Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

Άγιος Μάξιμος ο Γραικός Λόγος Θ΄: Περί θείας πρόνοιας, θείας ἀγαθότητας καὶ θείας φιλανθρωπίας






Περί θείας πρόνοιας, θείας αγαθότητας και θείας φιλανθρωπίας. Επίσης λόγος κατά των κερδοσκόπων.
Ο μακάριος και θαυμαστός προφήτης, θεάρεστος και πολύ ενάρετος βασιλέας, ο ένδοξος Δαυίδ, για τον οποίο ο ίδιος ο Θεός είπε: «Εύρον Δαυίδ τον του Ιεσσαί άνδρα κατά την καρδίαν μου, ος ποιήσει πάντα τα θελήματά μου»[1]. Αυτός ο τόσο υπέροχος άνδρας, θαυμάζοντας την ακατάληπτη και άρρητη φιλανθρωπία του Κυρίου των πάντων, του λέγει με μεγάλο θαυμασμό: «Τι έστιν άνθρωπος, ότι μιμνήσκη αυτού, η υιός ανθρώπου, ότι επισκέπτη αυτόν» [2]; Επίσης λέγει: «Άνθρωπος ματαιότητι ωμοιώθη, αι ημέραι αυτού ωσεί σκιά παράγουσιν» [3]. Εδώ παρομοιάζει, πολύ σοφά και εύστοχα, το τέλος της εφήμερης ζωής μας με την ματαιότητα. Όταν ο ήλιος βασιλεύσει η σκεπαστεί με μικρό σύννεφο, αμέσως εξαφανίζεται η σκιά οποιουδήποτε αντικειμένου. Ανάλογα και η ζωή μας τελειώνει αμέσως, μόλις φύγει από το σώμα η ψυχή που του δίδει ζωή. Αλλά παρά την τόσο μεγάλη πενία και μηδαμινότητά μας, ο πανάγαθος Δημιουργός μας δεν παύει να μας φροντίζει και να μας ευεργετεί με κάθε τρόπο. Εμείς όμως οι αχάριστοι πως εκτιμάμε την τόσο μεγάλη φιλανθρωπία του Δημιουργού μας και την εύνοιά Του προς εμάς; Η πως μπορούμε να Τον ευχαριστήσουμε για την πρόνοια προς εμάς και για τις συνεχείς ευεργεσίες και επισκέψεις Του;
Εξαρχής μας έπλασε κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του [4], ενώ προηγουμένως εμείς δεν υπήρχαμε και δεν Τον παρακαλούσαμε γι’ αυτό. Αυτός ο ίδιος, λόγω της άρρητης αγαθότητάς Του, δημιούργησε τα πάντα από το μη ον στο ον. Ύστερα επιθύμησε να δημιουργήσει τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του και να τον θέσει επάνω από όλα τα δημιουργήματά Του ως ηγεμόνα η άρχοντα. Προς χάριν του ανθρώπου τακτοποίησε πρώτα τον υπέροχο κήπο, ο οποίος στην Αγία Γραφή αποκαλείται συνήθως παράδεισος· και τον δημιούργησε στον καλύτερο τόπο της γης, τον ονομαζόμενο Εδέμ, που φωτίζεται συνεχώς με φως, όπου φυσάει καθαρότατος αέρας με υπέροχες ευωδίες. Εδώ όρισε την διαμονή του ανθρώπου, για να ζεί πάντοτε στην μακαριότητα και την απάθεια.
Και θα έμενε εκεί ο άνθρωπος απολαμβάνοντας πάντοτε αυτήν την μακαριότητα, αν δεν παρέβαινε την θεία εντολή που του είχε δοθεί. Αυτό φαίνεται από τα λόγια του προφήτη του Θεού, που λέγει με θλίψη: «Και άνθρωπος εν τιμή ων ου συνήκε» [5]. Και ποια ήταν η τιμή που έλαβε από τον Δημιουργό, το έδειξε με τα λόγια: «Παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς», όχι όμως κατά την εξωτερική μορφή και την κτηνώδη συμ­περιφορά. Αφού ο άνθρωπος δημιουργήθηκε στην αρχή από τον Θεό άφθαρτος και αθάνατος, μετά την παράβαση της εντολής υπέστη αμέσως την φθορά και τον θάνατο και ήλθε σε ένωση με την γυναίκα του. Ύστερα από αυτά ο Δημιουργός τον παιδαγώγησε, επειδή έχασε το αξίωμα και την αγγελική τιμή! Τον επισκέφθηκε όμως αμέσως ως φιλάνθρωπος, και από την φιλανθρωπία και την αγαθότητά Του του έδωσε χείρα βοηθείας. Τον έδιωξε βέβαια από την θεική και πάναγνη κατοικία του, επειδή έχασε τον λόγο και έπεσε σε αλογία και σε κτηνώδεις επιθυμίες. Δεν άρμοζε αυτός ο θεικός και άξιος των Αγγέλων τόπος να βεβηλωθεί με τόσο αδιάντροπους κτηνώδεις πόθους. Αν και τον έδιωξε όμως από εκεί και του στέρησε την αγγελική τιμή, δεν του στέρησε καθόλου την θεία και φιλάνθρωπη Πρόνοιά Του, μολονότι επέτρεψε να φθαρεί λόγω της υπακοής του στον όφι, που τον αποπλάνησε.
Ύστερα από την αμαρτωλή του πτώση, ο Θεός τον επισκέφθηκε αμέσως. Και όταν εκείνος έφυγε και κρύφτηκε, τον φώναξε λέγοντας: «Αδάμ που ει;» [6]. Δεν τον ρώτησε για να μάθει τον τόπο όπου κρύφτηκε, και δεν Τον ενδιέφερε να το μάθει. Με αυτήν την ερώτηση ο Θεός του υπενθύμιζε από ποια δόξα και αγγελική τιμή σε ποια ακολασία και ατιμία είχε ξεπέσει, αφού στερήθηκε αμέσως την θεία Χάρη και δόξα, που μέχρι τότε σκέπαζε την γύμνια του και τον κοσμούσε θαυμάσια. Επίσης του υπενθύμισε το προηγούμενο θάρρος του προς τον Δημιουργό του, όταν χωρίς προσ­κληση επισκεπτόταν άφοβα τον Κύριό του και με φωτεινό πρόσωπο και χαρούμενη ψυχή στεκόταν μπροστά Του απολαμβάνοντας τις θείες συνομιλίες Του. Αλλά και όταν εκδιώχτηκαν οι δυό τους από τον παράδεισο και άρχισαν να γεννιούνται παιδιά, ο πρωτότοκος υιός τους Κάιν δολοφόνησε τον αδελφό του, τον ενάρετο Άβελ, ακόμη και τότε ο πανάγαθος Θεός δεν έπαψε να ευεργετεί το ανθρώπινο γένος. Αμέσως ο Θεός παρουσιάσθηκε στον μιασμένο δολοφόνο και με την συνηθισμένη ανθρώπινη φωνή Του τον ρώτησε που είναι ο αδελφός του. Ήθελε ο Θεός να καθαρισθεί ο Κάιν με την εξομολόγηση της δολοφονίας που διέπραξε, και τότε θα τον αξίωνε της χάριτος και της φιλανθρωπίας Του. Εκείνος όμως με θράσος και χωρίς ντροπή Του απήντησε: «Ου γινώσκω· μη φύλαξ του αδελφού μου ειμί εγώ;» [7]. Ακόμη και τότε ο φιλάνθρωπος δεν τον θανάτωσε αμέσως, αλλά ούτε τον άφησε ατιμώρητο. Του επέβαλε τιμωρία, την παράλυση των μελών του και τους ατελείωτους στεναγμούς [8], για να υποφέρει από συνεχή λύπη σε όλη την διάρκεια της κολασμένης ζωής του και να μετανοεί συνεχώς για την ασεβή πράξη του να αποτελεί δε για τους άλλους παράδειγμα της φοβερής και δικαίας κρίσεως του Θεού. Αυτός είναι τιμωρός κάθε βδελυρής πράξεως. Καμμία τέτοια πράξη δεν μένει ατιμώρητη, όπως υμνεί ο θεόπνευστος ψαλμωδός: «Θεός εκδικήσεων Κύριος, Θεός εκδικήσεων επαρρησιάσατο» [9].
1. Πράξ. 13, 22.
2. Ψαλμ. 8, 5.
3. Ψαλμ. 143, 4.
4. Βλ. Γέν. 1,26.
5. Ψαλμ. 48, 13.
6. Γέν. 3,9.
7. Γέν. 4, 9.
8. Βλ. Γέν. 4,1-12.
9. Ψαλμ. 93, 1.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου