αλλά και κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να με βοηθήσει. Μην ζητάς να μάθεις, επειδή αυτό όχι μόνο δεν θα σε ωφελήσει σε τίποτα, αλλά και θα σε ρίξει σε δυστυχίες. Η μία από τις μεγάλες πίκρες μου είναι το γεγονός ότι αυτοί, που με εξουσιάζουν τώρα, δεν δέχονται, εξαιτίας της μεγάλης σκληρότητάς τους καμμιά χρήσιμη συμβουλή, όσο καλοπροαίρετη και αν είναι. Γι’ αυτό με έφεραν σ’ αυτήν την δεινή θέση, κυρίως από τα πάθη τους, ενώ οι ίδιοι για τον ίδιο λόγο καταλήγουν αιχμάλωτοι των γειτόνων τους. Γι’ αυτό συνέχισε, οδοιπόρε, ξένοιαστα τον δρόμο σου και μην ρωτάς άσκοπα ο,τι με αφορά, αφού δεν μπορείς ούτε να μου δώσεις καμμία ίαση ούτε να μου προσφέρεις κανένα όφελος».
Εγώ όμως επέμενα ακόμη περισσότερο και την παρακάλεσα να μου πεί την αιτία της στενοχώριας της λέγοντάς της: «Τιμιοτάτη! Μολονότι δεν μπορώ να σε οφελήσω, ίσως μιλώντας μου γι’ αυτό που σε πικραίνει, να βρείς μεγάλη ανακούφιση από την ασθένεια που σε τυραννά. Επιπλέον τόσο εγώ, αλλά και όσοι θα το ακούσουν από μένα, θα έχουμε μεγάλο όφελος, επειδή είναι φυσικό για τους ανθρώπους, όταν μαθαίνουν για τις αξιέπαινες πράξεις των άλλων, να επιθυμούν να τις μιμηθούν, ενώ, όταν ακούσουν για τις δυσ­τυχίες των άλλων, να φυλάγονται, για να μην πάθουν τα ίδια. Γι’ αυτό, σε παρακαλώ, μίλησέ μου ανοιχτά, χωρίς να μου κρύψεις τίποτα».

Η γυναίκα πείστηκε με τα λόγια αυτά, ανασήκωσε το κεφάλι της, με κοίταξε και είπε: «Δεν ήθελα, οδοιπόρε, να σου πω τις πίκρες μου, επειδή φοβάμαι ότι μπορεί να τις γράψεις και να προκαλέσεις εναντίον σου το μίσος εκείνων που αποστρέφονται και μισούν τις νουθεσίες των γερόντων, και με αυτό, περισσότερο από κάθε άλλη κοινωνική ασθένεια, προκαλούν τον τελικό όλεθρο στους άρχοντες και τις αρχές του λαού. Αλλά στηρίζοντας όλες τις ελπίδες μου στην φιλανθρωπία και την αγαθότητα του Δημιουργού και Κυρίου των όλων, θα σου μιλήσω για όλα όσα με θλίβουν. Ίσως κάποιοι, οι πιο συνετοί, με την Χάρη του Θεού, όταν τα ακούσουν, να μετανιώσουν, να συνέλθουν από την τόσο μεγάλη αναισθησία και τις ατασθαλίες τους και να στραφούν προς τις θεάρεστες πράξεις, που μπορούν να τους δώσουν δόξα, τιμή ακόμη και αύξηση της εξουσίας τους. Άκουσε λοιπόν προσεκτικά αυτά που ήθελες να μάθεις από μένα.
Είμαι, οδοιπόρε, μία από τις ευγενείς και ένδοξες θυγατέρες του Βασιλέως των όλων, Δημιουργού και Κυρίου, από τον οποίο “πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον” [1] έρχονται σε εκείνους τους ανθρώπους, που τον αναζητούν μέσα από δίκαιες πράξεις και αγνή ζωή και ο οποίος είναι Πατέρας των όλων στον ουρανό και την γη. Δεν έχω ένα όνομα, αλλά ονομάζομαι και εξουσία και κυριαρχία και δεσποσύνη. Το αληθινό όνομά μου όμως, που περιέχει όλα τα παραπάνω, είναι βασιλεία. Αυτήν την υπέροχη ονομασία την έλαβα από τον Ύψιστο, επειδή όσοι με κατέχουν θα πρέπει να είναι φρούριο και στήριξη για τους υπηκόους τους και όχι όλεθρος και ακατάπαυστη ατασθαλία. Αυτήν την σημασία έχει το όνομα βασιλεία στην ελληνική γλώσσα. Πολλοί όμως δεν το γνωρίζουν, ρυθμίζουν τις υποθέσεις των υπηκόων τους ανάξια, και έτσι, αντί να είναι βασιλείς, γίνονται βασανιστές. Με αυτόν τον τρόπο με ντροπιάζουν και προκαλούν στον εαυτό τους μεγάλες πικρίες και ασθένειες, αφού ο Ύψιστος τους τιμωρεί ανάλογα με τις ατασθαλίες τους».
Όταν άκουσα αυτά τα λόγια, έπεσα στα τίμια πόδια της γυναίκας, την προσκύνησα με την πρέπουσα ευσέβεια και κατάνυξη και ζήτησα συγγνώμη, επειδή νωρίτερα από άγνοιά μου δεν της απέδωσα τις αρμόζουσες στους βασιλείς τιμές. Έπειτα την παρακάλεσα να μου εξηγήσει λεπτομερώς την αιτία της θλίψεώς της και γιατί κάθεται στον έρημο δρόμο, για να μάθω περισσότερα σχετικά με αυτήν. Τότε γύρισε και με κοίταξε με χαρούμενη διάθεση και είπε: «Επειδή βλέπω ότι εσύ, οδοιπόρε, επιθυμείς να μάθεις για μένα, με ζήλο για τον Θεό και με ειλικρινή αγάπη για τους ανθρώπους, για να αποκτήσουν και άλλοι κάποιο όφελος από αυτά που θα σου πω, άκουσέ με, ώστε να αξιωθούν να γίνουν δεκτοί στην αιώνια βασιλεία Του όλοι οι όντως ευσεβείς άνθρωποι, οι οποίοι επιθυμούν να δοξάσουν τον Ύψιστο.

1. Ιακ. 1,17.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου