Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

O Doctor Angelicus συναντά τον Κάλλιστο Αγγελικούδη Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη Μετάφραση: Σταύρος Νικολαΐδης

Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει
το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη
Μετάφραση: Σταύρος Νικολαΐδης



εκδόσεις αμέθυστος


======================================




ΚΕΙΜΕΝΟ
(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ Γ ΜΕΡΟΣ)


551.Και μετά˙ « διακρίνονται όχι ως προς την ουσία, αλλ’ ως προς τη σχέση τα δύο πρόσωπα, του Πατέρα δηλαδή και του Υιού˙ αλλά δεν είναι διαφορετικό απ’ την ουσία η σχέση, αφού δεν είναι ούτε και συμβεβηκός στον Θεό ». Θρηνήστε, θεοφόροι, αυτόν που παρουσιάζει αυτά τα αιρετικά και μωρά φρονήματα στην Εκκλησία του Θεού. Γιατί αν διακρίνονται, ω ανόητε, τα πρόσωπα ως προς τη σχέση, κι όχι ως προς την ουσία, πώς δεν είναι διαφορετικό η ουσία απ’ τη σχέση; Κι αν δεν είναι διαφορετικό η σχέση απ’ την ουσία, θα υπάρχη διάκριση όχι μόνο κατά τη σχέση, αλλά και κατά την ουσία, και νά που μεγαλαυχεί ( καυχιέται …) ο Ευνόμιος. Κι αν δεν διακρίνονται ως προς την ουσία, δεν διακρίνονται ούτε κι ως προς τη σχέση και δεν ανήκει στους αιρετικούς ο Σαβέλλιος. Κι αν είναι άτοπο αυτό, είναι ψέμμα άρα και αιρετικό, αυτό που λέει ακριβώς κι εδώ ο Θωμάς, ότι δεν είναι διαφορετικό η σχέση απ’ τη θεία ουσία.

552. « Η πατρότητα ή η υιότητα, αν και είναι συμβεβηκός στους ανθρώπους, είναι όμως η θεία ουσία στον Θεό ». Και ψεύδεται και στα δυό ο ελεεινός ( αξιολύπητος… ) Θωμάς, γιατί δεν είναι ούτε στους ανθρώπους συμβεβηκός αυτά, ούτε η θεία ουσία στον Θεό. Γιατί είναι στους μεν ανθρώπους χαρακτηριστικό ( ίδιον ) της φύσης, που δεν μπορείς να την εμποδίσης ( μη δεξαμένης εμποδισμόν ), στον δε Θεό ούτε ουσία ούτε αφορά ( περί ) στη θεία ουσία, αλλ’ είναι ιδιότητα που αφορά ( περί ) στα θεία πρόσωπα. Και λέει ο μακάριος Αναστάσιος˙ « δεν φανερώνει διαφορά της ουσίας το διαφορετικό της γέννησης και της εκπόρευσης, γιατί δεν φανερώνει ( σημαίνει ) το είναι το διαφορετικό της ύπαρξης, αλλά δηλώνει το πώς είναι, ενώ παραμένει ( μενούσης ) η ίδια ύπαρξη, και αυτού απ’ τον οποίον προέρχονται ( του τε εξ ου ) και εκείνων που έχουν βλαστήσει απ’ αυτόν ( των εξ αυτού φύντων ) λαμβάνοντας κάτι το διαφορετικό ( κατά διάφορον έκληψιν ) » ( Αναστασίου Α΄, πατριάρχου Αντιοχείας, Λόγος πρώτος περί αγίας Τριάδος ). Χρησιμοποιώντας με τέτοιον σκοτισμό τη διάνοια, σφάλλει και βλασφημεί για την ορθή πίστη και την αλήθεια ο Θωμάς.

553. « Επειδή είναι η ίδια η σχέση της πατρότητας και υιότητας η θεία ουσία, είναι ανάγκη να προσαρμόζουμε ( αρμόζειν ) το κάθε τι, ό,τι κι αν είναι χαρακτηριστικό της πατρότητας και της υιότητας, στον Θεό, αν και είναι η ίδια η ουσία η πατρότητα ». Κι ακόμα˙ « δεν εμποδίζει τίποτα να ταυτίζεται και με την πατρότητα και με την υιότητα μια ουσία ». Καταντά πάλι στην προηγούμενη άγνοια και λέει τέτοια, που θα τα έλεγε κάποιος νήπιος στις φρένες ή ο Σαβέλλιος κι ο Ευνόμιος. Γιατί αν είναι η ίδια η θεία ουσία και εκείνη της πατρότητας η σχέση της υιότητας, δεν θα διακρίνεται από πουθενά ο Πατέρας απ’ τον Υιό. Γιατί αν είναι βέβαια ίδια η ουσία του Πατέρα και του Υιού, και δεν διακρίνονται ως προς αυτήν, όπως λέει κι ο ίδιος, τα θεία πρόσωπα, δεν θα διακριθούν ούτε και ως προς τη σχέση, εφ’ όσον ταυτίζεται με τη θεία ουσία η θεία σχέση, και θα έχουν απομείνει να διακρίνονται ως προς μόνα τα ψιλά ( γυμνά… ) προσωπικά ρήματα, χωρίς τις οικείες τους ιδιότητες, δηλαδή τις σχέσεις, τα θεία πρόσωπα, το οποίο είναι ολοφάνερα σαβέλλειο ( Μεγ. Αθανασίου, Περί της αϊδίου υπάρξεως του Υιού και του Πνεύματος συν Θεώ και προς τους σαβελλίζοντας ). Κι αν θα διακριθούν ως προς τις σχέσεις, είναι φανερό ότι θα διακριθούν και ως προς την ουσία. Γιατί δεν είναι διαφορετικό σύμφωνα μ’ αυτόν η σχέση απ’ την ουσία, κι είναι ολοφάνερα ευνόμειο αυτό ( Μεγ. Βασιλείου, Κατά Ευνομίου ), όσον αφορά στον Υιό ( όσον από του Υιού ), μακεδόνειο δε, όπως έχουμε ήδη πη, όσον αφορά στο άγιο Πνεύμα ( Θεοδώρητου Κύρου, Εκκλησιαστική ιστορία, Β 6. Μεγ. Αθανασίου, Κατά βαλσφημούντων και λεγόντων κτίσμα είναι το Πνεύμα το άγιον ). Και καταντά έτσι κι από ’δώ κι από ’κεί στις μιαρώτατες αιρέσεις ο Θωμάς.

554. « Είναι ανάγκη να προσαρμόζουμε ( αρμόζειν ) » λέει « ό,τι κι αν είναι χαρακτηριστικό της πατρότητας και της υιότητας στον Θεό ». Δεν θα είναι λοιπόν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ( ίδιον ) η πατρότητα, ούτε βέβαια η υιότητα, αν προσαρμόζονται ( αρμόζουν ) και τα δυό στον έναν Θεό, αλλά θα είναι κατ’ εξοχήν ( μάλλον ) κοινά. Πώς θα είναι λοιπόν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά; ας μη μιλούν πια ( γενηθήτωσαν άλαλα ) τα χείλη τα δόλια, που μιλούν χωρίς νόμο ενάντια σ’ αυτήν τη δικαιοσύνη ! Γιατί αν προσαρμόζεται ( αρμόζει ) η πατρότητα και κάθε τι, το οποίο θα ανήκε στην πατρότητα, δηλαδή το αγέννητο και το να γεννά και το να είναι αρχή και αιτία όσων προέρχονται απ’ αυτόν ( των εξ αυτού ), στον Θεό, και προσαρμόζεται ( αρμόζει ) στον ίδιον και η υιότητα και κάθε τι, που θα ήταν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της υιότητας, το να προέρχεται ( είναι ) δηλαδή απ’ τον Πατέρα, το να μη γεννά, αλλά το να γεννάται, νά που είναι και Πατέρας και Υιός και γεννά και γεννάται και είναι αγέννητος και έχει προέλθει απ’ αυτόν τον ίδιον ( εξ αυτού γεγονώς ) ο Θεός, ή έχοντας μάλλον προσαρμοσμένο σ’αυτόν ( αρμόζον αυτώ ) από άλλον γεννήτορα το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της υιότητας, απ’ το οποίο τί θα μπορούσε να γίνη πιο ανόητο ή πιο άτοπο ;

555. « Αν και είναι » λέει « η ίδια η ουσία η πατρότητα ». Κατά κανέναν τρόπο, ανόητε, γιατί ανήκει στην προσωπική ιδιότητα του Πατέρα μόνον η πατρότητα, η δε ουσία δεν είναι του Πατέρα μόνον, αλλ’ εξίσου ( ίση ) και η ίδια και του Υιού και του αγίου Πνεύματος. Δεν είναι άρα πατρότητα η ουσία, ούτε βέβαια υιότητα, αλλ’ ούτε και εκπόρευση, γιατί είναι προσωπικές ιδιότητες, όπως έχουμε πολλές φορές πή, αυτά, κι όχι ουσία, που είναι κοινή και των τριών. « Δεν εμποδίζει τίποτα » λέει « να ταυτίζεται με την πατρότητα και την υιότητα μια ουσία ». Δεν προσκαλεί τώρα ως μάρτυρα, αυτός ο δυστυχής, τον Αριστοτέλη, τον συνήγορό του και υπερασπιστή, και φοβάται, όπως φαίνεται, τη διακήρυξη ( απόφασιν ) των φιλοσόφων, που λέει, πως αυτά που είναι ως προς το ίδιο ίσα είναι και αναμεταξύ τους ίσα ( Ευκλείδου, Στοιχεία…).

556. Αν ταυτίζεται λοιπόν με την πατρότητα και υιότητα η θεία ουσία, ταυτίζεται και η πατρότητα με την υιότητα και το αντίστροφο, ταυτίζεται δηλαδή και η υιότητα με την πατρότητα. Κι αν ισχύη αυτό, δεν διαφέρει σε τίποτα να πης Πατέρα ή Υιό ούτε να πης Υιό ή Πατέρα˙ γιατί ταυτίζονται τα δυό, και δεν διαφέρει γι’ αυτό να πης Πατέρα ή Υιό. Και είτε πης Πατέρα, είτε Υιό, λες το ίδιο, εφ’ όσον ταυτίζονται η πατρότητα κι η υιότητα. Και δεν πέφτεις έξω ( διαμαρτάνεις ) αν πης Υιό τον Πατέρα ή Πατέρα τον Υιό, όπως δεν θα αμαρτήσης ούτε κι αν πης θεία ουσία τον Πατέρα ή θεία ουσία τον Υιό. Και ποιος Σαβέλλιος μπόρεσε να πη ποτέ τα χειρότερα απ’ αυτά ;

557. « Είναι αδύνατο να λέγεται πως είναι κατά κάποια διαφορετική σχέση του Υιού ( απ’ τον Υιό… ) το άγιο Πνεύμα, παρά μόνον κατά κάποιαν αιτία, γιατί μόνον αυτή η διάκριση συναντάται στα θεία ». Και είναι κατ’ εξοχήν αδύνατο να λέγεται πως είναι σύμφωνα μ’ αυτήν τη σχέση Πνεύμα Υιού το άγιο Πνεύμα˙ γιατί έφθασαν και εξήγησαν οι θεοφόροι, πώς λέγεται Πνεύμα Υιού το άγιο Πνεύμα. Γιατί θέλοντας να εξήγηση αυτό το ρητό ο Μέγας Βασίλειος, αν γνώριζε πως έχει την ύπαρξη κι απ’ τον Υιό το άγιο Πνεύμα, θα το έλεγε ταχύτερα ( θάττον ), ότι λέγεται Πνεύμα Υιού, επειδή υπάρχει ή εκπορεύεται η ύπαρξή του κι απ’ τον Υιό˙ μένοντας δε τώρα μακριά από μιαν τέτοιαν έννοια ο Μέγας, λέει, πως λέγεται Πνεύμα Υιού το άγιο Πνεύμα, ως ομοφυές και ομοούσιο προς αυτόν και εξαρτημένο ( ηρτημένον ) απ’ την ίδια μ’ αυτόν πηγή ( Μεγ. Βασιλείου, Περί αγίου Πνεύματος ΙΗ΄). Και θέλοντας να ανακόψη την κατ’ αιτίαν έννοια απ’ αυτήν τη ρήση ο σπουδαίος στα θεία Δαμασκηνός, « μιλάμε » λέει « αναπεπταμένα ( εκτεταμένα, απεριόριστα…) για Πνεύμα Υιού, δεν λέμε όμως πως είναι απ’ τον Υιό το Πνεύμα » ( Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως Ι΄12 ). Κατ’ αυτόν τον τρόπο πλανάται ( ψεύδεται ) και κινείται με αναιδή ψυχή ενάντια στην ιερή Εκκλησία και κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι αλιτήριος ( αλάστορας…) ο Θωμάς.

558. Aν υπάρχη λοιπόν όχι κατά τη σχέση της αιτίας, αλλά και κατά τη γέννηση και εκπόρευση στα θεία πρόσωπα η διάκριση, όπως λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος, είναι απ’ τα πρόσωπα αυτά ο μεν γεννήτορας και προβολέας, κι απ’ τα δε το μεν γέννημα, το δε πρόβλημα ( αυτό που προβάλλεται… ). Δεν διακρίνεται άρα κατά την απ’ τον Υιό προς το Πνεύμα αιτία ο Υιός απ’ το Πνεύμα, αλλ’ ότι είναι γέννημα μεν ο Υιός, πρόβλημα δε το Πνεύμα. Ψεύδεται άρα και σ’ αυτό ο Θωμάς, νομίζοντας πως διακρίνονται κατά την αιτία μόνον και το αιτιατό τα θεία πρόσωπα. « Αν ανήκουν όλα όσα ανήκουν στον Πατέρα και στον Υιό, είναι αναγκαίο » λέει « να ανήκη και το αξίωμα του Πατέρα, σύμφωνα με το οποίο είναι αρχή του αγίου Πνεύματος, και στον Υιό ». Αν είναι αξίωμα αυτό του Πατέρα, το να είναι αρχή του Αγίου Πνεύματος, θα είναι αξίωμα του Πατέρα και το να είναι αρχή του Υιού. Κι αν είναι αναγκαίο να ανήκη αυτό που ανήκει στον Πατέρα και στον Υιό, θα έχη ως αξίωμα να είναι αρχή του Υιού κι ο Υιός και ή θα είναι κι απ’ αυτόν τον ίδιον Υιός ή θα έχη άλλον Υιό. Κι αν είναι άτοπα αυτά, κακώς τα συλλογίζεται ο Θωμάς, αναμειγνύοντας τα προσωπικά με τα φυσικά και συμπεραίνοντας γι’ αυτό το ψεύτικο και ασεβές.

559. « Είναι ανάγκη να υπάρχη » λέει « η κατά την αιτίαν αντίθεση στον Υιό και το Πνεύμα έτσι, ώστε να προέρχεται ( είναι ) το ένα απ’ το άλλο ». Δεν υπάρχει καμμιά ανάγκη για έναν τέτοιον λόγο, αλλ’ είναι κατ’ εξοχήν ( μάλλον ) ανάγκη να υπάρχη η κατά την αιτίαν αντίθεση στον Υιό και το Πνεύμα, απ’ τον γεννήτορα και προβολέα όμως, σύμφωνα με την οποίαν είναι γέννημα μεν ο Υιός, πρόβλημα ( αυτό που προβάλλεται… ) δε το Πνεύμα, όπως έχει ακριβώς ειπωθή. Έχει δε παντελώς αποκλειστή ( απείρηται ) το να προέρχεται ( είναι ) αιτιατικά το ένα απ’ αυτά απ’ το άλλο˙ και λέει ο μέγας Διονύσιος˙ « είναι πηγαία θεότητα ο Πατήρ, βλαστοί δε θεόφυτοι της θεογόνου θεότητας, αν πρέπη έτσι να καταστή ορατό, και όπως άνθη και υπερούσια φώτα ο Υιός και το Πνεύμα » (Περί Θείων ονομάτων). Και ονομάζει κι αλλού θεογόνο μεν θεότητα τον Πατέρα, υιική δε τον Υιό ( ο. π.), και δεν προσθέτει και ως προβλητική αιτία, όπως νομίζει ο Θωμάς, τον Υιό, το οποίο θα το είχε ακριβώς πη, αν νόμιζε ( δόξαζε ) πως προέρχεται κι απ’ τον Υιό υπαρκτικά το Πνεύμα. Κι αν είναι και υπερούσια άνθη, δεν έχασε κανείς έτσι τις ίδιες του τις φρένες, ώστε να νομίζη πως προέρχεται ( είναι ) απ’ το άνθος το άνθος, αλλ’ απ’ τη ρίζα, από μια δηλαδή αρχή. Δεν είναι άρα υγιής ούτε σ’ αυτό ο λόγος του Θωμά, που νομίζει πως προέρχεται ( είναι ) απ’ τον Υιό υπαρκτικά το Πνεύμα · ότι « είναι ανάγκη να υπάρχη έτσι η κατά την αιτίαν αντίθεση στον Υιό και το Πνεύμα, ώστε να προέρχεται ( είναι ) το ένα απ’ το άλλο ». Δεν υπάρχει όμως καμμιά ανάγκη, είναι δε και ολοφάνερο ψέμμα σύμφωνα με τις αποκαλύψεις των πνευματοφόρων.
560. Γιατί δεν προέρχεται κανένα απ’ τα δυό απ’ το άλλο, ούτε ο Υιός απ’ το Πνεύμα, ούτε βέβαια το Πνεύμα απ’ τον Υιό, γιατί μοναδική αιτία και πηγή και ρίζα του Υιού και του Πνεύματος είναι ο Πατέρας, όπως λέει κι ο Μέγας Διονύσιος· « δεν αντιστρέφονται αναμεταξύ τους αυτά που ανήκουν στην υπερούσια θεογονία. Μοναδική δε πηγή της θεότητας είναι ο Πατέρας, χωρίς να είναι Υιός ο Πατέρας ούτε Πατέρας ο Υιός, ενώ διαφυλάττουν με ευσέβεια ( ευαγώς ) και οι ύμνοι τα οικεία προς κάθε μιάν απ’ τις θεαρχικές υποστάσεις » (ό.π.). Και ονομάζει κι αλλού τον Πατέρα και μόνο πηγαία θεότητα, το οποίο και προαναφέραμε. Και λέει κι ο Μέγας Βασίλειος, μη θέλοντας να αποδώση ( διδόναι ) και στον Υιό την αιτία του Πνεύματος˙ « είναι απ’ τον Πατέρα κι όχι από κάπου αλλού το Πνεύμα ». Και σ’ άλλο σημείο · « έχει τέλειο και ανενδεές το είναι ο Πατέρας , ρίζα και πηγή του Υιού και του αγίου Πνεύματος » (Κατά σαβελλιανών και Αρείου και ανομοίων ). Κι ο άγιος Αθανάσιος· « μόνον ο Πατέρας είναι αγέννητος και μόνον αυτός πηγή της θεότητας ».

561. Ψεύδεται ( πλανάται… ) άρα και βλασφημά άσχημα ( κακώς ) στον Υιό και το Πνεύμα, νομίζοντας πως είναι αναγκαστικά αιτία το ένα του άλλου ο Θωμάς. Βλασφημά δε αθέμιτα και στον Πατέρα, αφαιρώντας του το ιδιαίτερό του χαρακτηριστικό και μη επιτρέποντάς του να είναι αυτός μόνος πηγή του Υιού και του Πνεύματος. Δεν είναι λοιπόν αξιοθαύμαστο αν αυτός που βλασφημά έτσι στον Πατέρα και τον Υιό και το άγιο Πνεύμα, περιφρονή και τους θεοφόρους και μύστες του Θεού και δεν θέλει να επιστρέψη σ’ αυτούς, που τα λένε αυτά απ’ τη λαμπαδηφορία του πνεύματος. Γι’ αυτό και λέμε βέβαια πάλι αλίμονο ( ουαί ) στον άθλιο Θωμά.

562. « Έχει » λέει « γεννητική δύναμη προς το να γεννά ο Πατέρας». Κι ακόμα « είναι ανάγκη να υπάρχη δύναμη για ( προς το ) να γεννά στον Θεό, όπως ακριβώς και δύναμη για να νοή τον εαυτό του ». Δεν υπάρχει κανένας τόσο ολοφάνερα ασεβής, όπως αυτός ο ανόητος, που κάνει ( ποιείται) παιχνίδι ( παιδιάν ) τη θεολογία και δεν ντρέπεται ούτε τους ακροατές του, γράφοντας τέτοια ολοφάνερα ανόητα και αιρετικά. Γιατί αν έχη γεννητική δύναμη για ( προς το ) να γεννά ο Πατέρας, θα έχη δύναμη για να γεννά κι ο Υιός, ώστε να υπάρχη έτσι η ίδια δύναμη κι η ίδια ουσία σ’ αυτόν όπως στον Πατέρα σύμφωνα με τη διδασκαλία των θεηγόρων και της αλήθειας. Κι όπως φαίνεται στον Θωμά πως έχει δύναμη για να γεννά απ’ το ότι έχει γεννήσει τον Υιό ο Πατέρας, έτσι θα έχη βέβαια κι ο Υιός Υιό διαφορετικόν απ’ αυτόν τον ίδιον, ώστε να φανερωθή πως έχει ίση γεννητική δύναμη με τον Πατέρα, γιατί αναδεικνύεται απ’ τα έργα η δύναμη. Αλλ’ είναι άτοπο και εξαιρετικά βλάσφημο να υποθέσης πως έχει Υιό ο Υιός του Θεού. Κι αν δεν έχη Υιό, είναι προφανές, πως δεν έχει γεννητική δύναμη, την οποίαν έχοντάς την έχει Υιό, σύμφωνα με τον Θωμά, ο Πατέρας. Δεν έχει άρα την ίδια δύναμη και γι’ αυτό ούτε την ίδια ουσία ο Υιός με (προς) τον Πατέρα, όπως λέει ο Θωμάς. Τί χειρότερο και ασβέστερο απ’ αυτό θα έλεγε ο Ευνόμιος, ανοητότατε πάντων Θωμά ;

563. Δεν ανήκει στη φύση και γι’ αυτό ούτε στη δύναμη το να γεννάς, αλλά στην προσωπική ιδιότητα, είναι δηλαδή υποστατικό. Και λέει η ιερή Εκκλησία · « γνωρίζουμε, πως δεν είναι της φύσης το να γεννιέσαι, αλλά της υπόστασης. Γιατί αν ήταν της φύσης, δεν θα θεωρούνταν στην ίδια φύση το γεννητό και το αγέννητο » (Ιωάννου Δαμασκηνού, Εκδοσις ακριβής… Δ΄ 7 ). Και πάλι˙ « το Πνεύμα που εκπορεύεται απ’ την πατρική υπόσταση » ( Γρηγορίου Νύσσης, Εκλογαί μαρτυριών προς Ιουδαίους ). Και πάλι˙ « τίποτα δεν γεννά αυτό το ίδιο ( εαυτό ), αλλ’ αν γεννά η ουσία την ουσία, δεν θα γεννούσε παρά αυτήν την ίδια, επειδή δεν υπάρχει τίποτα που να έχει χωρισθή ( κεχωρισμένον ) στον Θεό απ’ τη θεία ουσία ». Και λέει ακόμα· « δεν γεννάται η θεία φύση στον Υιό, ούτε καθ’ εαυτό ούτε κατά συμβεβηκός˙ κι αν και δεν μιλά σωστά στα άλλα ( ου καλώς έχων ) ο Ούγων, φαίνεται όμως πως είναι σ’ αυτά υγιής. Γιατί λέει, πως ούτε προβάλλει ούτε γεννά ούτε γεννάται η ίδια η ουσία, γιατί ακολουθούν ( και… ) κάθε πρόσωπο αυτά που προσυπάρχουν με φυσικό τρόπο στη θεία ουσία, ώστε θα γεννούσαν κι ο Υιός και το Πνεύμα, αν ήταν γεννητική η ουσία, απ’ τα οποία δεν βρίσκεται τίποτα κοντά στην αλήθεια. Είναι φανερό λοιπόν, ότι δεν γεννά σύμφωνα με την ουσία που είναι ο Πατέρας, αλλά σύμφωνα με το ότι είναι πατέρας.

564. « Εχουν βρεθή »λέει « κάποιοι που πλανώνται όσον αφορά ( περί ) στην εκπόρευση του αγίου Πνεύματος, που λένε πως δεν εκπορεύεται απ’ τον Υιό το άγιο Πνεύμα ». Βλέπεις τον υιό της παραφροσύνης ( απόνοιας ) ; νομίζει τώρα πως πλανώνται οι θεοφόροι ιεροδιδάσκαλοι! Γιατί κανένας απ’ αυτούς δεν παραχωρεί ( συγχωρεί ) την εκπόρευση στον Υιό, ούτε θέλει να κοινωνή με την ιδιότητα του Πατέρα ο Υιός, αλλ’ ονομάζει τον Πατέρα μοναδικόν και γεννήτορα και προβολέα, μοναδικήν αρχή του Υιού και του Πνεύματος, σαν ήλιο κάποιων δίδυμων ακτίνων, μοναδικήν πηγή και ρίζα, μοναδικόν αίτιον, όπως έχουμε ήδη πη.

565. Και λέει ο Νύσσης· « είναι ένα και το ίδιο πρόσωπο, του Πατέρα, στην αγία Τριάδα, απ’ το οποίο γεννάται ο Υιός και εκπορεύεται το άγιο Πνέυμα, και γι’ αυτό ονομάζουμε κυριολεκτικά ( κυρίως ) και με θάρρος ( τεθαρρηκότως ) τον έναν αίτιο μαζί με τα αιτιατά του έναν Θεό » ( Προς Ελληνας εκ τον κοινών εννοιών ). Κι ακόμα· « το Πνεύμα » λέει « που εκπορεύεται απ’ την πατρική υπόσταση, γιατί γι’ αυτόν τον λόγο το έχει ονομάσει και πνεύμα στόματος ( Ψαλμ. λβ΄6 ), όχι όμως και λόγο στόματος ο Δαβίδ, ώστε να βεβαιώση ( πιστώσηται ) πως προσυπάρχει στον Πατέρα και μόνον η εκπορευτική ιδιότητα » (Γρηγορίου Νύσσης, Εκ του « Περί θεογνωσίας » απολεσθέντος, πλην αποσπασμάτων, έργου ).

566. Κι ο άγιος Κύριλλος· « γνωρίζονται και πιστεύονται στον ( εν ) άναρχο Πατέρα και τον μονογενή Υιό και το άγιο Πνεύμα οι τρεις προσκυνητές υποστάσεις, το οποίο εκπορεύεται όχι κατά γέννηση ( γεννητώς ) απ’ τον Πατέρα, όπως ο Υιός, αλλ’ εκπορεύεται, όπως έχει ειπωθή, απ’ τον Πατέρα και μόνον όπως από στόμα, έχει δε φανερωθή με ( δια ) τον Υιό και μίλησε ( λαλήσαντι ) σε όλους του αγίους προφήτες και αποστόλους » ( Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Λόγος Β΄ περί αγίας και ομοουσίου Τριάδος ). Κι αλλού πάλι˙ « δεν εκπορεύεται, όπως ακριβώς γεννάται απ’ τον Πατέρα ο Υιός, και το άγιο Πνεύμα απ’ τον Υιό, μακριά από ’δώ η βλασφημία και πολυθεΐα, γιατί ένας είναι σε μας αίτιος και σύνδεσμος και στα δυό πρόσωπα, ο Πατέρας » (Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ομολογία πίστεως ).

567. Κι ο Θεολόγος Γρηγόριος· « ένας είναι σε μας ο Θεός, όχι μόνον επειδή είναι μια η θεότητα, αλλ’ επειδή αναφέρονται και σε ένα και τα δυό που προέρχονται απ’ αυτόν ( Λόγος 31 ). Κι ακόμα· « το άναρχο κι η αρχή κι αυτό που είναι μαζί ( μετά ) με την αρχή είναι ένας Θεός , η δε φύση και στα τρία μία, είναι ένωση δε ο Πατήρ, απ’ τον οποίον και προς τον οποίον ανάγονται τα επόμενα ( εξής ), όχι σαν να συναλείφονται ( συγχωνεύονται, συνενώνονται… ), αλλά σαν να συνδέονται ( ως έχεσθαι ) ». Κι ακόμα· « ας τηρούμε » λέει « όπως κι ο δικός μου λόγος, ότι είναι ένας μεν ο Θεός, και αναφέρονται σε μιαν αιτία και σύμφωνα με το ένα και εντελώς ίδιο ( ταυτόν ), για να το πω έτσι, κίνημα και βούλημα της θεότητας και την ταυτότητα της ουσίας και ο Υιός και το Πνεύμα, υπάρχουν δε χωρίς να επινοείται καμμιά συναλοιφή ή ανάλυση ή σύγχυση οι τρεις υποστάσεις. Οπου επινοείται και ονομάζεται άναρχος μεν και αρχή ο Πατέρας, αρχή δε ως αίτιος και ως πηγή και ως αΐδιο φως » ( Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 20, Περί δόγματος και καταστάσεως επισκόπων ). Κι ακόμη· « είναι κοινό μεν στον Πατέρα και στον Υιό και στο άγιο Πνεύμα το ότι δεν έχουν δημιουργηθή ( το μη γεγονέναι ) και η θεότητα, στον δε Υιό και το άγιο Πνεύμα το ότι προέρχονται απ’ τον Πατέρα ( το εκ του Πατρός ) » ( Γρηγορίου Θεολόγου, Εις Ηρίωνα τον φιλόσοφον ). Κι ακόμα· « αυτό είναι σε μας ο Πατέρας κι ο Υιός και το άγιο Πνεύμα· ο μεν γεννήτορας και προβολέας, και εννοώ ( λέγω ) δίχως πάθος και δίχως χρόνο και δίχως σώμα ( απαθώς και αχρόνως και ασωμάτως ), κι απ’ τα δυό τον μεν γέννημα, το δε πρόβλημα ( το προβαλλόμενο… ) » ( Γρηγορίου Θεολόγου, 29, Περί Υιού ).

568. Κι ο Μέγας Διονύσιος˙ « ότι είναι μεν πηγαία θεότητα ο Πατέρας, βλαστοί δε θεόφυτοι και όπως άνθη και υπερούσια φώτα, αν πρέπη έτσι να φανερωθή ( φάναι ), της θεογόνου θεότητας ο Υιός και το Πνεύμα, το έχουμε παραλάβει απ’ τα ιερά αποφθέγματα ( λόγια ) » ( Ψευδο – Δονυσίου, Περί θείων ονομάτων). Και η Α΄ σύνοδος στη Νίκαια˙ « εκπορεύεται μεν απ’ τον Πατέρα, είναι δε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ( ίδιον ) του Υιού το άγιο Πνεύμα » ( Γελασίου Κυζικηνού, Σύνταγμα των κατά την εν Νικαία αγίαν σύνοδον πραχθέντων ). Κι ο θείος Βασίλειος˙ « έχει μεν εξαρτηθή ( ήρτηται ) απ’ τον Υιό, με τον οποίον και συγκαταλαμβάνεται ( λαμβάνεται και κατέχεται… ) αδιάστατα ( συνεχόμενο… ) το άγιο Πνεύμα, έχει δε παραλάβει ( εξημμένον ) το είναι απ’ την αιτία του Πατέρα, απ’ όπου και εκπορεύεται» (Επιστολή Γρογορίω αδελφώ περί διαφοράς ουσίας και υποστάσεως ). Και πάλι˙ « γνωρίζεται με τον Υιό και μαζί μ’ αυτόν ( μετά του Υιού και συν αυτώ ) το άγιο Πνεύμα, έχει δε λάβει υπόσταση ( υφέστηκε ) απ’ τον Πατέρα » ( ό.π. ).

569.Κι ο μακάριος Ανδρέας Κρήτης˙ « δεν μπορεί παρά να ενοπτρίζεται ( να οράται όπως μέσα σε κάτοπτρο… ) ή στον Υιό ο Πατέρας ή στον Πατέρα ο Υιός ή στο άγιο Πνεύμα, το οποίο εκπορεύεται μεν απ’ τον Πατέρα, εμφιλοχωρεί ( ενδιατρίβει ευχαρίστως…) δε και αναπαύεται κατ’ ουσίαν στον Υιό, ως ομοούσιο και ομόθρονο και ομότιμο και με τους δυό ( αμφοίν ) » ( Λόγος Ζ΄, Εις την μεταμόρφωσιν ). Κι ο έξοχος απ’ τη Δαμασκό Ιωάννης, « ο Πατέρας είναι » λέει « πηγή και αιτία του Υιού και του Πνεύματος˙ λόγος, σοφία, δύναμη, εικόνα, απαύγασμα, χαρακτήρας του Πατέρα και απ’ τον Πατέρα ο Υιός, κι όχι Υιός του Πνεύματος˙ Πνεύμα του Πατέρα, ως εκπορευόμενο απ’ τον Πατέρα το άγιο Πνεύμα, γιατί δεν υπάρχει καμμιά ορμή χωρίς το Πνεύμα˙ Πνεύμα δε και του Υιού, όχι σαν να προέρχεται απ’ αυτόν, αλλ’ ως εκπορευόμενο μ’ αυτόν ( δι’ αυτού ) απ’ τον Πατέρα, γιατί είναι μοναδικός ( μόνος ) αίτιος ο Πατέρας » ( Εκδοσις ακριβής…Α΄ ιβ΄).

570. Και πάλι˙ « αυτό είναι που λατρεύουμε˙ Πατέρας, γεννήτορας του Υιού, αγέννητος, γιατί δεν προέρχεται από κανέναν ( ου γαρ έκ τινος )˙ Υιός, γέννημα του Πατέρα, καθώς έχει γεννηθή ( γεγεννημένος ) απ’ αυτόν˙ Πνεύμα άγιο, του Θεού και Πατέρα, καθώς εκπορεύεται απ’ αυτόν, το οποίο λέγεται πως είναι μεν και του Υιού, καθώς φανερώνεται μ’ αυτόν ( δι’ αυτού ) και μεταδίδεται στην κτίση, αλλά δεν έχει απ’ αυτόν την ύπαρξη » ( Ιωάννου Δαμασκηνού, Λόγος εις το άγιον Σάββατον ). Κι ο θείος Ιουστίνος, ο μάρτυρας και φιλόσοφος˙ « όπως προέρχεται απ’ τον Πατέρα ο Υιός, έτσι προέρχεται απ’ τον Πατέρα και το Πνεύμα, εκτός βέβαια απ’ τον τρόπο της ύπαρξης » (Έκθεσις της ορθής ομολογίας 9 ). Κι ο άγιος Μάξιμος˙ « η πρόφαση ( ο λόγος… ) της επιστολής, σε τί δηλαδή σκοπεύουμε, είναι ότι λέει πως δεν είναι αιτία του Πνεύματος ο Υιός˙ γιατί μιαν αιτία του Υιού και του Πνεύματος τον Πατέρα, του μεν κατά γέννησιν, του δε κατ’ εκπόρευσιν, και ο ίδιος γνωρίζει και αποδέχεται αυτούς που έτσι λένε » ( Επιστολή προς Μαρίνον…).

571. Και πάλι ο Δαμασκηνός˙ « και λέμε πως είναι απ’ τον Πατέρα το Πνεύμα το άγιο και το ονομάζουμε Πνεύμα του Πατέρα, δεν λέμε δε πως είναι απ’ τον Υιό το Πνεύμα, το ονομάζουμε δε Πνεύμα του Υιού » ( Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Α΄ ιβ΄). Λοιδορείς ( υβρίζεις…) λοιπόν αυτόν τον χορό των αγίων γι’ αυτές τις ιερές τους αποφάσεις ( διακηρύξεις… ) και τους αποκαλείς «κάποιους» και λες πως έχουν πλανηθή ; Είσαι όντως γυιός της πλάνης και αντάρτης ( ταραξίας… ) της ιερής Εκκλησίας και εντελώς πλήρης ( έμπλεως ) από κάθε αισχρήν αίρεση. Με ποιο πρόσωπο έλκεις ( τραβάς δια της βίας…) το ιδιαίτερο χαρακτηριτικό ( το ίδιον ) του Πατέρα και στον Υιό, και αποστερείς πάλι απ’αυτό το χαρακτηριστικό το Πνεύμα, σαν κάποιος κουφός και άνους, που ούτε έχει ακούσει, ούτε έχει βέβαια διακρίνει ( διεγνωκώς ) τα των ιεροδιδασκάλων, ότι πρέπει να ανατεθούν καθολικά και κατά πάσαν ανάγκην τα του Πατέρα και του Υιού και στο θεαρχικό Πνεύμα; Γι’ αυτό, αν είναι απ’ τον Πατέρα και τον Υιό η εκπόρευση του Πνεύματος, θα είναι αναγκαστικά κι απ’ το Πνεύμα η εκπόρευση και θα έχη το Πνεύμα άλλο Πνεύμα, το οποίο εκπορεύει, και θα είναι τετράδα η Τριάδα, το οποίο ανήκει ακριβώς στα εξαιρετικά ατοπώτατα. Άκου δε και τους ιερούς θεολόγους της αλήθειας, τί λένε γι’ αυτό. Και λέει ο Μέγας Βασίλειος˙ « όλα όσα είναι κοινά στον Πατέρα και τον Υιό είναι κοινά και στο Πνεύμα » ( Κατά Ευνομίου Ε΄). Κι ο ιερός Διονύσιος˙ « όσα είναι του Πατέρα και του Υιού τα αναθέτει κοινωνικά και ενωμένα και στο άγιο Πνεύμα ο θεαρχικός λόγος » ( Περί θείω ονομάτων ). Κι ο Θεολόγος Γρηγόριος˙ « όλα, όσα ανήκουν στον Υιό, ανήκουν και στο Πνεύμα , εκτός απ’ την υιότητα » ( Λόγος 34 , Εις τους Αιγυπτίους αποδημήσαντας ). Και πάλι˙ « όλα, όσα έχει ο Υιός, είναι και του Πνεύματος, εκτός απ’ τη γέννηση » (Λόγος 41, Εις την Πεντηκοστήν ).

572. Και τόσο πολύ γνώρισαν ( ήδεσαν ) οι θεόσοφοι πως δεν είναι αίτιος ο Υιός του Πνεύματος, ώστε, παρ’ όλο που λένε ρητά ότι είναι ίδιαίτερο χαρακτηριστικό ( ίδιον ) του Υιού το Πνεύμα, κανένας όμως απ’ αυτούς δεν είπε, ότι είναι ίδιαίτερο χαρακτηριστικό του Υιού το Πνεύμα, επειδή έχει απ’ τον Υιό την ύπαρξη. Και λένε˙ « να δέχεσαι μια θεότητα, του Πατέρα, που γέννησε με ανέκφραστο τρόπο τον Υιό, και του Υιού, που έχει γεννηθή απ’ αυτόν, και του αγίου Πνεύματος, που εκπορεύεται απ’ τον ίδιον τον Πατέρα, είναι δε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Υιού, όπως λέει ο Θείος απόστολος˙ “ εί τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ έστιν αυτού ” ( Ρωμ. Η΄9 ) » ( Γελασίου Κυζικηνού, Σύνταγμα των κατά την εν Νικαία αγίαν σύνοδον πραχθέντων ). Και ο Κύρου Θεοδώρητος˙ « είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ( ίδιον) του Υιού το Πνεύμα, λέει. Αν το είπε μεν, δηλαδή ο Κύριλλος, ως ομοφυές και εκπορεύομενο απ’ τον Πατέρα, θα συνομολογήσουμε και θα δεχθούμε ως ευσεβή τη φωνή. Αν δε επειδή έχει απ’ τον Υιό ή δια του Υιού την ύπαρξη, θα το απορρίψουμε ως βλάσφημο και δυσσεβές˙ γιατί πιστεύουμε στον Κύριο, που λέει “ το Πνεύμα, ό εκ του Πατρός εκπορεύεται ” ( Ιωάν, ιε΄ 26 ) και στον θεiότατο δε Παύλο που λέει ομοίως “ ημείς δε ού το πνεύμα του κόσμου ελάβομεν, αλλά το Πνεύμα το εκ του Θεού ” ( Α΄ Κορινθ. β΄ 12)» ( Θεοδώρητου Κύρου, Ανατροπή των Δώδεκα κεφαλαίων ).

573. Και λέει κοντά σ’ αυτά ο θείος Κύριλλος στην προς τον Ιωάννην Αντιοχείας επιστολή˙ « δεν ανεχόμαστε να σαλεύεται κατά κανέναν τρόπο από κάποιους η ορισθείσα πίστη, το σύμβολο δηλαδή της πίστεως, που προήλθε απ’ τους άγιους Πατέρες μας, που συνήλθαν στη Νίκαια κατά καιρούς ( σε διάφορους καιρούς…). Και δεν επιτρέπουμε βέβαια, στους εαυτούς μας ή σε άλλους, ούτε λέξη να αλλάξουν απ’ όσα ενυπάρχουν εκεί ή να παραβούν μιαν έστω συλλαβή, ενθυμούμενοι αυτόν που λέει˙ “ μη μέταιρε όρια αιώνια, ά έθεντο οι Πατέρες σου ” ( Παροιμ. κγ΄ 28 ). Γιατί δεν ήταν αυτοί που μιλούσαν, αλλά το ίδιο το Πνεύμα του Θεού και Πατέρα, το οποίο εκπορεύεται μεν απ’ αυτόν, δεν είναι δε αλλότριο ( ξένο… ) απ’ τον Υιό σύμφωνα με τον λόγο της ουσίας » ( Κυρρίλου Αλεξανδρείας, Επιστολή προς Ιωάννην Αντιοχείας ). Και πάλι ο Κύρου Θεοδώρητος˙ « δεν έχει την ύπαρξη απ’ τον Υιό ή δια του Υιού το Πνεύμα το άγιο, αλλ’ εκπορεύεται απ’ τον Πατέρα, ονομάζεται δε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Υιού ως ομοούσιο » ( ό.π. ).

574. Και πάλι ο άγιος Κύριλλος˙ « όπως έχει ακριβώς απαρτηθή ( εξαρτηθή… ) το δάχτυλο απ’ το χέρι, χωρίς να είναι ξένο απ’ αυτό, αλλ’ ανήκει με φυσικόν τρόπο σ’ αυτό, έτσι έχει συναφθή και το Πνεύμα το άγιο με τον λόγο της ομοουσιότητας σε ένωση προς τον Υιό, έστω κι αν εκπορεύεται απ’ τον Θεό και Πατέρα » ( Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Βίβλος θησαυρών περί της αγίας και ομοουσίου Τριάδος ). Κι ακόμα˙ « είναι ιδιαίτερο Πνεύμα αυτό και του μονογενούς, γιατί είναι ομοούσιος με τον Πατέρα » ( Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην ). Και πάλι˙ « είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό( ίδιον ) του ίδιου εκείνου λέει, ως οικείο κατά τη φύση, ως μη αλλότριο ( ξένο… ), ως μη προσυπάρχον εκείνο απ’ έξω » ( ό.π. - Πρβλ. και του ίδιου, Περί ενανθρωπήσεως του μονογενούς ). Γιατί λέει ο ίδιος, ερμηνεύοντας το « όταν έλθη ο Παράκλητος » ( Ιωάν. ιε΄ 26 )˙ « θα υπάρχη λοιπόν το ενδεχόμενο, αν δεν είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Υιού το Πνεύμα, αλλ’ έχει υιοθετημένον ( εισποιητόν ), όπως ακριβώς η κτίση, κι αυτός τον αγιασμό, να μπορή κάποτε και να αποπέση » ( Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην ). Και πάλι˙ « λέμε πως είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Υιού ο Παράκλητος, δηλαδή το Πνεύμα το άγιο, και όχι εισαγόμενο ( επεισκρινόμενον ) απ’ έξω ούτε και επίκτητο σ’ αυτόν, όπως είναι ακριβώς σ’ αυτούς που δέχονται την αγιότητα ».

575. Αυτούς λοιπόν του ιεροδιδάσκαλους αποκαλείς πλανώμενους, αναιδέστατε, που πνέουν με μιαν έμπνευση και έλλαμψη και λαμπαδηφορία ( δαδουχία ) του αγίου Πνεύματος το ένα, που διδάσκουν το ίδιο, τους άτρεπτους στύλους, τους πύργους τους ακλόνητους, που έχουν μέσα στους εαυτούς τους τον Χριστό να μιλά ( λαλή ) με φωνή θειότερη και να χορηγή απ’ την άβυσσο της σοφίας τα απόρρητα της θεολογίας; Δεν είσαι συ ο πλανώμενος και όλη η φατρία των Λατίνων, που προσάγετε κενή λόγω δυσπιστίας απ’ τις ακτίνες του ζωοποιού Πνεύματος την καρδιά και διαβαίνετε ( διαπορευόμενοι ) όπως μέσα στο σκοτάδι και στρέφεστε ( κλίνοντες ) ευνοϊκά προς κάθε είδους αιρέσεις, τρέχοντας μακριά απ’ τον Θεό και την αλήθεια, άστατοι και ανίδρυτοι, και μη γνωρίζοντας ούτε κι αυτό, ότι έχετε στερηθή λόγω δυσπιστίας και οίησης τη θεία ένωση; Είναι όντως καταγώγιο ασέβειας η καρδιά σας και πύλη αιρέσεων τα χείλη σας.

576. « Είναι φανερό » λέει « πως είναι αρχή της προόδου του Υιού μόνος ο Πατέρας. Αν είναι λοιπόν και της προόδου του αγίου Πνεύματος μόνος ο Πατέρας αρχή, δεν θα είναι διαφορετική η πρόοδος του αγίου Πνεύματος απ’ τη γέννηση του Υιού, και δεν θα διακρίνεται έτσι ούτε κι ο Υιός απ’ το άγιο Πνεύμα ». Κρύβεις με διαστροφική και αιρετική ομολογουμένως γνώμη κι απ’ αυτές τις προτάσεις την αλήθεια. Γιατί αρχή μεν της προόδου του Υιού είναι μόνος ο Πατέρας, αλλά της γεννητικής προόδου κι όχι έτσι απλά ( απλοϊκά… )· κι αρχή της προόδου του αγίου Πνεύματος είναι ο Πατέρας, αλλά της προβλητικής προόδου κι όχι έτσι απλά ( απλοΐκά )· γι’ αυτό και είναι διαφορετικό αυτό και διαφορετικό εκείνο και διακρίνεται φανερά από εδώ ο Υιός απ’ το Πνεύμα, όπως λέει κι ο Ιουστίνος ο μάρτυρας και φιλόσοφος, το οποίο και έχουμε προαναφέρει· « όπως είναι ακριβώς ο Υιός απ’ τον Πατέρα, έτσι είναι και το Πνεύμα απ’ τον Πατέρα, εκτός βέβαια απ’ τον τρόπο της ύπαρξης » ( Έκθεσις ορθής ομολογίας ). Κι ο άγιος Μάξιμος· « γνωρίζουμε μιαν αιτία του Υιού και του Πνεύματος, τον Πατέρα, του μεν κατά τη γέννηση, του δε κατά την εκπόρευση » ( Επιστολή προς Μαρίνον …).

577. Βλέπεις την αληθινή και ανόθευτη ένωση και διάκρισή τους; Μια μεν αιτία, ο Πατέρας, αλλ’ όχι κατ’ έναν τρόπο· γιατί είναι γεννήτορας μεν του Υιού, προβολέας δε του Πνεύματος. Κι ο Υιός και το Πνεύμα είναι ομοίως μεν αιτιατά, αλλ’ όχι και κατά τον ίδιον τρόπο· γιατί το μεν είναι γέννημα, το δε πρόβλημα ( αυτό που προβάλλεται… ). Δεν είναι άρα υγιείς ( δεν έχουν σώες τις φρένες… ) οι προτάσεις σου και γι’ αυτό είναι μάταιος κι ο συλλογισμός σου.

578. « Απομένει να είναι στην αρχή η διάκριση της κάθε μιας προόδου. Κι είναι φανερό πως είναι αρχή της προόδου του Υιού μόνος ο Πατέρας. Αν είναι λοιπόν και της προόδου του αγίου Πνεύματος μόνος ο Πατέρας αρχή, δεν θα είναι διαφορετική η πρόοδος του αγίου Πνεύματος απ’ τη γέννηση του Υιού, και δεν θα διακρίνεται έτσι ούτε κι ο Υιός απ’ το άγιο Πνεύμα ». Αντικρούστηκε αυτό με τους προηγούμενους λόγους κι αποφασίστηκε ( απεφάνθη ) πως έχει την κακόνοια στις προτάσεις. Και λέμε κι εδώ· απομένει να είναι η διάκριση της καθεμιάς προόδου του Υιού και του Πνεύματος όχι απλώς στην αρχή, όπως λέει ολισθηρά ( σφαλερώς ) ο Θωμάς, αλλά στην τόσο έξοχη ( τοιάδε ) αρχή – κι είναι φανερό, πως υπάρχει ( εστίν ) ως αρχή γεννητική της προόδου του Υιού μόνος ο Πατέρας. Κι επειδή είναι και της προόδου του αγίου Πνεύματος μόνος ο Πατέρας αρχή προβλητική, όπως αποδείξαμε με πλήθος ρήσεων των αγίων προηγουμένως, θα είναι διαφορετική η πρόοδος του αγίου Πνεύματος απ’ τη γέννηση του Υιού, και θα διακρίνεται έτσι κι ο Υιός απ’ το άγιο Πνεύμα. Ψεύδεται ( πλανάται… ) άρα και κακώς φρονεί και στα προκείμενα ο Θωμάς.

579. « Απομένει να μη διακρίνονται, παρά με την κατά την αιτία αναφορική αντίθεση τα θεία πρόσωπα. Είναι ανάγκη λοιπόν να προέρχεται ( είναι ) απ’ τον Υιό, αν διακρίνεται απ’ αυτόν το άγιο Πνεύμα ». Τόσο πολύ αγαπά και είναι πρόθυμος ( σπουδάζει ) να το συνιστά ( κατασκευάζη… ) αυτός ο βέλτιστος το ψέμμα, ώστε και να λέη ( λαλή ) κάθε τι που ισχυρίζεται ( βούλεται ) σαν να έχη εξουσία ( επ’ εξουσίας ) και να συρράπτη όλα τα προστυχόντα ( τα τυχαία πράγματα… ) και να λέη αχαλίνωτα αυτά που δεν υπάρχουν ( τα μη όντα ), για να φανή και μόνον πως συμπεραίνει αυτό που ισχυρίζεται ( βούλεται), χωρίς να φοβάται ούτε τον Θεό, ούτε να ευλαβείται αυτούς που συναντούν τα συγγράμματά του. Γιατί ενώ διακρίνονται με τις οικείες τους ιδιότητες τα θεία πρόσωπα, με την πατρότητα και προβολή ο Πατέρας, με την υιότητα ο Υιός και με την εκπόρευση το Πνεύμα, ανατρέχει, πέρα από κάθε λογική, στην κατά την αιτίαν αναφορική αντίθεση αυτός και λέει πως δεν μπορούν να διακρίνονται διαφορετικά τα θεία πρόσωπα, για να αποδείξη και μόνον πως είναι κι ο Υιός αιτία του Πνεύματος· και φτιάχνει ( ποιεί ) ένα πράγμα γελοίο, επιχειρώντας με μεγάλη αδυναμία ( ατονία ) να παρουσιάση αυτό που τόσην προθυμία προσπαθεί ( το κατά πολύ αυτώ σπουδαζόμενον ).

580. Γιατί αν συνάγη λόγω αυτών των προτάσεων πως είναι ( προέρχεται… ) κι απ’ τον Υιό το Πνεύμα, γίνεται το ασθενές της απόδειξής του κι ως προς αυτό ισχύς του δικού μας δόγματος. Γιατί αυτός είναι που λέει· « η σχέση, με την οποίαν είναι Πατέρας ο Πατέρας, είναι διαφορετική από εκείνη με την οποίαν είναι αρχή του αγίου Πνεύματος ο Πατέρας ». Αν είναι λοιπόν, σύμφωνα και μ’ αυτόν, διαφορετική η σχέση του Πατέρα προς τον Υιό, απ’ τη σχέση με την οποίαν είναι αρχή του αγίου Πνεύματος ο Πατέρας, την προβλητική δηλαδή, πώς δεν διακρίνονται μ’ αυτήν τα θεία πρόσωπα, αλλά φέρνει στη μέση ( εις μέσον άγει ) την κατά την αιτίαν αντίθεση; Είναι όντως ασθενής και, μη έχοντας να πη κάτι καίριο για τα προκείμενα, προσχωρεί στα προστυχόντα ( τυχαία…). Όπως ακριβώς αν, επιχειρώντας να πλήξη ( βάλλειν ) κάποιος απ’ τον πύργο τον εχθρό του, το πράττη με τον πηλό και τους πλίνθους, και κατηγορείται ( κατεγνώσθη ) δίκαια πως δεν έχει τίποτα απ’ αυτά που χρειάζονται, με το οποίο να αμυνθή στον εχθρό, ούτε ξίφη, ούτε βέλη, ούτε κάτι άλλο το αμυντικό ( αμυντήριον ), έτσι κι εκείνος που πλήττει μ’ αυτά τα όπλα της κενόκομπης ( που κομπάζει κενά…) σοφίας αυτόν που τον αντικρούει ως προς το δόγμα, όπως είναι αυτά που λέει ο Θωμάς για να αποδείξη και το Υιό αίτιο του Πνεύματος, θα φανή δίκαια σ’ αυτούς που καλώς φρονούν ότι δεν έχει τίποτα το καίριο ή ευσεβές να πη και προσχωρεί γι’ αυτό σε ευκαταφρόνητους και παράλογους λόγους.

581. « Συνάγεται ( έπεται ) απ’ αυτό το ίδιο που λέμε, πως προέρχεται μεν ως αγάπη το Πνεύμα το άγιο, ως λόγος δε ο Υιός, ότι προέρχεται ( είναι ) κι απ’ τον Υιό το Πνεύμα το άγιο. Γιατί προέρχεται ( πρόεισιν ) απ’ τον λόγο η αγάπη, επειδή ούτε και μπορούμε να αγαπάμε κάτι, αν δεν το συλλάβουμε προηγουμένως με τον ενδιάθετο λόγο ». Θέλει πάλι να συλλογίζεται, ξεχνώντας τα ίδια του τα λόγια , απ’ τα κάτω και επίγεια τα άνω και υπερκόσμια ο δυστυχής κι όχι έτσι απλά, αλλά και να θεολογή, και μάλιστα για την υπερούσια, αλίμονο στην τόλμη, Τριάδα και για όσα είναι διευθετημένα (των διακειμένων ) ως προς τα θεία πρόσωπα. Πώς δεν ντρέπεσαι, αν όχι βέβαια τον Θεό, ούτε τους ανθρώπους, ούτε κανέναν άλλον, τους λόγους σου λοιπόν και τα δικά σου χείλη που λένε, πως « είναι ασθενικές ( ασθενούν ) στα θεία πράγματα οι φυσικές αιτίες » και πως « υπάρχουν κάποια απ’ αυτά που νοούνται στα θεία, που υπερβαίνουν ( υπεραίροντα ) κάθε σχεδόν ανθρώπινη μηχανή ( τεχνική επινόηση …) » και πως « υπάρχουν κάποια απ’ αυτά που νοούνται στα θεία, που υπερβαίνουν παντελώς τον ανθρώπινο νου ». Πώς προχωράς λοιπόν με φυσικό λόγο στα ακρότατα της θεολογίας, πέρα από κάθε λογική και λόγο εσύ;

582. « Απ’ αυτό το ίδιο » λέει « που λέμε, πως προέρχεται ως αγάπη μεν το Πνεύμα το άγιο, ως λόγος δε ο Υιός ». Ποιός σε δίδαξε ( επαίδευσε ) να θεολογής μ’αυτά και να εισέρχεσαι στους άρρητους και ανεπινόητους και στους αγγέλους τρόπους; Είναι ολισθηρός ( σφαλερός ) και πρόξενος μυρίων κινδύνων αυτός ο τρόπος· γιατί δεν είναι καθόλου αποδεκτό ( ανένδεκτον ) να φτιάχνουμε ( ποιείσθαι ) απ’ τα δικά μας ή απ’ του οποιουδήποτε νοητού θεολογικές θέσεις. Γιατί έχουν διανοηθή με τον πόθο οπωσδήποτε του να νοούν και να λένε κάτι για την υπερούσια και κρυμμένη ( κρύφια ) θεότητα τα εικονικά και νοητά οι άγιοι, κι όχι για να επεκτείνονται ( χωρείν ) σε θεολογικές έννοιες μ’ αυτά.

583. Γι’ αυτό και συμπεραίνουν, έχοντας μαζί τους το ψέμμα, το ψέμμα πάλι κατόπιν οι προτάσεις σου· « δεν διακρίνονται ως προς ( κατά ) την ενότητα της ουσίας, παρά μόνον καθόσον αυτός μεν είναι Πατέρας, κι εκείνος Υιός, ο Πατέρας κι ο Υιός· είναι κοινό λοιπόν, ό,τι κι αν υπάρχη ( είναι ) έξω απ’ αυτό ( παρά τούτο ), στον Πατέρα και τον Υιό· είναι δε έξω απ’ τον λόγο της πατρότητας το να είναι αρχή του αγίου Πνεύματος ο Πατέρας. Είναι άρα κοινό το να είναι αρχή του αγίου Πνεύματος στον Πατέρα και τον Υιό ». Άκου, Θωμά· δεν διακρίνονται ως προς ( κατά ) την ενότητα της ουσίας, παρά μόνον καθόσον αυτός μεν είναι προβολέας, εκείνο δε Πνεύμα, ο προβολέας και το Πνεύμα· είναι λοιπόν κοινό, ό,τι κι αν είναι έξω ( παρά ) απ’ αυτό, στον προβολέα και το Πνεύμα. Είναι δε έξω ( παρά ) απ’ τον λόγο του προβολέα και του Πνεύματος το να είναι αρχή του Υιού ο προβολέας. Είναι άρα κοινό το να είναι αρχή του Υιού στον Πατέρα και το Πνεύμα, κι είναι άρα αρχή σύμφωνα με σένα του Υιού το Πνεύμα το άγιο, απ’ το οποίο δεν θα μπορούσε να πη κανείς κάτι άλλο πιο άτοπο και πιο δυσσεβές. Σε τέτοια καταγώγια ασέβειας οδηγεί αυτό που έχει επινοηθή ευφυώς ( το περινενοημένον ) και δεν συμφωνεί με τις διατυπώσεις ( προτάσεις ) των αγίων. Δεν άκουσες, πώς έχουν αποδώσει ( διδόασιν ) το κοινό και ενωμένο στον Πατέρα και στον Υιό και στο άγιο Πνεύμα οι θεόσοφοι; Αν είναι λοιπόν αρχή ο Πατέρας κι ο Υιός του αγίου Πνεύματος, θα είναι αναγκαστικά αρχή ή κάποιου άλλου Πνεύματος ή του εαυτού του, όπως έχουμε πή, και το Πνεύμα, το οποίο είναι εξαιρετικά ασυμβίβαστο ( ασύμφωνον ) και ασεβές.

584. « Δεν πρέπει » λέει « να λέμε πως προέρχεται ( προϊέναι ) το Πνεύμα το άγιο απ’ τον Υιό, αλλά δεν είναι διόλου μάταιο αυτό· διότι για την ενότητα της ουσίας, αυτό το οποίο λέγεται για το ένα πρόσωπο στις Γραφές, είναι ανάγκη να νοείται και για τα άλλα, αν δεν είναι κάπου αντίθετο στην προσωπική του ιδιότητα ». Είσαι όντως μάταιος και προβάλλεις ματαιότητες και δεν κατανοείς· γιατί η ενότητα της ουσίας κάνει ( ποιείται ) αυτά που ενυπάρχουν με φυσικόν τρόπο στην ουσία κοινά, κι όχι βέβαια τα προσωπικά.

585. Γιατί νά που λέγεται για τον Πατέρα το αγέννητο και άναρχο κι η πατρότητα, το αίτιο κι η πηγή κι η αρχή . Τί ( θα κάνουμε… ) λοιπόν; για την ενότητα της ουσίας, θα τα πάρουμε αυτά και θα τα θέσουμε στον Υιό ή το Πνεύμα; κατά κανέναν τρόπο. Είναι ασεβής η απόφαση ( διακήρυξη… ) και ξένη προς την παράδοση της ιερής πίστης. Δεν θα είναι λοιπόν για την ενότητα της ουσίας του Πατέρα και του Υιού αίτιο του Πνεύματος ο Πατέρας κι ο Υιός, επειδή είναι ένα ο Πατέρας και το Πνεύμα στην ουσία· και δεν θα είναι βέβαια για την ενότητα της ουσίας αίτιο ο Πατέρας και το Πνεύμα του Υιού. Είναι λοιπόν σφαλερή ( ολισθηρή… ) και για το Πνεύμα μια τέτοια απόφαση ( διακήρυξη…).

586. « Αν δεν είναι κάπου αντίθετο » λέει « στην προσωπική του ιδιότητα ». Δεν αντιλαμβάνεσαι ( συνοράς ) μετά, πόσο είναι αντίθετο στην προσωπική ιδιότητα τού Υιού το να είναι αρχή της θεότητας και αιτία και πηγή, το οποίο ακριβώς ολοφάνερα δεν επαγγέλλονται ( βούλονται ) οι άγιοι; Όλα όσα έχει να πή κανείς για την προσωπική ιδιότητα του Υιού, αντίθετα προς τις ιερές Γραφές και τους θεοφόρους πατέρες, είναι αντίθετο στην προσωπική του ιδιότητα. Γι’ αυτό λοιπόν και για την ενότητα της ουσίας, είναι ψέμμα αυτό ακριβώς που λέει ο Θωμάς και μάταιο, ότι προέρχεται ( προϊέσθαι ) απ’ τον Πατέρα και τον Υιό το Πνεύμα το άγιο.

587. « Αν και λέγεται, ότι “ουδείς οίδε τον Υιόν, ειμή ο Πατήρ” ( Ματθ. Ια΄27 ), αλλ’ ούτε ο ίδιος ο Υιός ούτε το Πνεύμα το άγιο αποκλείεται απ’ τη γνώση του Υιού. Γι’ αυτό, αν λεγόταν ακριβώς στο Ευαγγέλιο, ότι δεν προέρχεται ( πρόεισιν ) το Πνεύμα το άγιο παρά απ’ τον Πατέρα, δεν θα αναλαμβανόταν ( ανηρείτο ) μ’ αυτό το να μην προέρχεται απ’ τον Υιό, αφού δεν είναι αντίθετο αυτό στην ιδιότητα του Υιού ». Αυτός που εμφυσείται ( φυσώμενος ) από υπερήφανο πνεύμα και δεν θέλει από οίηση να ακολουθή τους θεοφόρους απ’ τους διδασκάλους και την ιερή τού Θεού Εκκλησία, ο ίδιος καταφρονεί πάλι κατά παράδοξον τρόπο τη δόξα ( γνώμη… ) των ανθρώπων και γράφει τα γελοία και παιγνιώδη και δεν ντρέπεται ( αισχύνεται ), κι αυτά, ο άθλιος, σε κείνα στα οποία θεολογεί. Γιατί τέτοιο πράγμα είναι η κακία· κλίνει προς την άνοια, επειδή δεν υπάρχει φρόνηση στην κακία και φαντάζεται αναγκαστικά τα μωρά και που έχουν εξουδενωθή ( εξευτελισθή… ) στους σοφούς.

588. Όταν ανακατώνη ο Θωμάς τα φυσικά με τα προσωπικά και συνθέτη κι απ’ τα δυό μιαν υπέρτερη ( υπερβάλλουσα ) απόφαση ( διακήρυξη…), πάσχει ( καταλαμβάνεται από πάθος… ) και δεν κατανοεί· γιατί είναι διαφορετική η διάνοια των φυσικών και άλλου είδους απ’ των προσωπικών· όπως, όταν λέγεται· « ουδείς οίδε τον Υιόν, ειμή ο Πατήρ » ( Ματθ. ια 27 ), είναι φυσική η γνώση, είναι δε κοινά τα φυσικά ( ιδιώματα… ) της τρισυπόστατης θεότητας. Ώστε είναι ίδια η είδηση κι η γνώση του Πατέρα και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, γιατί είναι μια η φύση των τριών, μιά δύναμη, μιά ενέργεια, γι’ αυτό και δεν χρειαζόμαστε ( δεόμεθα ) κανέναν ερμηνευτή για να γνωρίζουμε, ότι κι ο Υιός γνωρίζει τον εαυτό του και το Πνεύμα το άγιο γνωρίζει τον Υιό, με τον τρόπο που τον γνωρίζει κι ο Πατέρας. Ακολουθούν έτσι επίσης το αγαθό, το σοφό, το δίκαιο, το προνοητικό, τα άλλα διάφορα φυσικά και ουσιώδη της θεότητας την Τριάδα.

589. Γιατί αν πής αγαθό τον Πατέρα, το μαρτυράς αυτό και για τα δυό άλλα πρόσωπα· αν πης σοφό τον Υιό, λες και τον Πατέρα και το Πνεύμα κατά τη δύναμη ( δυνάμει )· αν θα πης προνοητή το Πνεύμα, είπες μαζί και τον Υιό· κι απλώς, ό,τι κι αν πης απ’ τα φυσικά για το ένα πρόσωπο, είναι και των δυό άλλων προσώπων, γιατί είναι μιά η θεία ουσία και απλή και έχει απαρατήρητα ενωμένα αυτά που λέγονται με φυσικόν τρόπο γι’ αυτήν. Υπάρχει δε αναγκαστικά διάκριση στα θεία πρόσωπα και θεωρείται το αντίστροφο. Γιατί αυτό που λέγεται για ένα πρόσωπο της Τριάδας, δεν μεταπίπτει εντελώς απαραίτητα σ’ ένα άλλο απ’ τα δυό πρόσωπα. Αν πης Πατέρα, είναι αδύνατο να πής τον Υιό ή το Πνεύμα Πατέρα· αν πης Υιό, αυτό δεν είναι ούτε του Πατέρα ούτε του αγίου Πνεύματος· αν πης πάλι αγέννητο τον Πατέρα, ως άναρχο, δεν μπορείς να πης τον Υιό και το Πνεύμα· αν πης γέννημα τον Υιό, αυτό δεν είναι ούτε του Πατέρα ούτε του αγίου Πνεύματος.

590. Κι έχουν αυτόν τον τρόπο αναγκαστικά τα προσωπικά, γιατί οι ιδιότητές τους δεν μεταπίπτουν ούτε βέβαια μεταβαίνουν, για να μην υπάρξη σύγχυση στη σταθερώτατη Τριάδα. Πώς θα είναι άλλωστε κυρίως ιδιότητα αυτό που είναι και με ένα άλλο κοινό; κατά κανέναν τρόπο. Ετσι να νοής λοιπόν και για το Πνεύμα. Τίποτα δεν προβάλλεται στην Τριάδα ( πρόβλημα εστί ), ούτε και ονομάζεται, παρά μόνον αυτό· όπως ακριβώς υπάρχει λοιπόν ένα που προβάλλεται, και είναι ιδιότητα αυτό του Πνεύματος, έτσι υπάρχει εφάμιλλα και ένας προβολέας αναγκαστικά, ώστε να είναι ιδιότητα κι αυτό εκείνου που προβάλλει. Ομολογεί δε και ο Θωμάς, ότι ο Πατέρας προβάλλει το Πνεύμα· δεν προβάλλει άρα και ο Υιός το Πνεύμα, ώστε να μην αναιρεθή η ιδιότητα μαζί με το μοναδικό και γίνη κοινό, πέρα από κάθε λογική, το προβάλλειν στον Πατέρα και τον Υιό και το άγιο Πνεύμα. Γιατί όπως αποδείξαμε πολλές φορές με τα λόγια των αγίων, αυτό που έρχεται απ’ τον Πατέρα στον Υιό γίνεται αναγκαστικά και στο Πνεύμα κοινό. Ενας είναι άρα ο προβολέας και μόνος, όπως ακριβώς ένας και μόνος κι ο γεννήτορας, ο Πατέρας, ώστε και να μένη η ιδιότητα αμετακίνητη και να αναλάμπη η θεία αλήθεια στα ιερά δόγματα : Με κακόν άρα και σφαλερόν τρόπο ανακατώνει ο Θωμάς τα φυσικά με τα προσωπικά, απ’ το οποίο και παρέχει αιρετικές διακηρύξεις ( αποφάσεις ).

591. « Το ότι είναι αρχή ο Υιός τού αγίου Πνεύματος δεν είναι αντίθετο στον λόγο του Υιού ούτε ως Θεού, αφού είναι και ο Πατέρας αρχή του αγίου Πνεύματος, ούτε ως Υιού, αφού είναι διαφορετική ( ετέρα ) η πρόοδος ( έξοδος… ) του Πνεύματος και διαφορετική η του Υιού· και δεν μάχεται αυτό που είναι εξ αρχής κατά μία πρόοδο, το να είναι αρχή της προόδου του άλλου. Απομένει πως δεν είναι αδύνατο λοιπόν να είναι αρχή ο Υιός του αγίου Πνεύματος· κι αυτό που δεν είναι αδύνατο, είναι δυνατό. Και δεν διαφέρει σε τίποτα στα θεία το να είσαι και να μπορής ( το είναι και δύνασθαι ), είναι άρα αρχή ο Υιός του αγίου Πνεύματος ».

592. Πρέπει να έμαθε να παίζη μάλλον με τη δολιότητα λόγων σοφίας παρά να θεολογή, όπως φαίνεται, ο Θωμάς· γιατί καμμιά πρόταση δεν έχει εδώ μαζί της την αλήθεια, αλλ’ όπως ακριβώς στρέφει αυτός που μεθάει ( ο μεθύων ) παράλογα τη γλώσσα και φωνάζει τα άναρθρα και τα σκοτεινά, έτσι κινώντας κι αυτός αντίθετα στις διδασκαλίες των αγίων τη γλώσσα, φωνάζει τά ανάρμοστα και σκοτεινά, τα οποία δεν είπε κανείς απ’ τους θεολόγους. Γιατί αν είναι, σύμφωνα με τις διδασκαλίες των θεοφόρων, μόνος ο Πατέρας πηγή της θεότητας και μόνος αιτία του Υιού και του Πνεύματος ( Ιωάννου Δαμασκηνού, Εκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως Α΄12 ), δεν είναι δυνατόν να είναι ο Υιός αιτία του Πνεύματος, όπως ήδη αποδείξαμε. Πώς δεν είναι λοιπόν αντίθετο στον λόγο του Υιού, που είναι μόνον αυτός γεννητός απ’ τον Πατέρα κι απ’ αυτόν μόνον και με μοναδικόν τρόπο ( μόνως ) και μόνον, όπως έχει πη ο ιερός Γρηγόριος, το να είναι αρχή ο Υιός του αγίου Πνεύματος, κι όχι μόνον ( αντίθετο… ) στον λόγο του Υιού, αλλά και στον λόγο της θεότητας; Γιατί μόνη πηγή θεότητας είναι ο Πατέρας, και δεν είναι βέβαια και η θεότητα του λόγου πηγή της θεότητας ( ο.π. ).

593. Κι αν είναι ένας ο γεννήτορας και προβολέας, ο Πατέρας, πώς δεν μάχεται αυτό που είναι εξ αρχής κατά μίαν πρόοδο, το να είναι αρχή της προόδου του άλλου; γιατί αυτά που είναι αντίθετα στον λόγο και τη λογική ( το εικός ) μάχονται ολοφάνερα την αλήθεια. Αν είναι λοιπόν αληθινό σύμφωνα με τον όρο της πίστης, ότι είναι μόνος ο Πατέρας αίτιος και αρχή του Υιού και του Πνεύματος, είναι φανερό, ότι μάχεται τον λόγο του Υιού το να είναι αρχή ο Υιός του αγίου Πνεύματος, επειδή δεν είναι αληθινό, όπως έχουμε ακριβώς πη.

594. Και προσθέτει ο Θωμάς και λέει, ότι « απομένει λοιπόν να μην είναι αδύνατο να είναι αρχή ο Υιός του αγίου Πνεύματος ». Αλλ’ είναι βέβαια και κατ’ εξοχήν (μάλιστα ) αδύνατο, εφ’ όσον είναι ψέμμα· αυτό που είναι λοιπόν ψέμμα εκεί, είναι επομένως και αδύνατο. Είναι ψέμμα το να βρίσκεται κάτω από διαφορετικήν αρχή ο Πατέρας, είναι λοιπόν και αδύνατο. Αν είναι λοιπόν ψέμμα σύμφωνα με τις διακηρύξεις ( αποφάσεις ) των αγίων το να είναι αρχή ο Υιός του αγίου Πνεύματος, είναι άρα και αδύνατο. Κι αυτό που προσάπτει ( επιφέρει – ο Θωμάς… ) δεν είναι μόνον ψέμμα, αλλά και παντελώς ανόητο· « αυτό που δεν είναι » λέει « αδύνατο, είναι δυνατό. Και δεν διαφέρει σε τίποτα στα θεία το να είσαι και να μπορής ( το είναι και δύνασθαι ) ».. Αν είναι μεν το είναι του Θεού ένα και απλό, είναι δε αυτά που μπορεί ο Θεός πολλά και ποικίλα,, διαφέρει άρα στα θεία και κατά πολύ το είναι και δύνασθαι.

595. Κι ακόμα· το ότι μπορεί ο Θεός είναι ολοφάνερο απ’ τα δικά του έργα, το δε είναι του Θεού είναι κρυφό και ανεπινόητο σε κάθε γενητή ( δημιουργημένη, κτιστή… ) φύση. Διαφέρει άρα και κατά υπέρτερον τρόπο ( υπερκειμένως ) το είναι και το δύνασθαι στα θεία. Κι ακόμα· φανερώνουν και μετέχουν στη δύναμη και τη σοφία του δημιουργού τα ποιήματα, το δε είναι του είναι πάνω κι απ’ την αγγελική γνώση, ώστε διαφέρει άρα πολύ στους θείους τρόπους το είναι και ( το… ) δύνασθαι. Για δε το αδύνατο και δυνατό, τί να πη κανείς, που είναι τόσο γεμάτο απ’ το ψέμμα; Δεν είναι αδύνατο στον Θεό να κτίση και άλλου γένους ζώα λογικά εκτός απ’ τους ανθρώπους. Κι αν είναι αυτό που δεν είναι αδύνατο δυνατό, αυτό όμως που είναι δυνατό δεν υπάρχει (ούκ έστιν )· γιατί ούτε και συναντάται άλλο ζώο λογικό πάνω στη γη εκτός απ’ τον άνθρωπο, είναι άρα ήδη αναγκαστικά ψέμμα το ότι αυτό που δεν είναι αδύνατο είναι και δυνατό. Είναι απειροδύναμος ο Θεός, δεν υπάρχουν όμως ( σ’ αυτόν… ) άπειρα είναι. Δεν αληθεύει άρα λέγοντας ( ο Θωμάς… ), πως « δεν διαφέρει σε τίποτα στα θεία το είναι και ( το… ) δύνασθαι ».

596. Αδικεί έτσι άρα σε όλες τις ίδιες τις δικές του προτάσεις την αλήθεια και συμπεραίνει το ψέμμα και δεν αισχύνεται ( ντρέπεται… ). Αν θέλη λοιπόν κάποιος να μιμηθή σ’ αυτό τον Θωμά και να μεταθέση εδώ τις προτάσεις του Υιού στο Πνεύμα, νομίζει ( επινοεί… ) και το Πνεύμα αίτιο του Υιού, όπως αν έλεγε· « δεν είναι αντίθετο στον λόγο του Πνεύματος το να είναι αρχή το Πνεύμα του Υιού, ούτε ως Θεού, αφού είναι κι ο Πατέρας αρχή του Υιού, ούτε ως Πνεύματος, αφού είναι διαφορετική η πρόοδος του Πνεύματος και διαφορετική η του Υιού· και δεν μάχεται αυτό που είναι από μιαν αρχή, και κατά μίαν πρόοδο, το να είναι αρχή της προόδου του άλλου. Απομένει λοιπόν να μην είναι αδύνατο να είναι αρχή το Πνεύμα το άγιο του Υιού, κι αυτό που δεν είναι αδύνατο, είναι δυνατό. Και δεν διαφέρει σε τίποτα το είναι και ( το… ) δύνασθαι στα θεία ».Είναι άρα αρχή το Πνεύμα το άγιο του Υιού. Βλέπεις τον γκρεμό της αίρεσης, στον οποίον οδηγούνται οι προτάσεις του; Όπως είναι ακριβώς ο Υιός Θεός, έτσι είναι και το Πνεύμα Θεός· κι αυτό που συμπεραίνεις στον Υιό, αυτό θα συμπεράνης και στο άγιο Πνεύμα με ίσες τις προτάσεις, το οποίο είναι ακριβώς σφόδρα άτοπο και ασεβές.

597. « Συμπεραίνουν ( επάγουσιν ) »λέει « ότι, όντας απλό, δεν θα μπορούσε να είναι από δύο το Πνεύμα, κι ότι, αν προέρχεται ( πρόεισι ) τελείως απ’ τον Πατέρα το Πνεύμα το άγιο, δεν θα μπορούσε να εκπορεύεται ( ουκ αν εκπορεύοιτο ) και απ’ τον Υιό, και άλλα τέτοια, τα οποία είναι εύκολο να τα λύνουν κι αυτοί που έχουν λίγο γυμνασθή στα θεολογικά. Γιατί ο Πατέρας και ο Υιός είναι μιά αρχή του αγίου Πνεύματος, λόγω της ενότητας της θείας δύναμης, και προάγουν με μιάν πρόοδο το Πνεύμα το άγιο, όπως είναι ακριβώς τα τρία πρόσωπα και μιά αρχή της κτίσης και παράγουν την κτίση με μιάν ενέργεια ».

598. Αυτά που προανέφερε ο Θωμάς για την εκπόρευση του αγίου Πνεύματος, ως λόγους των Γραικών, λέει, ότι είναι εύκολο να τα λύνουν κι εκείνοι που έχουν γυμνασθή λίγο στα θεολογικά. Και ούτε επιστρέφει στις προτάσεις εκείνες, ούτε και αποδεικνύει πώς είναι ( προέρχεται… ), όντας απλό, από δύο το άγιο Πνεύμα και πώς, προπεμπόμενο ( προϊόν ) τελείως απ’ τον Πατέρα, εκπορεύεται και απ’ τον Υιό, και έχοντας αφήσει δεμένα και αναπόδεικτα τα εύκολα προς λύσιν, προχωρά ακατάπαυστα ( χωρεί ) σε αναισθησίες και βλασφημίες και δεν λέει τίποτα το άξιο λόγου ( ουδέν προς έπος ). «Γιατί είναι » λέει « μιά αρχή του αγίου Πνεύματος ο Πατέρας κι ο Υιός ». Κι η απόδειξη; « λόγω της ενότητας της θείας δύναμης » λέει μετά, χωρίς να κατανοή, ότι την ενότητα που έχει ο Υιός προς τον Πατέρα κατά τη θεία δύναμη , την ίδιαν και ίσην ενότητα έχει και το Πνεύμα το άγιο προς προς τον Πατέρα κατά τη θεία δύναμη· γιατί έναι μια η ουσία κι η δύναμη κι η ενέργεια στα τρία πρόσωπα.

599. Αν είναι λοιπόν λόγω της ενότητας της θείας δύναμης του Πατέρα και του Υιού μιά αρχή ο Πατέρας κι ο Υιός του αγίου Πνεύματος, είναι λόγω της ίδιας ενότητας της θείας δύναμης, του Πατέρα και του Πνεύματος, μιά αρχή ο Πατέρας και το Πνεύμα το άγιο του Υιού και προάγουν με μιάν πρόοδο τον Υιό. Και συνάγεται αυτό το συμπέρασμα απ’ τις προτάσεις του Θωμά και είναι σφόδρα αιρετικό, ώστε είναι και οι προτάσεις που το συνάγουν αυτό ανάρμοστες και ασύμφωνες προς την αλήθεια. « Προάγουν » λέει « με μιάν πρόοδο ο Πατέρας και ο Υιός το Πνεύμα το άγιο, όπως είναι ακριβώς και μια αρχή τα τρία πρόσωπα της κτίσης, και προάγουν με μιάν ενέργεια την κτίση ». Κατεβάζει εδώ σε κτίσμα, ο άθλιος, το Πνεύμα το άγιο και ίσως δεν το κατανοεί.

600. Γιατί αν παράγουν με μιάν ενέργεια τα τρία πρόσωπα, ο Πατέρας κι ο Υιός και το άγιο Πνεύμα, την κτίση και είναι αρχή της κτίσης, αυτό δε που ποιεί ο Πατέρας και ο Υιός, το ποιεί αναγκαστικά και το Πνεύμα το άγιο, και αυτό που έχει ακριβώς ο Πατέρας και ο Υιός, το έχει αναγκαστικά και το Πνεύμα το άγιο, όπως αποδείξαμε πολλές φορές με τα λόγια ( ρήσεις ) των αγίων, αν προάγουν με μιάν πρόοδο ο Πατέρας κι ο Υιός το Πνεύμα το άγιο, είναι ολοφάνερα κτίσμα το Πνεύμα το άγιο. Γιατί όσα ποιεί ο Πατέρας κι ο Υιός δεν τα ποιούν κατά την ιδιότητα, αλλά κατά ( σύμφωνα με… ) τη φυσική ενέργεια. Κι αυτά που προέρχονται (προϊόντα) με τον φυσικό λόγο ( πεφυκότι λόγω ) απ’ τον Θεό, και είναι υποστάσεις, είναι κτίσματα, όπως ακριβώς κι αυτά που προέρχονται ( προϊόντα ) κατά την ιδιότητα του Θεού, και είναι υποστάσεις, είναι άκτιστα.

601. Και παρέρχομαι να πώ, ότι θα συνεργήση και το Πνεύμα το άγιο αναγκαστικά με τον Πατέρα και τον Υιό στη δική του ( ιδίαν ) υπόσταση, επειδή φανερώσαμε ( απηλέγξαμεν ) το άτοπο αυτού του πράγματος στα προηγούμενα˙ ενώ η αλήθεια είναι, ότι αυτά των οποίων είναι μια αρχή ο Πατέρας κι ο Υιός και τα οποία παράγονται με μιάν ενέργεια του Πατέρα και του Υιού, και είναι υποστάσεις, είναι κτίσματα· και πέφτει ελεεινά ομολογουμένως σ’ αυτό τον βόθρο ( βάραθρο… ) της αίρεσης και της απώλειας ο Θωμάς και όλη η Εκκλησία των Λατίνων, απ’ το να νομίζουν πως προπέμπουν ( προΐεσθαι ) με μιάν πρόοδο ο Πατέρας κι ο Υιός το Πνεύμα το άγιο, διακηρύσσοντάς το ως κτίσμα. Είναι ολοφάνερα η καθολική άνοια κι η ψευδηγορία και το σκοτάδι των αιρέσεων, το οποίο φέρει ακριβώς στον εαυτό του ο Θωμάς, κι απ’ αυτό το κεφάλαιο, αν το διέλθη κανείς με την προσήκουσα επιμέλεια· γιατί θα τον βρη να χρησιμοποιή κοντά στα κακά που έχουμε πη και διαβολές. « Η απ’ τον Υιό » λέει « πρόοδος του Πνεύματος περιέχεται συνεπτυγμένα στο σύμβολο της Κωνσταντινούπολης ( κατά την Κωνσταντίνου πόλιν ), όπως όταν λέγεται εκεί· “ το εκ του Πατρός εκπορευόμενον ” ».

602. Διαβάλλει εδώ το συνεπτυγμένο ο Θωμάς. Γιατί πώς ενώ συνήλθαν ( συγκεντρώθηκαν… ) τόσοι πολλοί εκλεκτοί ( λογάδες ) – κι οι περισσότεροι από μακρυά – για να δώσουν ανόθευτο χαρακτήρα στην πίστη για τη σωτηρία όλου του κόσμου, θα είχαν παραλείψει να πουν για τα καιριώτατα των θείων προσώπων και συνέπτυξαν το θεμέλιο της πίστης και δεν είπαν όσα έπρεπε και λίαν ακριβώς; Δεν είναι σύμπτυξη αυτό, αλλά παράλειψη και λήθη φοβερή, το οποίο δεν θα μπορούσε να το έχη πάθει ούτε ένας από εκείνους τους μεγάλους. Είναι ολοφάνερη διαβολή αυτό του Θωμά προς εκείνους τους θείους λαμπτήρες και το σύμβολο της πίστης. Γιατί αν μεν δεν θυμήθηκαν ( εμνήσθησαν ) οι φωστήρες εκείνοι μετά τον Πατέρα αμέσως επίσης τον Υιό, θα είχε ίσως λόγο, αν και ψυχρό, ή διαβολή.

603. Αν υπάρχουν δε φύση και πρόσωπα στην ζωοποιό Τριάδα και είναι αναγκαστικά και φυσικά και προσωπικά ( τα πρόσωπα… ), και θέλησαν να τα περιλάβουν και τα δυό καθώς θεολογούσαν εκείνοι οι θεοφόροι στο ιερό σύμβολο, και έχουν μνημονεύσει ( μέμνηνται) στα μεν προσωπικά τον Πατέρα μόνον, διδάσκοντας πως είναι αυτός αρχή και αίτιο του Υιού και του Πνεύματος, περιλαμβάνουν δε στα φυσικά τον Υιό και το Πνεύμα μαζί με τον Πατέρα, καθώς λένε μαζί με το Πνεύμα « το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον », και κηρύττουν έτσι ένα το κράτος της Τριάδας, μιά δόξα, μιά βασιλεία και κυριότητα και μ’ αυτά και μιάν ουσία, και δεν παραλείπουν τίποτα ούτε και το τυχαίο απ’ τη διδασκαλία του ιερού συμβόλου της πίστης, είναι ( τότε…) κάθε λόγος, που προβάλλει το συνεπτυγμένο, πρόσχημα και διαβολή.

604. Αλλά σκοτίζεται ακόμα περισσότερο, πιο κάτω, ο Θωμάς, αφανίζοντας ( αμαυρούμενος ) τη διάνοια, και λέει, τιμώντας δήθεν το συνεπτυγμένο· « αφού είναι ανάγκη αυτό που λέγεται για τον Πατέρα να νοείται και για τον Υιό ». Αυτό είναι αληθινό να το πης για τα φυσικά του Θεού, ανόητε· για τα προσωπικά όμως είναι ανάγκη αυτό που λέγεται για τον Πατέρα να μη νοείται για τον Υιό· γιατί λέγεται για τον Πατέρα πως είναι άναρχος, πως έχει γεννήσει και πως προβάλλει, τα οποία δεν θα μπορούσε ούτε κι ο διάβολος να τα μεταθέση στον Υιό. Γιατί δεν είναι άναρχος ο Υιός, ούτε και έχει γεννήσει, ούτε και μπορεί να προβάλη ( ουδ’ αν προβάλλοι ), έστω κι αν διαρραγούν ( σκάσουν απ’ το κακό τους… ) ο Θωμάς κι οι Λατίνοι.

605. Και κατανοώντας το ασθενές των δικών του προτάσεων, ο δύσνους, καταφεύγει σε άλλο όπως ακριβώς οχυρό, ασθενέστερο κι απ’ την άμμο, και λέει· « και στο να προστεθή αυτό, το και εκ του Υιού δηλαδή, ήταν αρκετή η εξουσία του αρχιερέα της Ρώμης ». Ποιος δεν θα θρηνήση αυτόν που φωνάζει ( φθεγγόμενον ) αυτά τα μωρά; Έχουν την εξουσία οι αισθήσεις μας, καθόσον έχουν βαδίσει στη δική τους τάξη, να ενεργούν αυτά που είναι φυσικά σ’ αυτές· κι αν μεταπέση κάποιος σύμφωνα με κάποιο πάθος απ’ την τάξη τους, του αφαιρείται και η εξουσία, την οποίαν έχει. Έτσι λοιπόν και ο αρχιερέας της Ρώμης, όσο στεκόταν στο σύμβολο της ιερής πίστης και συνέπνεε με τους υπόλοιπους τέσσερις μακάριους πατριάρχες, διατηρούσε την τάξη του και είχε άρα εξουσία σ’ αυτά που του ανήκαν στα εκκλησιαστικά.

606. Κι επειδή μετέπεσε απ’ το ιερό σύμβολο της πίστης και επινόησε κακώς προσθήκη στο σύμβολο ενάντια στην κεφαλή του (κατά της αυτού κεφαλής), απομακρύνεται απ’ τον χορό των τεσσάρων και του αφαιρείται η αρχή˙ κι όχι μόνον αυτό, αλλά καθυπέβαλε και σε ανάθεμα τον εαυτό του, το οποίο απείλησαν ακριβώς πολλοί και μεγάλοι απ’ τους θεοφόρους και όλες οι σύνοδοι ενάντια σ’ αυτούς που πρόκειται να τολμήσουν να προσθέσουν ή να αφαιρέσουν κάτι στο άγιο σύμβολο ( Όρος π ίστεως Γ΄Οικουμενικής Συνόδου…). Και όταν στεκόταν άλλωστε στην τάξη του, έφερε τα πρωτεία των άλλων τεσσάρων εκκλησιών και είχε εξουσία ίσως σε πράγματα εκκλησιαστικά, και όχι βέβαια σε τέτοια δόγματα, τα οποία είναι θεία, απόρρητα και απρόσιτα και στους αγγέλους. Και το να το εννοήσης αυτό, κι όχι βέβαια να το πης, είναι εμφανής διαταραχή των φρενών.

607. Ο δε Θεός, ο οποίος έδωσε με αποκάλυψη υπερκόσμιας έλλαμψης το σύμβολο της ιερής πίστης και δίδαξε στα κρυφά ( εν τω κρυπτώ ) τους τόσους πολλούς θεοφόρους των συνόδων να πουν ακριβώς τα δέοντα ( ορθά… ) της πίστης και σφραγίζει με το Πνεύμα το άγιο τους πιστούς, το οποίο κατοικεί κατ’ εκλογήν σ’ αυτούς σε αναμφίβολη βεβαίωση της πίστης, και ζη και τους φωτίζει και είναι πάντα εναργώς ( εμφανώς… ) μαζί τους και τους παρέχει τη χορηγία μύριων αγαθών, ας εδραιώση και την πίστη και ας χαρίση και τους καρπούς ή μισθούς της πίστης σε μας εν Χριστώ Ιησού, τω Κυρίω ημών, ώ η δόξα συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι νυν και αεί και εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων, αμήν.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου