Σάββατο 27 Απριλίου 2013

χρυσοκόκκινες κορδέλες Ιουλ10

 χρυσοκόκκινες κορδέλες

Η Νεράιδα της Μάνης

Standard
Ένα ταξιδιάρικο παραμύθι τη Νεράιδα της Μάνηςφιλοξενώ σήμερα, του Βασίλη Πουλημενάκου, που όπως λέει ο ίδιος  μιλάει για την ιδιαίτερη πατρίδα του μέσα από τις ανάσες, τις επιθυμίες και τις ευαισθησίες μιας  όμορφης νεράιδας..
Αυτό το παραμύθι μελοποιήθηκε από τον zero-project και ζωντάνεψε με την αφήγηση της Δήμητρας Τάμπαση
Η Νεράιδα θα την ακούσετε στο σάιτ του zero-project στην κατηγορία works-audiobooks. Kαι για άμεσο download εδώ

Η Νεράιδα της Μάνης
ImageΚύλησε στο ακροθαλάσσι. Έκανε μπάλα το σώμα και κόκκοι λεπτής άμμου την τύλιξαν κι απέμειναν αδιάψευστοι μάρτυρες της παρουσίας της, κολλώντας, ολοένα και περισσότεροι, στο γυμνό της σώμα.
Τα μαλλιά της αχτένιστα, ήταν μπερδεμένα με χτένια της θάλασσας και στολισμένα άναρχα με πορφυρά κοχύλια και μελανά φύκια. Τα νερά του Πόρτο Κάγιο όμως είναι για εκείνη πάντα φιλόξενα κι έτοιμα να υποδεχθούν κάθε της βουτιά και να λουστούν την πρωτόγονη ομορφιά της.
Η Nεράιδα της Μάνης ζει στις σπηλιές της μέσα Μάνης και του Οιτύλου, αλλά η αγαπημένη της παραλία είναι στο Πορτο Κάγιο, στη νοτιότερη γειτονιά του Ταινάρου. Εδώ και αιώνες, τα καλοκαίρια θα την βρεις εκεί να τριγυρίζει.
Άλλες φορές στέκεται καρφωμένη στα βράχια ψηλά κι άλλες λιάζεται στην Αρμενόπετρα αγναντεύοντας τα πλοία που καβατζάρουν δειλά τον Κάβο Μαλέα, στέλνοντας καλότυχες λέξεις και χαμόγελα. Τις πιο πολλές όμως χάνεται στα γαλάζια νερά, μεταμορφώνεται σε γοργόνα, βρίσκει σπίτι στο βυθό και σουλατσάρει στη στεριά τα βράδια.
Το φθινόπωρο μαζεύεται στη σπηλιά της στο Δυρό, κάτω από την Αρεόπολη και αφοσιώνεται να φροντίζει το σπίτι της. Η σπηλιά της είναι γεμάτη από σταλακτίτες και λίμνες με υφάλμυρα νερά. Και δεν έχει μόνο μία. Όλες οι σπηλιές της περιοχής την έχουν δεχθεί και την έχουν φιλοξενήσει.
Άμα βρεθείς εκεί τον Σεπτέμβρη, μπες βαθιά, κράτα την αναπνοή σου και αφουγκράσου. Θα αισθανθείς την ζεστή ανάσα της σαν στεναγμό στον αέρα, και το καρδιοχτύπι της αντήχηση στους τοίχους. Θα ακούσεις ακόμα, στάλες και υγρούς ήχους να τρυπάνε την ησυχία που, -στ’ αλήθεια- είναι το μοναχικό κολύμπι της στα κρύα νερά.
Δεν ήταν πάντα μόνη. Ο αγαπημένος της όμως θαλασσοπνίγηκε σε κάποιο του ταξίδι και η Μοίρα, για παρηγοριά, της χάρισε αθανασία και αιώνια ομορφιά βαφτίζοντάς την “Nεράιδα της Μάνης” στα νερά της σπηλιάς. Κι έτσι έγινε η υπόγεια λίμνη ο τόπος που ξεχειμωνιάζει, και το Πορτο Κάγιο το λημέρι της τα καλοκαίρια.
Ούτε σκέφτηκε ποτέ να παραπονεθεί στη μοίρα της ούτε να ξεφύγει από εκείνη, μα η μοναξιά δεν αντέχεται ούτε στις νεράιδες. Εξάλλου, και ο καλός της χάθηκε πριν αμέτρητα χρόνια, όντας πειρατής σε ναυμαχία στα Κύθηρα ανοιχτά της Μάνης, όπως ζύγωνε να στεριώσει, και αρκετά την είχε πονέσει ο χαμός του.
Ποιός θνητός θα ενδιαφερόταν όμως για εκείνη; Να την βλέπει να μένει νέα κι εκείνος να γερνάει; Ήταν έτοιμη να προσφέρει όλη της τη γνώση και αγάπη, να θυσιάσει ακόμα και την αθανασία της, αρκεί να αισθανθεί το ταίριασμα και την πρόκληση του έρωτα.
Όλοι οι αρσενικοί που μπαινοβγαίνουν πλέον -21ος αιώνας μπήκε- στο σπίτι της είναι τουρίστες, που με τα στραβά μάτια των ξεναγών φωτογραφίζουν τις γωνιές, τις ομορφιές και τα καθάρια νερά της σπηλιάς της που έχει περιποιηθεί εκείνη νωρίτερα.
Μέχρι που ήρθε η στιγμή και κάποιος έφυγε κλεφτά από τη βάρκα, κολύμπησε και στάθηκε σε μια πέτρα στην άκρη της επιβλητικής αίθουσας του “Ειρηνικού”, στο σαλόνι της νεράιδας. Όταν χάθηκαν οι τελευταίοι ήχοι των κουπιών και των ψιθύρων η νεράιδα ξεμύτισε από το θαλάμι της και βρέθηκε ξαφνικά μπροστά του. Εκείνος σκιάχτηκε.
- Ποιά είσαι; τη ρώτησε με κοφτή ανάσα.
- Κάποια που χάθηκε ή που ξέμεινε όπως εσύ.
- Μένεις εδώ;
- Πολλά χρόνια.
Έπειτα έμεινε άλαλος, εκστασιασμένος από την ομορφιά της και τη λάμψη που πήγαζε από τα μεγάλα μελιά της μάτια. Δεν έβγαινε φωνή.
- Έλα να σου δείξω το σπίτι μου.
Τον πήρε από το χέρι κι αυτός την ακολούθησε υπνωτισμένα. Μαζί, φάνηκε σαν να ακολουθούσε όλη τη διαδρομή της στους αιώνες. Του είπε για την ιστορία της, τα αγαπημένα της μέρη, τις συνήθειες, τη ζωή της. Την άκουγε προσεκτικά, ρουφώντας κάθε λέξη σαν σφουγγάρι, και σαν ναυτόπαιδο που διδάσκεται τα στοιχειώδη.
Σε μια εσοχή γεμάτη κοράλλια, φύκια και σφουγγάρια είχε το κρεβάτι της.
Τον κέρασε αχινοσαλάτα και κυδώνια. Τον αγκάλιασε πρώτα με τα μαλλιά της κι ύστερα με τα χέρια της. Τον χτένισε σαν κούκλα. Τον αγάπησε κι ας μην τον είχε ξαναδεί. Τον πόθησε σαν θνητή, με τη σκέψη ότι ζει μια μόνο στιγμή ο έρωτας. Τον γεύτηκε, όπως ένα γλυκόπιοτο παλιό κρασί. Που πρώτα ζεσταίνει. Κι ύστερα μεθά.
Τον αναζήτησαν οι δικοί του, και δυστυχώς για τη Nεράιδα της Μάνης, τον βρήκαν. Δεν τους μίλησε για εκείνη, την κράτησε όμως στην ψυχή του, και από τότε, κάθε καλοκαίρι την ψάχνει στα βράχια, στις ακρογιαλιές της Μάνης και στις σπηλιές του Δυρού. Μάταια όμως… Μάταια.
Βασίλης Πουλημενάκος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου