Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

Η «Ανθρωπολογική στροφή» στην Θεολογία κατά τον Κάρλ Ράνερ - Alfredo Marranzini

Του Alfredo Marranzini.

Όποιος έχει διαβάσει έστω και μερικά θεολογικά δοκίμια του Κάρλ Ράνερ, έχει πιστοποιήσει με ευκολία σ’αυτά μία στοχαστική δύναμη πρωτότυπη και οξύτατη, η οποία επιθυμεί να παραμείνει πιστή στην παράδοση της Χριστιανικής σκέψης και ταυτοχρόνως ανοιχτή σε όλες τις προκλήσεις της συγχρόνου κουλτούρας! Αυτή η δύναμις κατευθύνεται προς την γονιμοποίηση και τον διαφωτισμό της Θεολογικής εργασίας, για να κάνει αποδεκτό στον σύγχρονο άνθρωπο, το μήνυμα της Θείας αποκαλύψεως.

Μιλώντας το 1963 στο Αννόβερο, ο Ράνερ, υπογράμμιζε πώς η «Χριστιανική Πίστη θα αφομοιωθεί σήμερα με έναν αθώο τρόπο, ουδέτερο και χωρίς καμία καταπίεση αυθεντικών προβλημάτων ή προπαρασκευασμένων αποφάσεων, συγχρόνων και νόμιμων, μόνον εάν, διατηρώντας ανέπαφο τον χαρακτήρα της αυθεντικής υπερφυσικής αποκαλύψεως του Θεού που επεμβαίνει ελεύθερα στην ιστορία, φανεί πώς είναι η μοναδική, ξεκάθαρη και πλήρης απάντηση του Θεού στο μοναδικό ερώτημα που η ύπαρξη του ανθρώπου θέτει καί είναι καθαυτή. Η πρόοδος και το περιεχόμενο της αποκαλύψεως, τα τόσο διαφορετικά στοιχεία που την αποτελούν και οι φάσεις αυτής της προόδου μέσα στην ιστορία, πρέπει να φανούν σε μία αληθινή και ξεκάθαρη ενότητα και απλότητα». 
Από ποιόν πρέπει να ξεκινήσουμε όμως για να πραγματοποιήσουμε αυτή την ενοποίηση; Από τον Θεό ή από τον άνθρωπο; Η παραδοσιακή Θεολογία ξεκίνησε πάντοτε από τον Θεό για να εξηγήσει στον άνθρωπο το μυστήριο της και αφιέρωσε στην σπουδή του ανθρώπου μία εντελώς ιδιαίτερη ενασχόληση, την ανθρωπολογική Θεολογία. Ο ίδιος ο Ράνερ έγραψε πώς «μπορούμε να πούμε τι πράγμα είναι ο άνθρωπος μιλώντας μόνον για κάτι άλλο, για τον Θεό, δηλαδή όπως αυτός δεν είναι. Ο άνθρωπος είναι ξεκάθαρα ο σχετιζόμενος με τον Θεό και μόνον. Και γι’αυτό για να αποκτήσουμε μία ανθρωπολογία πρέπει να κάνουμε Θεολογία. Ο άνθρωπος είναι για τον εαυτό του ένα μυστήριο που συνεχώς υπερβαίνεται προς το μυστήριο του Θεού. Αυτή είναι η Φύση του. Ορίζεται από το ακαθόριστο, όπως δεν είναι. Χωρίς αυτό ο άνθρωπος δεν θα είναι ποτέ ο εαυτός του και δεν θα κατανοήσει ποτέ εκείνο που είναι. Αυτή η απόλυτη επίκληση στον Θεό είναι εντελώς απαγορευτική στον διανθρώπινο κόσμο ακριβώς επειδή αυτός ο κόσμος δεν είναι πνεύμα. Ο άνθρωπος όμως εισέρχεται στο πλαίσιο αυτής της σχέσεως, όταν ασχολείται με τον εαυτό του. Σ’αυτή την περίπτωση προτίθεται να στερεώσει και σταθεροποιήσει τον εαυτό του και γι’αυτό προσέχει αναπόφευκτα το μυστήριο που δεν είναι» (Κ. Ράνερ, Θεολογία της γιορτής των Χριστουγέννων). 
Αυτές οι δηλώσεις, που φαίνονται να μειώνουν στο ελάχιστο την σπουδαιότητα του ανθρώπου για την Θεολογία, είναι φαινομενικώς μόνον σε αντιπαράθεση με όλη την ανθρωπολογική κατεύθυνση που έδωσε ο Ράνερ, στον Θεολογικό του στοχασμό, τόσο δε που έφτασε να δηλώσει πώς η ανθρωπολογία είναι ο τόπος που συμπεριλαμβάνει όλη την Θεολογία. 
Στην συνέχεια θα ερευνήσουμε με συντομία την φιλοσοφική διαδρομή που οδήγησε τον Ράνερ στην ανθρωπολογική στροφή στην Θεολογία. Και αφού καθορίσουμε σε τι συνίσταται ακριβώς, θα κάνουμε μερικές κριτικές παρατηρήσεις που θα βοηθήσουν στην συγκρότηση της Θεολογικής μεθόδου η οποία ακόμη μέχρι σήμερα δεν έχει διαγραφεί καθαρά. 



Συμπεράσματα και αξιολογήσεις

Μια "στροφή" τόσο καθοριστική στην Θεολογία, όπως είναι αυτή της ανθρωπολογίας, δεν θα μπορούσε να μην προκαλέσει διάφορα ερωτηματικά. Αυτή η τοποθέτηση δεν αντιφάσκει ήδη με τον «Θεοκεντρισμό», που είναι κοινός σε όλη την Θεολογία του παρελθόντος, Ιδιαιτέρως σε εκείνη του Ακινάτη, ο οποίος θεωρεί τον Θεό ποιητικό της αίτιο; Δεν είμαστε μπροστά σε μια πρόοδο άγνωστη στους πατέρες και στους σχολαστικούς και μάλιστα πολύ επικίνδυνη διότι πιέζει την αποκάλυψη να χωρέσει μέσα σε ένα φιλοσοφικό σχήμα;
Φροντίζει να απαντήσει ο ίδιος ο Ράνερ: Μόλις υπολογίσουμε τον άνθρωπο σαν το όν της απολύτου υπερβατικότητος προς τον Θεό, ο Θεοκεντρισμός και ο Θεολογικός ανθρωποκεντρισμός δεν εμφανίζονται πλέον σαν δύο αντίθετα, αλλά σαν ένα μοναδικό πράγμα που εκράζεται από δύο διαφορετικές γωνίες. [η γνωστή ένωση των αντιθέτων και η μεσότης που τα ενώνει, η υπερβατικότης, η γνωστή αυθυπέρβαση της νέο-ορθοδοξίας]. Η μία προοπτική είναι ακατανόητη χωρίς την άλλη, έτσι κι'αλλιώς.
Εξάλλου η υπερβατική-ανθρωπολογική μέθοδος δεν είναι και τόσο καινούργια, όπως φαντάζει με την πρώτη ματά. Βρίσκονται ίχνη της ήδη στην Καθολική Θεολογία, ιδιαιτέρως στον Ακινάτη, παρότι οι Ιστορικές της παρουσίες, ατελείς και μερικώς συνειδητοποιημένες, δεν απέκτησαν ποτέ τους μια ριζική μορφοποίηση.
Όσον αφορά τον Ακινάτη, παραμένει ο "Κοινός μας Δάσκαλος", και όχι επειδή εξέφρασε τέλεια το περιεχόμενο της Θεολογίας, οπότε θα μας έφτανε να σχολιάζουμε την Summa Theologica, αλλά επειδή αντικατοπτρίζει σε όλη του την στοχαστική προσπάθεια, μια σύγχρονη και μοντέρνα προοπτική, την ανθρωπολογική ακριβώς. Και γι'αυτό κατατάσσεται στο ξεκίνημα της εποχής που είναι ακόμη δική μας. Μπορεί ακόμη και σήμερα να είναι δασκαλός μας [όπως φιλοδόξησε και πέτυχε να είναι στην Ορθοδοξία, μιμούμενος τον Ακινάτη, ο Τρεμπέλας, ο δάσκαλος του Ζήση, τον οποίο χρησιμοποιεί για όλες του τις απαντήσεις, χωρίς να'χει σχηματίσει ερωτήσεις. Έτσι χρησιμοποιείται και το πηδάλιο από τους εξομολόγους οι οποίοι έχουν καταστήσει το μυστήριο της μετάνοιας δικαστήριο, την δίκη του Κάφκα. Και την Εκκλησία Φυλακή, δεσμωτήριο αμαρτωλών, το Καθαρτήριο του Δάντη, αντί να είναι η Εκκλησία η απελευθέρωση των αμαρτωλών, που εκτίουν ήδη τις ποινές τους ζώντας χωρίς Θεό, δια της μετανοίας. Στον ίδιο δρόμο βρίσκεται και η έννοια της Εκκλησίας σαν Θεραπευτήριο. Χάνεται η ουσία της. Το Ευαγγέλιο. Που είναι ελευθερωτήριο, δρόμος Κυρίου προς τον Κύριο]. Μπορεί να είναι αυτός ο Θηριώδης Ακινάτης λοιπόν, ένας άνθρωπος που μαζί με άλλους συνιστά την Αρχή της μοντέρνας εποχής, η οποία έχει Χριστιανική καταγωγή και σ'αυτόν τον αντιπρόσωπο [τον πάπα της Θεολογίας] των αρχών της έγινε η Εποχή μας αποδεκτή από την Εκκλησία, σαν η δική της Εποχή.
Μια σοβαρή αντίρρηση στις θέσεις του Ράνερ εκφράζεται ως εξής: Σ'αυτόν τον δομικό Ιστορικισμό του ανθρωπίνου Πνεύματος, κάθε φιλοσοφική και Θεολογική αλήθεια μειώνεται στην απάντηση που δίνει ο άνθρωπος, κινούμενος από την ατομική του Ιστορική κατάσταση, κάθε φορά, όσον αφορά τον κόσμο που παρουσιάζεται στην εμπειρία και στον Θείο Λόγο που προσεφέρθη στην Ιστορική Αποκάλυψη. Γι' αυτό ένας παρόμοιος Θεολογικός υπαρξισμός, είναι επικίνδυνος, διότι βάζει σε κίνδυνο κάθε δογματική σταθερότητα της Χριστιανικής αποκαλύψεως και αποτελεί την πιο σοβαρή κρίση του Χριστιανισμού μετά την Μεταρρύθμιση, μια κρίση πολύ πιο σοβαρή ακόμη και από την νεωτερικότητα.
Όσον αφορά τώρα το φιλοσοφικό σχήμα που υφίσταται στην ανθρωπολογική του Θεολογία, ο Ράνερ δηλώνει πως η ανάπτυξη του είναι φιλοσοφική μόνον ως προς την μορφή, και όχι ως προς το περιεχόμενο. Η δική του υπήρξε μια προσπάθεια οργανικής σχηματοποιήσεως μιας ανθρωπολογικής Θεολογίας. Και προειδοποιεί  πως σ'αυτή την προσπάθεια περιέχονται αναγκαίως μόνον Θεολογικές προτάσεις, διότι διαφορετικά η Θεολογία θα βρισκόταν εξαρτημένη από μια αλλότρια ανθρωπολογία. Γι 'αυτό, αυτό που είναι "Φυσικά" ο άνθρωπος, ανεξαρτήτως της αποκαλύψεως, πρέπει να το συμπεράνουμε από το ίδιο σημείο εκκινήσεως, από την ίδια αρχή, διαφορετικά θα ήταν χωρίς σημασία για μια Θεολογική ανθρωπολογία.
Πάντως δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τον Ράνερ για μοντερνισμό, διότι σημειώνει καθαρά πως θα ήταν τραγικό λάθος να εξάγουμε, δια της απαγωγής, προσπαθώντας μάλιστα να είμαστε πειστικοί, όλες τις Θεολογικές προτάσεις του δόγματος από την αυτοεμπειρία του ανθρώπου και να θέλουμε να τις ερμηνεύσουμε σαν την αντικειμενοποίηση και την σύνδεση αυτής της εμπειρίας.
Διαλύει επίσης και μια δυνατή ασάφεια στην ερμηνεία της προσπάθειάς του. Να θεωρηθεί δηλ. η ανθρωπολογικο-υπερβατική κατανόηση της Θεολογίας, μια υλιστική μείωση του Θεολογικού δόγματος. Μια Θεολογία αυτού του είδους δεν αποκλείει καμία δεσμευτική απόφανση. Απλώς θα γίνει πιο μετριοπαθής στις απαιτήσεις της. Και στο τέλος θα γίνει και πιο "απλή" παρόλες τις ενοιολογικές δυσκολίες που συναντά μια τέτοια στροφή. Μόνον έτσι θα εγκαταστήσει  μια ακριβέστατη σχέση με την διαρκή αξία του κηρύγματος. Ότιδήποτε είναι ουσιώδες παραμένει. [Ποιός κρίνει το ουσιώδες; Ο κόσμος; Ο ανθρωπολόγος φορέας του κοσμικού φρονήματος; Αυτά είναι τα όρια της ΣΧΕΣΗΣ και η καταστροφή που φέρει στην Σωτηρία].
Τελικώς ο Ράνερ προσέφερε μια αξιόλογη πρόοδο στις Ιερές επιστήμες και στην είσοδό τους στον πολιτισμικό κόσμο τού σήμερα.

ΤΕΛΟΣ


Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου