Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

O Doctor Angelicus συναντά τον Κάλλιστο Αγγελικούδητο κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη





Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει
το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη




Μετάφραση: Σταύρος Νικολαΐδης





εκδόσεις αμέθυστος






=======================================


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης, ιερομόναχος απ’ το Μελένικο της Μακεδονίας, έγραψε αυτό το κείμενο τον 14ο μ.Χ. αιώνα, απαντώντας στο έργο του Θωμά Ακινάτη Summa contra Gentiles απ’ τον προηγούμενο αιώνα και αναιρώντας το ριζικά και αποφασιστικά εκ μέρους της αληθινής Εκκλησίας.

    Το κείμενο του Αγγελικούδη είναι συναρπαστικό, όπως τα κείμενα και οι λόγοι όλων των πατέρων. Φράση προς φράση φανερώνεται, μέσα απ’ τα ίδια τα λόγια του Ακινάτη, η παραχάραξη, η διαστροφή της αλήθειας, τα λογικά αδιέξοδα και η ίδια η απιστία του και όλων των Λατίνων εν τέλει, στον αληθινό και αποκαλυφθέντα Θεό.

   Ίσως το τελευταίο μεγάλο πατερικό μας κείμενο. Η χαρά της αποκατάστασης της αλήθειας δίνει ειρήνη και ησυχία σε κάθε καλοπροαίρετη ψυχή και την ενδυναμώνει στον εν Χριστώ αγώνα.

    Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε πριν από μερικά χρόνια, με πρόλογο και εκτενή εισαγωγή, σε ιδιωτική έκδοση, από τον καθηγητή Στυλ. Παπαδόπουλο. Υπάρχει σε χειρόγραφο κώδικα της μονής Ιβήρων στο Άγιον Όρος, με αριθμ. 337, γραμμένον προς τα τέλη του 14ου με αρχές του 15ου αιώνα. Στον κώδικα το έργο αυτό έχει τον τίτλο «Καλλίστου Μελενικιώτου κατά του καθ’ Ελλήνων δήθεν λεγομένου βιβλίου Θωμά Λατίνου». Το δε βιβλίο του Θωμά Ακινάτη είναι η Summa contra Gentiles, που το είχε εξελληνίσει ήδη εκείνη την εποχή ο Δημήτριος Κυδώνης.

    Μεταφέρουμε το κείμενο απ’ την υπέροχη γλώσσα του πρωτοτύπου στα νέα ελληνικά, μένοντας απολύτως πιστοί, το κατά δύναμιν, στο πνεύμα αλλά και στο “γράμμα”, τις λέξεις, το ύφος το αληθινό, που κι εδώ όπως και σ’ όλα τα κείμενα της Εκκλησίας μας, της Εκκλησίας του Θεού, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, θεία χάριτι, αναμεταξύ τους.

Σταύρος Νικολαΐδης

 
 
 
ΚΕΙΜΕΝΟ

Περί του εσχάτου τέλους και της κατ' αυτό αεικινησίας

187. Αυτός που δεν έχει βαδίσει ούτε την αρχή τής κατά Θεόν οδού θέλει να μιλά από οίηση για το κατ’ αυτήν τέλος, και λέει αναγκαστικά τα μη καθήκοντα (τα ανάρμοστα...) και παρανομεί ψευδόμενος. Γιατί λέει, πως «αν δεν επιτύχη κανείς μαζί με την ευδαιμονία όμοια και ακίνητα την ηρεμία, δεν είναι ακόμα ευδαίμων, αφού δεν ηρέμησε ακόμα η φυσική του επιθυμία. Όταν θα επιτύχη λοιπόν κανείς την ευδαιμονία, επιτυγχάνει παρόμοια και την εγκατάσταση (ίδρυσις) και την ηρεμία». Και πως "δεν φθάνει" πάλι "η νοερή κτίση στο έσχατο τέλος, αν δεν παυθή η έφεσή της». Βλέπετε τη διάνοια αυτού που γράφει κατά των Ελλήνων, πώς αντιλέγει ολοφάνερα στους αγίους που λένε πως “επιστρέφει πάλι η ερωτική κίνηση του αγαθού, που προϋπάρχει στο αγαθό, και είναι απλή και αεικίνητη και προπέμπεται απ’ το αγαθό, σ’ αυτό, όντας ατελεύτητη και άναρχη, το οποίο φανερώνει την αεικίνητή μας έφεση και ένωσή μας προς το θείο” (Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά και οικονομικά, Εκατοντάς Ε).

190. Και πάλι˙ “μόνον το θείο είναι αληθινά και γλυκύ και επιθυμητό και εράσμιο, του οποίου η απόλαυση, που συμβαίνει πάντοτε, γίνεται αφορμή μεγαλύτερης επιθυμίας, συνεπιτείνοντας με τη μετουσία των αγαθών τον πόθο” (Γρηγορίου Νύσσης, Ομιλία Α εις Άσμα Ασμάτων). “Γιατί η ψυχή που συνάπτεται με τον Θεό έχει ακόρεστη την απόλαυση, ακμάζοντας όσο αφθονώτερα πληρούται απ' το κάλλος, τόσο πιο σφοδρά με τους πόθους” (ο.π.). Κι ακόμα˙ “είναι μεν πολύ αυτό που πάντοτε ευρίσκεται απ' τη μακάρια εκείνη φύση των αγαθών, είναι δε απειροπλάσιο από κάθε τι που καταλαμβάνεται αυτό που υπέρκειται, και συμβαίνει αυτό στο διηνεκές σ’ αυτόν που μετέχει σε όλη την αϊδιότητα των αιώνων, καθώς γίνεται με τα παντοτινά μεγαλύτερα η επαύξηση σ' αυτούς που μετέχουν” (Γρηγορίου Νύσσης, Ομιλία Η εις Άσμα Ασμάτων). Λέει δε, εκπίπτοντας σε παντελή ατοπία, ο αντιλέγων ολοφάνερα στην αλήθεια και στους αγίους και συμπαρατασσόμενος με την ελληνική πλάνη Θωμάς˙ « αυτά που βρίσκονται εγγύτατα στον Θεό είναι παντελώς ακίνητα, όπως ακριβώς οι χωριστές ουσίες (οι άγγελοι...), που προσχωρούν τα μάλιστα στην ομοιότητα του Θεού, ο οποίος είναι παντελώς ακίνητος».

191. Έχοντας θέσει το παντελώς και στους αγγέλους και στον Θεό, οδηγείται κατά κράτος ενάντια στους θεοφόρους και στις άγιες Γραφές, που αναφέρουν για τον Θεό, όπως έχουμε ήδη πη, κίνηση θεοπρεπή, άναρχη και ατελεύτητη, για τις δε νοερές ουσίες αθάνατη και ατελεύτητη κίνηση. Και λέει ο ιερός Διονύσιος· “Είναι (προέρχονται...) απ’ τη θεία δύναμη οι θεοειδείς δυνάμεις των αγγελικών διακόσμων· και έχουν απ’ αυτήν και το είναι αμεταπτώτως και όλες τις νοερές και αθάνατές τους αεικινησίες και έχουν λάβει το αρρεπές τους και την ανελάττωτη έφεση του αγαθού απ’ την απειροδύναμη δύναμη” (Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων Ονομάτων, Κεφάλαιο Η). Κι ακόμη· “Κηρύσσονται πως κινούνται κυκλικά οι θείοι νόες, ενούμενοι με τις άναρχες και ατελεύτητες ελλάμψεις του καλού και αγαθού” (Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων Ονομάτων, Κεφάλαιο Δ). Και πάλι· “η πρώτη των ουρανίων ουσιών διακόσμηση, που έχει σταθή αμέσως κυκλικά του Θεού και περί τον Θεό, και περιχορεύει απλά και ακατάληκτα την αιώνιά του γνώση σύμφωνα με την υπέρτατη, όπως στους αγγέλους, αεικίνητη εγκατάσταση” (Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί ουρανίας ιεραρχίας, Κεφάλαιο Ζ). Πού ακούς λοιπόν εδώ το παντελώς ακίνητο ή στις νοερές δυνάμεις ή στον Θεό; κατά κανέναν πάντως τρόπο, παρά σε μόνους τους Έλληνες και τον Αριστοτέλη, απ' τους οποίους έχεις ολοφάνερα αναδειχθή και ο ίδιος, ακολουθώντας τα δικά τους, ελληνόφρων.

192. Πάλι φέρεται αναίσχυντα και πάλι λέει τα αθέμιτα ο γυιός της πλάνης Θωμάς· «απορρίπτεται» λέει «η πλάνη κάποιων, που λένε πως δεν μπορεί να φθάση, όσο κι αν υψωθή, στην ισότητα των ανωτέρων νόων η ψυχή», ονομάζοντας πάντοτε κάποιους τους θεοσόφους, φιλοσόφους δε τον Αριστοτέλη και τους σύμφωνους μ' αυτόν Έλληνες. Αν μπορή να φθάση στην ισότητα των ανωτέρων νόων η ψυχή, νά που έχει πλανηθή ομολογουμένως σύμφωνα με σένα η ιερή Εκκλησία του Θεού. Γιατί λέει πως δεν μπορεί, και αποφαίνεται (αποκαλύπτει...), ότι είναι κατώτεροι απ' τους έσχατους της ουρανίου ιεραρχίας οι ανώτεροι της καθ’ ημάς ιεραρχίας νόες.

193. Γιατί αν είναι δυνατό να αναχθή (να υψωθή...) στην ισότητα των ανωτέρων νόων ο ανθρώπινος νους, είναι φανερό ότι μπορεί να φθάση και ο άγγελος στην ισότητα των αρχαγγέλων και οι αρχάγγελοι στην ισότητα των ανωτέρων και να αποσυνθέση προχωρώντας έτσι ο λόγος τις τάξεις και να ανατρέψη τις ιεραρχίες και δεν θα υπάρχη αναλογία στις υπερκόσμιες δυνάμεις, και θα είναι όλα τα εκεί φύρδην ανάμεικτα. Αλλ’ αυτά ανήκουν στην ελληνική πλάνη και μέθη· λέει δε, ακολουθώντας τις θεόδοτες Γραφές και αποστρεφόμενη αυτές τις φλυαρίες ως πλάνη δεινή, η Εκκλησία του Θεού· “ η μεν πρεσβυτάτη των περί Θεόν νόων διακόσμηση (των νόων που είναι γύρω απ' τον Θεό...), ιεραρχούμενη απ' την τελεταρχική έλλαμψη, με το να ανατείνεται άμεσα προς αυτήν, με την κρυφιώτερη (πιο κρυμμένη...) και φανότερη (πιο φωτεινή...) φωτοδοσία της θεαρχίας, καθαίρεται και φωτίζεται και τελεσιουργείται. Με την πιο κρυμμένη μεν ως πιο νοητή και περισσότερο απλωτική και ενοποιό, με την πιο φωτεινή δε, ως πρωτόδοτη και πρωτοφανή και καθολικώτερη και περισσότερο διαφανώς κεχυμένη σ' αυτήν. Προς αυτήν δε πάλι (ανατείνεται...) αναλόγως η δεύτερη (διακόσμηση...) και προς τη δευτέρη η τρίτη και προς την τρίτη η δική μας ιεραρχία” (Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί ουρανίας ιεραρχίας, Κεφάλαιο Ι).

194. Και πάλι· “απέχουν απ' την ολική και υπερκείμενη δύναμη των πρεσβυτέρων διακόσμων οι τελευταίοι· γιατί μετέχουν στη μερική και ανάλογη δύναμη σύμφωνα με τη μια εναρμόνια και συνδετική κοινωνία όλων. Μετέχει, δηλαδή, η τάξη των αγίων Χερουβίμ σε υψηλότερη σοφία και γνώση, μετέχουν δε οι διακοσμήσεις των ουσιών που είναι κάτω απ’ αυτήν και αυτές μεν στη σοφία και τη γνώση, σε μερικότερη όμως ως προς εκείνους και κατώτερη. Και είναι μεν κοινό το να μετέχουν εξ ολοκλήρου στη σοφία και τη γνώση σε όλες τις θεοειδείς νοερές ουσίες, δεν είναι δε πια κοινό το να μετέχουν από κοντά και ως πρώτοι ή ως δεύτεροι και κατώτεροι, αλλ' όπως έχει ορισθή ανάλογα στον καθένα. Και δεν θα αστοχούσε αν το όριζε αυτό κανείς και για όλους τους θείους νόες· γιατί όπως έχουν ακριβώς οι πρώτοι σε περίσσεια τις αγιοπρεπείς ιδιότητες των κατωτέρων, έτσι έχουν οι τελευταίοι, όχι βέβαια όμοια, αλλά κατώτερα, τις ιδιότητες των προηγουμένων” (Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί ουρανίας ιεραρχίας, Κεφάλαιο ΙΒ). Έχει πλανηθή άρα μαζί με τους Έλληνες και τον Αριστοτέλη ο Θωμάς, γι’ αυτό και δυσαρεστείται με τους αγίους, που λένε πως δεν μπορεί να φθάση, όσο κι αν υψωθή, στην ισότητα των ανωτέρων νόων η ψυχή.

195. Και θα θρηνήση κανείς το ανακόλουθο και το ασεβές των λόγων τού Θωμά. Γιατί προσθέτει, αυτός που λέει τα προαναφερθέντα, σαν να λησμόνησε ακριβώς τα ίδια του τα λόγια· «είναι αμετάβλητες οι γνώσεις των αγγέλων». Δεν αντιλέγει άρα ολοφάνερα στην Εκκλησία του Θεού και στους πνευματοφόρους αγίους, που λένε πως ανήκουν στη μεταβαλλόμενη φύση οι νοερές δυνάμεις – γιατί δεν θα μεταβαλόταν ο ανατέλλων με το πρωί Εωσφόρος, αν ήταν βέβαια αμετάβλητοι καθ’ οιονδήποτε τρόπο οι άγγελοι– κι ενώ θέλουν να πουν πως είναι ακίνητες προς το κακό, και έχουν μόνη την κίνηση του καλού, τους πείθει όμως ο λόγω της λαμπρότητας Εωσφόρος, που και έγινε και λέγεται σκότος λόγω της έπαρσης, και οι αποστατικές δυνάμεις, να μην τις εκλαμβάνουν και να μην τις ονομάζουν ακίνητες, αλλά δυσκίνητες;

196. Αν είναι αμετάβλητες οι γνώσεις των αγγέλων, είναι φανερό, ότι ούτε προκόπτουν ούτε και προχωρούν απαύστως προς τα εμπρός προς τον Θεό, ούτε καθαίρονται (εξαγνίζονται...) βέβαια ούτε και φωτίζονται ούτε και τελειούνται οι ίδιοι. Κι αν είναι ανατροπή των θείων δογμάτων το να τα λες αυτά, πώς μπορεί να μη μελαγχολή (να κατέχεται από ένα είδος παραφροσύνης...) και να μαίνεται συνηγορώντας με τέτοια ελληνικά φρονήματα ο Θωμάς; Γιατί καθαίρεται (εξαγνίζεται...)  και μεταβαίνει απ’ την κάθαρση στον φωτισμό και φθάνει από ’κεί στην τελειότητα ο νους· κι αν δεν είναι μεταβολή αυτή η κίνηση, θα ταυτίζονται η κάθαρση κι ο φωτισμός και η τελείωση. Αλλ’ αυτό φαίνεται κι από μακρυά άτοπο σ' αυτούς που σωφρονούν, δεν είναι άρα αμετάβλητες οι γνώσεις των αγγέλων.

197. Τέτοια μεν νομίζει για τους αγγέλους και βλασφημώντας μωρολογεί, αυτά δε που φλυαρεί κατά τού Θεού, δεν είναι δίκαιο ούτε να τα αναπολήση κανείς. Γιατί λέει· «παύεται κάθε έφεση με τη μακαριότητα, αφού δεν απομένει, μετά την κατάληψή της, τίποτα το επιθυμητό». Κι ακόμα· «εφόσον λείπει σε κάποιον κάτι, το οποίο έχει ανάγκη, δεν είναι ακόμα μακάριος, αφού δεν έχει  παυθή ακόμα η έφεσή του· αυτός που θα είναι άρα αυτάρκης στον εαυτό του, χωρίς να χρειάζεται τίποτα, εκείνος είναι μακάριος». Κατεβάζει όντως το να βγαίνης απ’ την οδό σε γκρεμό και βόθρο· καταγκρεμίζεται γι' αυτό, με το να μη θέλη να βαδίζη την αλήθεια των ιερών Γραφών, σε γκρεμούς ασεβείας και βάραθρα ο Θωμάς. Γιατί αποκλείει σύμφωνα μ’ αυτόν του τον λόγο κάθε λογική φύση απ’ τη μακαριότητα.

198. Γιατί αν παύεται (σταματά...) κάθε έφεση με τη μακαριότητα, και δεν παύει κάθε λογική φύση τη δική της έφεση, όπως προαποδείξαμε με τις ρήσεις των αγίων, είναι φανερό, ότι βρίσκεται κάθε λογική φύση μακριά απ’ τη μακαριότητα. Και προσθέτει και την αιτία, και μάλλον την ασέβεια, για ποιόν λόγο παύεται η έφεση, και λέει· «γιατί, αφού έχει αυτή ληφθή, η μακαριότητα δηλαδή,  δεν απομένει τίποτα το επιθυμητό». Κι αφού βλασφήμησε ενάντια στις λογικές φύσεις, βλασφημά τώρα πια και ενάντια στον ίδιον τον Θεό.

199. Γιατί αν είναι η μακαριότητα η προς τον Θεό έφεση και είναι ο ίδιος ο Θεός κατά τον Θωμά η μακαριότητα, και δεν απομένει μετά τίποτα το επιθυμητό στους μακάριους, και είναι ο Θεός το επιθυμητό, στον οποίον τείνει κάθε έφεση των φιλοπόνων, δεν απομένει ο Θεός στους μακάριους, που τον έχουν, όπως φαίνεται, περιλάβει, απ' το οποίο τί θα μπορούσε να γίνη πιο άτοπο, να νοής  τον Θεό πεπερασμένο; Αν είναι δε άπειρος ο Θεός σε όλα όσα επιθυμεί απ' τη φύση της κάθε λογική φύση, είναι μάταιος και τιποτένιος κι αυτός ο λόγος του Θωμά.

200. Κι ακόμα˙ αν παύεται κάθε έφεση στους μακάριους, είναι φανερό, ότι παύεται και κάθε νόηση· γιατί είναι απ’ τη νόηση η έφεση· γιατί είναι αδύνατο να ασχολείται η νόηση με τον Θεό, που είναι υπέρκαλος, χωρίς την ανάλογη έφεση, που όταν παύεται θα παυθή και η νόηση  και θα είναι σκοτεινός και ανενέργητος ο νους, το οποίο είναι ακριβώς άτοπο. Κι ακόμα· «εφόσον λείπει» λέει «σε κάποιον κάτι, το οποίο χρειάζεται, δεν είναι ακόμα μακάριος». Αν "δεν είναι" βέβαια "τίποτα αυτοτελές" κατά τον μέγα Διονύσιο "ή που δεν χρειάζεται καθόλου την τελειότητα, παρά μόνον το όντως αυτοτελές και προτέλειο, ο Θεός” (Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί ουρανίας ιεραρχίας, Κεφάλαιο Ι), πώς αληθεύει, λέγοντας τέτοια, ο Θωμάς, και αποστερώντας τις λογικές φύσεις, που ζητούν ακόμα, απ' τον μακαρισμό, και διαβάλλοντας τους μακάριους και λέγοντας πως δεν ζητούν τίποτα, και νομίζοντας πως είναι οι όντως άθλιοι μακάριοι, καθώς έχει παυθή η έφεσή τους, και δεν είναι οι μακάριοι μακάριοι, επειδή δεν έχει παυθή ακόμα, λέει, η έφεσή τους, και νομίζοντας το χείριστο ως άριστο και το άριστο ως χείριστο, και σπεύδοντας να ενισχύση τα αντίθετα στα αληθινά, από τυφλότητα που ακολουθεί την απιστία, κι από υπερβάλλουσα μάλλον άνοια, που την απέκτησε απ’ το να πιστεύη τους Έλληνες και τον Αριστοτέλη;

201. Και δεν λέει μόνον τα άνομα, αλλά και τα ανόητα και ολοφάνερα ψευδή και δεν αισχύνεται ο Θωμάς. Λέει λοιπόν· «επειδή είναι αίτιο της ευφροσύνης η αγάπη, όπου είναι μεγαλύτερη η αγάπη είναι μεγαλύτερη κι η ευφροσύνη». «Παύεται λοιπόν καθ' υπερβολήν η έφεση του Θεού και είναι τελειότερη η μακαριότητά του». Φανέρωσε με λίγες λέξεις πολλές ατοπίες. Δεν είναι κατά κανέναν τρόπο αίτιο της ευφροσύνης η αγάπη. Προέρχεται αντιθέτως απ’ την ευφροσύνη η αγάπη και προηγείται απ’ την αγάπη η ευφροσύνη. Γιατί αυτό που δεν ευφραίνει ούτε και αγαπάται· γεύεται τα νοητά ο νους και ευφραινόμενος αγαπά. Και το γνωρίζουν αυτό σαφώς, όσοι βλέπουν τον Θεό εν αληθεία και πνεύματι.

202. Αν είναι αίτιο της ευφροσύνης η αγάπη, είναι πιο πέρα απ’ την αγάπη και είναι τέλος τής αγάπης η ευφροσύνη· αλλ’ είναι βέβαια το πιό κορυφαίο και το ακρότατο απ’ όλα τα ενεργούμενα στην ψυχή αγαθά η αγάπη, όπως λέει, ερχόμενος στον εαυτό του, αλλού κι ο ίδιος· «είναι εσχάτη τελείωση της φύσεως του λόγου το να αγαπάς τον Θεό, επειδή ενώνεται μ' αυτό κατά κάποιον τρόπο (ο λόγος...) με τον Θεό». Γιατί είναι ένα πολυδύναμο πράγμα ο νούς· έχει λοιπόν και αίσθηση νοερή· όταν βλέπη λοιπόν σύμφωνα μ' αυτό που του ταιριάζει το κάλλος του Θεού, γεμίζοντας ευφροσύνη αγαπά· κι όταν στρέψη το βλέμμα προς τα πάθη και αισθανθή την ασχήμια τους, λυπάται πρώτα και τότε τα απεχθάνεται.

203. Και πήγαινε κι απ’ τα αισθητά στα νοητά· αποδεικνύεται πρώτα ευφρόσυνος ο οίνος και τότε αγαπάται, όχι επειδή είναι απλώς οίνος, αλλ’ επειδή είναι ευφρόσυνος· και δεν αγαπώνται οι πολύτιμοι λίθοι και τα μαργαριτάρια όπως ο μόλιβδος κι ο χαλκός· γιατί; επειδή δεν τέρπουν εξίσου την αίσθηση. Και θα το βρης αυτό, παρατηρώντας τα όλα ανεξαιρέτως· αυτό που περισσότερο ευφραίνει αγαπάται και περισσότερο, και το πικρό ή δριμύ στη γεύση δεν αγαπάται, επειδή δεν ευφραίνει την αίσθηση. Απ’ το ευφραίνειν άρα και την ευφροσύνη προέρχεται η αγάπη κι όχι το αντίθετο, όπως υποθέτει ο Θωμάς· «όπου είναι μεγαλύτερη η αγάπη, είναι μεγαλύτερη κι η ευφροσύνη». «Παύεται λοιπόν κατ’ εξοχήν η έφεση του Θεού και είναι τελειότερη η μακαριότητά του». Ούτε τον Θεό ευλαβείται, ούτε τους ανθρώπους αισχύνεται, έχοντας αποδώσει με τέτοιες προτάσεις τέτοιο συμπέρασμα.

204. Και δεν είναι μόνον ψευδείς, αλλά και σφόδρα ανάρμοστες με το συμπέρασμά τους οι προτάσεις, κι όχι μόνον ανακόλουθο προς τις ελεεινές αυτές προτάσεις, αλλά και καθ’ υπερβολήν ασεβές και αιρετικό το συμπέρασμα, αν συμπεραίνη πως παύεται (σταματά...) η έφεση του Θεού. Γιατί αν αμφιβάλλουμε σ’ αυτό, νομίζουμε ολοφάνερα πως είναι τρεπτός ο Θεός, που παύεται απ’ την ίδια του την έφεση και μειώνεται απ’ την αγάπη, την οποίαν έχει, το οποίο είναι ακριβώς υπερβολικά άτοπο.

205. Και λέει πως είναι «τελειότερη η μακαριότητά του». Λέει τελειότερη, και δεν προσθέτει από τί. Αν είναι λοιπόν τελειότερη απ’ τη δική του μακαριότητα, καθώς παύεται η έφεσή του, πάλι υποτίθεται τροπή· αν είναι δε τελειότερη απ’ τη μακαριότητα των νοερών δυνάμεων η μακαριότητά του, απομακρύνεται σφόδρα απ’ τη λογική, συγκρίνοντας τον άκτιστο και άπειρο σε όλα με τα κτιστά και πεπερασμένα. Όποιο απ’ τα δυό κι αν εννοή λέγοντας το τελειότερη, είναι ασεβές και ανόητο. Παύεται σύμφωνα με σένα, αμβλύτατε στη διάνοια, απ' την ίδια του την έφεση ο παντελώς ακίνητος Θεός; αλλίμονό σου, αναίσχυντε και πραγματικέ εχθρέ της αλήθειας.

206. «Τίποτα» λέει «το οποίο πράττει (ποιούν) σύμφωνα με το δικό του είδος, δεν σκοπεύει (θεωρεί...) σ' ένα υψηλότερο απ’ το δικό του είδος». Είναι λόγος και ανοησίας και απαιδευσίας αυτό. Γιατί κάθε νοερή φύση θεωρεί με τη νόησή της προς υψηλότερο κατ' εξοχήν είδος. Και λέει ο μέγας Διονύσιος˙ “επιθυμώντας ακατάληκτα την κυριότητα τάξη της όντως κυριότητας και κυριαρχίας και διαπλάττοντας  αγαθοειδώς και τον εαυτό της και αυτά που είναι μαζί της (τα μετ' αυτήν) επεστραμμένη συνολικά προς το κυρίως ον και γινόμενη, όσο της είναι δυνατόν, σε μετουσία της κυριαρχικής πάντοτε θεοείδιας· και λένε πως οι δυνάμεις αρρεπώς αφορούν στην υπερούσια και δυναμοποιό δύναμη και γίνονται δυναμοειδής, κατά το εφικτό, εικόνα της” (Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί ουρανίας ιεραρχίας, Κεφάλαιο Η).

207. Και λέει ακόμα πως “οι λογικές και νοερές διακοσμήσεις, αποτυπώνοντας νοητώς προς το θεομίμητο τους εαυτούς τους και ορώντας υπερκοσμίως προς τη θεαρχική εμφέρεια (ομοίωση...) και επιθυμώντας να δώσουν μορφή (μορφούν) στο νοερό τους είδος, έχουν αφθονώτερες όπως είναι εύλογο τις προς αυτήν κοινωνίες” (Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί ουρανίας ιεραρχίας, Κεφάλαιο Δ). Αναζητά άρα ο νους σύμφωνα με το δικό του είδος ένα υψηλότερό του είδος, το οποίο είναι ακριβώς ο Θεός, έστω κι αν δυσαρεστείται ο Θωμάς, που είναι ελληνόφρων.

208. Και λέει πάλι ο Θωμάς· «όσο πιο κοντά είναι κάτι στο τέλος, τόσο περισσότερο τείνει προς αυτό με μεγαλύτερη επιθυμία. Γι’ αυτό και βλέπουμε να επιτείνεται περισσότερο η φυσική κίνηση των σωμάτων προς το τέλος· είναι δε πιο κοντά στη θεία γνώση οι νόες των χωριστών ουσιών (των αγγάλων...) απ’ ό,τι ο δικός μας νους, επιθυμούν λοιπόν με μεγαλύτερη επίταση τη γνώση εκείνοι, απ’ ό,τι εμείς. Κι όσο κι αν γνωρίζουμε εμείς τον Θεό, δεν παύουμε να τον επιθυμούμε, αλλ’ επιθυμούμε να τον γνωρίζουμε ακόμα κατ’ ουσίαν, πολύ περισσότερο λοιπόν οι χωριστές ουσίες». Και πάλι· «είναι αδύνατο να θελήση να στερηθή ποτέ η νοερή ουσία, που βλέπει τον Θεό, αυτήν τη θεωρία».

209. Κι ακόμα· «αυτό που θεωρείται με θαυμασμό κινεί την επιθυμία, οράται δε πάντοτε με θαυμασμό η θεία ουσία από τον κτιστό νου· γιατί κανένας κτιστός νούς δεν την περιλαμβάνει· είναι αδύνατον άρα να ιλιγγιά (να αισθάνεται ίλιγγο...) η νοερή ουσία περί τη θεία θεωρία». Θά 'λεγες, πως δεν είναι ο ίδιος που λέει˙ «δεν φτάνει στο έσχατο τέλος η νοερή φύση, αν δεν παυθή (δεν σταματήση...) η έγεσή της». Και πάλι· «ομολογούν όλοι πως είναι ένα αγαθό η ευδαιμονία, γιατί δεν θα έκανε αλλιώς να ηρεμή την έφεση».

210. Αλλά πώς θα ηρεμήση, αλλοπρόσαλλε, η έφεση της νοερής ουσίας που δεν θέλει να στερηθή ποτέ τη θεωρία του Θεού; αν είναι ακριβώς αδύνατο να ιλλιγιά η νοερή ουσία περί τη θεία θεωρία, πώς θα ηρεμήση η έφεσή της; αλλ' είναι φανερό, ότι δεν θα ηρεμήση, αλλά θα κινηθή περισσότερο, όπως λες κι εσύ, έχοντας λησμονήσει τα δικά σου λόγια · « επιθυμούν με  μεγαλύτερη επίταση τη γνώση οι νόες των χωριστών ουσιών, απ’ ό,τι ακριβώς εμείς. Κι όσο κι αν γνωρίζουμε εμείς τον Θεό, δεν παυόμαστε απ’ την επιθυμία, αλλ’ επιθυμούμε να τον γνωρίζουμε ακόμα κατ’ ουσίαν, πολύ περισσότερο λοιπόν οι χωριστές ουσίες».


Περί θείας απλότητος και διαφοράς ουσίας και ενέργειας

211. Αυτή η επιθυμία της γνώσης της ουσίας του Θεού είναι διαβολή απ’ τα χείλη σου. Γιατί κανείς απ’ τους αγγέλους ούτε απ’ τους νουνεχείς ανθρώπους τόλμησε ποτέ όχι μόνο να επιθυμήση την όραση της ουσίας του Θεού, αλλ’ ούτε να την αναπλάση καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Και θα σε πείσουν οι ανώτατες στρατιές των αγγέλων, που φέρουν έξι πτέρυγες και πετούν με μόνες τις δυό, και με τις άλλες δυό σκεπάζουν την κεφαλή και επιδεικνύουν με τις κατώτερες δυό τα πόδια, για το ότι διάκεινται  απεριέργως και χωρίς πολυπραγμοσύνη προς την απειράκις απείρως απάντων γενητών υπερκειμένην ουσίαν του Θεού, την πάντων αρχήν και κεφαλήν.

212. «'Οσο κι αν γνωρίζουμε εμείς" λέει "τον Θεό, δεν παυόμαστε απ’ την επιθυμία, αλλ’ επιθυμούμε να τον γνωρίζουμε προσέτι κατ’ ουσίαν, πολύ περισσότερο λοιπόν οι χωριστές ουσίες». Αυτός που τα λέει αυτά αμαρτάνει στους αγγέλους και ψεύδεται. Γιατί κανείς, ούτε κι απ’ τους ανθρώπους που έχουν βέβαια μέτρια τη φρόνηση, δεν θα επιθυμήση ποτέ αυτό το οποίο είναι ακριβώς αδύνατο να αποκτηθή. Πολύ περισσότερο δεν επιθύμησαν εκείνες οι νοητές δυνάμεις, που έχουν κοσμηθή (στολισθή...) με μεγάλη φρόνηση και ευλάβεια, αυτό που γνωρίζουν πως είναι αδύνατον ακριβώς να επιτύχουν. Αλλ’ υπακούοντας στους Έλληνες, κι όχι στην ιερά Γραφή, λέει ο Θωμάς, ότι ο Θεός κατ’ ουσίαν οράται.

213. Αλλ’ ας πάμε να δούμε τους αγίους, αν λένε πως γνωρίζεται κατ’ ουσίαν ο Θεός, κι αν επιθυμούν να δουν οι άγγελοι την ουσία του Θεού. Λέει λοιπόν για την κατ’ ουσίαν γνώση ο άγιος Μάξιμος· “έχει υπερεξαιρεθή απειράκις απείρως από όλα τα όντα, και τα μετέχοντα και τα μεθεκτά, ο Θεός” (Μάξιμου Ομολογητού, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά και οικονομικά). Κι ακόμα· "έχει διορισθή παντελώς άγνωστο στα όντα το θείο". Κι ακόμα· “είναι υπεράρρητη και υπεράγνωστη και απειράκις εξαιρεμένη από κάθε απειρία κατ' ουσίαν η μακαρία θεότης, μη έχοντας αφήσει πίσω της ούτε ίχνος καταλήψεως έστω και ψιλό σ’ αυτούς που είναι μετά απ’ αυτήν, και μη έχοντας επιτρέψει ούτε την έννοια τού πώς ούτε καν περίπου είναι η ίδια και μονάδα και τριάδα σε κάποιο απ’ τα όντα, επειδή ούτε χωρείται απ’ τη φύση του στην κτίση το άκτιστο, ούτε περινοείται (επινοείται ευφυώς...) στα πεπερασμένα το άπειρο” (Μάξιμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών των αγίων Διονυσίου και Γρηγορίου).


214. Και ο Νύσσης· “είναι πάνω από κάθε καταληπτική επίνοια (αντίληψη), ό,τι κι αν είναι αυτό καθ’ αυτό κατ’ ουσίαν, η θεία φύση” (Εις τους Μακαρισμούς). Κι ο άγιος Αθανάσιος· “είναι αδύνατο σε όλα τα γενητά, και κατ’ εξοχήν σ’ εμάς τους ανθρώπους, να μιλήσουμε επάξια για τα άρρητα. Κι είναι πάλι τολμηρό (ριψοκίνδυνο...), ενώ δεν μπορούμε να μιλάμε, να επινοούμε καινότερες λέξεις πάνω σ’ αυτά πέρα (ή: αντίθετα...) από εκείνες των Γραφών” (Προς Σεραπίωνα Επιστολή Α΄).

215. Αλλά δεν επινοεί απλώς καινότερες λέξεις, αλλ’ αριστοτελικές αντί για εκείνες των Γραφών ο Θωμάς. Γι’ αυτό και πέφτει σε μύριους βόθρους (βάραθρα...) αιρέσεων.  Γι' αυτό και λέει πως περινοείται (επινοείται ευφυώς...) απ’ τους αγγέλους ο απερινόητος σε κάθε γενητή φύση, αφού επιθυμούν να βλέπουν κατ' ουσίαν παρά την έννοια, όπως δείξαμε, των ιερών Γραφών. Και λέει για την αγγελική ευλάβεια κι ο μέγας Διονύσιος· “θαυμάζω, ότι και οι πρώτες απ’ τις υπερουράνιες ουσίες, που τόσο υπέρκεινται απ’ όλες τις άλλες, επιθυμούν μεσοπετώντας ευλαβώς τις θεαρχικές ελλάμψεις· γιατί δεν ρωτούν ευθέως, γιατί είναι ερυθρά τα ιμάτιά σου, αλλά διαπορούν (απορούν πλήρως...) προηγουμένως προς τους εαυτούς τους, επιδεικνύοντας απ' τη μια ότι μαθητεύουν και επιθυμούν τη θεουργική γνώση, και δεν πηδούν απ' την άλλη μπροστά απ' την έλλαμψη που τους παραχωρείται κατά τη θεία πρόοδο” (Περί ουρανίας ιεραρχίας, κεφάλαιο Ζ).

216. Βλέπεις τί επιθυμούν; όχι τη γνώση της θείας ουσίας, αλλά τη θεουργική γνώση, κι αυτήν με τόσο μεγάλη ευλάβεια. Γιατί μαθητεύουν και ρωτούν, και δεν προπηδούν· γιατί γνωρίζουν με ασφάλεια, ότι “αν υπερπηδήσουν τους όρους του ορατού που τους δόθηκαν με μέτρο, και επιχειρήσουν τολμηρά να αντικρύσουν τις αυγές (τις λάμψεις...) πάνω απ’ τη σύμφωνη μ’ αυτές όψη (όραση...), το μεν φως δεν θα ενεργήση τίποτα εκτός απ’ τα του φωτός· κι αυτές, επιχειρώντας ατελώς στα τέλεια, δεν θα έχουν φθάσει μεν στα ανοίκεια (ανάρμοστα...), θα αποτύχουν δε, υπερφρονώντας ακόσμως (απρεπώς...) γι’ αυτές τις ίδιες, στο μέτριο (σ' αυτό που έχει το μέτρο...)” (Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας, κεφάλαιο 2, 3).

217. Πώς τις αναπλάθει λοιπόν ιταμές (θρασείς, αναίσχυντες...) τις νοερές εκείνες δυνάμεις με τόσο μεγάλη αμάθεια ο Θωμάς, ότι επιθυμούν να δούν την ουσία του Θεού; Και καταστρέφει βέβαια την αλήθεια ο δυστυχής. Ανέγνωσε μεν συγκαταλεγόμενος στους χριστιανούς, αν και τους δύσπιστους, τις ιερές Γραφές και τους σύμφωνα μ’ αυτές εξηγητές, ανέγνωσε δε και τον Αριστοτέλη και άλλες ελληνικές γραφές. Και εμπιστευόμενος λιγάκι την ιερή Εκκλησία, συμφώνησε περισσότερο με τον Αριστοτέλη και τις ελληνικές γραφές. Γι’ αυτό και θα βρη, παρατηρώντας κάποιος αυτά που γράφει, και πράγματα που ακολουθούν τα δικά μας, αλλά και πάμπολλα αιρετικά και πλήρη απ’ την ελληνική δόξα (γνώμη...), κι αναμιγνύει έτσι τα άμεικτα ο δυστυχής.

218. Και λέει ακόμη, πως «δεν υπάρχει κατά κανέναν τρόπο δύναμη στον Θεό. Δεν υπάρχει άρα κάποια σύνθεση σ’ αυτόν». Και πως «είναι αναγκαίο" πάλι "να υπάρχη δύναμη και ενέργεια σε κάθε τι το σύνθετο». Και πως «είναι" ακόμη "η ουσία ή η φύση του ο Θεός. Γιατί είναι αναγκαίο να υπάρχη κάποια σύνθεση σε κάθε τι, το οποίο δεν είναι η ουσία ή η φύση του γι' αυτό το ίδιο». Κι ανήκει  ολοφάνερα στην ελληνική πλάνη αυτό.


219. Και λέει αποκρινόμενη η καθ’ ημάς Εκκλησία· προσέχετε, γιατί απ’ αυτό πλανιέστε, απ’ το ότι αγνοήσατε παντελώς, ότι οι συνθέσεις είναι των εν υποστάσει και όχι των εν ετέρω θεωρουμένων όντων. Και είναι φρόνημα κοινό των θεοσόφων μυσταγωγών της Εκκλησίας αυτό. Και λέει ερωτώμενος απ’ τους Έλληνες, « αν έχη ο Θεός υπόσταση που υπάρχει και βουλή που ενυπάρχει και υιό που υπάρχει, πώς ονομάζεται συναποτελούμενος από τόσα πολλά απλός », ο άγιος Ιουστίνος· « δεν υπάρχει ( εστί ) σύμφωνα με την κτιστή φύση, ώστε να εννοηθή σε σύνθεση το ότι υπάρχει και το ότι έχει ο Θεός. Αλλ’ όπως υπάρχει όντας πάνω απ’ τη φύση, έτσι είναι και το ότι υπάρχει και το ότι έχει πάνω απ’ τη σύνθεση » ( Αποκρίσεις προς Ορθοδόξους ρμδ΄).


220. Όπως λέει, ερχόμενος στον εαυτό του, κι ο ίδιος ο Θωμάς· « ενυπάρχουν όλα στην αγαθότητα του Θεού. Γιατί υπάρχουν σύμφωνα με τον δικό του τρόπο τα άλλα σ' αυτόν, χωρίς ύλη δηλαδή τα υλικά και ενιαία τα πολλά. Απομένει λοιπόν να μην πολλαπλασιάζη τη θεία ουσία το πλήθος των θελητών». Κι ακόμα· « δεν εισάγει πλήθος στη θεία ουσία το πλήθος των νοητών, ούτε σύνθεση στον νού του. Δεν εισάγει άρα είτε διαφορά στη θεία ουσία είτε σύνθεση στη θέλησή του το πλήθος των θελητών ».


221. Κι ακόμα· « υπάρχει ευφροσύνη και χαρά στον Θεό και δεν μάχονται τη θεία τελειότητα ή απλότητα ». Κι ακόμα· « ενυπάρχουν οι τελειότητες όλων των όντων στον Θεό, όχι σύμφωνα με κάποια σύνθεση, αλλά σύμφωνα με την ενότητα της απλής ουσίας ». Κι ακόμα· « δεν εναντιώνεται στη θεία απλότητα, αν αναφέρονται περισσότερες σχέσεις σ’ αυτόν, αν και δεν φανερώνουν την ουσία του, επειδή ακολουθούν τον τρόπο της επίνοιας· γιατί δεν εμποδίζει τίποτα να εννοή πολλά και με πολλούς τρόπους τον δικό μας νου, που να αναφέρονται στο καθ’ αυτό απλό όν και να θεωρή έτσι σε πολύτροπη σχέση το απλό εκείνο· γιατί όσο περισσότερο είναι κάτι απλό, τόσο μεγαλύτερη είναι η δύναμή του και είναι αρχή περισσοτέρων, και νοείται περισσότερο αναφερόμενο με πολλούς τρόπους (και τούτου μάλλον πολλαχώς νοείται αναφερόμενον)».


222. Κι ακόμα· « μπορεί να συναντήσης κάθε τελειότητα της κτίσης στον Θεό, αλλά κατά διαφορετικό, υψηλότερο τρόπο · γιατί κατηγορούνται μαζί στον Θεό και στα άλλα πράγματα, όσα απ’ τα ονόματα φανερώνουν απολύτως ( απολελυμένως ) και χωρίς κάποιαν ένδεια κάποιαν τελειότητα, όπως ακριβώς η αγαθότητα, η σοφία, το είναι και τα παρόμοια ». Κι ακόμα· « δεν εναντιώνονται στη θεία απλότητα η θεία τελειότητα και το πλήθος των άλλων των ονομάτων, που λέγονται για τον Θεό. Γιατί είπαμε πως απονέμονται κατ' αυτόν τον τρόπο όλες οι τελειότητες που συναντάμε στα άλλα πράγματα στον Θεό, όπως ακριβώς συναντώνται στις ιδιαίτερές τους αιτίες τα αποτελέσματα, όπως ακριβώς στον ήλιο η θέρμη ».


223. Και λέει πάλι, έχοντας μεταστραφή στη διάνοια˙ « φανερώνεται σαν κάτι που δεν υφίσταται μεν ( ως ουχ υφεστός σημαίνει ) η αγαθότητα, ως σύνθετο δε το αγαθό». Και πάλι˙ « δεν υπάρχει τίποτα εκτός ( παρά ) απ’ την ουσία του στον Θεό ». Και λέει μετά, ερχόμενος στον εαυτό του˙ « συναντά ( ευρίσκει ) σύμφωνα με διάφορες νοήσεις διάφορα ονόματα ο νους, τα οποία αποδίδει στον Θεό. Και συμβαίνει έτσι να μην είναι, επειδή δεν τα αποδίδει σύμφωνα με τον ίδιον λόγο, αυτά πολυώνυμα, αν και φανερώνουν ένα παντελώς πράγμα ». Κι ακόμα˙ « δεν μπορεί να υπάρχη άπειρη δύναμη σε πεπερασμένη ουσία˙ δεν έχει δε πεπερασμένη την ενεργητική δύναμη ο Θεός ˙ γιατί κινεί τον άπειρο χρόνο, το οποίο δεν μπορεί να υπάρχη ( είναι ), παρά με άπειρη δύναμη. Απομένει να είναι λοιπόν άπειρη η ουσία του Θεού ». Κι ακόμα˙ « απομένει λοιπόν να μην είναι πεπερασμένη, αλλά άπειρη η δύναμη του Θεού, που δεν προϋπέθεσε καμμιά δύναμη, και να είναι έτσι και η ουσία άπειρη ».


224. Αν έχουν λοιπόν αυτόν τον τρόπο, όπως βέβαια και έχουν, αυτά και οράται στην άπειρη ουσία του Θεού η άπειρη του Θεού δύναμη, είναι φανερό πως είναι ψέμμα, αυτό ακριβώς που λέει αλλού, ότι « δεν υπάρχει κατά κανέναν τρόπο δύναμη στον Θεό ». Κι αλλού· « δεν υπάρχει τίποτα εκτός ( παρά ) απ’ την ουσία του στον Θεό », παρ’ όλο που λέει αυτός ο ίδιος βέβαια πάλι, πως « δεν απουσιάζει καμμιά τελειότητα, που να συναντάται σε κάποιο γένος των όντων, απ' τον Θεό ». Είναι ολοφάνερα αντίφαση και ανατροπή των δικών του αναμεταξύ τους αυτά. Γιατί συμφωνούν τα μεν με τους Έλληνες, τα δε με την καθολική Εκκλησία. Γιατί είναι δόγμα και αληθέστατη απόφαση της ιερής Εκκλησίας το το να θεωρείται δύναμη και ενέργεια στον απειροδύναμο Θεό, ανήκουν δε στην ελληνική φατρία και το κατ' αυτήν ψεύδος τα «είναι η ουσία του ή η φύση του ο Θεός » και «είναι Θεός ό,τι κι αν έχη ο Θεός » και « δεν υπάρχει κατά κανέναν τρόπο δύναμη στον Θεό » και « δεν είναι άλλο η δύναμη απ’την ουσία του στον Θεό».


225. Δεν γνωρίζω λοιπόν, τί να τον ονομάσω τέλος πάντων, που αρτύει με μέλι το δηλητήριο και παρέχει να πίνουν πρώτοι πλάνη ελληνική και αθεότητα οι απλούστατοι. « Όποιος γνωρίζει τελείως κάτι, γνωρίζει όλα όσα υπάρχουν σ’ εκείνο· αλλά γνωρίζει τελείως τον εαυτό του ο Θεός, γνωρίζει άρα όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτόν σύμφωνα με την ενεργητική δύναμη». Ιδού και δύναμη και άλλα πολλά στη φύση του στον Θεό, τα οποία ονομάζει « όλα » ο Θωμάς. Κι ακόμα· « υπάρχουν όλα  σύμφωνα με την ενεργητική δύναμη στον Θεό, επειδή είναι αυτός ο ίδιος η αρχή του κάθε όντος ».


226. Γι’ αυτό ονομάζει κάτι το θείο το είδος το φυσικό ο φιλόσοφος· και δεν ποιούν σύνθεση, όπως λέει κι ο ίδιος· « είναι ανάγκη να έχουν προϋπάρξει από πάντοτε ( εξ αιδίου ) και αύλως και χωρίς καμμιά σύνθεση αυτά που έγιναν απ' τον Θεό στον λόγο του Θεού». Κι ακόμα· « δεν απουσιάζει καμμιά τελειότητα, που να συναντάται σε κάποιο γένος των όντων, απ' τον Θεό · και δεν συνεπάγεται βέβαια σύνθεση απ’ αυτό σ’ αυτόν, είναι δε η πιο μεγάλη απ’ τις τελειότητες κάτι το νοητικό ». Φρίττω με την τυφλότητα αυτού του φθοροποιού, πώς διακηρύττει πάλι, σαν να λησμόνησε ακριβώς τα ίδια του τα λόγια, αυτά που ονομάζει πολλά και πως ενυπάρχουν ως τελειότητα στη θεία ουσία, να ταυτίζονται με την ουσία του Θεού και να είναι ουσία του Θεού δυσσεβώς.


227. Νομίζοντας αθέμιτα πως ταυτίζονται παντελώς το όν και το προσόν ή ενόν ( αυτό που υπάρχει κι αυτό που προσυπάρχει ή ενυπάρχει…), « είναι μεν » λέει « συμβεβηκότα η σοφία και η δικαιοσύνη στον άνθρωπο, ταυτίζονται δε με τη θεία ουσία στον Θεό ». Αυτό το ίδιο το πάθημα του Αρείου· γιατί κι εκείνος έλεγε πως ταυτίζεται κάθε θεία ενέργεια και όλα όσα ενυπάρχουν ή προσυπάρχουν σ' Αυτόν με την ουσία του Θεού και πως είναι αυτά η ουσία του, προς τον οποίον έχουν γίνει πολλές απολογίες των αγίων ( Μεγ. Αθανασίου, Κατά αρειανών ), για να φανερώσουν σαφώς πως είναι διαφορετικό η ουσία του Θεού και διαφορετικό αυτά που φυσικώς ενυπάρχουν ή προσυπάρχουν στην ουσία, τα οποία και λέγονται πως είναι περί την ουσία.


228. Και συμφωνεί βέβαια σ’ αυτά, όταν έρχεται στον εαυτό του, με τους αγίους ο Θωμάς. Και αντιλέγει πάλι, όταν στρέψη το βλέμμα προς τον Αριστοτέλη και τους Έλληνες, έχοντας παρεκτραπή στη διάνοια, στην Εκκλησία και γίνεται αντίπαλος του εαυτού του στα ίδια, όπως κάποιος που δεν πιστεύει πως εποπτεύει και ακούει τις βλασφήμιες του ο Θεός. Γιατί λέει· «υπάρχει η ενεργητική δύναμη στον Θεό ». Κι ακόμα· « είναι δυνατός, και απονέμεται αρμόδια η ενεργητική δύναμη στον Θεό· γιατί είναι αρχή τού να ποιής σε άλλο η ενεργητική δύναμη».


229. Κι ακόμα· « ανήκει στην τελειότητα του πράγματος η ενεργητική δύναμη· γιατί έχει τόσο μεγαλύτερη δύναμη, όσο είναι τελειότερο το κάθε τι. Δεν μπορεί να μην υπάρχη άρα η ενεργητική δύναμη του Θεού ». Κι ακόμα· « έχει τη δύναμη, ώστε να ποιή, κάθε τι που ποιεί· είναι δε κάτι που ενεργεί και ποιεί ο Θεός· έχει άρα τη δύναμη να ενεργή. Θα επιγραφή άρα κατάλληλα η ενεργητική δύναμη σ’ Αυτόν ». Αλλά λέει πάλι, με κουρασμένη από ύπνο βαρύ τη διάνοια και σαλεμμένες τις φρένες, ο ίδιος· « είναι η ίδια η ουσία του Θεού η θεία δύναμη ». Κι ακόμα· « είναι η ουσία του Θεού η δύναμη του Θεού » και « είναι η ουσία του η ενέργειά του ». Κι ακόμα· « δεν είναι κάτι διαφορετικό απ’ την ενέργειά του η δύναμη του Θεού » και « δεν είναι διαφορετικό η δύναμη και διαφορετικό η ενέργεια στον Θεό ».


230. Και λέει πάλι, λησμονώντας, αυτός που ταυτίζει τη δύναμη και την ενέργεια στον Θεό˙ « δεν υπάρχουν ως δυνάμεις ο νους και η θέληση, αλλ’ ως ενέργειες μόνο στον Θεό». Δεν είναι άραγες λόγια κάποιου μεθυσμένου αυτά; δεν βλέπετε την αναισθησία των λόγων του; γιατί αν δεν υπάρχουν ως δυνάμεις, αλλ' ως ενέργειες μόνον, ο νούς και η θέληση στον Θεό, είναι φανερό πως είναι άλλο η δύναμη κι άλλο η ενέργεια στον Θεό.


231. Κι αν είναι η ίδια η ουσία του Θεού η θεία δύναμη, την οποία και ονομάζει άλλο απ’ την ενέργεια, είναι φανερό ότι είναι άλλο απ’ την ενέργεια η ουσία · κι αν είναι η ουσία του Θεού η θεία δύναμη και είναι η ενέργειά του η ουσία του, και είναι άλλο η δύναμη, όπως λέει κι ο ίδιος, και άλλο η ενέργεια στον Θεό, ανακηρύττει ολοφάνερα σύνθετο από διάφορες (διαφορετικές...) ουσίες τον Θεό, το οποίο είναι χειρότερο ακριβώς από κάθε ασέβεια. Κι αυτός που αποφεύγει να υπάρχη λόγω της σύνθεσης, όπως νομίζει, δύναμη και ενέργεια στον Θεό, και λέει πως « είναι αναγκαίο να υπάρχη δύναμη και ενέργεια σε κάθε τι το σύνθετο » και πως « δεν υπάρχει κατά κανέναν τρόπο δύναμη, δεν υπάρχει άρα και κάποια σύνθεση στον Θεό », λέει πάλι ερχόμενος στον εαυτό του· « έχει γεννητική δύναμη για ( προς το ) να γεννά ο πατήρ ».

232. Κι ακόμα· « είναι ανάγκη να υπάρχη δύναμη για ( προς το ) να γεννά στον Θεό, όπως ακριβώς και δύναμη για ( προς το ) να νοή τον εαυτό του ». Και κυρήττει έτσι ολοφάνερα σύνθετο, ο άθλιος, τον Θεό. Γιατί αν κάνη σύνθετη η δύναμη κι η ενέργεια την ουσία, δεν έχει ούτε δύναμη για να γεννά ούτε δύναμη για να νοή ο Θεός. « Είναι η ίδια η ουσία του Θεού η θεία δύναμη ». Και πάλι μετά · « οδηγεί σε ύμνο της υψηλής δύναμης του Θεού η θεωρία των κτισμάτων »· « γιατί είναι ανάγκη να νοείται υψηλότερη απ’ τα γενόμενα έργα η δύναμη αυτού που ποιεί· γι’ αυτό και λέγεται ‘ τα αόρατα του Θεού τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης ’ στην προς Ρωμαίους» ( Ρωμ.α΄ 20 ).

233. Και δεν κατανοεί ούτε κι αυτό ο δυστυχής, ότι εκφέρεται μεν στον ενικό η ουσία του Θεού, στον δε πληθυντικό αυτά που θεωρούνται στον Θεό και μαρτυρούνται απ’ την κτίση, δηλαδή απ’ τα ποιήματα. Αλλά διακηρύσσει όλα όσα υπάρχουν στον Θεό ουσία και λέει· « υπάρχει στο νοείν τού  Θεού και σε όλα τα άλλα που λέγονται πως υπάρχουν σ’ αυτόν η θεία ουσία». Και λέει μετά· « ενεργεί, όπως ακριβώς με τη δική του φύση, την οποία έλαβε απ’ τον Πατέρα, έτσι και με τη δική του δύναμη, που έλαβε απ’ τον Πατέρα, ο Υιός ».Και πάλι· « έχει την ίδια φύση, την οποία έχει και ο Πατέρας, και επομένως και την ίδια δύναμη ο Υιός ». Κι ακόμα· « δεν έχει καμμιά δύναμη, την οποία δεν έχει ο Υιός, ο Πατέρας».Και φανερώνει πως είναι πολυδύναμα τα πρόσωπα αυτό.


234. Κι ακόμα· « θα νοηθή διττώς, ή κατά τη δύναμη ή κατά την αγαθότητα ή τελειότητα της ίδιας του της φύσης, το ασώματο μέγεθος ». Δεν διακρίνει άρα ολοφάνερα τη θεία φύση απ’ τη φυσική στον Θεό θεία δύναμη αυτός που αιρετικά νομίζει όλα όσα υπάρχουν εκ φύσεως στον Θεό ουσία; « Είναι φανερό, πως δεν μπορεί να υπάρχη δύναμη και ενέργεια στον Θεό ». Και λέει πάλι· « αν είναι κάτι άλλο απ’ τη θεία ουσία η ενέργεια του Θεού, θα είναι κάτι άλλο απ’ αυτήν την ίδια τέλος σ' αυτήν ». Τα λέει με διάνοια που παραφρονεί αυτά, και λέει ερχόμενος στον εαυτό του· « φανερώνει τη θεία φύση λέγοντας ‘ Θεός ’, τη δε δύναμη λέγοντας ‘μέγας Κύριος’ ο ψαλμωδός» ( Ψαλμ. 74, 3 ) .


235. Και πάλι· « είναι ανάγκη να γνωρίζη τα άλλα, όχι και να τα θέλη ο Θεός ». Κι ακόμη· « δεν τα θέλει όλα, τα οποία μπορούν να βρίσκονται σε τάξη ( τάξιν έχειν ) ως προς την αγαθότητά του ο Θεός. Γνωρίζει όμως όλα, τα οποία βρίσκονται σε οποιαδήποτε τάξη ως προς την ουσία του, με την οποία (και...) νοεί ». Δεν διακρίνει, άρα, τώρα φανερά και διακηρύσσει πως είναι άλλο η ουσία και άλλο η θεία δύναμη και διαφορετικό η θεία γνώση και διαφορετικό η θέληση; είναι βέβαια ολοφάνερο.


236. Και λέει ακόμα, μεταφερόμενος έτσι ελεεινά , σαν να παίζη, στα θεία από ’δώ κι από ’κεί · « είναι η αγαθότητά του ο Θεός», « είναι η αγαθότητά του η θεία ουσία ». Και λέει, ερχόμενος στον εαυτό του, μετά· « παροτρύνει τις ψυχές των ανθρώπων στον έρωτα της θείας αγαθότητας η θεωρία των κτισμάτων· γιατί υπάρχει, αυτό που ακριβώς υπάρχει μερικώς διανεμημένο απ’ την αγαθότητα και τελειότητα στα διάφορα κτίσματα, καθολικά ενωμένο ολόκληρο, όπως ακριβώς σε πηγή όλης της αγαθότητας, στον Θεό ». Δεν καταργεί άρα αυτό την προηγούμενή του διακήρυξη; Και θα μπορούσες να μάθης, ότι είναι διαφορετικό οπωσδήποτε απ’ αυτά που βλέπονται και ονομάζονται σ’ αυτήν η ουσία του Θεού και πως υπάρχουν φυσικές δυνάμεις της ουσίας και διακρίνονται περί την ουσία και έχουν ονομασθή τελειότητες, και ως εξής˙ αν συγκαταλέγονταν η αγαθότητα ή η δύναμη ή η σοφία στην ουσία του Θεού, δεν θα συγκαταλέγονταν εσφαλμένα˙ αν ταυτίζονται λοιπόν αυτά με την ουσία, θα συγκαταλεχθή όπως είναι σωστό αντί για την αγαθότητα στην ουσία, η ουσία στην ουσία, κι αντί για τη δύναμη στην ουσία, η ουσία στην ουσία, κι αντί για τη σοφία στην ουσία, η ουσία στην ουσία· γιατί τα υπολογίζει όλα αυτά ως ουσία ο Θωμάς.


237. Αλλά δεν είναι μόνον αταίριαστα ( ανοίκεια ), αλλά και αδιανόητα και σκοτεινά αυτά. Και λέει ο Θωμάς· « είναι τέλος των κτισμάτων, που έχουν προέλθει ( προϊόντων ) απ’ τη θεία θέληση,  η θεία αγαθότητα, που μπορεί να είναι μόνον αυτή τέλος της θείας θέλησης ». Αν ταυτίζεται λοιπόν η αγαθότητα και η θεία θέληση με τη θεία ουσία, πρέπει να συμβιβάσουμε έτσι και τον λόγο και να διακηρύξουμε, έχοντας θέσει αντί για τη θεία θέληση και αγαθότητα την ουσία, τα ίδια και να λέμε· είναι τέλος των κτισμάτων, που έχουν προέλθει απ’ τη θεία ουσία, η θεία ουσία, που μπορεί να είναι μόνη αυτή τέλος της θείας ουσίας. Αλλά πώς θα μπορούσε να γίνη τέλος της θείας ουσίας η θεία ουσία; δεν ταυτίζονται άρα η ουσία του Θεού κι όσα λέγονται πως είναι (υπάρχουν...) σ’ αυτήν.


238. Και λέει πάλι· « δεν υπάρχει άλλο τέλος της θείας θέλησης, παρά η θεία αγαθότητα ». Και το λέει μεν αυτό ο Θωμάς· και θα έλεγα εγώ· δεν υπάρχει άλλο τέλος της θείας ουσίας, παρά η θεία ουσία. Κι είναι ολοφάνερη ματαιολογία αυτό και συμβαίνει απ’ το να νομίζη πως ταυτίζεται η θεία ουσία με αυτά που θεωρούνται στην ουσία, δηλαδή τη δύναμη, την αγαθότητα, τη σοφία, τη θέληση και τα παρόμοια ο Θωμάς. « Είναι η αγαθότητά της η θεία ουσία ». Και λέει, ερχόμενος στον εαυτό του· « υπάρχει αγαθότητα και έκχυση της αγαθότητας στα άλλα στον Θεό ». Αλλίμονό σου τί κατέστρεψες, Θωμά· γιατί νομίζοντάς τα αυτά, είσαι ο πιο αχρείος απ’ τους αιρετικούς.


239. Γιατί αν είναι η αγαθότητα του Θεού η ουσία του, και την εκχέει στα άλλα, ιδού πολλά τα άτοπα· πρώτο μεν, ότι λες πως εκχέεται η ουσία, πράγμα άτοπο. Γιατί δεν εκχέεται κατά τον Χρυσορρήμονα η θεότητα ( Ίωαν. Χρυσοστόμου, Ομιλία 5 εις Πράξεις, Ομιλία 14 εις Ιωάννην, Υπόμνημα εις Ψαλμούς). Και πάλι· εκχέεται η χάρις, κι όχι αυτός που δωρίζει τη χάρι ( ο.π. ). Και λες κι εσύ· « υποδέχονται τελειότερα στον εαυτό τους την αφθονία της θείας σοφίας οι νοερές ουσίες ». Αφορά δε σε μεγαλύτερο και μικρότερο το τελειότερο, το οποίο δεν επιδέχεται ακριβώς η θεία ουσία, που είναι αδιαίρετη, όπως λες κι εσύ· και δεν ανάγεται στην ίδια την ουσία ή το πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος αυτό που λέγεται « αφελώ από του πνεύματος τού επί σοί και δώσω αυτοίς » ( Αριθμ. ια΄17 ), αλλά στα αποτελέσματά της, τα οποία ονομάζεις ακριβώς αλλού τελειότητες, κι αλλού δυνάμεις, κατά τον τρόπο που κατοικούν, λένε, σε μας, και τα οποία μπορεί και να ελαττωθούν και να αυξηθούν στον άνθρωπο.


240. Αν ταυτίζεται, έπειτα, με την ουσία η αγαθότητα, που λες πως προχέεται στα άλλα και μετέχεται απ’ τα άλλα, λες πως μετέχεται απ’ τα κτίσματα η ουσία του Θεού. Και γίνονται, αν ισχύη αυτό, όλα όσα μετέχουν κατ’ ουσίαν Θεοί, που δεν υπάρχει τίποτα πιο ασεβές απ’ αυτό. Και δεν θέλεις κι εσύ να είναι αλλού, μεταχειριζόμενος σώφρονα λογισμό, μεθεκτή η ουσία του Θεού και λες˙ « διανέμει όλα τα αγαθά τού παντός ο Θεός˙ υπάρχουν άρα σε μεγαλύτερη έκταση (εκτένεια) απ' ό,τι στον άνθρωπο οι προαναφερθείσες αρετές και στον Θεό ». Κι αλλού˙ ούτε κι ο Ελισσαίος ζήτησε να αυξηθή, αφού διπλασιασθή, η ουσία ή το πρόσωπο του Θεού, αλλά ν' αποκτήση κι ο ίδιος τα δυό χαρίσματα, που υπάρχουν ( τα όντα ) στον Ηλία, την προφητεία δηλαδή και την ενέργεια των θαυμάτων.


241. Αν εκχέεται και μεταδίδεται λοιπόν η αγαθότητα, δεν εκχέεται δε ούτε και μεταδίδεται η ουσία και το πρόσωπο, δεν ταυτίζεται με την ουσία η αγαθότητα. Είναι ανόητος ( μάταιος ) άρα αυτός που λέει πως είναι ουσία η αγαθότητα του Θεού. Βλέπετε το ανακόλουθο των διακηρύξεών του και το κακόδοξο στα θεία του Θωμά; « Επειδή δεν μπορούμε » λέει « να συλλάβουμε την ουσία του Θεού για να γνωρίζουμε πως αυτός υπάρχει, αναγόμαστε όχι απ’ αυτόν αλλά απ’ τα αποτελέσματα ». Κι αν υπάρχη η αγαθότητα και έκχυση της αγαθότητας στα άλλα που μετέχουν στον Θεό, απ’ το οποίο και φανερώνεται όπως και σε μας, και δεν μπορούμε να συλλάβουμε την ουσία του Θεού, είναι προφανές, ότι δεν είναι η ουσία του η αγαθότητα του Θεού.


242. Και λέει πάλι, εξερχόμενος απ’ τον εαυτό του, ο Θωμάς˙ « αν είναι κάτι άλλο απ’ τη θεία ουσία η ενέργεια του Θεού, θα έχη τέλος κάτι διαφορετικό απ’ αυτήν και δεν θα είναι έτσι η αγαθότητά του ο Θεός, πράγμα αδύνατο »˙ « είναι η ουσία του η ενέργειά του »˙ « είναι καθαρή ενέργεια χωρίς καμμιά δύναμη ο Θεός ». Και πάλι˙ « δεν υπάρχει καμμιά δύναμη στον Θεό ». Κι αυτός που τα λέει αυτά, λέει πάλι, ερχόμενος στον εαυτό του˙ « δεν φανερώνει το αποτέλεσμα τη δύναμη της αιτίας, παρά με τον λόγο της ενέργειας, η οποία προερχόμενη απ’ τη δύναμη, σταματά ( παύεται ) στο αποτέλεσμα˙ και δεν γνωρίζεται με το αποτέλεσμα η φύση της αιτίας

, παρά καθόσον γνωρίζεται μ’ αυτό η δύναμή του, η οποία ακολουθεί τη φύση ». Κι ακόμα˙ « είναι δυνατόν να υπολογίζεται και το μέγεθος της δύναμης απ’ το μέγεθος της ενέργειας ή των έργων ».


243. Αν φανερώνη λοιπόν τη θεία δύναμη η προερχόμενη απ’ τη δύναμη ενέργεια, γνωρίζεται δε με τη δύναμη, που ακολουθεί τη φύση, η φύση, πώς δεν είναι διαφορετικό η θεία φύση και η δύναμη που ακολουθεί τη φύση και η προερχόμενη απ’ τη δύναμη ενέργεια και των δυό ; « Είναι η ουσία του η θέληση » λέει "του Θεού". Κι ακόμα˙ « δεν είναι άλλο απ’ την ουσία του η θέληση του Θεού ». « Είναι το νοείν του Θεού και όλα τα άλλα που λέγονται πως υπάρχουν σ’ αυτόν η θεία ουσία ». Κι ακόμα˙ « είναι αναγκαίο να είναι το ίδιο το νοείν του η ουσία του θείου νου ». Λόγοι αφροσύνης του Θωμά !


244. Γιατί λέει αλλού ο ίδιος˙ « είναι ανάγκη να γνωρίζη τα άλλα, όχι και να τα θέλη ο Θεός ». Αν γνωρίζη λοιπόν κάτι, το οποίο δεν θέλει, είναι άλλο απ’ τη θεία θέληση η θεία γνώση ˙ κι αν είναι  και τα δυό αυτά ουσία, υπάρχει άρα διφυής ουσία και σύνθεση στον Θεό, το χείριστο της ατοπίας. Και επειδή νομίζει, μάλλον, όλα όσα αναφέρονται ( λεγόμενα ) στον Θεό σφαλερώτατα ουσία του Θεού ο Θωμάς, και πως διαφέρουν μετά αναμεταξύ τους, νομίζει ολοφάνερα σύνθετο, ως άθεος, από πάρα πολλές ουσίες τον Θεό. « Είναι η ουσία του το νοείν (το ότι νοεί...) του Θεού ». Κι ακόμα˙ « συνεπάγεται απ’ το ότι είναι νοών ο Θεός, πως είναι και το νοείν σ’ αυτόν η ουσία του, γιατί είναι ενέργεια τού νοούντος, που υπάρχει σ’ αυτόν, το νοείν ». Βλέπετε, πώς νομίζει το όν κι αυτό που υπάρχει σ’ αυτό ( το ον και το εν αυτώ ) με ελληνικό τρόπο ουσία ; Και λέει ακόμα πιο φανερά˙ «  είναι η θεία ουσία αυτό που υπάρχει στον Θεό. Είναι η θεία ουσία και το θείο είναι κι ο ίδιος ο Θεός άρα το νοείν του Θεού˙ γιατί είναι η ουσία του και το είναι του ο Θεός ».


245. Κι ακόμα˙ « είναι η ουσία του η γνώση του Θεού ». Και λέει, μεταστρεφόμενος˙ « δεν μπορεί να υπάρχη παρά φυσική γνώση στον Θεό ». Πώς ταυτίζεται λοιπόν η ουσία με τα φυσικά ; γιατί το μέν προτάσσεται στον ενικό, η θεία φύση, τα δε στον πληθυντικό, τα φυσικά˙ και υπάρχει (εστί) μεν η ουσία, υπάρχουν δε στην ουσία τα φυσικά. Είναι ψέμμα άρα το να νομίζης πως ταυτίζεται με τα ενυπάρχοντα σ’ αυτήν φυσικά η ουσία, όπως (το...) λέει κι ο ίδιος˙ « Είναι ενέργεια του νοούντος Θεού, που υπάρχει σ’ αυτόν, το νοείν »˙ κι αν είναι ενέργεια, είναι φανερό, ότι είναι διαφορετικό απ’ την ουσία, όπως ήδη αποδείξαμε. Είναι ψέμμα άρα το να νομίζης πως είναι η γνώση του Θεού η ουσία του.


246. « Είναι η ουσία του Θεού η θεία δύναμη ». Κι ακόμα˙ « όπως ακριβώς διακρίνεται ( οροθετείται … ) με τη δική της δύναμη σε ένα η φύση, έτσι διακρίνεται (οροθετείται…) με τη δική της σοφία σε ένα και η θέληση ». Κι αν ισχύουν αυτά, είναι διαφορετικό η θεία σοφία, που οροθετεί τη θέληση, και διαφορετικό η θεία δύναμη, που οροθετεί τη φύση˙ κι είναι απλώς διαφορετικά αναμεταξύ τους η θεία φύση και η θεία δύναμή της και η θεία θέληση και η σοφία, όπως το ον και τα προσόντα. Κι αν ταυτίζονται όλα αυτά με την ουσία του Θεού, έχει συσταθή από πολλά διαφορετικά η ουσία και είναι πράγμα αναγκαστικά σύνθετο, που είναι βέβαια κάτι εξαιρετικά ανόητο και αιρετικό.


247. Κι ακόμα˙ « είναι ιδιαίτερο αντικείμενο της θελήσεως » λέει « το αγαθό και το τέλος ». Και μετά˙ « δεν υφίστανται σε έναν βαθμό αγαθότητας όλα τα κτίσματα ». Κι ακόμα˙ « συνίσταται εν τάξει το αγαθό». Κι ακόμα˙ « είναι αιτιατό μετέχοντας στη θεία ομοιότητα κάθε αγαθό ». Αν εκχέεται δε έτσι σε όλα η θεία αγαθότητα, που δεν υφίστανται σε έναν βαθμό αγαθότητας, αλλά συνίστανται εν τάξει, φαίνεται ολοφάνερα το περισσότερο και το λιγότερο στη μετοχή τής αγαθότητας και δεν θα ταυτίζεται με τη θεία ουσία η αγαθότητα. Θα εκβάλη θρήνο λοιπόν ο Θωμάς, που θεωρώντας αδιαίρετη τη θεία ουσία, τα διακηρύττει μετά αυτά για τη θεία αγαθότητα, κι αφού τής απέδωσε το περισσότερο και λιγότερο, λέει πως είναι η θεία ουσία η αγαθότητά της και διαβεβαιώνει τομή και διαίρεση ενάντια στη θεία ουσία.


248. « Είναι μιά ενέργεια του Θεού το να θέλη. Είναι αναγκαίο λοιπόν να θέλη σύμφωνα με τη δική του ουσία ο Θεός˙ είναι λοιπόν η ουσία του η θέλησή του ». Κι αυτός που κακώς τα λέει αυτά, κακώς και τα αναιρεί˙ « ανήκει ( εστί ) στην τελειότητα της θείας φύσης το να έχη και βούληση». « Είναι ανάγκη λοιπόν να υπάρχουν δυό θελήσεις στον Χριστό ». Κι ακόμα˙ « είναι άλλη και άλλη η θέληση και η ενέργεια της θείας και ανθρώπινης φύσης στον Χριστό ». Κι ακόμα˙ « φανερώνεται καθαρά απ΄τις παραδόσεις της Γραφής πως υπάρχουν δυό θελήσεις στον Χριστό˙ γιατί λέει ο Ίδιος˙ ‘ καταβέβηκα εκ του ουρανού, ουκ ίνα ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός ’ ( Ιωαν. στ΄38 ). Κι είναι φανερό, ότι υπήρχε σ’ αυτόν και θέληση που ήταν δική του και του Πατέρα˙ γιατί όπως ακριβώς υπάρχει μιά φύση του Πατέρα και του Υιού, έτσι και μιά θέληση. Και είναι το ίδιο φανερό και στις ενέργειες˙ γιατί υπήρχε και μιά οικεία ( ιδιαίτερη..) και σ΄αυτόν τον ίδιον και στον Πατέρα ενέργεια. Γιατί λέει ο ΄Ιδιος˙ ‘ όσα ποιεί ο Πατήρ, ταύτα και ο Υιός ομοίως ποιεί ’ » ( Ιωάν. ε΄19 ).


249. Κι ακόμα˙ « είναι ανάγκη να έχουν και την ίδια φύση αυτοί που έχουν την ίδια ενέργεια. Και είναι ίδια η ενέργεια του Υιού και του αγίου Πνεύματος˙ είναι άρα ίδια και η φύση τους ». Αν υπάρχουν λοιπόν και ουσία και δύναμη και θέληση και ενέργεια στον Πατέρα και τον Υιό και το άγιο Πνεύμα, και φανερώνουν αυτά τη θεία ουσία, πώς δεν είναι ολοφάνερα διαφορετικό η θεία ουσία και διαφορετικό αυτά; Ψεύδεται άρα και παραφρονεί ο Θωμάς, που λέει˙ « είναι ουσία του κάθε τι, που υπάρχει στην ουσία του Θεού ». Γιατί αν ίσχυε αυτό, είναι ψεύτικη η ρήση που λέει˙ έχουν αναγκαίως και την ίδια φύση αυτά που έχουν την ίδιαν ενέργεια ».


250. Και γίνεται φανερό το ότι είναι διαφορετικό η θεία ενέργεια και διαφορετικό η θεία φύση, απ’ το ότι δεν μπορείς να τοποθετήσης τη φύση όπου η ενέργεια, ώστε να πης˙ είναι αναγκαίο να έχουν και την ίδια φύση αυτά που έχουν την ίδια ενέργεια. Κι αν είναι άτοπο να το πης αυτό, είναι διαφορετικό η θεία ενέργεια και άλλο η φύση. Γι’ αυτό και είναι επιπόλαιο να πης˙ είναι αναγκαίο να έχουν και την ίδια φύση αυτά που έχουν την ίδια ενέργεια, και πως είναι αναγκαίο να έχουν και την ίδια φύση κι αυτά που έχουν την ίδια θέληση κι αυτά που έχουν την ίδια δύναμη κι αυτά που έχουν την ίδια γνώση κι αυτά που έχουν την ίδια σοφία και καθ’ εξής τα άλλα που ενυπάρχουν στον Θεό.


251. « Ταυτίζεται στον Θεό το να είναι και να είναι αληθινός και να ζή και να είναι σοφός και να είναι μακάριος κι ό,τι ακριβώς άλλο φαίνεται ( δοκεί ) να ταιριάζη στην αγαθότητα και τελειότητα ». Επιστρέφει πάλι στον προηγούμενο εμετό και είναι άκριτος ( αγνωμονεί ) περί τα θεία, νομίζοντας αθέμιτα πως ταυτίζεται το ον, δηλαδή η ουσία του Θεού και όσα προσυπάρχουν ή ενυπάρχουν στην ουσία του Θεού, με την ουσία του. Αλλ’ ας τον ντροπιάσουν τα λόγια του, που λέει˙ « δεν αντιτίθεται στη θεία απλότητα, αν αναφέρονται ( λέγονται ) περισσότερες σχέσεις γι’ αυτόν, αν και δεν φανερώνουν την ουσία του », « μπορείς να συναντάς κάθε τελειότητα της κτίσης στον Θεό », « όπως είναι ακριβώς η αγαθότητα, η σοφία, το είναι και τα τοιαύτα ».


252. Κι ακόμα˙ « έτσι είπαμε πως απονέμονται όλες οι τελειότητες, που συναντώνται στα άλλα πράγματα, στον Θεό, όπως ακριβώς συναντώνται τα αποτελέσματα στις ίδιες τους τις αιτίες, όπως ακριβώς στον ήλιο η θέρμη ». Πώς ταυτίζεται λοιπόν η θεία ουσία με όσα ενυπάρχουν σ’ αυτήν; γιατί δεν ταυτίζεται και η θέρμη στον ήλιο με τον ήλιο, όπως ακριβώς πάλι λέει˙ « αν και δεν φανερώνουν τα ονόματα που αναφέρονται στον Θεό το ίδιο πράγμα, δεν είναι όμως πολυώνυμα , επειδή δεν φανερώνουν τον ίδιον λόγο ». Πώς θα ταυτιστούν λοιπόν αυτά που δεν φανερώνουν τον ίδιον λόγο και συναντώνται στη θεία ουσία, με τη θεία ουσία ; Γιατί αν το παραδώσης αυτό, θα αποδώσης πολλούς λόγους στην ουσία˙ και θα είναι σύμφωνα μ’ αυτό αναγκαστικά σύνθετη και πολυσύνθετη και η θεία ουσία. Γιατί λες πως αυτά που δεν έχουν τον ίδιον λόγο και είναι πολλά, ότι είναι ουσία του Θεού, πράγμα ακριβώς άτοπο και αιρετικό.


253. Όταν λέη ο Θωμάς πως «δεν μπορεί να περιλάβη τη θεία δύναμη, που είναι άπειρη, κανένας κτιστός νους, όπως ακριβώς ούτε και την ουσία του », δεν διακρίνει άρα τη θεία δύναμη απ’ τη θεία ουσία, που ενυπάρχει στη θεία ουσία και είναι τελειότητά της, και μαρτυρείται εμφανώς απ’ τη θεία ενέργεια ; όπως ακριβώς αποδείχθηκαν λοιπόν κάποιες προαναφερθείσες τελειότητες διαφορετικές απ΄την ουσία, έτσι βέβαια και η θεία δύναμη, που είναι τελειότητα της θείας ουσίας˙ και είναι διαφορετικές οπωσδήποτε και οι άλλες όλες καθεξής τελειότητες, όπως ομολογεί και ο Θωμάς, όταν έρθη στον εαυτό του, όπως το έχουμε ήδη εκφράσει σαφώς.


254. Λέει, ως αναίσθητος και παραπαίοντας ο Θωμάς˙ « έχει γεννητική δύναμη για να γεννά ο Πατήρ ». Κι ακόμα˙ « είναι ανάγκη να υπάρχη δύναμη στον Θεό για να γεννά, όπως ακριβώς και δύναμη για να νοή τον εαυτό του ». Και λέει, έχοντας ξεχάσει γρήγορα τα ίδια του τα λόγια κι ερχόμενος στον εαυτό του˙ « δεν έχει καμμιά δύναμη ο Πατέρας, που δεν την έχει ο Υιός ». Είναι άρα κάποιου υγιούς οι προτάσεις αυτές ; γιατί σε ποιά βλάσφημα προσκρούει! Γιατί αν δεν έχη καμμιά δύναμη ο Πατήρ, που δεν την έχει ο Υιός, κι έχει δύναμη στο να γεννά ο Πατήρ, θα την έχη αυτήν κι ο Υιός. Αλλ’ είναι βέβαια άτοπο και ασεβές αυτό.


255. Γιατί θα έχη αναγκαστικά άλλον Υιό δικό του ο Υιός του Θεού. Γιατί όπως έχει ακριβώς γεννήσει, σύμφωνα με τον Θωμά, έχοντας δύναμη γεννητική ο Πατέρας τον Υιό, έτσι θα γεννήση , έχοντας αυτή τη δύναμη τη γεννητική, αναγκαστικά κι ο Υιός Υιό. Κι αν δεν έχη γεννήσει Υιό, είναι φανερό, πως δεν έχει ούτε και γεννητική δύναμη, γιατί δεν έχει στερηθή καμμιά δύναμη την ενέργεια˙ κι αυτή η γεννητική δύναμη, την οποία έχει ο Πατέρας και δεν έχει ο Υιός, κάνει – αλλίμονο στην πλάνη – να έχη άλλην ουσία ο Πατέρας και διαφορετική ο Υιός. Γιατί αυτά που δεν έχουν την ίδια δύναμη, αυτά δεν έχουν και την ίδια ουσία.


256. Αλλ’ είναι φανερό, ότι δεν είναι δύναμη της φύσης το να γεννάς, όπως ακριβώς ούτε το να εκπορεύης, είναι δε προσωπική ιδιότητα κι έτσι ομολογείται απ’ τους ευσεβείς. Γιατί αν ανάγη κάποιος σε δύναμη φυσική το να γεννάς, ανάγει βέβαια και το να εκπορεύης, και θα συμπεράνη έτσι πως είναι διαφορετική η φύση του Πατέρα απ’ τον Υιό και το Πνεύμα, και θα τοποθετήση πιο χαμηλά το Πνεύμα, που δεν έχει ούτε δύναμη στο να γεννά, ούτε βέβαια στο να εκπορεύη. Αλλ’ είναι τα παραληρήματα της κακοδοξίας του Ευνόμιου και του ΄Αρειου και του Μακεδόνιου αυτά. Γιατί είναι αδιαίρετη, με μιά φύση και δύναμη και ενέργεια, η Αγία Τριάδα.


257. Και πώς δεν αντιλαμβάνεται αυτό που λέει, ότι δεν έχει καμμιά δύναμη ο Πατέρας, που δεν την έχει ο Υιός ; γιατί με το να πή «καμμιά», φανέρωσε πολλές. Αν είναι πολυδύναμος λοιπόν ο Θεός, θα έχη και διαφορετικές αυτές τις δυνάμεις. Γιατί ανάγονται σε αριθμό οι πολλές, και εισάγει ομολογουμένως διαφορά ο αριθμός. Αν είναι λοιπόν σύμφωνα μ’ αυτόν, αυτό που έχει ο Θεός ουσία του Θεού, θα είναι κι οι πολλές και διαφορετικές αυτές δυνάμεις, που έχει ο Θεός, ουσία του και θα είναι σύνθετη από πολλά και διαφορετικά η ουσία του Θεού, που είναι ακριβώς υπερβολή μανίας και ασέβειας να το νομίζης . Δεν ταυτίζονται άρα με την ουσία του οι δυνάμεις του Θεού, αλλ’ είναι κατά κάποιον τρόπο διαφορετικές.


258. « Ενυπάρχουν ιδιαιτέρως » λέει « χαρά και ευφροσύνη στον Θεό ». Κι ακόμα˙ «ευφραίνεται ιδιαιτέρως στον εαυτό του ( εν εαυτώ ) ο Θεός, χαίρεται δε και στον εαυτό του και στους άλλους ». Κι αν ισχύουν αυτά, είναι φανερό ότι διαφέρει κατά κάποιον λόγο η ευφροσύνη απ’ τη χαρά. Αλλά λέει πάλι, έχοντας ξεχάσει τα λόγια του, ο ίδιος, ότι « λέει ο φιλόσοφος στο Η΄ των Ηθικών, πως χαίρεται πάντα με μιάν και απλή ευφροσύνη ο Θεός » ( Αριστοτέλους…). Κι αυτό είναι κάποιου που ταυτίζει τη χαρά με την ευφροσύνη˙ και δεν συμφωνούν αυτά που λέει πιο πάνω μ’ αυτά που λέει παρακάτω.


259. Γιατί το να χαίρεται με μιάν και απλή ευφροσύνη ο Θεός και το να ευφραίνεται μεν μόνο στον εαυτό του, να χαίρεται δε και στον εαυτό του και στους άλλους, δεν είναι σύμφωνες, αλλ’ ασύμφωνες προτάσεις, γι’ αυτό και ολοφάνερα ψέμμα. Κι είναι κι αυτό επομένως ψέμμα, ότι «είναι από μιά και την ίδια δύναμη κάθε θεία ενέργεια »˙ γιατί ενώ το να ευφραίνεται και το να χαίρεται είναι ενέργειες, όπως έχει προαναφερθή, του Θεού – και λέει κι ο Θωμάς· κατ’ εξοχήν ευφραίνεται και χαίρεται στον εαυτό του με τη θέλησή του ο Θεός – ενώ είναι λοιπόν ενέργειες του Θεού, δεν είναι από μια και την ίδια δύναμη. Γιατί λέει κι ο ίδιος, ότι ευφραίνεται ιδιαιτέρως στον εαυτό του ο Θεός, χαίρεται δε στον εαυτό του και στους άλλους. Είναι ψέμμα άρα το να λες πως « είναι κάθε θεία ενέργεια από μιά και την ίδια δύναμη ».


260. Κι ακόμα· « υπάρχει » λέει « αγάπη στον Θεό σύμφωνα με την ενέργεια της θέλησής του ». Είναι φανερό λοιπόν, πως η αγάπη στον Θεό, που είναι δύναμη στον Θεό καθ’ αυτή – αγαπά ενεργώντας ο Θεός […] , η δύναμη που οδηγεί στην ενέργεια κι η αγάπη που οδηγείται προς τα αγαπητά – , είναι ενέργεια, όπως λέει κι ο Θωμάς· « το νοείν είναι ενέργεια του νοούντος, που υπάρχει σ’ αυτόν ». Και το δημιουργείν είναι πρώτη ενέργεια, γιατί δεν προϋποθέτει η ίδια καμμιάν άλλη, αλλά την προϋποθέτουν αυτήν όλες, καθόσον πολλές· όπως διακηρύσσει ( αποφαίνεται ) κι ο Μέγας Βασίλειος, ότι είναι άπειρες μεν για το μέγεθος, ανεξερεύνητες δε για το πλήθος οι θείες ενέργειες ( Περί Αγίου Πνεύματος ).

261. Όπως είναι λοιπόν το νοείν και το δημιουργείν ενέργειες του Θεού, έτσι είναι βέβαια και το αγαπάν ενέργεια. Άν αγαπά ( φιλεί ) λοιπόν ο Θεός, σύμφωνα και με τον Θωμά, κατ’ εξοχήν τις νοερές ουσίες, είναι δε το να αγαπά ( φιλείν ) ενέργεια, πώς λέει πάλι, αντιτιθέμενος στα δικά του και ψευδόμενος, ότι « είναι από μιά και την ίδια δύναμη κάθε θεία ενέργεια »; κι όχι μόνο δεν είναι από μιά και την ίδια δύναμη, αφού επιδέχονται το περισσότερο και λιγότερο ( το μάλλον και ήττον ), αλλά όντας πολλές και άπειρες, όπως έχει ειπωθή, δεν είναι η θεία ουσία, που είναι μιά και απλή και ασύνθετη. « Ο Θεός θέλει » λέει « με μιάν ενέργεια και τη δική του αγαθότητα και τα άλλα, επειδή η ενέργειά του είναι η ουσία του». Και αποδείχθηκε ήδη πως είναι και τα δυό αυτά αιρετικά.


262. Γιατί αν και είναι μιά η ενέργεια του να θέλη στον Θεό, όμως δεν θα ονομασθή, λογω που επιδέχεται το περισσότερο και λιγότερο, απλώς μιά. Γιατί αν δεν αγαπά ( φιλή ) με μιαν αγάπη ( φιλία ) τα πάντα ο Θεός, αλλ’ αγαπά ( φιλεί ) περισσότερο απ’ όλα τις νοερές δυνάμεις, σύμφωνα με τον Θωμά, πώς θα αγαπήση ( φιλήση ) με μιάν ενέργεια και τη δική του αγαθότητα και τα άλλα ; το δε « η ενέργεια του Θεού είναι η ουσία του » αποδείχθηκε ήδη, πως είναι της ελληνικής κακοδοξίας και του Θωμά. « Είναι αναγκαίο να είναι θέλων ο Θεός » λέει. Κι ακόμα· « αρμόζει κατ’ εξοχήν σ’ αυτόν που πρωταρχικά ( πρώτως ) κινεί, δηλαδή στον Θεό, να έχη θέληση ». Κι ακόμα· « αρμόζει κατ’ εξοχήν σ’ αυτόν που πρωταρχικά ( πρώτως ) ποιεί να ποιή με τη θέληση ».


263. Ακόμα· « υπάρχει άρα θέληση στον Θεό, και τη θέληση αυτή του Θεού τη μαρτυρά και η θεία Γραφή · γιατί λέγεται στους Ψαλμούς ‘ πάντα όσα ηθέλησεν ο Κύριος εποίησε ’ ( Ψαλμ. ρλδ΄6 ). Και στην προς Ρωμαίους· ‘ τω θελήματι αυτού τίς ανθέστηκε; ’ » ( Ρωμ. θ΄19 ). Και λέει με σαλεμμένη πάλι τη διάνοια· « είναι νοών ο Θεός σύμφωνα με την ιδιαίτερή του ουσία, ώστε και θέλων. Είναι άρα η θέληση του Θεού η ίδια η ουσία του ». Αλλά λέει φράζοντας το απύλωτό του στόμα η Εκκλησία του Θεού· « είναι άλλο ο θέλων και άλλο η θέληση » ( Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 29, Περί Υιού ). Αν είναι λοιπόν ο θέλων Θεός και η θέλησή του η ίδια η ουσία του, θα συναποτελεσθή ολοφάνερα από δυό διαφορετικά η ουσία του, του απλού και ασύνθετου και αμέριστου, πράγμα που ξεπερνά κάθε ασέβεια.


264. Η νοητική ενέργεια του Θεού είναι, λέει, η ουσία του. Και πάλι· νοεί ο Θεός σύμφωνα με την ιδιαίτερή του ουσία. Δεν κατανοεί πάλι, ότι, όπως είναι ακριβώς άλλο αυτός που θέλει και διαφορετικό η θέληση, γιατί το μεν είναι αυτός που κινεί, το δε όπως η κίνηση, όπως λένε οι θεόσοφοι, έτσι είναι διαφορετικό αυτός που νοεί και άλλο η νόηση· και καταντά αναγκαστικά στα προηγούμενα ασεβήματα. Και πάλι· « δεν θέλει με διαφορετική και διαφορετική ενέργεια της θελήσεως, αλλά με μιά και την ίδια και τον εαυτό του και τα άλλα ο Θεός ». Κι ακόμα· « απομένει λοιπόν να θέλη μαζί και με την ίδια ενέργεια της θελήσεως και τον εαυτό του και τα άλλα ο Θεός. ». Κι ακόμα· « δεν υπάρχει παρά ένα είναι στον Θεό· δεν θα υπάρχη άρα εκεί παρά ένα θέλειν ».


265. Προστρέχει πάλι στην ελληνική πλάνη. Γιατί το είναι του Θεού είναι η ουσία του, η οποία, όντας μιά, έχει πολλές οπωσδήποτε θελήσεις. Γιατί όλα, λέει, όσα ηθέλησε εποίησε. Κι αν όλα, είναι φανερό, ότι ( είναι ) πολλά· καθώς είναι δε πολλά και διαφορετικά τα θελητά, είναι αναγκαστικά πολλές και διαφορετικές και οι θελήσεις. Πώς είναι λοιπόν αυτές, οι πολλές και διαφορετικές, ουσία απλή και μονοειδής και ασύνθετη ; ολοφάνερη ανοησία και βλασφημία και σμήνος κακοδοξιών. Παραδίδει η Γραφή τον Θεό να έχη ποιήσει τα πάντα σύμφωνα με την τάξη της δικής του σοφίας, κατά το πάντα εν σοφία εποίησας στους Ψαλμούς και το εξέχεε ο Θεός την σοφίαν αυτού επί πάντα τα έργα αυτού στον Εκκλησιαστή ( Σοφία Σειράχ α΄9 ).


266. Κι αν εκχέεται η σοφία του Θεού, δεν λέγεται όμως πως εκχέεται η ουσία του. Είναι διαφορετικό άρα η θεία ουσία, απ’ τη σοφία σ’ αυτήν, όπως λέει κι ο Χρυσορρήμων· « η σοφία εκ της ουσίας, κι όχι η ουσία εκ της σοφίας » ( Περί ακαταλήπτου ). Ετσι θα πής βέβαια στη συνέχεια πως είναι διαφορετικά οπωσδήποτε όλα συλλήβδην όσα εκ φύσεως υπάρχουν ( πεφυκότα ) στον Θεό απ’ τη θεία ουσία · γιατί η θέληση έρχεται απ’ αυτόν που θέλει, κιι όχι αυτός που θέλει απ’ τη θέληση· κι η αγαθότητα απ’ τον αγαθό, κι όχι βέβαια ο αγαθός απ’ την αγαθότητα· κι αυτόν τον τρόπο έχουν κι όλα τα άλλα τα άπειρα στη θεία ουσία. Και γι’ αυτό είναι διαφορετικά απ’ τη θεία ουσία, όπως έχουμε πή.


267. Είναι δε αιτία μεγάλης πλάνης και κακοδοξίας το να νομίζης πως είναι θεία ουσία όλα όσα υπάρχουν στη θεία ουσία, και χαρακτηριστικό των Ελλήνων και του Αριστοτέλη και του Θωμά. Το οποίο καθιστά κοντά στα άλλα κακά ή την κτίση αμέθεκτη στον Θεό ή να μετέχη και να κοινωνή με τη θεία ουσία· αλλά δεν θέλει ούτε βέβαια κι ο Θωμάς να είναι αμέθεκτη η κτίση και μάλιστα η λογική στον Θεό· του απομένει λοιπόν να νομίζη πως είναι μεθεκτή η θεία ουσία, το οποίο ξεπερνά ακριβώς κάθε κακοδοξία και αίρεση. « Ο άνθρωπος » λέει « αποκλίνει προς το να θέλη με την κρίση του λόγου, κι όχι με την ορμή της φύσης, όπως ακριβώς τα άλογα. Υπάρχει άρα το αυτεξούσιο στον Θεό ». Συνήγαγε το αυτεξούσιο στον Θεό από ανοίκειες ( ανάρμοστες ) προτάσεις· γιατί το να συλλογίζεσαι από τα κάτω και αντιληπτά με τις αισθήσεις το υπερουράνιο και που ξεπερνά κάθε νόηση απειράκις απείρως, προξενεί μεγάλη αμάθεια, σύμφωνα με τους θεοφόρους, των θείων και άγνοια και πολλές αιρέσεις.


268. Καθ’ ον χρόνον παριστάνει ολοφάνερα, απ’ όσα λέει κι ο ίδιος, να είναι διαφορετικό η θεία φύση απ’ τη θέλησή της, αν δεν αποκλίνη βέβαια με την ορμή της φύσης, αλλά με την κρίση του λόγου προς το να θέλη ο Θεός. Και λέει ακόμα· « ανήκει μεν η θέληση, σύμφωνα με τον φιλόσοφο, στο Γ΄ των Ηθικών, στο τέλος, η δε αίρεση στα προς το τέλος· επειδή θέλει λοιπόν, όπως ακριβώς ένα τέλος, τον εαυτό του ο Θεός, τα δε άλλα ως προς το τέλος, συνεπάγεται να έχη στην μεν παράθεση προς τον εαυτό του θέληση μόνο, στη δε προς τα άλλα αίρεση ». Πού είναι τώρα, αυτό ακριβώς που έλεγε προηγουμένως, ότι θέλει με μιάν ενέργεια και τη δική του αγαθότητα και τα άλλα ο Θεός ;


269. Γιατί αν είναι η θέληση μεν του τέλους, η δε αίρεση των προς το τέλος και θέλει, όπως ακριβώς ένα τέλος, τον εαυτό του ο Θεός, θέλει δε τα άλλα ως προς το τέλος, και συνεπάγεται να έχη στη μέν παράθεση προς τον εαυτό του θέληση μόνο, στη δε προς τα άλλα αίρεση, είναι φανερό, ότι είναι διαφορετικό η θεία θέληση απ’ τη θεία αίρεση. Δεν θέλει άρα με μιάν ενέργεια και τη δική του αγαθότητα και τα άλλα ο Θεός, αλλά με διαφορετικές . Κι αν είναι άλλο η θέληση και διαφορετικό η αίρεση, και είναι φυσικά ( πεφύκασιν ) στη θεία ουσία, είναι άλλο απ’ αυτά η θεία ουσία, που είναι απλή και ασύνθετη. Κι ακόμα· « υπάρχει ιδιαιτέρως τέχνη στον Θεό, και γι’ αυτό λέγεται στη Σοφία· ‘ η πάντων τεχνίτις εδίδαξέ με σοφία ’ » ( Σοφία Σολ. Ζ΄21 ).


270. Αν είναι λοιπόν, σύμφωνα με την κάκιστη αξίωση του Θωμά, όλα όσα συγκαταλέγονται στον Θεό ουσία του Θεού, είναι φανερό, πως είναι και η τέχνη στον Θεό θεία ουσία. Επειδή συλλογίζεται λοιπόν ο Θωμάς, παίρνοντας τις αφορμές απ’ τα δικά μας, τον Θεό, και διακηρύσσει την τέχνη που υπάρχει στον Θεό ουσία του Θεού, κατά τα προαναφερθέντα, θα είναι και σε μας η τέχνη ουσία και οι διαφορετικές τέχνες ουσίες διαφορετικές, απ’ το οποίο δεν θα μπορούσε να γίνη τίποτα πιο άτοπο να νομίζης. « Υπάρχει φρόνηση στον Θεό» λέει « κι αυτό είναι που λέγεται στον Ιώβ ‘ παρ’ αυτώ εστι φρόνησις και ισχύς ’ » ( Ιώβ κστ΄63 και κβ΄ 13 ). Υπάρχει λοιπόν στ’ αλήθεια, όχι όμως όπως νομίζει η αίρεση, κατά κανέναν τρόπο πως είναι ό,τι έχει ο Θεός θεία ουσία· γιατί και το λόγιο του Ιώβ που αναφέρθηκε τώρα διδάσκει, να μη νομίζουμε τη φρόνηση ουσία του Θεού· γι’ αυτό, αφού είπε « έστιν αυτώ φρόνησις », πρόσθεσε « και ισχύς », ώστε έχοντάς τα κανείς ακούσει αυτά και έχοντας εννοήσει πως διαφέρουν – γιατί έχουν διαφορετικό τον λόγο η φρόνηση κι η ισχύς – να μη φθάση ποτέ να εννοήση, ότι είναι ουσία αυτά του Θεού.


271. Γιατί δεν θα συναποτελεσθή από διάφορες ουσίες, κατά τον Χρυσορρήμονα, « η ουσία του Θεού που είναι απλός και ασύνθετος » ( Περί ακαταλήπτου ). Εξάλλου, κι αν λεγόταν πως υπάρχει μόνη η φρόνηση στον Θεό, ούτε έτσι θα είχε λόγο να τη νομίζη αυτήν ουσία, επειδή είναι ακριβώς πολυμερής η φρόνηση και τετράπλοκη. Γιατί έχει πάντα αδιάστατα μαζί της τη δικαιοσύνη, τη σωφροσύνη και την ανδρεία. Δεν είναι άρα θεία ουσία η φρόνηση που υπάρχει στον Θεό. Είναι μάταιος ( ανόητος ) άρα ο Θωμάς και αιρετικός, νομίζοντας πως είναι ό,τι κι αν έχη ο Θεός θεία ουσία.


272. Και λέει πάλι ο ίδιος, αυτά που ελέγχουν την κακοδοξία του· « υπάρχει στον Θεό αρετή αλήθειας, γι’ αυτό και λέγεται στην προς Ρωμαίους· ‘ έστι δε ο Θεός αληθής ’ ( Ρωμ. γ΄ 4 ). Και στους Ψαλμούς· ‘ πάσαι αι οδοί αυτού αλήθεια ’ » ( Ψαλμ. ριν΄151). Αν συνίσταται λοιπόν η αλήθεια από πολλές οδούς του Θεού – γιατί αυτό φανερώνει το πάσαι – δεν είναι άρα η αλήθεια του Θεού ουσία του, γιατί δεν συναποτελείται από πολλά κι η ουσία του Θεού. Υπάρχει άρα αλήθεια στον Θεό και δεν είναι ουσία του Θεού. Είναι μάταιος ( ανόητος ) άρα και αιρετικός ο Θωμάς, νομίζοντας αυτά που υπάρχουν στην ουσία του Θεού ουσία του.


273. « Οφείλει να επιγράφεται κατ’ εξοχήν η σοφία στον Θεό, γι’ αυτό και λέγεται στον Ιώβ· ‘ σοφός εστι τη καρδία ’ ( Ιώβ λζ΄ 24 ). Και στον Εκκλησιαστή· ‘ πάσα σοφία από Κυρίου Θεού εστι και μετ’ αυτού ην αεί ’ ( Εκκλησιαστ. Ι΄16 ). Και λέει κι ο φιλόσοφος, στο Α΄ των μετά τα Φυσικά, ότι είναι κτήμα θείο κι όχι ανθρώπινο » ( Αριστοτέλους, Τα μετά τα Φυσικά, Α΄2 ). Αν λέγεται λοιπόν πως είναι η σοφία στον Θεό και μαζί με τον Θεό κα πως είναι κτήμα θείο, δεν είναι θεία ουσία, αλλά περί την ουσία. Κι ακόμα· « οι αρετές αυτές είναι » λέει « στον Θεό παραδειγματικές των δικών μας ». Αν είναι λοιπόν αρετές, είναι φανερό, πως είναι πολλές· κι αν είναι πολλές, είναι φανερό, πως είναι και διαφορετικές. Πώς θα είναι λοιπόν οι αρετές του Θεού ουσία του Θεού, οι πολλές και διαφορετικές, του ενός και απλού και αμέριστου ; και λέει ο Θωμάς· « η αρετή του Θεού είναι η ουσία του » και νομίζει, όπως φαίνεται, μια την αρετή του Θεού· κι αυτές που έχει πη προηγουμένως πολλές αρετές, τις έχει πη ψευδόμενος. Κι αν ήταν αληθινός, λέγοντας πως υπάρχουν αρετές στον Θεό, είναι ψεύτης προσθέτοντας στον ενικό, ότι η αρετή του Θεού είναι η ουσία του.


274. Γιατί αν είναι η αρετή του Θεού η ουσία του, είναι οι πολλές αρετές στον Θεό πολλές ουσίες του Θεού· και δεν έχει μιάν ουσία ο Θεός και απλή κατ’ αυτόν, αλλά πολλές και ποικίλες και διαφορετικές αναμεταξύ τους, πράγμα που δεν ξεύρω, ποιάν κακοδοξία δεν ξεπερνά. Αν είναι η αρετή του Θεού η ουσία του, θα είναι και σε μας ουσία η αρετή κι οι αρετές ουσίες· και είναι το να είσαι ελλειπής στην αρετή, να είσαι ελλειπής στην ουσία· κι όπως ακριβώς διαφέρουν οι άνθρωποι κατά την αρετή, έτσι θα διαφέρουν και κατά την ουσία. Και δεν ξεύρω ποιες ουσίες να αποδώσω στα έθνη, που δεν προσλαμβάνουν την αρετή· γιατί δεν έχουν ούτε κάν ανθρώπινη ουσία, αν είναι ακριβώς η αρετή του ανθρώπου ουσία του. Αλλά και να τα εννοής μόνον αυτά είναι έσχατη μωρία και αιτία για πολλές ασέβειες.


275. « Ταυτίζεται ο Θεός κι η μακαριότητά του. Είναι άρα ο Θεός η μακαριότητά του ». Ακολουθεί πάλι τα προηγούμενα ασεβήματα και θα ντραπή πάλι, όπως προηγουμένως, με όσα έχουμε ήδη πη. Γιατί έχουν κι οι άγγελοι και οι ψυχές κατά μετοχή απ’ τον Θεό το μακάριο, και δεν μετέχουν στην ουσία του Θεού ούτε οι άγγελοι, ούτε οι ψυχές, έστω κι αν διαρραγούν ( σκάσουν ) όλες οι αιρέσεις, κι ο Θωμάς.


276. « Στα πράγματα» λέει « που οι δυνάμεις τους δεν είναι οι ουσίες τους, είναι οι δυνάμεις αυτές συμβεβηκότα ». Είναι λόγια μεγάλης μωρίας αυτά κι είναι αληθινά σκοτεινότεροι απ’ τον άδη αυτοί που εμπιστεύονται τις δικές τους νοήσεις και δεν ακολουθούν τους θεοσόφους και διδασκάλους της Εκκλησίας. Γιατί νάτη η ψυχή που είναι μιά, πολυδύναμη, που έχει νόηση, διάνοια, αίσθηση, δόξα και φαντασία. Και δεν είναι αυτά συμβεβηκότα· γιατί κανένας, που έχει σωστή φρόνηση, δεν θα νομίση ποτέ τη λογική ψυχή χωρίς αυτά, ούτε μιάν απλήν ουσία τα πολλά. Κι αν είναι οι δυνάμεις της ψυχής συμβεβηκότα, θα είναι αδύναμη αυτή η ίδια η ψυχή.


277. Αλλ’ είναι βέβαια ον το κάθε τι που έχει μιάν οποιαδήποτε φυσική στον εαυτό του δύναμη, κι αυτό που δεν έχει δύναμη δεν είναι ούτε και ον το ίδιο. Γιατί φανέρωση κάθε ουσίας είναι η φυσική σ’ αυτήν δύναμη, όπως λέν οι θεόσοφοι. Κι αν δεν τά ‘ χη αυτά συμβεβηκότα η ψυχή, και τα έχει ουσία, θα συναποτελείται από πολλές ουσίες και θα είναι σύνθετη και από διάφορους λόγους και δεν θα είναι απλή, που είναι ακριβώς άτοπο. « Η θέληση » λέει « του Θεού είναι η ουσία του ». Και λέει, σαν να ανατρέπη εκούσια τα δικά του, μετά· « ο Θεός ποιεί στα κτίσματα όχι απ’ την ανάγκη της φύσης, αλλά με την εξουσία της θέλησης ».


278. Ακόμα· « δεν προέρχονται με φυσικό τρόπο τα κτίσματα απ’ τον Θεό, αλλά με τη θέληση,». Κι ακόμα· « το είναι των πραγμάτων έρρευσε απ’ τη θεία θέληση». Κι ακόμα· « Η θεία δύναμη ενεργεί σε όλα τα πράγματα σύμφωνα με τη θέληση κι όχι σύμφωνα με την ανάγκη της φύσης ». Κι ακόμα· « επειδή ο Θεός είναι αυτός που πρωταρχικά ποιεί, δεν ποιεί με την ανάγκη της φύσης, αλλά με τον νου και τη θέληση »˙ κι αυτό είναι κάποιου που διακρίνει τη θεία φύση απ’ τη θεία νόηση και θέληση. Δεν ταυτίζεται άρα η θεία ουσία με τη θεία θέληση, κι ούτε είναι η θέληση του Θεού η ουσία του. Κι αυτό είναι, όπως πολλές φορές είπαμε, ολοφάνερη ( σαφής ) κακοδοξία.


279. « Έσχατο τέλος της νοερής φύσης είναι ο Θεός. Είναι εκείνη λοιπόν η ενέργεια του ανθρώπου ουσιωδώς μακαριότητα και ευδαιμονία, με την οποία και φθάνει προς τον Θεό. Κι αυτό είναι το νοείν ( να νοή ) ». Κι ακόμα· « δεν μπορούμε να θέλουμε, αυτό που δεν νοούμε. Υπάρχει λοιπόν στο να γνωρίζης τον Θεό με τον νού η έσχατη ευδαιμονία του ανθρώπου κι όχι στην ενέργεια της θέλησης ». Και αναιρώντας όπως το συνηθίζει τα δικά του, λέει· « είναι ανάγκη να είναι ένα αγαθό η ευδαιμονία, στο οποίο φθάνει ακριβώς ο άνθρωπος με τη δική του θέληση ».


280. Εμπλέκεται σε διάφορα ψεύδη μ’ αυτά ο Θωμάς. Και πρώτο ότι νομίζει τη νόηση ( το νοείν ) του ανθρώπου έσχατη ευδαιμονία, με την οποία γνωρίζει τον Θεό. Γιατί αν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα χωρίς τη βοήθεια του Κυρίου με τη συμβολή του αγίου Πνεύματος, όπως έχει πή ο Κύριος, « χωρίς εμού ού δύνασθε ποιείν ουδέν » ( Ιωάν.ιε΄5 ), πώς υπάρχει μόνο με το να νοής τον Θεό και με μόνον τον νού η έσχατη ευδαιμονία του ανθρώπου; Είναι έγκλημα μεγάλης αφροσύνης αυτό και υπερηφάνειας ελληνικής. Γιατί μόνο το άγιο Πνεύμα υπενθυμίζει ολόκληρη τη θεία αλήθεια και φανερώνει στον μέτοχό του να την βλέπη· κι είναι αδύνατο να θεωρήσης τη θεία αλήθεια χωρίς τη μετοχή του αγίου Πνεύματος, που επιδημεί ( διαμένει ) εκ πίστεως στον νου και τον φωτίζει, όπως είναι ακριβώς αδύνατο να δούν τον αισθητό ήλιο σκοτεινοί απ’ την ασθένεια οφθαλμοί.

281. Έπειτα, αυτός που λέει ότι « δεν υπάρχει η έσχατη ευδαιμονία του ανθρώπου στην ενέργεια της θέλησης », λέει πάλι μεταστρεφόμενος˙ « φτάνει με τη θέλησή του ο άνθρωπος στην ευδαιμονία». Κι ακόμα· « είναι τέλειο το έσχατο αγαθό, κάνοντας την έφεση να ηρεμή ». Και πρόκειται για ολοφάνερο ψέμμα. Γιατί πώς θα κάνη ο Θεός - γιατί αυτό είναι το έσχατο και τέλειο αγαθό - που είναι άπειρος σε όλα, να ηρεμή η έφεση; Γιατί η έφεση στον Θεό είναι τροφή αληθινή της ψυχής, γι’ αυτό και αποδείξαμε ήδη με τα ρητά των θεοφόρων, πως δεν θα παυθή ( σταματήση ) κάποτε ούτε των αγγέλων ούτε των ανθρώπων η έφεση η προς τον Θεό, αλλά θα είναι αεικίνητη και αόριστη. Και παύεται εκείνων μόνο η έφεση, που η νόησή τους είναι όπως των κατά τον έσω άνθρωπον εξ απιστίας νεκρών, για τους οποίους έχει πή ο Σωτήρ « άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς» ( Ματθ. η΄22 ).


282. Και λέει κι ο Θωμάς, πως κάθε ζωή φανερώνει κίνηση, γι’ αυτό και παραχωρεί την κίνηση στο άγιο Πνεύμα, που ζή και είναι αυτοζωή και ζωοποιεί, κίνηση δε του νού είναι η νόηση κι η σύμφωνα μ’ αυτήν έφεση. Ψεύδεται άρα και μάλιστα πολύ αυτός που τα λέει αυτά για την ευδαιμονία· γιατί ούτε στο νοείν – γιατί αυτό είναι γνώμη ( δόξα ) ελληνική– ούτε στο θέλειν – γιατί αυτό είναι γνώμη ( δόξα ) οιηματική – αλλ’ είναι έσχατη ευδαιμονία η κοινωνία και ένωση του ζωοποιού Πνεύματος κι ο σύμφωνα μ’ αυτήν φωτισμός, που όταν θα τον δεχθή η ψυχή, έχει αεικίνητες τις ανατάσεις και τις εφέσεις προς τον Θεό.


283. « Καθόσον ομοιούται κατ’ εξοχήν ο άνθρωπος με τον Θεό, εκείνο θα είναι η ευδαιμονία του ». Καλά το έχεις πή αυτό· τί είναι δε αυτό, που κάνει όμοιο τον άνθρωπο με τον Θεό, εδώ μεν δεν το πρόσθεσες, κι όπου έσπευσες να το πής, λες ψευδή και αβέβαια. Γιατί λες· « η περί Θεού κατ’ ουσίαν γνώση είναι η ίδια η ευδαιμονία ». Και δεν είναι μόνο ψέμμα αυτό, αλλά και αισχρότατη αίρεση. Γιατί αν αποδειχθή με τις ρήσεις των αγίων πως είναι απερινόητη και ανέπαφη σε κάθε γενητή ( δημιουργημένη, κτιστή ) φύση η θεία ουσία, αναιρείται ολοφάνερα η ευδαιμονία από κάθε λογική φύση, τους αγγέλους δηλαδή και τους ανθρώπους, πράγμα που είναι έσχατη ασέβεια. Και λέει ο μέγας Διονύσιος· « της υπερουσίου και κρυφίου Θεότητος η μεν αυτής, ό τι ποτέ εστιν, επιστήμη και θεωρία ( με την επιστήμη και τη θεωρία…) πάσιν άβατός εστι τοις ούσιν, ως πάντων υπερουσίως εξηρημένη » ( Ψευδο – Διονυσίου, Περί θείων ονομάτων ).


284. Κι ακόμα· « την οποία, τη θεία ουσία δηλαδή, ούτε να εννοήσης είναι δυνατόν, ούτε να πης, ούτε και να την θεωρήσης καθόλου, επειδή έχει εξαιρεθή από όλα και είναι υπεράγνωστη, και έχει προαναλάβει ( προειληφυίαν ) στον εαυτό της τις αποπερατώσεις όλων μεν ταυτόχρονα των ουσιωδών γνώσεων και δυνάμεων και όλες υπερουσίως, είναι δε υπεριδρυμένη ( υπερεγκατεστημένη ) με απερίληπτη δύναμη κι απ’ τους υπερουράνιους νόες. Γιατί αν είναι όλες οι γνώσεις των όντων και τελειώνουν στα όντα , αυτή που είναι επέκεινα από κάθε ουσία έχει εξαιρεθή κι από κάθε γνώση, και είναι ανώτερη από κάθε λόγο και κάθε γνώση, και έχει ιδρυθή καθολικά πάνω από νου και ουσία, κι ενώ είναι περιληπτική και συλληπτική και προληπτική όλων, είναι η ίδια καθολικά ασύλληπτη από όλα ( ό.π. ).


285. Κι ακόμα· τα θεία, όποια κι αν είναι τέλος πάντων κατά την δική τους αρχή και ίδρυση, είναι πάνω από νου και κάθε ουσία και γνώση « της αυτοϋπερουσίου θεότητος, που είναι υπερεγκατεστημένη πάνω από κάθε αγαθότητα και θεότητα και ουσία και ζωή και σοφία, στα απόκρυφα, όπως λένε οι παραδόσεις » ( ό.π. ). Κι ακόμα· « της υπέρ λόγον και νούν και ουσίαν της υπερουσίου και κρυφίας θεότητος υπερουσιότητος αγνωσίας, αυτή την υπερούσιον επιστήμην αναθετέον » (ό.π. ). Κι ο Θεολόγος Γρηγόριος· « μικρόν διακύψας είδον Θεού τα οπίσθια ( Εξοδ. Λγ΄23 ), όχι την πρώτη και ακήρατη φύση, που την γνωρίζει η ίδια, και εννοώ βέβαια την Τριάδα » ( Λόγος 28, Περί Θεολογίας ). Κι ο επίσκοπος των Νυσσαέων· « το ίδιο μεν το μύρο της θεότητας, ό,τι κι αν είναι τέλος πάντων κατ’ ουσίαν, είναι πάνω από κάθε όνομα και νόημα » ( Γρηγορίου Νύσσης, Ομιλία Α΄εις το Άσμα Ασμάτων, Α΄). Κι ακόμα· « η μακαρία και αΐδιος και πάντα νουν υπερέχουσα φύσις, που περικλείει όλα τα όντα στον εαυτό της, δεν περιέχεται από κανέναν όρο » ( ό.π., Ομιλία Ε΄). Κι ακόμα· « λέει ο υψηλός Ιωάννης ότι ‘ Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε ’ ( Ιωαν. Α΄18 ), διορίζοντας ( διακηρύσσοντας ) μ’ αυτήν την απόφαση πως είναι ανέφικτη όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και σε κάθε νοητή φύση η φύση της θείας ουσίας» ( Γρηγορίου Νύσσης, Περί του βίου του Μωϋσέως ).


286. Και λέει κι ο Μέγας Βασίλειος· « αν είναι ‘ αι οδοί του Θεού ανεξιχνίαστοι και τα κρίματα αυτού ανεξερεύνητα ’ ( Ρωμ. ια΄33 ) και ανέφικτα και σ’ αυτούς που έχουν φθάσει στο μέτρο γνώσης του Παύλου » ( Κατά Ευνομίου Α΄ και Λόγος ΙΕ΄, Περί αρχής και εξουσίας ), τί απομένει να εννοούμε για την ίδια την ουσία του Θεού, παρά ότι είναι άβατη και απροσπέλαστη σε κάθε νου; » Και προχωρώντας· « ποιος δεν θα αποδεχθή πως είναι πάνω από κάθε νου και πάνω από κάθε γνώση ανθρώπου η ίδια η ουσία του Θεού; Και νομίζω πως δεν υπερβαίνει μόνο τους ανθρώπους, αλλά και κάθε λογική φύση η κατανόησή της· και αποκαλώ τώρα λογική αυτήν που υπάρχει στην κτίση, γιατί είναι σε μόνον τον Υιό γνωστός ο Πατήρ και στο άγιο Πνεύμα, ‘ ότι ουδείς οίδε τον Πατέρα, ει μη ο Υιός ’ ( Ματθ. ια΄27 ). Και· το Πνεύμα πάντα ερευνά, και τα βάθη του Θεού ». « Γιατί κανείς δεν γνωρίζει » λέει « τα του ανθρώπου, παρά μόνο το Πνεύμα που υπάρχει σ’ αυτόν. Και δεν έχει γνωρίσει κανείς τα του Θεού, παρά μόνο το Πνεύμα που είναι εκ του Θεού » ( Κορινθ. Β 10 -11 ) ( Μεγάλου Βασιλείου, Κατά Ευνομίου Α΄).


287. Κι ακόμα˙ « Τί το εξαιρετικό θα αφήσουν στη γνώση του Μονογενούς ή του αγίου Πνεύματος, αν κατανοούν αυτοί οι ίδιοι την ουσία ; ». Κι ακόμα· « είναι απερίοπτη ( αδιάφορη ) η ίδια η θεία ουσία σε όλα, εκτός απ’ τον Μονογενή και το άγιο Πνεύμα ». Κι ο Χρυσσορήμων· « γι’ αυτό και λέει ο Χριστός· ‘ ουδείς γινώσκει τον Πατέρα, εί μη ο Υιός ’ ( Λουκ, ι΄22, Ματθ. ια΄27 ). Τί λοιπόν ; βρισκόμαστε όλοι σε άγνοια ; Μη γένοιτο· αλλά δεν γνωρίζει κανείς έτσι όπως ο Υιός. Όπως ακριβώς τον είδαν λοιπόν πολλοί σύμφωνα με την όψη που τους παραχωρήθηκε, και κανείς δεν είδε την ουσία, έτσι γνωρίζουμε πολλοί τον Θεό, και την ουσία δεν την γνωρίζει κανείς, ό,τι κι αν είναι τέλος πάντων, παρά μόνος αυτός που γεννήθηκε απ’ αυτόν » ( Ιωάν. Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην, Ομιλία 15 ).


288. Και πάλι ο Μέγας Βασίλειος· « το πώς είναι το θείο και το ίδιο εκείνο το οποίο είναι, ποιο είναι ή τι είναι, είναι κατ’ εξοχήν αφανέρωτο, ως ανεξιχνίαστο σε κάθε κτιστή φύση » ( Κατά Ευνομίου Ε΄). Δέν είναι άρα το να γνωρίσης ή να θεωρήσης την κατ’ αυτόν τον τρόπο απερίοπτη ουσία ευδαιμονία, αλλά κακοδαιμονία και χλευασμός και πλάνη των δαιμόνων και της ελληνικής φοβερώτατης απάτης και του Θωμά. Γι’ αυτό, αν θελήση να συγκεντρώση κανείς τις κακοδοξίες του σε ένα, θα τις βρή να συντρίβονται σχεδόν, όλες, με τις διακηρύξεις ( αποφάσεις ) που τώρα αναφέραμε των ιερών θεολόγων.


289. « Απομένει να είναι η έσχατη ευδαιμονία του ανθρώπου στη θεωρία της αλήθειας ». Ναι, αλλά αν αναμειχθή με τη θεωρία, όπως προαναφέραμε, η ζωοποιός και φωτιστική ενέργεια του Πνεύματος με την ειλικρίνεια της πίστης. Γιατί είναι αλλιώς η θεωρία της αλήθειας φαντασία αναπλασμού και παιδείας ελληνικής και βάραθρο αιρέσεων, σύμφωνα με το οποίο ούτε είδαν ούτε είπαν και τα παιδιά των Ελλήνων την αλήθεια, αλλά την ακαταστασία και την έριδα ( φιλονικία ) και την μήνι ( οργή ), τους απογόνους του ψεύδους, με γνώμη υπερηφάνειας και οίησης. Γι’ αυτό κι όχι μόνο αντιμίλησαν ο ένας στον άλλον, αλλ’ έπεσαν και προς τους εαυτούς τους ο καθένας σε αντιφάσεις, όπως κι ο δύστυχος αυτός Θωμάς, τοποθετούμενος ο ίδιος από τυφλότητα λόγω της δυσπιστίας αντίθετος στα δικά του λόγια· γιατί μη έχοντας παντελώς αποκτήσει λόγω δυσπιστίας το ευθές και ηγεμονικό και διδακτικό της αλήθειας πνεύμα με την αίσθηση της ψυχής, εξετράπησαν, όπως είναι λογικό, σε ανοδίες ( αδιέξοδα, ανυπαρξία οδών ) και εξέπεσαν δυστυχώς απ’ την αλήθεια, όπως δεν ώφειλαν.


290. « Το έσχατο τέλος » λέει « στο οποίο οδηγείται με τη βοήθεια της θείας χάριτος ο άνθρωπος, είναι η κατ’ ουσίαν θεωρία του Θεού ». Αλλ’ είναι λόγια κάποιου που εναντιώνεται στην ιερά Εκκλησία αυτά, η οποία λέει· « όταν μένη ο νούς στον εαυτό του, διακρίνει τα περιορισμένα και τα ανάλογα προς αυτόν τον ίδιον . Όταν στραφή δε προς το θειότερο μέρος και υποδεχθή τις χάριτες του Πνεύματος, τότε μπορεί να καταλάβη τα θειότερα » ( Μεγ. Βσιλείου, Επιστολή 232, Προς Αμφιλόχιον ). Κι ακόμα· « ο νούς που αναμείχθηκε με τη θεότητα του Πνεύματος, αυτός εποπτεύει ήδη τα μεγάλα θεωρήματα και διακρίνει τα θεία κάλλη, τόσο πολύ βέβαια, όσο παραχωρεί η χάρι και υποδέχεται η κατασκευή του »( ό.π. ). Οδηγούμενος λοιπόν σ’ αυτά με τη βοήθεια της θείας χάριτος ο άνθρωπος, αυτά και δέχεται, όχι όσο είναι εκείνα - γιατί είναι άπειρα κατά το μέγεθος – αλλ’ όσο επιτρέπει η κατασκευή του νου.


291. Είναι μάταιος ολοφάνερα και ψεύτης αυτός που εξαρτάται σε τέτοιες φαντασίες και αποφαίνεται πως « είναι έσχατο τέλος η κατ’ ουσίαν θεωρία του Θεού, στην οποία οδηγείται με τη βοήθεια της θείας χάριτος ο άνθρωπος »· γιατί κι αν βοηθηθή απ’ το Πνεύμα ο νούς, αλλ’ εφ’ όσον το παραδέχεται η κατασκευή του · κι ανάγει βέβαια σε τόσο μεγάλη υπεροχή τον νου, που η Εκκλησία του Θεού την πιστεύει μόνο στον Υιό και το Πνεύμα, όπως έχεις ακούσει. Κι ακόμα· « δεν είναι δυνατόν να οράς στην παρούσα ζωή κατ’ ουσίαν τον Θεό ». Σαν να είναι δήθεν δυνατό μετά την παρούσα ! Και δεν είναι μόνο ψέμμα αυτό, αλλά και έσχατη ασέβεια, όπως αποδείξαμε ήδη με τις ρήσεις των θεοφόρων.


292. « Έσχατο όριο, στο οποίο μπορεί να φθάση η θεωρία, είναι η θεία ουσία· γι’ αυτό είναι ανάγκη να έχη απαλλαχθή παντελώς απ’ τις σωματικές αισθήσεις αυτός που την ορά ».Τί λέει ο ανόητος ! Υπήρξε ποτέ κάποιος απαλλαγμένος παντελώς απ’ τις σωματικές αισθήσεις, και έφθασε η θεωρία του στη θεία ουσία, και τα λέει από πείρα αυτά που φλυαρεί, ή τα γράφει έχοντάς τα ακούσει από κάποιον άλλον απ’ τους πνευματοφόρους ; Αλλ’ εκθέσαμε βέβαια προηγουμένως, αυτό ακριβώς που λέν οι άγιοι γι’ αυτό. Κι αν πλανεμένος νόμισε αυτός ποτέ πως απαλλάχθηκε απ’ τις σωματικές αισθήσεις και οδηγήθηκε σε τέτοια απάτη, ας θυμηθή τις ασώματες και ουράνιες δυνάμεις και τί βλέπουν εκείνες απ’ τα του Θεού θεωρώντας τον κι ότι έχει μια για πάντα αποκλεισθή σε κάθε γενητή φύση η θεωρία της άκτιστης ουσίας του Θεού, κι ας σταματήση αργά βέβαια να καταγκρεμίζεται σε τέτοιες κακοδοξίες και βάραθρα αιρέσεων.

293. « Δεν είναι δυνατόν να ανέλθης στην παρούσα ζωή σε κάποιαν υψηλότερη γνώση για τον Θεό, ώστε να τον γνωρίζης κατ’ ουσίαν ». Αλλ’ ούτε και στη μέλλουσα ζωή, μάθε το καλά, θα γνωρίσουμε ή εμείς ή όλες οι νοερές δυνάμεις την ουσία του Θεού, όπως ήδη αποδείξαμε. Κι ακόμα· « δεν είναι δυνατόν να υπάρχη στην παρούσα ζωή η ανθρώπινη ευδαιμονία ». Αλλ’ υπάρχει, μάθε το καλά, όπως σε αρραβώνα τώρα ήδη, όπως λέει ο ιερός Παύλος· « χρίσας ημάς και σφραγισάμενος και δούς τον αρραβώνα του Πνεύματος εις τα καρδίας ημών » ( Β΄Κορινθ. Α΄21-22 ). Κι ακόμα· « εν ω και πιστεύσαντες εσφραγίσθητε τω Πνεύματι της επαγγελίας τω Αγίω, ό εστιν αρραβών της κληρονομίας ημών » ( Εφεσ, α 13-14 ). Βλέπεις, τί είναι οπωσδήποτε η κληρονομιά μας ; κατά κανέναν τρόπο η ουσία του Θεού, αλλά το Πνεύμα του Θεού, στο οποίο σφραγιζόμαστε όπως σε αρραβώνα.


294. Και φανερώνει εδώ το Πνεύμα « την ενέργεια », όπως έχει πή ο Χρυσορρήμων ( Υπόμνημα εις Ψαλμούς ), γι’ αυτό και το έχει ονομάσει πνεύμα επαγγελίας ο Παύλος, ενθυμούμενος την δια Ιωήλ επαγγελία του Θεού, που λέει· « εκχεώ από του πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα » ( Ιωήλ γ΄1 )· και δεν εκχέεται η θεότητα, σύμφωνα με τους θεοσόφους, αλλ’ η δωρεά ( Ιωάν. Χρυσοστόμου, Ομιλία ΙΔ΄1 εις Ιωάννην ). Αυτό που παίρνουμε λοιπόν από εδώ εν μέρει και όπως σε αρραβώνα ( Α΄Κορινθ. ιγ΄α ), αυτό το ίδιο θα δούμε συνολικώτερα και τρανότερα τότε ( Β΄Κορινθ. α΄22 ), το οποίο και λέγεται πως είναι η βασιλεία των ουρανών μέσα μας ( Λουκ. Ιζ΄21 ), επειδή γινόμαστε μ’ αυτό οι γηγενείς ουράνιοι και συμβασιλεύουμε μαζί μ’ αυτό στα ουράνια με τον Χριστό.


295. Σε κείνο συναντάμε ολόκληρο το πλήρωμα της θεότητας, σε μας δε απ’ το πλήρωμα της θεότητας· γι’ αυτό δεν γινόμαστε εμείς κατ’ ουσίαν θεοί, αλλά θεουργούμαστε κατά την ενέργεια και δωρεά του αγίου Πνεύματος. Έχει πλανηθή άρα και άσχημα ο Θωμάς διακηρύττοντάς τα αυτά για τη δική μας ευδαιμονία˙ « σταματά το έσχατο τέλος του ανθρώπου τη φυσική του έφεση έτσι, ώστε αφού επιτεύχθηκε εκείνο το τέλος, να μην ζητείται τίποτε περαιτέρω. Γιατί αν κινείται ακόμη προς κάτι, δεν έφθασε ακόμη στο τέλος, στο οποίο και ηρεμεί ». Και λέει ενάντια στους Έλληνες αυτά, τα οποία φαίνονται πως είναι αντίθετα στους αγίους, στους δε Έλληνες προσφιλή. Γιατί κανείς βέβαια απ’ τους αγίους ή είπε ή εννόησε στάση της προς τον Θεό εφέσεως ή των ανθρώπων ή των αγγέλων · γιατί αυτά τα φαντάζονται μόνον οι Έλληνες, και τώρα κι ο ελεεινός Θωμάς.


296. Γιατί λέει και πάλι· « αν δεν επιτύχη κανείς μαζί με την ευδαιμονία όμοια και ακίνητα την ηρεμία, δεν είναι ακόμη ευδαίμων, αφού δεν ηρεμεί ακόμα η φυσική του επιθυμία. Όταν επιτύχη λοιπόν κανείς την ευδαιμονία, επιτυγχάνει παρόμοια και την ίδρυση και ηρεμία ». Ποιος σου τα δίδαξε αυτά, κακοδαιμονέστατε και αντίπαλε της αλήθειας, και πώς προχωράς ενάντια στις ρήσεις των αγίων, που ένα μέρος τους προαναφέραμε ; εφ’ όσον κινείται, λέει, κάτι προς την τελειότητα, δεν βρίσκεται ακόμα στο έσχατο τέλος. Θα παυθή ποτέ, αμβλύτατε στη διάνοια, αυτός που έφθασε στον Θεό, που είναι ακριβώς το έσχατο τέλος, το άπειρο και αόριστο, θα παυθή ποτέ απ’ την αγάπη, τον έρωτα, τον θαυμασμό, τη χαρά και τους άλλους τους καρπούς του Πνεύματος ; κι αν ισχύη αυτό, θα γίνη πιο αδρανής και κατ’ εξοχήν υποτιμημένος, όταν θα φθάση στο έσχατο τέλος, δηλαδή στον Θεό ;


297. Αλλ’ είναι λόγια ανόμων αυτά, ανταρσία κατά της ιεράς Εκκλησίας και της αλήθειας της, που λέει ότι, φτάνοντας στον Θεό, φλέγεται ο νους με το πυρ της αγάπης, εκπλήσσεται για τα θαύματα στον Θεό, χαίρεται χαρά ανεκλάλητη για την κοινωνία και ένωση με τον Θεό, εξίσταται για τον υπερουράνιο πλούτο, που κληρονομεί, έχει ατέλειωτη την ηδονή για την άφθαρτή του κληρονομιά και για άλλα διάφορα, όσα έχουμε προαναφέρει. Ακούτε πώς μιλά ο κενός απ’ τη χάρι Θωμάς τα ασύμφωνα προς την ορθόδοξη γνώμη, σύμφωνα δε με τους Έλληνες και τον Αριστοτέλη; « Φαίνεται ( δοκεί ) πως υπάρχει κατ’ εξοχήν η έσχατη ευδαιμονία στον παρόντα βίο στη θεωρία, με την οποία αναζητείται η γνώση της αλήθειας, όπως αποδεικνύει ( φανερώνει σαφώς ) κι ο ίδιος ο Αριστοτέλης στο Ι΄ των Ηθικών».


298. Εύγε σε σένα, για τον μάρτυρα και τη μαρτυρία, σου έχει επιρρίψει ολοφάνερα ο χορός των θεοσόφων. Γι’ αυτό και ξέχασες γρήγορα την έσχατη ευδαιμονία στον παρόντα βίο, που αναφέρουν εκείνοι, και αναφέρεις την έσχατη ευδαιμονία της ελληνικής πλάνης στον παρόντα βίο, με την οποία και ζητάται η γνώση της αλήθειας. Και πρόκειται για προτάσεις και συλλογισμούς για την ακατάληπτη αλήθεια, στην οποία δεν χωρά συλλογισμός. Δεν έχουν οι χριστιανοί έσχατη ευδαιμονία το να ζητούν τη γνώση της αλήθειας, αλλ’ είναι, όπως λέει ο ιερός Διονύσιος, « το πέρας κάθε ιεραρχίας η προς τον Θεό, όσο είναι εφικτό, αφομοίωση και ένωση » (Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας) στον παρόντα βίο. Και λέει κι ο Μέγας Βασίλειος˙ «Πνεύμα άγιον, επελθόν εις ανθρώπου ψυχήν, έδωκε μεν ζωήν, έδωκε δε αθανασίαν, ήγειρε κείμενον. Το δε κινηθέν κίνησιν αΐδιον υπό Πνεύματος αγίου ζώον άγιον εγένετο» (Κατά Ευνομίου Ε΄).


299. Βλέπεις, τί είναι πάντως η ευδαιμονία στον παρόντα βίο ; θεωρία, με την οποία ζητείται η γνώση της αλήθειας για την έσχατη ευδαιμονία των πιστών στο παρόν. Και λέει πάλι ο Μέγας Βασίλειος˙ « κι απέκτησε ο άνθρωπος την αξία του πνεύματος που κατοίκησε ( εισοικισθέντος ) σ’ αυτόν , πνεύμα προφήτη, αποστόλου, αγγέλου του Θεού» (ο.π.). Βλέπεις την έσχατη ευδαιμονία των ευσεβών στο παρόν; κι εκείνο που ονομάζεις εσύ έσχατη ευδαιμονία, είναι της έσχατης αφροσύνης.


300. Γιατί η θεωρία, με την οποία ζητείται η γνώση της αλήθειας, είναι της έξω σοφίας, την οποία ζητούν οι Έλληνες, όπως λέει ο ιερός Παύλος˙ «Ιουδαίοι μεν σημεία ζητούσιν, Έλληνες δε σοφίαν» (Α΄ Κορ., α΄ 22), αλλά την έξω και των ορωμένων, που εμώρανε και απώλεσε κατά την επαγγελία ο Θεός.. Γιατί «απολώ» λέει «την σοφίαν των σοφών και την σύνεσιν των συνετών αθετήσω» (Ησ., κθ΄ 14 και Α΄ Κορ., α΄ 19). Κι ο ιερός Παύλος˙ «ουχί εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του αιώνος τούτου;» (Α΄ Κορ., α΄ 20). Είναι όντως μωρός και άξιος της απώλειας αυτός που νομίζει έσχατη ευδαιμονία στο παρόν τη θεωρία, με την οποία ζητείται η γνώση της αληθείας, όντας άπειρος ( απείρατος ) από δυσπιστία της εν αγίω Πνεύματι θείας ένωσης και προσχωρώντας στο ψέμμα και τις ελληνικές δόξες ( γνώμες )..


301. «Είναι αδύνατο να είναι το να επιθυμής έσχατο τέλος· γιατί επιθυμία υπάρχει, όταν η θέληση τείνει σε κείνο, που δεν έχει ακόμα, πράγμα αντίθετο στον ορισμό του έσχατου τέλους». Και τα λέει αυτά μεταστρεφόμενος και φρονώντας τα ελληνικά˙ κι ερχόμενος στον εαυτό του, λέει˙ «όσο πιο κοντά είναι κάτι στο τέλος, με τόσο μεγαλύτερη επιθυμία τείνει προς αυτό ˙ γι’ αυτό και βλέπουμε να επιτείνεται κατ’ εξοχήν προς το τέλος η φυσική κίνηση των σωμάτων, είναι δε πιο κοντά στη θεία γνώση οι νόες των χωριστών ουσιών απ’ ό,τι ο δικός μας νους˙ επιθυμούν λοιπόν κατ’ εξοχήν επιτεταμένα εκείνοι τη γνώση, απ’ ό,τι ακριβώς εμείς». Έχει μεγάλη αναισθησία και αφροσύνη ο Θωμάς. Γιατί αν είναι αδύνατο να είναι το να επιθυμής έσχατο τέλος, και επιθυμούν επιτεταμένα οι νόες των χωριστών ουσιών τη θεία γνώση, είναι φανερό, πως δεν βρίσκονται στο έσχατο τέλος, αλλ’ είναι ατελείς και προσδεόμενοι. Πώς λέει λοιπόν αυτός ο εμβρόντητος ( παράφρων ) Θωμάς ότι παύονται απ’ τις εφέσεις προς ( σταματούν να επιθυμούν ) τον Θεό οι άγγελοι ;


302. Γιατί έχουν σύμφωνα και μ’ αυτόν αεικίνητες τις εφέσεις, καθώς είναι ελλιπείς και καθώς επιθυμούν τη θεία γνώση, που δεν την έχουν ακόμα. Και πώς δεν ντρέπεται και για κείνο, να συλλογίζεται απ’ τα σωματικά και τα κάτω τα περί των ουρανίων δυνάμεων, και να θέλη, επειδή βλέπουμε να επιτείνεται περισσότερο η φυσική κίνηση των σωμάτων προς το τέλος, να κινούνται παρόμοια και οι χωριστές ουσίες, που είναι λογικές και νοερές και κινούνται κατά προαίρεση, και να επιθυμούν, έχοντας φθάσει πιο κοντά στον Θεό, με μεγαλύτερη ένταση τη θεία γνώση;


303. Κι αν επιθυμούν αυτές που έχουν φθάσει πιο κοντά με μεγαλύτερη ένταση τη θεία γνώση, πώς λες πάλι ότι «αν δεν επιτύχη κανείς μαζί με την ευδαιμονία όμοια και ακίνητα την ηρεμία, δεν είναι ακόμη ευδαίμων, αφού δεν ηρεμεί ακόμη η φυσική του επιθυμία»; Δεν είναι άρα αντίφαση αυτά; Και φαίνεται πως δεν βρίσκονται σε ευδαιμονία οι θείες και ουράνιες εκείνες τάξεις, επειδή επιθυμούν και επιτεταμένα τη θεία γνώση˙ κι αν δεν έχουν ευδαιμονία, δεν έχουν ούτε απόλαυση, ούτε βέβαια μακαριότητα, και κακοδαιμονούν έτσι εκείνες οι τάξεις. Αλλ’ ας στραφή προς τη δική σου, άθλιε, κεφαλή η κακοδαιμονία, που δεν ακολουθεί πλήρως τα νοήματα της ιερής Εκκλησίας, αλλά και τους Έλληνες και τον Αριστοτέλη.

304. Κι έχοντας γίνει μισοβάρβαρος με τη θέλησή του και μιλώντας αιρετικά στα πιο πολλά και μακριά απ’ τον χορό των θεοσόφων, τόσο πολύ απομακρύνεται ο Θωμάς απ’ την αλήθεια, ώστε να κινείται ενάντια και στον ίδιο τον Θεό και να λέη αυτά που είναι αθέμιτα . Γιατί λέει˙ « παύεται ( σταματά ) λοιπόν κατ’ εξοχήν η έφεση του Θεού και είναι τελειότερη η μακαριότητά του». Αλλίμονο, σε ποιο κακό κατέβηκε, και ποια αιρετικά ξερνάει ο λάρυγγάς του! γιατί ομολογεί ολοφάνερα και χωρίς καμμιάν αμφισβήτηση τρεπτό τον Θεό και μάλιστα στα κράτιστα. Παύεται η έφεση του Θεού! από ποιαν πρόφαση παύθηκε απ’ την έφεση αυτός που παύεται ενώ την έχει και τράπηκε ολοφάνερα κατά την έφεση; κι αν κάνη τελειότερη το να παύεται η έφεση του Θεού τη μακαριότητά του, νά που είναι ολοφάνερα τρεπτός αυτός που δέχτηκε μείωση στην έφεση, και αύξηση στη μακαριότητα. Αλλ’ ας τραπούν στο κεφάλι του Θωμά όλα τα κακά, που λέει για τον Θεό αυτά που δεν τόλμησαν να πουν ούτε οι Σκύθες κι οι βάρβαροι εναντίον του. Και λογαριάζοντας τέτοια και φτάνοντας σε τέτοιον παραλογισμό, μπλέκεται σε μύρια κακά.


305. Και λέει για τους αγγέλους˙ « παύεται ( σταματά ) με τη μακαριότητα κάθε έφεση, επειδή δεν απομένει, μετά την επιτυχία της, τίποτα το επιθυμητό». Κι αυτός που τα λέει αυτά μεταβαίνει σε άλλην έννοια και τρέπεται απ’ την ασέβεια στη δυσσέβεια ο δυστυχής˙ «αυτοί που απέκτησαν την έσχατη ευδαιμονία θεωρώντας τον Θεό, δεν θα αποπέσουν ποτέ από εκείνη˙ γιατί αυτό που άλλοτε μεν υπάρχει, κι άλλοτε όχι, καταμετρείται με τον χρόνο, όπως είναι φανερό στο Δ΄ των Φυσικών. Κι η θεωρία που κάνει μακάριες τις νοερές ουσίες δεν υπάρχει στον χρόνο αλλά στην αϊδιότητα. Είναι αδύνατο άρα να την αποβάλη αυτός που έχει γίνει μιά φορά μέτοχός της». Πες μας όμως, πώς είναι αδύνατο να την αποβάλη˙ γιατί είναι φανερό ότι τα μεν φυσικά δεν κινούνται με τη θέληση, αλλά με τη φύση, τα δε λογικά και με τη νοερή θέληση και αυτεξουσιότητα ˙ είναι δε η θέληση γέννημα της αγάπης , όπως λέει κάπου κι ο Θωμάς˙ γιατί κανείς δεν θέλει αυτό ακριβώς που δεν αγαπά.

306. Αν είναι αδύνατο λοιπόν να αποβάλη τη θεία θεωρία αυτός που έχει γίνει μιά φορά μέτοχός της, είναι φανερό πως αυτό θα συμβή με τη θέληση, όπως λέει σαφέστερα κι ο Θωμάς˙ «δεν μπορεί να μην παρίσταται η θέληση της απόλαυσης αυτής της θεωρίας στη νοερή ουσία που βλέπει τον Θεό, εφόσον κατακτά ( καταλαμβάνει ) την ευδαιμονία της με το να βρίσκεται σ’ αυτήν τη θεωρία, όπως ακριβώς δεν μπορεί να θέλη να μην είναι μακάρια, αλλ’ ούτε και θα σταματήση να βλέπη λόγω αναίρεσης του αντικειμένου˙ γιατί το αντικείμενο, που είναι ακριβώς ο Θεός, έχει πάντα τον ίδιον τρόπο. Είναι αδύνατο άρα να εγκαταλείψουν ποτέ αυτοί που τη βλέπουν τη θεωρία του Θεού που τους κάνει μακάριους».

307. Κι ακόμα˙ «είναι αδύνατο να θελήση ποτέ να στερηθή η νοερη ουσία, που βλέπει τον Θεό, αυτήν τη θεωρία». Κι αν τη θέλη πάντα, είναι φανερό, ότι και την αγαπά πάντα και την επιθυμεί ως ανώτερη περισσότερο απ’ όλα. Έχει πλανηθή άρα και βγαίνει απ’ τις ίδιες του τις φρένες, οποτεδήποτε λέει˙ «δεν φθάνει η νοερή κτίση στο έσχατο τέλος, αν δεν παύθηκε ( σταμάτησε ) η έφεσή της». Και λέει, ακολουθώντας την ίδια άνοια και παραφρονώντας ˙ « τέλος του κάθε πράγματος είναι αυτό στο οποίο τελειώνει η έφεσή του».

308. Και λέει μετά, σαν να τον άφησε ακριβώς για λίγο το σκοτάδι του δαίμονα˙ «όπως ακριβώς επιθυμεί από τη φύση της η νοερή κτίση την ευδαιμονία, έτσι επιθυμεί απ’ τη φύση της και την παντοτινή ευδαιμονία. Γιατί αφού είναι αιώνια στην ουσία της η ψυχή, αυτό που επιθυμεί γι’ αυτήν την ίδια κι όχι για κάτι άλλο, επιθυμεί να το έχη παντοτινά». Αλλίμονό σου Θωμά, και στην ταλαίπωρη και κακόδοξη ψυχή σου, αν σου συνέβαινε άρα να φθάσης στο έσχατο τέλος, στον Θεό˙ γιατί αφού θα έχει παυθή η έφεσή σου προς αυτόν και η αγάπη, όπως εσύ νομίζεις, θα σου απομείνη ένα έωλο ( ανούσιο ) πράγμα και αργό απ’ τα αγαθά. Γιατί δεν γνωρίζω, αν αυτός που παύθηκε απ’ την αγάπη και την έφεση προς τον Θεό, αν κουβαλά μαζί του κάποιο αγαθό ˙ που θεωρώντας το και συ κάποτε και κατανοώντας το μέγεθος της ατοπίας αυτών των αποφάσεων, λες μεταβαλλόμενος, όπως ακριβώς συνηθίζεις˙ « αυτό που θεωρείται με θαυμασμό κινεί την επιθυμία, και οράται πάντα με θαυμασμό η θεία ουσία απ’ τον κτιστό νου ˙ γιατί δεν την περιλαμβάνει κανένας κτιστός νους. Είναι αδύνατο άρα να ιλιγγιά η νοερή ουσία περί τη θεία θεωρία ».

309. Πώς κινεί λοιπόν, απωλείας άξιε σοφέ, αυτό που θεωρείται πάντα με θαυμασμό την επιθυμία και οράται πάντα κατ’ εσένα με θαυμασμό ο Θεός και θα παυθούν οι εφέσεις της νοεράς ουσίας, φθάνοντας η νοερά κτίση στο έσχατο τέλος, δηλαδή τον Θεό; Είναι μεγάλη ασχημοσύνη να τα νομίζης αυτά και αποφυγή της ιεράς διδασκαλίας και πίστεως και συμπόρευση και ομόνοια με την ελληνική θρησκεία. Αλλίμονό σου λοιπόν, γιατί ενώ τα γράφεις αυτά, λες ότι γράφεις κατά των Ελλήνων. Και γράφοντας φανερά ένα τόσο μεγάλο ψέμμα, επιγράφεις απ’ την αρχή του ακόμα το βιβλίο σου κατά των Ελλήνων, χωρίς ούτε τον Θεό να φοβάσαι, ούτε να ντρέπεσαι τους ανθρώπους, που πρόκειται να διαβάσουν το υπέρ των Ελλήνων βιβλίο σου! « Ο Θεός » λέει « ονομάζεται έτσι σύμφωνα με τους Έλληνες απ’ το θεάσθαι , που σημαίνει το να επισκέπτεσαι ή να οράς ».


310. Και τα ερμηνεύεις εν τάχει, κάνοντάς τα όλα ουσία, το να θεάσαι, το να επισκέπτεσαι, το να οράς, το να νοής τον Θεό, και μάρτυράς σου ο Αριστοτέλης, κι όχι κάποιος απ’ τους ιεροδιδασκάλους. Και πρόκειται ολοφάνερα για ενέργειες που προέρχονται απ’ τη δύναμη του Θεού. Αλλά καθιστάς εσύ και τις διάφορες ενέργειες με ατολμία θεία ουσία, χωρίς να ακολουθής την ιερά Εκκλησία, που λέει˙ δεν είναι ούτε η θεότητα αυτοουσία του Θεού, αλλά ιδέα ( δόξα )της ουσίας.


311. Και λέει ο μέγας Διονύσιος˙ « πώς είναι αυτός που βρίσκεται πέρα απ’ όλα πάνω κι απ’ τη θεαρχία κι απ΄την αγαθαρχία; αν εννοήσης ως θεότητα και αγαθότητα το ίδιο το πράγμα του αγαθοποιού και θεοποιού δώρου και την αμίμητη μίμηση του υπέρθεου και υπεράγαθου, που σύμφωνα μ’ αυτό θεούμαστε και αγαθυνόμαστε. Γιατί αν γίνεται αυτό αρχή της θέωσης και της αγαθοσύνης στους θεούμeνους και αγαθυνόμενους, αυτός που είναι πάνω από κάθε αρχή ως υπεράρχιος είναι πιο πέρα κι απ’ τις επονομαζόμενες θεότητα και αγαθότητα ως θεαρχία και αγαθαρχία » ( Ψευδο – Διονυσίου, Επιστολή Β΄, Γαΐω τω θεραπευτή). Αν δεν είναι λοιπόν η θεότητα κι η θεαρχία κι η αγαθαρχία ουσία του Θεού, πώς κατατολμάς να νομίζης και να διδάσκης ως άθεος κάθε θεία ενέργεια ουσία;


312. Αλλά πρόσεχε, εσύ που νομίζεις πως είναι όλα όσα υπάρχουν στον Θεό ουσία του Θεού, μη θέσης τις θείες μετοχές στα κτίσματα, αλλ’ εννόησε, ότι έχει άκτιστες ενέργειες και αΐδιες η άκτιστη ουσία, που είναι άλλο κατά κάποιον τρόπο απ’ την ουσία και δεν είναι, μη γένοιτο, ουσία, όπως λέει η ιερά Εκκλησία˙ « όλα τα αθάνατα κι η ίδια η αθανασία και όλα όσα ζουν κι η ίδια η ζωή και όλα τα άγια κι η ίδια η αγιότης κι όλα τα ενάρετα κι η ίδια η αρετή κι όλα τα αγαθά κι η ίδια η αγαθότητα κι όλα τα όντα κι η ίδια η οντότητα συμβαίνει να είναι προφανώς έργα του Θεού. Αλλά τα μεν έχουν αρχίσει χρονικά να υπάρχουν, γιατί υπήρξε κάποτε, οπότε δεν ήταν, τα δε δεν έχουν αρχίσει χρονικά να υπάρχουν, γιατί δεν υπήρξε ποτέ, οπότε δεν ήταν η αρετή κι η αγαθότητα κι η αγιότητα κι η αθανασία. Κι αυτά που έχουν αρχίσει χρονικά, και είναι και λέγονται αυτό ακριβώς που και είναι και λέγονται, μετέχοντας σ’ αυτά που δεν έχουν αρχίσει χρονικά. Γιατί είναι δημιουργός κάθε ζωής και αθανασίας και αγιότητας και αρετής ο Θεός, καθώς έχει υπερουσίως εξαιρεθή από όλα, και αυτά που λέγονται και αυτά που νοούνται » (Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια γνωστικά, Α΄ μη΄).


313. Κι ακόμα˙ « ας αναζητούν οι σπουδαίοι, ποια πρέπει να νοούμε πως είναι τα έργα, που άρχισε να δημιουργή ο Θεός, και ποια πάλι, τα οποία δεν άρχισε. Γιατί αν κατέπαυσε από όλα τα έργα, που άρχισε να ποιή, είναι φανερό, πως δεν κατέπαυσε από εκείνα, τα οποία δεν άρχισε να ποιή. Μήπως είναι λοιπόν έργα μεν του Θεού που έχουν αρχίσει χρονικά να υπάρχουν όλα τα μετέχοντα όντα, όπως οι διάφορες ουσίες των όντων˙ γιατί έχουν αρχαιότερο απ’ το είναι τους το μη ον. Γιατί υπήρξε κάποτε, οπότε δεν ήταν τα μετέχοντα όντα, έργα δε του Θεού που δεν έχουν ίσως αρχίσει χρονικά να υπάρχουν τα μεθεκτά όντα, όπως η αγαθότητα και κάθε τι που εμπεριέχεται στον λόγο της αγαθότητας και απλώς κάθε ζωή και αθανασία και απλότητα και ατρεψία και απειρία και όσα ουσιωδώς θεωρούνται γύρο απ’ ( περί ) αυτόν, τα οποία και είναι έργα του Θεού και ( δεν ; )έχουν αρχίσει χρονικά. Γιατί δεν ήταν ποτέ αρχαιότερο απ’ την αρετή το να μην υπάρχη, ούτε από κανένα άλλο απ’ όσα έχουν αναφερθή, έστω κι αν εκείνα που μετέχουν σ’ αυτά έχουν αρχίσει τα ίδια χρονικά να υπάρχουν. Γιατί είναι άναρχη κάθε αρετή, που δεν έχει τον χρόνο αρχαιότερό της, σαν να έχη δηλαδή τον Θεό μονώτατο και αϊδίως γεννήτορα του είναι » ( ο.π. ).


314. Ακούς πώς κηρύττουν οι ιεροδιδάσκαλοι πως είναι άλλο οι θείες ενέργειες που προαποστέλλονται απ’ τη δύναμη του Θεού και είναι άκτιστες, τις οποίες και ονομάζουν μετοχές διαφορετικές στα διαφορετικά όντα, και πως είναι υπερκείμενη πάνω απ’ αυτές η ουσία του Θεού και πως αυτές μεν γνωρίζονται εκ μέρους, πως είναι δε καθολικά απερινόητη και άγνωστη σε κάθε κτιστή ουσία η ουσία του Θεού ; Αν κατείχες με όλη σου την προθυμία τις διδασκαλίες των θεοφόρων, δεν θα εξέπεφτες σε άτοπες έννοιες και σε ελληνικές φαυλότατες γνώμες, κι αυτά, ενώ αγωνίζεσαι, όπως λες, κατά των Ελλήνων. Και λες κι εσύ˙ «αυτό ακριβώς που είναι μερικώς διανεμημένο απ’ την αγαθότητα και τελειότητα στα διάφορα κτίσματα, υπάρχει ολόκληρο και καθολικά ενωμένο στον Θεό, όπως ακριβώς σε πηγή της αγαθότητας ».

315. Αν υπάρχουν λοιπόν όπως σε πηγή της όλης αγαθότητας τα μετεχόμενα του Θεού στα όντα, και δεν μετέχει κανένα απ’ τα όντα στην ουσία τού Θεού, απομένει να είναι διαφορετικό η θεία ουσία και άλλο τα μετεχόμενα στα διάφορα κτίσματα απ’ τον Θεό. Και έχει παραβληθή με πηγή μεν η θεία ουσία, αυτά δε που μετέχονται απ’ τα διάφορα κτίσματα και είναι απ’ την ουσία με κείνα ακριβώς που προέρχονται και πηγάζουν απ’ την πηγή της θείας ουσίας, όπως λέει κι ο Μέγας Βασίλειος˙ « είναι πηγή το Πνεύμα το άγιο των προαναφερθέντων αγαθών. Αλλ’ αυτό μεν που πηγάζει απ’ τον Θεό είναι ενυπόστατο, εκείνα δε που πηγάζουν απ’ αυτό είναι ενέργειές του » ( Κατά Ευνομίου Ε΄) ».


316. Έπρεπε να σταθής λοιπόν μέχρις αυτές τις έννοιες και να μην έχης γύρει προς την άλλη μεριά, σαν κάποιος που μεθάει και ταλαντεύεται , κι ούτε να προσθέτης στο καλό το κακό και αιρετικό, και να λες˙ « η θεία δύναμη είναι η ουσία του Θεού και η ενέργειά του είναι η ουσία του ». Κι ακόμα˙ « δεν είναι διαφορετικό στον Θεό η δύναμη και διαφορετικό η ενέργεια ». Και να μη νομίζης απλώς και με ελληνικό τρόπο πως είναι όλα όσα υπάρχουν στη θεία ουσία και κάθε θεία ενέργεια ουσία του Θεού. Είναι μεγαλύτερο κακό οι κακοδοξίες σου και το σύμφωνα μ’ αυτές ψέμμα, απ’ όσο είναι αγαθό, το αγαθό που λες. Γιατί, κι όταν εσύ λείπης, καλώς πρεσβεύει και διακρίνει και κηρύττει βέβαια τη θεία αλήθεια ολόκληρη η Εκκλησία του Θεού˙ κι όταν παρίστασαι, εισάγεις πλαγίως σμήνος κακοδοξιών στην Εκκλησία του Θεού, εισάγοντας επίβουλα με χρηστολογία το κακό και αρτύοντας με μέλι, όπως και προανέφερα, το δηλητήριο, ώστε να μπορέσης να απατήσης τους απλούστερους και να τους οδηγήσης σε κακοδοξίες και να τους απομακρύνης απ΄τον Θεό, σαν ένας άλλος Σατανάς.


317. « Δεν υπάρχει κάτι, το οποίο να μην παίρνη μέρος απ’ τον ίδιον τον Θεό ». Αν παίρνουν λοιπόν όλα τα όντα μέρος απ’ τον Θεό, είναι φανερό, ότι δεν παίρνουν μέρος της ουσίας του Θεού˙ γιατί θα ήταν έτσι όλα ένα και το ίδιο, χωρίς να διαφέρουν, όπως είναι ακριβώς η ουσία του Θεού. Αλλ’ είναι βέβαια πολλά και ποικίλα και διαφορετικά τα όντα, και είναι άρα κι οι μετοχές τους πολλές και ποικίλες και διαφορετικές, όπως λέει σε κάποια σημεία κι ο Θωμάς˙ « λέμε πως υπάρχει μιά αρχή των όντων, που χορηγεί απ’ το πλήρωμα της τελειότητάς της το είναι σε όλα τα όντα ». Είναι διαφορετικό άρα η θεία ουσία και άλλο τα πολλά και διάφορα που μετέχονται απ’ τα όντα. Είναι ψεύτης άρα αυτός που νομίζει πως είναι όλα όσα υπάρχουν στον Θεό θεία ουσία και αιρετικός αυτός που διδάσκει, « ότι οράται κατ’ ουσίαν ο Θεός ». Ελέγχθηκε αυτό ήδη με τα ρητά των αγίων και αποδείχθηκε πως είναι κακόδοξο και αιρετικό. Γι’ αυτό και ενέχεται ο Θωμάς σ’ αυτά τα εγκλήματα˙ είναι άρα κακόδοξος και αιρετικός ο Θωμάς.


318. Γιατί λέει πάλι˙ « επειδή είναι αδύνατο να υπάρχη μάταια η έφεση η φυσική, ό,τι κι αν ήταν τέλος πάντων, αν δεν μπορούσε να φθάση στο να νοή τη θεία ουσία, που την επιθυμούν απ’ τη φύση τους όλοι οι νόες, είναι αναγκαίο να λέμε πως είναι δυνατό να οράται με τον νου η θεία ουσία και στις νοερές και χωριστές ουσίες και στις δικές μας ψυχές ». Και γιατί είναι αναγκαίο να τα λέη κανείς αυτά ; « Επειδή είναι αδύνατο », λέει, « να υπάρχη μάταια η φυσική έφεση, και επιθυμούν οι νοερές δυνάμεις να βλέπουν την ουσία του Θεού». Θα είσαι όντως μάταιος, αν σου φανερώσουμε πως είναι μάταιη η φυσική έφεση.


319. Επιθυμούν φυσικώς να ζουν όλα όσα ζουν, και τα λογικά και τα άλογα, αλογώτατε, και μηχανεύονται πολλά στο να διαφεύγουν τον θάνατο και οι αλογόμυγες και τα ψάρια και κάθε τι που ζη. Τί λες λοιπόν, επειδή επιθυμούν να ζούν, δεν πεθαίνουν ; είναι τυφλότητα να το λες αυτό˙ έτσι δεν είναι και αναγκαίο να βλέπουν τα νοερά την ουσία του Θεού, διότι την επιθυμούν˙ απ’ τη φύση τους επιθυμούν μεν τα νοερά, ( ει και τούτο δοίημεν ) να γνωρίζουν την ουσία του Θεού, αλλά κατά ένα διαφορετικό είδος πρόνοιας, ώστε να έχουν ακίνητες τις εφέσεις και τις κινήσεις προς τον άπειρο Θεό και να φωτίζονται και να καταλάμπωνται και να κατατρυφούν στη θεία γνώση και να τρέφωνται, κι όχι για να δούν την ουσία του Θεού, που την γνωρίζει μόνη η Τριάδα, όπως αποδείξαμε ήδη με τις μαρτυρίες των αγίων.


320. Θα προσφέρης δήθεν εσύ να είναι εύκολα γνωστικοί όλοι οι άνθρωποι, και σοφοί, και πλούσιοι, κι ισχυροί, γιατί τα επιθυμούν απ’ τη φύση τους αυτά όλοι. Κι αν τα επιθυμούν όμως όλοι, δεν τα απολαμβάνουν και όλοι˙ είναι ψέμμα άρα το να λες απλά πως δεν υπάρχει μάταια η φυσική έφεση. « Δεν είναι κάτι διαφορετικό η δύναμη του Θεού απ’ την ενέργειά του ». Κι αυτός που τα λέει αυτά, λέει πάλι, έχοντας ξεχάσει τα δικά του, αλλού˙ « τη δύναμη τη φανερώνει η ενέργεια ». Και αντιφάσκει ολοφάνερα στον εαυτό του και δεν το κατανοεί, αφού είναι πάντα διαφορετικό αυτό που φανερώνει από εκείνο που φανερώνεται.

321. Λέγοντας πως « φανερώνει τη δύναμη η ενέργεια », λέει πάλι˙ δεν είναι διαφορετικό στον Θεό η δύναμη και διαφορετικό η ενέργεια. Κι επειδή βλασφημεί και σ’ αυτά σε μεγάλο βαθμό, λέγοντας πως « είναι η ουσία του Θεού η θεία δύναμη κι είναι η ουσία του η ενέργειά του », θα φανερώσουμε με απόφαση της ιεράς Εκκλησίας πως παρανομεί κι είναι ασεβής ο Θωμάς. Λέει λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος˙ «είναι ενδεικτικά της δύναμης και της σοφίας και της τέχνης, κι όχι της ίδιας της ουσίας, τα ποιήματα και δεν παριστάνουν αναγκαστικά ούτε και ολόκληρη τη δύναμη του δημιουργού, καθώς ενδέχεται να μην εναπέθεσε κάποια φορά ο τεχνίτης ολόκληρη την ισχύ του στις ενέργειες, αλλά να χρησιμοποίησε ελαττωμένους πολλές φορές στα έργα της τέχνης τους τόνους. Αλλά κι αν έχη ανακινήσει ολόκληρη τη δύναμη στο έργο, θα αναμετράται κι έτσι η ισχύς του μέσα απ’ τα έργα, και δεν θα καταλαμβάνεται, όποια κι αν είναι τέλος πάντων, η ουσία » ( Κατά Ευνομίου Β΄).

321 α. Και πάλι˙ « λέμε πως γνωρίζουμε τη μεγαλειότητα του Θεού και τη δύναμη και τη σοφία και την αγαθότητα και την πρόνοια, με την οποία μας επιμελείται, και το δίκαιο της κρίσης του , κι όχι την ίδια την ουσία. Αλλ’ είναι απλός, λένε, ο Θεός, κι ό,τι κι αν απαριθμήσης δικό του, γνωρίζεις την ουσία. Κι είναι ένα σόφισμα αυτό με μύριες ατοπίες. Γιατί ενώ είναι τόσα πολλά τα απαριθμημένα όντα, ποιο απ’ όλα τα ονόματα είναι της μιάς ουσίας ; και ισοδυναμούν αναμεταξύ τους το φοβερό του και το φιλάνθρωπο και το δίκαιο και το δημιουργικό, το προγνωστικό και το ανταποδοτικό, το μεγαλειώδες και το προνοητικό, ή όποιο ακριβώς κι αν πούμε απ’ αυτά, δεν φανερώνουμε την ουσία; Γιατί αν λένε αυτό ακριβώς, ας μη ρωτάν αν γνωρίζουμε την ουσία του Θεού, αλλά να ζητούν να μάθουν από μας, αν γνωρίζουμε πως είναι φοβερός ο Θεός ή δίκαιος ή φιλάνθρωπος˙ αυτά ομολογούμε πως γνωρίζουμε. Κι αν λένε πως είναι κάτι άλλο η ουσία, ας μη μας παραλογίζουν με την απλότητα, γιατί αυτοί ομολόγησαν πως είναι άλλο και άλλο και η ουσία και το καθένα απ’ τα απαριθμημένα. Αλλ’ είναι μεν οι ενέργειες ποικίλες, η δε ουσία απλή. Κι εμείς λέμε πως γνωρίζουμε απ’ τις ενέργειες τον Θεό μας, και δεν βεβαιώνουμε πως προσεγγίζουμε την ουσία του˙ γιατί οι μεν ενέργειές του κατεβαίνουν προς εμάς, η δε ουσία του μένει απρόσιτη » ( Μεγ. Βασιλείου, Επιστολή 234, Προς Αμφιλόχιον ).

322. Λέει έτσι ο Θωμάς τα αντίθετα στην ιερά αλήθεια και τους θεοσόφους αγίους και προφανώς ασεβεί και αιρετικά φρονεί και περιφέρει τόσο πολύ εσκοτισμένη από δυσπιστία τη διάνοιά του, ώστε να μην αισθάνεται πως αναιρεί και τα δικά του. Γιατί λέει˙ « δεν είναι άρα διαφορετικό η δύναμη και διαφορετικό η ενέργεια στον Θεό ». Και συμπληρώνει μετά˙ « δεν υπάρχουν ο νούς κι η θέληση ως δυνάμεις, αλλ’ ως ενέργειες μόνο στον Θεό ». Και δεν χρειάζονται προφανώς έλεγχο αυτά, αλλ’ ή να κλάψης ή να γελάσης.


323. «Το έσχατο τέλος, στο οποίο οδηγείται με τη βοήθεια της θείας χάριτος ο άνθρωπος, είναι η κατ’ ουσίαν θεωρία του Θεού ». Αποδείξαμε πως είναι μεγάλη ασέβεια προηγουμένως το να νομίζης πως θεωρείται ή καταλαμβάνεται από οποιαδήποτε κτιστή φύση η ουσία του Θεού. Νομίζει δε τώρα πως ταυτίζεται, μ’ αυτά που λέει, η χάρη του Θεού και η ουσία του και πως μεταλαμβάνεται, αλλά και γνωρίζεται, αλλίμονο, η ουσία του Θεού όχι μόνο στους αγγέλους αλλά και σε μας˙ γιατί λέγοντας πως « οδηγείται με τη βοήθεια της θείας χάριτος στην κατ’ ουσίαν θεωρία του Θεού ο άνθρωπος » και θέλοντας να γνωρίσουμε πως είναι κατ’ εξοχήν βλάσφημος και αιρετικός, λέει˙ « δεν μπορεί να θεωρείται με τον νου σε κάποιο κτιστό είδος η θεία ουσία, γι’ αυτό κι είναι ανάγκη, αν πρέπη να οράται η ουσία του Θεού, να βλέπη μέσα απ’ αυτήν την ίδια την ουσία τη θεία ουσία ο νους, ώστε να είναι ένα σ’ αυτήν τη θεωρία η θεία ουσία, και το ορώμενο και αυτό στο οποίο οράται ».


324. Και τα νομίζει έτσι όλα ουσία του Θεού, ο δυστυχής˙ γι’ αυτό και λέει πάλι πως « νοεί μέσα απ’ τη δική του ουσία την ουσία του ο ίδιος ο Θεός κι είναι ο ίδιος η μακαριότητά του. Γινόμαστε κατ’ εξοχήν όμοιοι λοιπόν σύμφωνα μ’ αυτήν τη θεωρία με τον Θεό και μετέχουμε στη μακαριότητά του, γι’ αυτό και λέγεται στην Α΄ του Ιωάννη˙ « όταν δε φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα και οψόμεθα αυτόν, καθώς εστίν » ( Α΄Ιωάν. γ΄2 ). Μακριά από μας αυτή η αναισθησία κι η αίρεση, ας μη γίνη να πλανηθή να εισέλθη σε τέτοιες έννοιες κάποιος απ’ τους χριστιανούς, ότι είναι δυνατόν να συμβή να νομίσουμε ποτέ απ’ αυτήν την αποστολική ρήση πως θα ομοιωθούμε, ή εμείς ή οι άγγελοι, προς τον Θεό κατ’ ουσίαν˙ αλλ’ έτσι πιστεύουμε, όπως ήδη αποδείξαμε, πως αν συμπάσχουμε, θα συνδοξασθούμε με τον Χριστό˙ και πως γινόμαστε σύμμορφοι με τη δόξα του Χριστού, ενώ πως θα γίνουμε όμοιοι με τη θεία ουσία του δεν το λέει κανείς απ’ τους αγίους, ούτε και μαρτυρά η ιερή αλήθεια, πως θα ομοιωθή κατ’ ουσίαν με την απερινόητη και πάνω από κάθε όρο και λόγο θεία ουσία η κτιστή φύση, που είναι φρόνημα αιρετικό και ασεβές, όπως προαποδείξαμε.


325. Το δε « και οψόμεθα αυτόν » όχι τί είναι, αλλά « καθώς εστι »˙ είναι φανερό, πως δεν θα δούμε την ουσία, γιατί αυτό δηλώνει το τί είναι, αλλά τα περί την ουσία ( αλλ’ αυτά που είναι γύρο απ’ την ουσία ), γιατί αυτό δηλώνει το καθώς είναι. Είναι όμοιο με το πάθος του ελεεινού Ευνόμιου, αυτό που πάσχει ο δυστυχής Θωμάς˙ γιατί νομίζοντας κι εκείνος πως είναι όλα όσα λέγονται πως οπωσδήποτε υπάρχουν περί τον Θεό ή στον Θεό ουσία του Θεού, έλεγε κακώς πως είναι και η αγενησία του Θεού ουσία, προς τον οποίον και λέει ο Μέγας Βασίλειος˙ το αγένητο του Θεού φανερώνει το πώς είναι η ουσία του Θεού, κι όχι το τί είναι, κι έχει μεγάλη διαφορά το τί είναι απ’ το πώς είναι ( Κατά Ευνομίου Ε΄).


326. Έτσι πρέπει λοιπόν να ειπωθή και προς τον Θωμά˙ το καθώς είναι φανερώνει τη λαμπρότητα, τη δόξα, τη βασιλεία, τη διανομή των θείων δωρεών και τα άλλα παρόμοια˙ το δε τί είναι μένει και έτσι ανεπινόητο˙ γι’ αυτό και είναι ανόητο και αιρετικό να νομίζουμε το ότι θα τον γνωρίσουμε καθώς είναι, ως ότι θα τον γνωρίσουμε τί είναι. Γιατί είναι άλλο το καθώς κι άλλο το τί και μεγάλη η μεταξύ τους διαφορά. Παραλογίζεται άρα ο Θωμάς, δεν ξεύρω, είτε εκούσια είτε ακούσια, και κακώς συνάγει δήθεν εκ της ιεράς Γραφής τα αιρετικά.


327. Κι ας πιάσουμε ( αψώμεθα ) εμείς πάλι τα προκείμενα, για να δείξουμε πώς νομίζει όλα τα περί τον Θεό ουσία του Θεού και πέφτει μέσα σε πολλές αιρέσεις κακοδοξιών ο Θωμάς. Λέει, ότι « θεωρεί μέσα από τη θεία ουσία τη θεία ουσία ο νούς ». Μετά, πως « οδηγείται » σ’ αυτήν τη θεωρία « με τη βοήθεια της θείας χάριτος ο άνθρωπος ». Κι ακόμα, πως « είναι αδύνατο να ανέλθη στο να θεωρή τη θεία ουσία χωρίς τη θεία ενέργεια ένας κτιστός νους ». Και πάλι˙ « είναι αδύνατο να ανέλθη στη θεωρία της θείας ουσίας χωρίς την ενέργεια του Θεού ένας κτιστός νους ». Και πάλι˙ « είναι αδύνατο να φθάσης στη θεωρία της θείας ουσίας χωρίς τη θεία δωρεά ». Και λέει, χωρίς να φείδεται ( αφήνει απείραχτο…) ούτε το θείο και υπερφυές φως ο εσκοτισμένος, πως « χρειάζεται κάποιαν επίρροια ( εισροή ) του θείου φωτός ο κτιστός νους, ώστε να οράται κατ’ ουσίαν ο Θεός ». Κι ακόμα˙ « χρειάζεται να μετεωρισθή στην τοιουτοτρόπως τίμια θεωρία με κάποιαν επίρροια ( επιρροή…) της θείας αγαθότητας ο κτιστός νους ». Κι ακόμα˙ « είναι αδύνατο το να βλέπης την ουσία του Θεού, χωρίς να έχη γίνει και η ίδια η θεία ουσία είδος του νου, που την νοεί ( ; - η νοεί ) ».


328. Τα δέχεται έτσι όλα αντί για τη θεία ουσία και νομίζει όλα τα περί τον Θεό θεία ουσία κι όλες τις θείες μετοχές ουσία του Θεού˙ γι’ αυτό και λογαριάζει τα μετέχοντα λογικά θεούς και φτάνει γρήγορα απ’ το « όμοιοι αυτώ εσώμεθα » στο κατ’ ουσίαν, κι επιχειρεί με παρρησία να παραστήση με λόγους και με γράμματα ένα πράγμα που αντιτίθεται σε όλους τους αγίους και συμφωνεί με πολλές αιρέσεις, λέγοντας˙ « αυτό που υφίσταται έτσι ( το ούτως υφεστώς ), ώστε να είναι είδος μοναδικό ( μόνο ), μπορεί να είναι και είδος ενός άλλου, εφόσον είναι τέτοιο το είναι του, ώστε να μπορή να μετέχεται από ένα άλλο ». Και πάλι˙ « στο Θ΄ των Παροιμιών τρώνε και πίνουν στην τράπεζα του Θεού, αυτοί που απολαμβάνουν την ίδια ευδαιμονία, με την οποία είναι μακάριος κι ο Θεός, θεωρώντας τον μ’ αυτόν τον τρόπο, με τον οποίον ορά κι ο ίδιος τον εαυτό του ». Τόσο πολύ νομίζει πως θα γίνουμε όμοιοι με τον Θεό κατ’ ουσίαν και με τόσο μεγάλη αναίδεια προχωρά ενάντια στους αγίους και την ιερά Εκκλησία.


329. « Παραβάλλεται το νοείν προς τον νου, όπως ακριβώς το είναι προς την ουσία, αλλ’ είναι το θείο είναι η ουσία του˙ είναι άρα το θείο νοείν ο νους του, και είναι ο θείος νους η ουσία του ». Είναι ανάγκη άρα να είναι ο θείος νους η θεία ουσία. Αμαρτάνεις ( πλανάσαι ) πολύ εισάγοντας συλλογισμούς και αποδεικτικές μεθόδους στην απόρρητη θεολογία˙ το να χρησιμοποιής δε και παραλογισμούς και να θέλης, εκούσια ( ώσπερ εκών είναι ), να καλύπτης την αλήθεια, δεν ξεύρω ποιαν αμαρτία δεν ξεπερνά. Γιατί το να νοής είναι ενέργεια του νοούντος, όπως λες κι εσύ, το δε να είσαι δεν είναι ενέργεια της ουσίας, αλλά το ον. Πώς δεν κατανοείς λοιπόν ότι προφανώς αμαρτάνεις ( πλανάσαι ) μ’ αυτά που λες, ότι παραβάλλεται το νοείν προς τον νου, όπως ακριβώς το είναι προς την ουσία ;


330. Αλλ’ επειδή λες κι εσύ, ότι είναι ενέργεια του νοούντος το να νοής, και αποδείχθηκε ήδη πως είναι διαφορετικό το ον και διαφορετικό η ενέργειά του, δεν είναι δε διαφορετικό και διαφορετικό το είναι προς την ουσία, αλλά ταυτίζεται, ψεύδεσαι ολοφάνερα διακηρύττοντας πως είναι το θείο νοείν η θεία ουσία˙ « είναι ενέργεια του νοούντος το νοείν. Αν δεν είναι λοιπόν ο νοών Θεός το νοείν του, είναι ανάγκη να παραβάλλεται προς αυτον, όπως ακριβώς η δύναμη προς την ενέργεια˙ και θα υπάρχη έτσι δύναμη και ενέργεια στον Θεό, που είναι ακριβώς αδύνατο ». Αλλ’ αντίθετα λοιπόν, υπάρχει αληθινά και δύναμη και ενέργεια στον Θεό, γι’ αυτό δεν είναι ο νοών Θεός το νοείν του, αλλ’ είναι ανάγκη να παραβάλλεται προς αυτόν το νοείν, όπως ακριβώς η δύναμη προς την ενέργεια. Είναι διαφορετικό άρα ο Θεός και διαφορετικό το νοείν του˙ γιατί είναι το μεν ο κινών, το δε η κίνηση, όπως προαναφέραμε.

331. « Νοεί με την ουσία του ο Θεός », κι εγώ βλέπω να νοούν και όλες οι νοερές φύσεις με τη δική τους ουσία. « Δεν υπάρχει τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό »˙ « το νοητό είδος, που υπάρχει στον νου, παρά την ( κοντά στην ) ουσία του, είναι συμβεβηκός˙ γι’ αυτό και συγκαταλέγεται και η δική μας σοφία στα συμβεβηκότα. Και δεν μπορεί να είναι κάτι συμβεβηκός στον Θεό, δεν υπάρχει άρα στον θείο νου κάποιο είδος κοντά ( παρά ) στη θεία ουσία ». Έχουν πολλές ατοπίες και παραλογισμούς κι αυτές οι προτάσεις. Γιατί το νοητό είδος, που υπάρχει στον νου και υπάρχει παρά την ( κοντά στην ) ουσία του, θα μπορούσε να είναι ίσως συμβεβηκός, και γνωστά τα της καθ’ ημάς σοφίας στον δικό μας νου˙ να λες δε πως είναι η νόηση και η σοφία ή η λογικότητα, που υπάρχει σε μας, συμβεβηκός, είναι λόγια αυτών που έχουν αποφασίσει να ψεύδονται.


332. Γιατί όπως είναι ακριβώς αυτά που λογιζόμαστε ( σκεπτόμαστε ) πολλές φορές έξω από μας και συμβεβηκότα σε μας ( μας συμβαίνουν ), όχι όμως κι ο λογισμός ( η σκέψη ), έτσι και η σοφία. Θα έχη μεν αυτά που μπορεί να γνωρίζη ( τα γνωστά ) κατά συμβεβηκός, η δε σοφία δεν είναι συμβεβηκός σε μας, αλλ’ υπάρχει εκ φύσεως, όπως ακριβώς και η λογικότητα βέβαια και η νοερότητα. Και δεν λες πως « δεν μπορεί να υπάρχη κάτι απλώς » στον Θεό, αλλά πως « δεν μπορεί να είναι κάτι συμβεβηκός », και καλά το λες. Αλλά το να συμπεραίνης απ’ αυτό και να λες, ότι δεν υπάρχει άρα στον θείο νου κάποιο είδος κοντά ( παρά ) στη θεία ουσία, είναι ένα ολισθηρό συμπέρασμα˙ γιατί δεν είναι, αν δεν είναι κάτι συμβεβηκός στον Θεό, ουσία του Θεού˙ γιατί η δύναμη και η σοφία κι η αγαθότητα και η πρόνοια του Θεού και τα παρόμοια δεν είναι ούτε συμβεβηκότα στον Θεό, ούτε θεία ουσία, αλλά φυσικά και ουσιώδη του Θεού, όπως έχεις ακούσει απ’ τους αγίους.

333. Και δεν αποκλίνεις μόνο σε ελεεινές αιρέσεις εσύ, αλλά φανερώνεσαι να λες και γελοία, καθώς βιάζεσαι να λες πως « γι’ αυτό και συγκαταλέγεται κι η δική μας σοφία στα συμβεβηκότα ». Κι αν είναι συμβεβηκός η δική μας σοφία, θαυμάζω, τί θα είναι φυσικό τέλος πάντων απ’ τα αγαθά σε μας, η γνώση, η φρόνηση, η διάκριση, η θεωρία, η λογικότητα κι η νοερότητα, όπως ακριβώς έχω πή. Αν είναι αυτά συμβεβηκότα ( Αν έτσι απλώς συμβαίνουν αυτά ), θα αποδειχθή ένα μάταιο πράγμα η ψυχή˙ είναι ψέμμα άρα και φοβερή μανία να τίθεται αυτό που δεν είναι συμβεβηκός στον Θεό ουσία του Θεού και η εκ λόγου φυσικού σε μας σοφία συμβεβηκός. « Δεν συνεπάγεται απ’ το ότι υπάρχει στον Θεό σοφία, πως υπάρχει σ’ αυτόν κάτι το συμβεβηκός, αλλά μόνο κάποια τελειότητα, στην οποία και συνίσταται ο λόγος της σοφίας ». Κι ακόμα˙ « δεν μπορεί να υπάρχη κάτι στον θείο νου κατά συμβεβηκός, αλλά καθ’ εαυτό μόνο ». Βλέπεις, πώς είναι αντίθετα αυτά τα λόγια σε κείνα που έχεις πη προηγουμένως ;

334. « Έφθασαν απ’ αυτά και τα παρόμοια λόγια να υποθέσουν κάποιοι ότι δεν οράται ποτέ η θεία ουσία από κανέναν νου, η οποία βέβαια θέση αναιρεί και τη φυσική μακαριότητα της λογικής κτίσης, που αποδείξαμε ήδη πως υπάρχει σε μόνη τη θεωρία της θείας ουσίας ». Ονομάζει πάλι εδώ κάποιους τους ιεροδιδασκάλους˙ γιατί αυτοί είναι που απέδειξαν με τις ρήσεις της ιεράς Γραφής πως είναι απερίοπτη και ανέπαφη σε κάθε γενητή φύση η θεία ουσία˙ και τους καταφρονεί μεν εκείνους, έχει δε εμπιστοσύνη στη δική του ταλαίπωρη απόδειξη και νομίζει, πέρα από κάθε λογική και πέρα από κάθε ιερή μαρτυρία, πως είναι φυσική και μόνη μακαριότητα της λογικής κτίσης το να γνωρίζης τον Θεό κατ’ ουσίαν και το να μην συναντήσης αυτή τη γνώση εκπεσμό κι απ’ τη μακαριότητα, παρ’ όλο που ο αγαθός και παντοτινός (απαρόδευτος ) μας διδάσκαλος, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, η αυτοαλήθεια, μας δίδαξε βέβαια πολλών τάξεων μακαρισμούς, λέγοντας˙ « μακάριοι οι πτωχοί τω0 πνεύματι, μακάριοι οι πενθούντες, μακάριοι οι πραείς, μακάριοι οι πινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην, μακάριοι οι ελεήμονες, μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, μακάριοι οι ειρηνοποιοί, μακάριοι οι δεδιωγμένοι » ( Ματθ. Ε΄3-4 ). Παρατέθηκαν τόσες πολλές ή και περισσότερες οδοί μακαρισμών στον Πατέρα, και καταφρονώντας τον αυτός κι εκείνον, καθ’ όσον μιαρός, θέτει σε τέτοια οδό τον μακαρισμό, στην οποία δεν είναι δυνατό να ανέλθη καμμιά λογική κτίση, για να αποστερήση έτσι εύκολα απ’ τη μακαριότητα όλους τους αγγέλους και τους αγίους σύμπαντες.

335.Γιατί είναι ο ίδιος που λέει˙ « έφθασαν να υποθέσουν κάποιοι πως δεν οράται ποτέ κι από κανέναν νου η θεία ουσία, η οποία θέση αναιρεί βέβαια και τη φυσική μακαριότητα της λογικής κτίσης ». Καλά κάνει και αθετεί τους ιεροδιδασκάλους, τους οποίους και ονομάζει κάποιους, ακολουθεί δε τους΄Ελληνες και τον Αριστοτέλη, τους οποίους και ονομάζει φιλόσοφους, αυτός που επιγράφει κατά ΄Ελλήνων το επάρατό του βιβλίο και δεν κάνει κανέναν λόγο για τους μακαρισμούς, τους λόγους του Χριστού, που είναι τόσοι πολλοί και τέτοιοι.

336. « Έχει προαποδειχθή πως επιθυμεί απ’ τη φύση του να θεωρή τη θεία ουσία ο κάθε νους, και δεν μπορεί να υπάρχη μάταια η φυσική έφεση. Μπορεί λοιπόν να φθάση στη θεωρία της θείας ουσίας κάθε κτιστός νους, χωρίς να εμποδίζεται καθόλου σ’ αυτό απ’ την ταπεινότητα της φύσης ». Κι ακόμα˙ « Δεν μπορεί να περιλάβη τη θεία δύναμη, που είναι άπειρη, κανένας κτιστός νους, όπως ακριβώς ούτε και την ουσία του ». Ακόμα˙ « δεν περιλαμβάνει τη θεία ουσία ο κτιστός νους ». Κι ακόμα˙ « είναι αδύνατο άρα να περιλαμβάνη τη θεία ουσία ο κτιστός νους ».

337. Αν μπορή λοιπόν να φθάση στη θεωρία της θείας ουσίας κάθε κτιστός νους, και δεν μπορεί να περιλάβη τη θεία ουσία, είναι ανάγκη ή να θεωρή ένα μέρος της ουσίας και να έχη ένα μέρος απερίληπτο, που είναι ακριβώς αδύνατο και ασεβές, να εννοής τομή στη θεία ουσία, ή, αν θεωρείται μεν, και δεν περιλαμβάνεται, βλέπουμε πάλι διαφορά στη θεία ουσία, το καταληπτό και μη περιληπτό, που είναι ακριβώς άτοπο και ασεβές.

338. « Η νοερή ουσία που βλέπει την ουσία του Θεού έχει αποκτήσει την έσχατη ακινησία. Αν δεν επιτύχη άρα κανείς μαζί με την ευδαιμονία όμοια και ακίνητα την ηρεμία, δεν είναι ακόμη ευδαίμων, αφού δεν ηρέμησε ακόμη η φυσική του επιθυμία. Όταν επιτύχη λοιπόν κανείς την ευδαιμονία, επιτυγχάνει παρόμοια και την ίδρυση

( εγκατάσταση…) και ηρεμία ». Και τα λέει αυτά ύπουλα και ολισθηρά χωρίς κάποια μαρτυρία των Ιερών Γραφών, για να απομακρύνη πάλι όλες τις νοερές ουσίες κι εμάς απ’ την κατά Θεό επαγγελμένη ευδαιμονία. Γιατί λέει αυτός που δεν καταδέχεται χωρίς τη στάση και ηρεμία στον Θεό την ευδαιμονία, ότι « δεν περιλαμβάνει τη θεία ουσία ο κτιστός νους ». Και πάλι˙ « είναι αδύνατο άρα να περιλαμβάνη τη θεία ουσία ο κτιστός νους ». Κι ακόμα˙ « δεν μπορεί να περιλάβη τη θεία δύναμη, που είναι άπειρη, κανένας κτιστός νους, όπως ακριβώς ούτε την ουσία του ».

339. Από πού λοιπόν και από ποιά πρόφαση θα έχη η νοερή δύναμη και η προς τον Θεόν απερίληπτή της ανάτασή την ακινησία και ηρεμία, για να είναι ευδαίμων, αφού θα έχη παυθή η φυσική της επιθυμία ; Και ή θα σβησθούν, όπως φαίνεται, τα αγαθά της ψυχής που έφθασε στον Θεό, το ίδιο δε και των αγγέλων, που είναι ακριβώς άτοπο, ή δεν θα μεθέξουν, αφού θα κινούνται περί τον απερίληπτο Θεό, στην ευδαιμονία.

340. Και αφαιρεί έτσι πάλι απ’ όλες τις κτιστές νοερές ουσίες την ευδαιμονία και το μακάριο ο Θωμάς˙ « κάθε τι που έφθασε στο έσχατό του τέλος » λέει « ηρεμεί˙ γιατί υπάρχει κάθε κίνηση για να επιτευχθή το τέλος˙ και είναι έσχατο τέλος του νου η θεωρία της θείας ουσίας », την οποία και ονομάζει αλλού απερίληπτη. Και πάλι˙ « δεν φθάνει η νοερή κτίση στο έσχατο τέλος, αν δεν παύθηκε η έφεσή της ». Τα διακηρύττει αυτά έξω από κάθε λογική ( παρά παν εικός ), γι’ αυτό και δεν προβάλλει καμμιάν αιτία, για την οποία αυτά γίνονται.

341. Κι αν επιλέξη κανείς να λέη τ’ αληθινά, θα πή τα αντίθετα απ’ τα λεγόμενά του˙ όπως, ότι δεν φθάνει η νοερή κτίση στο έσχατο τέλος, αν δεν κινείται η έφεσή της με τόνο σφοδρό ˙ γιατί θα είναι έτσι, έχοντας φτάσει στον απερίληπτο Θεό, αεικίνητη και ευδαίμων και μακάρια, έχοντας αναπτερούμενες και αναζέουσες τις εφέσεις προς τον Θεό, τον οποίον είναι αδύνατο να περιλάβη, ως άπειρο, σύμφωνα και με τον Θωμά. «Υπάρχει με τη θέληση ( δια θελήσεως ) η νοητή ηδονή. Υπάρχει άρα θέληση στον Θεό ». Κι ακόμα˙ « αρμόζει κατ’ εξοχήν να έχη θέληση σ’ αυτόν που πρωταρχικά ( πρώτως ) κινεί, δηλαδή στον Θεό». Κι ακόμα˙ « αρμόζει κατ’ εξοχήν να ποιή με τη θέληση σ’ αυτόν που πρωταρχικά ποιεί ». Κι ακόμα˙ « είναι η ουσία του η θέληση του Θεού ». Κι ακόμα˙ « δεν είναι κάτι άλλο απ’ την ουσία του η θέληση του Θεού ». Κι ακόμα˙ « είναι μιά ενέργεια του Θεού το να θέλη { το θέλειν ). Είναι ανάγκη λοιπόν να θέλη σύμφωνα με τη δική του ( ιδίαν ) ουσία ο Θεός ˙ είναι λοιπόν η ουσία του η θέλησή του ». Βλέπετε, σε τί κακό αιρέσεων εμπλέκεται φανερά ; γιατί αν ποιή με τη ( διά ) θέληση ο Θεός, κι είναι ουσία του Θεού η θέλησή του, είναι φανερό, ότι είναι έργο της θείας ουσίας τα κτίσματα. Κι είναι ανυπέρβλητη βλασφημία αυτό και ανταρσία των ιερών αποφάσεων, που λένε, πως είναι έργο της θείας φύσης η προαιώνια ύπαρξη του Θεού, και έργο της θείας θέλησης η πρόοδος ( η εμφάνιση ) των κτισμάτων.

342. Αυτός που νομίζει λοιπόν τη θεία θέληση θεία ουσία συναριθμεί με τα κτίσματα κατά την πρόοδο τον Υιό ˙ και ή νομίζει άναρχα τα κτίσματα κατά τον Υιό, ή να έχη αρχή ( ηργμένον ) ο Υιός κατά τα κτίσματα, που είναι ακριβώς εξαιρετικά άτοπο και αιρετικό. Δεν είναι άρα ουσία η θέληση, αλλά δύναμη φυσική περί την ουσία. « Αν μπορούσαμε να γνωρίζουμε την ίδια τη θεία ουσία καθώς ( έτσι όπως ) είναι και να της προσάπτουμε το δικό της όνομα, θα την φανερώναμε με ένα μόνον όνομα».

343. Ιδού, που ομολογεί και χωρίς να το θέλη την αλήθεια και αναιρώντας, όπως το συνηθίζει, τα δικά του, και λέει˙ « αυτό είναι υποσχεμένο σε κείνους, που θα τον δουν κατ’ ουσίαν ». Αν και είναι ψέμμα αυτό το «κατ’ ουσίαν», λέει πάντως αληθινά, ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τώρα τη θεία ουσία˙ γι’ αυτό και δεν της προσάπτουμε δικό της όνομα, και δεν την φανερώνουμε με ένα και μόνο όνομα, αλλά με πολλά, όπως δυνατή, σοφή, αγαθή και όσα λέγονται γι’ αυτήν. Είναι φανερό λοιπόν ότι, ομολογώντας πως είναι ενιαία η ουσία, κι είναι πολλά αυτά, απ’ τα οποία φανερώνεται η ουσία, πως θέλει να είναι άλλο αυτά απ’ την ουσία.

344. Και θέλει ο ίδιος να είναι όλα ουσία του Θεού, λέγοντας πως «δεν υπάρχει τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό». Και ονομάζει και τη δύναμη και τη σοφία και την αγαθότητα και κάθε τι, με το οποίο ονομάζεται ο Θεός, ουσία, όπως προαναφέραμε, του Θεού. Και γίνεται έτσι αντίπαλος σε όλα τα δικά του και βαδίζει σε αιρετικές έννοιες και τίθεται μαζί με τους Έλληνες. «Έχει την ίδια φύση, που έχει και ο Πατέρας, και επομένως και την ίδια δύναμη ο Υιός ». Και λέει με αναίσχυντο πρόσωπο και σκοτεινή διάνοια μετά˙ «δεν υπάρχει κατά κανέναν τρόπο δύναμη στον Θεό»˙ «δεν συναντάται καμμιά δύναμη στον Θεό ». Πώς δεν ευλαβείται αυτούς που τον συναντούν; ποιός ανέγνωσε ποτέ τέτοια θεολογία ή μάλλον αστάθεια και μέθη από οίηση χωρίς οίνο; Αλλίμονό σου, Θωμά˙ πώς απώλεσες, με τη θέλησή σου ( ώσπερ εκών είναι ), την ιερή αλήθεια;

345. «Δεν υπάρχει τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό». Κι αυτός που το λέει αυτό, λέει πάλι αλλάζοντας˙ «υπάρχει το αυτεξούσιο στον Θεό»˙ «υπάρχει ευφροσύνη και χαρά στον Θεό»˙ «υπάρχει αγάπη στον Θεό»˙ «υπάρχει ιδιαιτέρως τέχνη στον Θεό˙ υπάρχει φρόνηση στον Θεό ˙ υπάρχει δικαιοσύνη στον Θεό ˙ υπάρχει γενναιοδωρία στον Θεό ˙ υπάρχει αρετή αλήθειας στον Θεό »˙ «οφείλει να επιγράφεται κατ’ εξοχήν η σοφία στον Θεό ». Κι ακόμα˙ « είναι φανερό πως υπάρχει ιδιαιτέρως η σοφία στον Θεό ». Κι ακόμα˙ « κι είναι παραδειγματικές των δικών μας αυτές οι αρετές στον Θεό, όπως ακριβώς το τέλειο του ατελούς ». Είναι άραγες κάποιου που σωφρονεί και υγιαίνει αυτά τα ρήματα; Ποιος μπόρεσε ποτέ να καταργήση τα του Θωμά έτσι, όπως ο ίδιος; «δεν υπάρχει τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό». Κι ενώ υπάρχουν τόσα πολλά και διαφορετικά και σχεδόν άπειρα στον Θεό.

346. Γιατί λέει, αν και απαίδευτα, αλλού˙ «έχει συμπεριλάβει σ’ αυτήν τις αξίες όλων των όντων η θεία ουσία». Κι ακόμα˙ «είναι φανερό ότι μπορεί να λαμβάνεται, καθόσον είναι απολύτως ( απολελυμένως ) τέλεια, ως ιδιαίτερος λόγος του καθενός η θεία ουσία˙ γι’ αυτό και μπορεί να έχη σύμφωνα μ’ αυτήν ιδιαίτερη γνώση για όλα ο Θεός. Κι επειδή διακρίνεται ο ιδιαίτερος λόγος του ενός απ’ τον ιδιαίτερο λόγο του άλλου, και είναι αρχή πλήθους η διάκριση, είναι αναγκαίο να νοούμε κάποια διάκριση και πλήθος των λόγων στον θείο νου. Απομένει λοιπόν να μην είναι περισσότεροι ή διακεκριμένοι οι λόγοι των πραγμάτων στον θείο νου, παρά καθόσον γνωρίζει ο Θεός τα πράγματα, που μπορούν να εξομοιωθούν με περισσότερους και διαφορετικούς τρόπους μ’ αυτόν˙ και γι’ αυτό λέει ο Αυγουστίνος, ότι έχει ποιήσει με διαφορετικό λόγο τον άνθρωπο και με διαφορετικό τον ίππο ο Θεός˙ και λέει πως υπάρχουν ως πλήθος οι λόγοι των πραγμάτων στον θείο νου» (Αυγουστίνου, Lib. Octaginta trium).

347. Αλλά νομίζω ότι, όπως ακριβώς κακώς αντιστάθηκε ο Ευνόμιος στην κακή αίρεση του Σαβέλλιου και αποφεύγοντας την άθεη συγχώνευση ( συναλοιφή ) στην Τριάδα έπεσε από απροσεξία στην κακόδοξη διάκριση των προσώπων της Αγίας Τριάδος, έτσι αποφεύγοντας τις ανυπόστατες ιδέες της πλατωνικής πλάνης, μεταπίπτει σε άλλο κακό κι ο Θωμάς, νομίζοντας τις ιδέες όλων των όντων στον Θεό ουσία του Θεού και διακηρύττοντας πως «δεν υπάρχει τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό»˙ και ονομάζει κάθε μετοχή των όντων ουσία του Θεού. Και αποφαίνεται ( διακηρύττει ) σύμφωνα μ’ αυτό και όλα τα όντα μέτοχα της θείας ουσίας και λέει φανερά πως «είναι μεθεκτή καθ’ ομοιότητα η θεία φύση»˙ Και πάλι˙ « δεν θα εισρεύση καμμιά ουσία στον νου, παρά μόνον ο Θεός, που υπάρχει σε όλα κατ’ ουσίαν». Και νομίζει έτσι ρευστή και μεθεκτή την ουσία του Θεού και μπλέκεται σε μύριες κακίες αιρέσεων και δεν το κατανοεί, επειδή δεν ακολουθεί την Εκκλησία του Θεού σε όλα. «Είναι αναγκαίο να χορηγή ο Θεός, που είναι τέλειος στον εαυτό του, απ’ τη δική του δύναμη το είναι σε όλα τα όντα». Ξέχασε, που είπε προηγουμένως, ότι δεν υπάρχει κατά κανέναν τρόπο δύναμη στον Θεό. Γιατί αν τα θυμόταν εκείνα, δεν θα τά ’λεγε τώρα αυτά, που είναι άκρως αντίθετα σε κείνα.

348. Αλλά δεν ασεβεί κι αλλιώς καθόλου λιγότερο˙ γιατί λέει κάπου πως « είναι η θεία δύναμη η ουσία του Θεού ». Επειδή δε χορηγεί σύμφωνα μ’ αυτόν σε όλα τα όντα απ’ τη δική του δύναμη το είναι ο Θεός, είναι το ίδιο να πούμε κι απ’ τη δική του ουσία˙ γιατί ταυτίζεται η θεία δύναμη και η ουσία σύμφωνα μ’ αυτόν, κι είναι έτσι μεθεκτή σε όλα τα όντα η θεία ουσία, που ξεπερνά ακριβώς κάθε αιρετική κακία. Λέει πως « δεν υπάρχει τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό ». Και λέει μετά, πως « δεν υπάρχει κάτι, που να μην παίρνη μέρος ( μεταλαγχάνει ) απ’ τον ίδιον τον Θεό», απ’ την ίδια την ουσία του Θεού δηλαδή. Γιατί δεν αφήνει απολύτως τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό, ο δυστυχής, και νομίζει έτσι φανερά μεθεκτή σε όλα τα όντα την ουσία του Θεού. «Συνάπτεται κάτι οικειότερα με τον Θεό, καθόσον αγγίζει ( άπτεται ) κατά κάποιον τρόπο την ουσία του, που γίνεται όταν γνωρίζη κάτι για τη θεία ουσία».

349. Αισχύνομαι ( ντρέπομαι ) με μάρτυρά μου τον Θεό κατανοώντας τις αποφάσεις ( διακηρύξεις ) του τυφλού αυτού φιλοσόφου˙ γιατί οικεία συναφή ( σύνδεση ) του Θεού προς τον άνθρωπο είναι η θεία έλλαμψη του αγίου Πνεύματος στην καρδιά, άρρητη ενέργεια στην ψυχή, που ενώνει αληθινά και οικεία την ψυχή με τον Θεό. Και μοιάζει με κάποιον που ονειρεύεται ο Θωμάς νομίζοντας πως γίνεται η άρρητη εκείνη και υπερφυής συναφή ( σύνδεση ) της ψυχής προς τον Θεό, «όταν γνωρίζη κάποιος κάτι για τη θεία ουσία». «Όταν» λέει απλώς «κάτι», και το « τί » δεν το αποκαλύπτει.

350. Γιατί είναι βαθύς ( σφοδρός ), αλλά στο να λέη ψέμματα, και ολισθαίνοντας σ’ αυτό αμαρτάνει περισσότερο, λέγοντας˙ «καθόσον αγγίζει ( άπτεται) την ουσία του κατά κάποιον τρόπο». Λέει πάλι κατά κάποιον, και δεν διευκρινίζει τον τρόπο, γιατί δεν έχει και τίποτα να πη ούτε και κανέναν τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο θα άγγιζε κανείς την παντελώς αναφή θεία ουσία, για την οποία λέει ο Μέγας Βασίλειος˙ « οι μεν ενέργειες του Θεού κατεβαίνουν σε μας, η δε ουσία του μένει απρόσιτη » (Επιστολή 234, Προς Αμφιλόχιον)˙ για την οποία λέν οι θεόσοφοι πατέρες πως είναι απειράκις απείρως υπερεξαιρεμένη (Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών των αγίων Διονυσίου και Γρηγορίου), και δεν έχει ούτε θέση ούτε αφαίρεση ούτε φαντασία ή δόξα ή λόγο ή νόηση, όπως λέει ο μέγας Διονύσιος˙ « δεν είναι ούτε ουσία ως υπερούσιος, κι ούτε υπάρχει επαφή της νοητή ούτε επιστήμη, ούτε και κάτι άλλο απ’ όσα έχουν γίνει γνωστά σε μας ή σε κάποιο άλλο απ’ τα όντα, κι ούτε υπάρχει καθόλου θέση της ούτε αφαίρεση, αλλά ποιώντας τις θέσεις και αφαιρέσεις αυτών που είναι μαζί της ( των μετ’ αυτήν ), αυτήν ούτε την θέτουμε ούτε την αφαιρούμε, επειδή είναι και πάνω από κάθε θέση η παντελής και ενιαία αιτία των πάντων και πάνω από κάθε αφαίρεση η υπεροχή αυτού που είναι απλώς απολελυμένος απ’ όλα και επέκεινα όλων » ( Περί μυστικής Θεολογίας ). Και καθίσταται έτσι πάνω από κάθε ένωση η αναφής ουσία του Θεού. Αν έδινε πίστη στον απόστολο και είχε ένωση πνευματική ο Θωμάς, θα γνώριζε σαφώς, ότι η γνώση χωρίς τη χάρη φυσιοί (Α΄ Κορινθ. η΄ 1), και δεν θα είχε εννοήσει τα παράλογα και θα έγραφε αυτά τα αιρετικά.

351. «Τη δύναμη τη φανερώνει η ενέργεια, η οποία δύναμη δηλώνει ( φανερώνει ) την ουσία». Ολισθηρές κι οι δυό προτάσεις και ψευδείς˙ γιατί ούτε φανερώνει η ενέργεια την άπειρη δύναμη του Θεού, εφ’ όσον ποιεί τον ουρανό μεν και τη γη ο Θεός, και δεν είναι αόριστα, ούτε βέβαια άπειρα, είναι δε άπειρη, όπως μαρτυρεί κι ο Θωμάς και όλοι, η θεία δύναμη.

352. Πώς θα αποδείξη λοιπόν το πεπερασμένο έργο την άπειρη δύναμη; Αυτός που εποίησε άλλωστε τον ουρανό και τη γη ποιεί και στη θάλασσα ψαράκια, βελονίδες, εξαιρετικά μικρά, και στη στεριά απ’ τα νερά κουνούπια. Γι’ αυτό και αποκαλούσαν οι Αιγύπτιοι τις σκνίπες δάκτυλο (Έξοδ. η΄ 15) του Θεού, δηλαδή θεία ενέργεια. Τί θα πούμε λοιπόν; Πως θα γνωρίση κανείς απ’ την αλογόμυγα και το ψαράκι και τη σκνίπα την άπειρη δύναμη του Θεού; Κατά κανέναν τρόπο, όπως λέει κι ο Μέγας Βασίλειος, και το προαναφέραμε (Κατά Ευνομίου Β΄). Κι απέχει πολύ απ’ το να φανερώνη τη θεία ουσία αυτή η δύναμη˙ φανερώνει μόνο πως είναι άπειρη η θεία ουσία, απ’ την οποία και προέρχεται αυτή η άπειρη δύναμη.

353. Ποιος είναι δε η άπειρη εκείνη ουσία, μένει εξίσου αφανέρωτο. Γιατί όπως δεν είναι, κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο, φύση στον Θεό η απλότητα, έτσι δεν είναι και το άπειρο φύση στον Θεό, αλλ’ ορώνται αυτά γύρο απ’ ( περί ) τη φύση ή την ουσία. Γιατί τί λες εσύ; ότι δεν είναι απλής ή άπειρης φύσης και γενικά κανένα απ’ τα θεία, αυτό που παριστάνει ( φανερώνει ) την υπερκείμενη απ’ όλα ουσία του Θεού, την υπερεγκατεστημένη στα απόκρυφα, όπως λεν οι παραδόσεις ( τα λόγια ). Αποφεύγει έτσι στα θεολογικά του τη θεολογική αλήθεια και τους σύμφωνα μ’ αυτήν ιεροδιδασκάλους και ξερνάει απ’ την ελληνική παιδεία και τη δική του κοιλιά τα άνομα και αιρετικά ο Θωμάς.

354. « Δεν είναι ούτε κι η ηδονή τέλος. Γιατί είναι το ίδιο το να έχης το αγαθό αίτιο της ηδονής, όπως όταν αισθανώμαστε το ήδη παρόν αγαθό ή έχουμε θυμηθή το κάποτε παρόν ή ελπίζουμε αυτό που θα υπάρξη. Δεν είναι άρα έσχατο τέλος η ηδονή ». Μετακινείται μετά γρήγορα όπως το συνηθίζει, σαν να έχη βαδίσει ακριβώς πάνω σε σαθρό έδαφος, και λέει˙ « αν και δεν είναι έσχατο τέλος η ηδονή, κοινωνεί όμως με το έσχατο τέλος ». Κι αν κοινωνή, πώς δεν είναι κι αυτή έσχατο τέλος; γιατί αυτό που κοινωνεί με ένα άλλο είναι μέτοχο της δύναμης εκείνου, με το οποίο κοινωνεί. Λες όμως και συ μεταστρεφόμενος˙ « προέρχεται απ’ τη συνάντηση του έσχατου τέλους η ηδονή ». Ώστε είναι άρα επέκεινα απ’ το έσχατο αναφερθέν τέλος η ηδονή, μετά την οποία δεν υπάρχει κάτι άλλο, κι είναι πιο απομακρυσμένη απ’ όλα και κατ’ εξοχήν έσχατο τέλος. Λες πως προέρχεται απ’ το έσχατο τέλος η ηδονή, και δεν υπάρχει τίποτε άλλο μετά την ηδονή. Δεν αληθεύεις άρα λέγοντας, ότι «δεν είναι τέλος ούτε κι η ηδονή».

355. « Η περί Θεού κατ’ ουσίαν γνώση είναι η ίδια η ευδαιμονία ». Είναι ψέμμα αυτό σαφές και αιρετικό˙ γιατί θα αφαιρεθή έτσι από κάθε νοερή φύση η ευδαιμονία και η μακαριότητα. Γιατί δεν έχει σύμφωνα με τα όσα έχουν ήδη αποδειχθή καμμιά νοερή κτιστή φύση γνώση της θείας ουσίας, απολαμβάνουν δε όλα τα γύρο από τον Θεό λογικά ευδαιμονία και μακαριότητα. Είναι άρα ψεύτικη η αναπλαττόμενη από σένα μακαριότητα και ευδαιμονία˙ «σταματά η φυσική έφεση καθενός που έχει φθάσει στο έσχατο τέλος. Είναι ανάγκη να ηρεμή εντελώς λοιπόν η φυσική έφεση της νοερής ουσίας που ορά τη θεία ουσία». Κι αν το δεχθούμε αυτό ( ει τούτο δοίημεν ), δεν επιθυμεί τη θεία ουσία η νοερή ουσία που την ορά, που την επιθυμούσε πριν να τη δη˙ γιατί δεν ανατείνεται χωρίς επιθυμία ( έφεση ) προς τον Θεό η ψυχή.

356. Και χάνει σύμφωνα μ’ αυτά τα λόγια η νοερή ουσία, που έφθασε στο να ορά τη θεία ουσία, τη φυσική της επιθυμία˙ κι αν χάνη την επιθυμία, είναι φανερό πως χάνει και τη θέληση˙ κι αν χάνη τη θέληση, είναι φανερό πως χάνει και τη νόηση, γιατί έρχεται απ’ τη νόηση η θέληση. Κι αφού χάθηκε η νόηση, χάθηκε μαζί της και ο γεννήτοράς της νους κι αλλίμονο λοιπόν σ’ αυτόν που ανυψώθηκε και είδε την ουσία του Θεού. Και μοιάζει ν’ αντιστοιχή αυτό σε κείνο που επαγγέλλεται ο Θεός στον Μωυσή˙ «ουδείς όψεται το πρόσωπόν μου και ζήσεται» (Εξοδ. λγ΄ 20, 29).

357. Γιατί είναι αληθινά το να φανταστής γνώση της θείας ουσίας όλεθρος δεινός, πλάνη διαβολική, αφορμή πολλών αιρέσεων, κακοδοξία ελληνική. Και καλώς λέει, αν και με κακή διάνοια, ο Θωμάς, ότι « είναι ανάγκη να ηρεμή ολοσχερώς η φυσική έφεση της νοερής ουσίας που ορά τη θεία ουσία», κι αυτό σημαίνει το να χαθής ολοσχερώς, όπως προαναφέραμε˙ αλλ’ ούτε ορά τη θεία ουσία η νοερή και κτιστή ουσία, όπως προαποδείξαμε, ούτε θα παυθή η έφεση της νοερης ουσίας στον αιώνα, όπως επίσης προαναφέραμε. Είναι ψευδείς άρα και αιρετικές κι αυτές οι αποφάσεις ( διακηρύξεις ) του Θωμά.

358. « Φανερώνει ο Αριστοτέλης, στο Ι΄ των Ηθικών, ότι υπάρχει στη θεωρία η έσχατη του ανθρώπου ευδαιμονία, σύμφωνα δηλαδή με τη σοφία, η οποία υπερέχει ανάμεσα στις ( υπόλοιπες ) τρεις νοερές, που είναι η σοφία, η επιστήμη, ο νους, όπως φανερώνει στο Ζ΄ των Ηθικών. Γι’ αυτό και ορίζει στο Ι΄ των Ηθικών, πως είναι ευδαίμων ο σοφός ». Εύγε σε σένα γι’ αυτόν τον διδάσκαλο και την καλή διάκριση, με τα οποία εισήλθες στην ιερή θεολογία, τοποθετούμενος, όπως λες, κατά των Ελλήνων. Έχασες κάθε ντροπή, το πρόσωπό σου έχει γίνει πρόσωπο πόρνης, ολοφάνερος αντάρτης της Εκκλησίας του Χριστού και συνασπιστής των Ελλήνων.

359. Γιατί οι «’Ελληνες» λέει ο ιερός Παύλος «σοφίαν ζητούσιν» (Α΄ Κορινθ. α΄ 22), με την οποία παρέχεις εσύ, στα φανερά και ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, σε κάποιον την έσχατη του ανθρώπου ευδαιμονία˙ και λογαριάζεις αυτή τη σοφία, και μάλιστα την εξωτερική, ως έσχατη ευδαιμονία˙ και ορίζεις πως είναι ο σύμφωνα μ’ αυτήν τη σοφία σοφός ευδαίμων˙ κι ο λογισμός σου είναι, ότι έτσι νομίζει ο Αριστοτέλης. Πιστεύεις και γράφεις με παρρησία, μακριά απ’ την ιερή αλήθεια, χωρίς να κοκκινίζης, αυτό που δεν νομίζουν ( δοκεί ) οι άγιοι, το νομίζει δε ο Αριστοτέλης! Ξέχασες τον μεγάλο Διονύσιο που λέει˙ είναι σκοπός κάθε ιεραρχίας «η προς τον Θεό, όσο είναι εφικτό, αφομοίωση και ένωση» (Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας). Και πάλι˙ « το πέρας κάθε ιεραρχίας είναι το να αγαπήσουν από κοντά τον Θεό και τα θεία ( η προς Θεόν και τα θεία και προσεχής αγάπησις ) » (ο.π.), εν αγίω Πνεύματι δηλαδή. « Γιατί η ιερή τελείωση της θεογενεσίας – λέει αλλού - ενώνει αυτά που τελέσθηκαν με το θεαρχικό πνεύμα ». Και συμπληρώνει˙ « την δε νοητώς ευοδοποιόν και τελεσιουργόν επιφοίτησιν, αρρητοτάτην ούσαν, επιγνώναι παρίημι νοερώς τοις ηξιωμένοις της κατά νουν του θείου Πνεύματος ιεράς και θεουργού κοινωνίας ( την δε νοητώς ευοδοποιό και τελεσιουργό επιφοίτηση, που είναι αρρητότατη, παραχωρώ να γνωρίζουν νοερά εκείνοι που έχουν αξιωθή την κατά νουν ιερά και θεουργό κοινωνία του Θείου Πνεύματος ) » (ο.π.).

360. Βλέπεις την έσχατη ευδαιμονία και το έσχατο τέλος αυτών που ζουν κατά Θεόν, την οποία κηρύττουν οι θεόσοφοι; Πώς προστρέχεις λοιπόν εσύ, έχοντας αφήσει αυτά τα του Θεού και της κατ’ αυτόν αλήθειας, σ’ έναν Έλληνα μωρό, που τη σοφία του εμώρανε και απώλεσε κατά την επαγγελία ο Θεός (Α΄ Κορινθ. α΄ 20), και παραλαμβάνεις τις ματαιολογίες του ως μαρτυρίες στα θεολογικά σου; Θα ήταν καλύτερο για σένα να μην είχες γεννηθή, απ’ το να επιχειρής να εισάγης πλαγίως τέτοιες κακοδοξίες και τέτοια ελληνικά φρονήματα στην Εκκλησία του ζώντος Θεού.

361. « Η ευδαιμονία είναι ένα κοινό αγαθό, στο οποίο μπορεί να φθάσουν πιο πολλοί, αν δεν συμβή να είναι ανεπιτήδειοι, όπως λέει ο Αριστοτέλης στο Α΄ των Ηθικών ». Δεν είναι μεν θαυμαστό, αν μιλά ακόμα και μωρά ο Αριστοτέλης, που ανήκει στη μεμωραμένη σοφία˙ είναι όμως θαυμαστό σε σένα, και μάλλον και ελεεινό, που ενώ φιλοτιμείσαι στο Ευαγγέλιο του Χριστού και θέλεις να είσαι χριστιανός και έχεις αναγνώσει τις ιερές Γραφές και τους κατ’ αυτές ιεροδιδασκάλους, να έχης εγκαταλείψει έπειτα, με τη θέλησή σου, την ιερή ευθύτητα, και ν’ ακολουθής έναν Έλληνα άνδρα εξαιρετικά καταδικασμένο στα της πίστεως, τον κακώς αφανισμένο Αριστοτέλη. Γι’ αυτό ψευδόμενος, όπως εκείνος, στα θεία, και βλασφημώντας και δείχνοντας εμπιστοσύνη στην απωδιωγμένη σοφία και σπεύδοντας να ενισχύσης τα παραληρήματά της, συμπαρασύρεσαι αναγκαστικά και συ μαζί του, αποσπώμενος κακώς απ’ τον Θεό και την κατ’ αυτόν αλήθεια.

362. Ανήκει μόνο σε όσους έχουν βαπτισθή στον Χριστό και είναι βεβαιόπιστοι, φιλόσοφε, η ευδαιμονία, κι όχι στους Ιουδαίους ούτε τους Έλληνες, ούτε βέβαια τους βαρβάρους. Πώς είναι λοιπόν ένα κοινό αγαθό; κι αν είναι ένα κοινό αγαθό σύμφωνα με σένα, πώς μπορεί, αν δεν τύχη να είναι ανεπιτήδειοι, να φθάσουν, πάλι σύμφωνα με σένα, όχι όλοι, αλλ’ οι πιο πολλοί ; Αυτό που ανήκει στους περισσότερους δεν ανήκει σ’ όλους και δεν είναι γι’ αυτό ούτε κοινό. Και πώς θα επιτύχουν, αν δεν συμβή να είναι ανεπιτήδειοι, την ευδαιμονία; Αν ισχύη αυτό, θα είναι απ’ την επιτηδειότητα η ευδαιμονία κι όχι απ’ τη δωρεά και τη χάρι του Θεού, απ’ το οποίο τί θα μπορούσε να γίνη πιο άλογο και πιο δυσσεβές;

363. Η επιτηδειότητα είναι έργο ανθρώπινο, ενώ η ευδαιμονία είναι έργο του Θεού, που χορηγείται χάριτι με την πίστη, όπως προαποδείξαμε˙ γι’ αυτό και θα έχουν στους αιώνες οι βεβαιόπιστοι θεία ευδαιμονία, κι αν θέλης μπορείς να πης ευμένεια. Κι επειδή έχεις μιλήσει για ανεπιτήδειους εδώ, προβάλλεις εσφαλμένα κι αυτή σου την απόφαση ( διακήρυξη ).Γιατί έπρεπε να πης, προς τί θα ήταν άραγες, αν συνέβαινε να είναι, ανεπιτήδειοι, αλλά δεν το πρόσθεσες. Και νομίζεις πως λύνεις όλα αυτά τα δύσκολα και ανώμαλα μ’ έναν Έλληνα μάρτυρα, τον δάσκαλό σου και καθηγητή, και λες˙ όπως λέει ο Αριστοτέλης στο Α΄ των Ηθικών. Αλλ’ εμείς παραπέμπουμε βέβαια και τον Αριστοτέλη και τους ομόφρονές του όσο γίνεται πιο γρήγορα στους κόρακες.

364. « Επειδή επιθυμούν όλοι οι άνθρωποι απ’ τη φύση τους την ευδαιμονία, είναι άρα ένα κοινό αγαθό η ευδαιμονία, που μπορούν να το επιτύχουν όλοι, αν δεν υπάρξη κάποιο κώλυμα. Και φθάνουν λίγοι στην προαναφερθείσα περί Θεού γνώση με την απόδειξη, λόγω των κωλυμάτων αυτής της γνώσης ». Και λέει λίγοι λόγω του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα και όσων χαίρονται με τις αποδείξεις, και υπαινίσσεται ως πιθανό κώλυμα το να μη γνωρίζης καλά ( μη επίστασθαι ) να συλλογίζεσαι. Και στο μεν προηγούμενο κεφάλαιο έλεγε πως είναι δυνατό να επιτύχουν οι περισσότεροι την ευδαιμονία, εδώ δε λέει πως είναι δυνατό να την επιτύχουν όλοι, για ν’ αποδειχθή και σ’ αυτό άστατος κι ότι δεν γνωρίζει τίποτα βέβαιο.

365. Και γιατί είναι ανάγκη να είναι κοινό αγαθό η ευδαιμονία, επειδή την επιθυμούν απ’ τη φύση τους όλοι οι άνθρωποι; Εφόσον δεν ανήκουν αυτά που απ’ τη φύση μας επιθυμούμε στην ευδαιμονία, αλλ’ εκείνα που επιθυμούμε με τον λόγο και την αλήθεια˙ κι ούτε αποκτούμε αυτά που απ’ τη φύση μας επιθυμούμε στον μέλλοντα αιώνα, αλλ’ εκείνα που επιθυμούμε με την εντολή και το πρόσταγμα του Θεού, με τη νοερή μας αίσθηση. Γιατί επιθυμούν όλοι οι άνθρωποι απ’ τη φύση τους τις σαρκικές ορέξεις, κι είναι απ’ τη φύση του επιθυμητό όλο το παθητικό μέρος της ψυχής, που αν δεν το διευθύνη ακριβώς ο νους κι ο λόγος, όχι μόνο δεν οδηγεί στην ευδαιμονία τον άνθρωπο, αλλά τον καθιστά και κακοδαίμονα. Δεν είναι άρα, αυτό που επιθυμούν ακριβώς απ’ τη φύση τους οι άνθρωποι, ή ευδαιμονία ή κοινό αγαθό, αλλ’ ευδαιμονία και κοινό αγαθό είναι μόνο, αυτό που επιθυμούμε σύμφωνα με τον λόγο και την εντολή του Θεού.

366. Και μ’ αυτό που λες, ότι φθάνουν λίγοι στην προαναφερθείσα περί Θεού γνώση με την απόδειξη, λόγω των κωλυμάτων αυτής της γνώσης, αμαρτάνεις περί την διάνοια ( αστοχείς διανοητικά ), γιατί δεν χωρά καμμιά απόδειξη στη θεία ευδαιμονία, ούτε βέβαια συλλογισμός. Γιατί τα καλά της ευδαιμονίας, «α ο Θεός ητοίμασε τοις αγαπώσιν αυτόν, οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη». Και τοποθετώντας εσύ σε τέτοια τάξη τους συλλογισμούς και τις αποδείξεις, μοιάζεις με κάποιον που παίζει και ψεύδεται, κι όχι που σπουδάζει, ούτε βέβαια αληθεύει.

367. «Είναι ανάγκη να υπάρχη η ευδαιμονία στην ενέργεια του νου, σύμφωνα με την παράθεση των νοητών προς τα τιμιώτατα. Απομένει λοιπόν να υφίσταται (υφεστάναι) στη θεωρία της σοφίας και την περί τα θεία επίσκεψη και η έσχατη ευδαιμονία του ανθρώπου». Δεν είναι κατά κανέναν τρόπο λόγοι χριστιανού αυτοί, ούτε βέβαια αυτών που πάσχουν εκ πίστεως τα θεία και υπερφυή και μακάρια, αλλ’ είναι ελληνική δόξα ( γνώμη ) και της δικής τους φατρίας που δεν « ευκαιρεί » καθόλου « ή τι λέγειν και ακούειν καινότερον » (Πράξ. ιζ΄ 21).

368. Γιατί έτσι δίδαξε, λέγοντας ο αγαθός˙ «μείνατε εν εμοί, καγώ εν υμίν» (Ιωάν. ιε΄ 4). Κι ότι «ο ποιών τας εντολάς μου, εκείνος εστίν ο αγαπών με, ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου, και εγώ και ο Πατήρ ελευσόμεθα προς αυτόν και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιωάν. ιδ΄ 21, 23). Αυτή είναι η αληθινή και κύρια ευδαιμονία και το τέλος το έσχατο˙ κι αυτοί που είναι αμύητοι στην αλήθεια και μακριά απ’ την υγιή πίστη μοιάζουν με τυφλούς που ψηλαφούν και νομίζουν τη σοφία αυτού του αιώνα, που την έχουν κι οι Πέρσες κι οι Έλληνες κι οι Ινδοί κι οι Αιγύπτιοι, την οποία εμώρανε και απώλεσε ο Θεός με τον εμπαιγμό και την πλάνη του δαίμονα (Α΄ Κορινθ. α΄ 19-20), ευδαιμονία, κι ούτε που φέρνουν στον νου τους την άρρητη ένωση του Θεού και την άφραστη ευδοκία του, που έχει επιδείξει για τον άνθρωπο. Γιατί πλανήθηκαν απ’ την κοιλιά της μάνας τους οι ταλαίπωροι.

369. Και λέει, όντας άστατος και ανέστιος ο Θωμάς ˙ «δεν συνίσταται στην δι’ αποδείξεως περί του Θεού γνώση η ανθρώπινη έσχατη ευδαιμονία». Και λέει μετά, μη μπορώντας να σταθή ούτε και στο ψέμμα του απ’ τη μεγάλη αστάθεια, αυτός ο ίδιος˙ «και φθάνουν λίγοι στην προαναφερθείσα περί Θεού γνώση με την απόδειξη λόγω των κωλυμάτων αυτής της γνώσης». Και διακηρύττει μεν εκεί εντελώς πως είναι έσχατη ευδαιμονία η δι’ αποδείξεως περί Θεού γνώση, παραχωρεί δε εδώ, σαν να ξέχασε ακριβώς τα ίδια του τα λόγια, σε λίγους, και στους άριστους τάχα απ’ τους σοφούς, να φθάσουν με την απόδειξη στη γνώση για τον Θεό, που είναι, όπως νομίζει, η ευδαιμονία. Θα μπορούσες να πης πως επιμελείται ( καταγίνεται με ζήλο ) μεν να μιλά, δεν φροντίζει δε καθόλου για την αλήθεια.

370. Η ευδαιμονία, που είναι έσχατο τέλος, « είναι ενέργεια, με την οποία δεν έχει συναφθή καμμιά δύναμη επέκεινα ( πιο πέρα ) προς άλλην ενέργεια˙ η δε δια της οδού της αποδείξεως περί του Θεού γνώση παραμένει ακόμα εν δυναμει προς κάτι άλλο περί του Θεού, που οφείλει να γίνη γνωστό κατά έναν υψηλότερο τρόπο ». Κι αυτός που συμπλέκει αυτά τα ψευδή και ανυπόστατα μεταπίπτει σε άλλα πλήρη πλάνης, λέγοντας˙ « αν και υπήρξαν κάποιοι, που βρήκαν έτσι την αλήθεια για ( περί ) τα θεία με την απόδειξη, ώστε να μη συμπλέκεται κανένα ψέμμα με τις δόξες τους (τις γνώμες τους ), είναι φανερό πως είναι και εξαιρετικά λίγοι», υπαινισσόμενος τον Αριστοτέλη και τον εαυτό του και τον Πλάτωνα και κάποιους άλλους, τους οποίους αποκαλεί εξαιρετικά λίγους. Προχωρά έτσι από ψέμμα σε ψέμμα, ασταθής και αναίσθητος. Και λέει πάλι˙ « η κατ’ ουσίαν περί Θεού γνώση είναι η ίδια η ευδαιμονία. Και δεν υπάρχει τέτοια γνώση, που να την απέκτησαν οι φιλόσοφοι με τις αποδείξεις για τον Θεό ».

371. Έτσι είναι το ψέμμα κι ο ψεύτης που το χρησιμοποιεί, σκοτεινά και μαχόμενα προς αυτά τα ίδια˙ βαδίζοντας σε άνομη οδό, προχωρά σε κάκιστες βλασφημίες και λέει ο ελεεινός αυτός Θωμάς˙ « ηρεμεί με την ευδαιμονία, που είναι έσχατο τέλος, η φυσική έφεση, δεν παύει δε η γνώση της πίστης την έφεση, αλλά τη διεγείρει περισσότερο, γιατί ο καθένας επιθυμεί να δη, αυτό που πιστεύει. Δεν είναι άρα ευδαιμονία η γνώση της πίστης ». Βλέπετε, σε ποιόν γκρεμό κατέπεσε απ’ το να νομίζη πως έχει παυθή η έφεση αυτών που επέτυχαν την ευδαιμονία, που είναι έσχατο τέλος;

372. Δεν συνίσταται, λέει, η έσχατη του ανθρώπου ευδαιμονία στην δια της πίστεως περί του Θεού γνώση. Σε ποιάν αθλιότητα έχει, αλλίμονο, φτάσει! Αν δεν συνίσταται διά πίστεως και της κατ’ αυτήν περί Θεού γνώσης η έσχατη ευδαιμονία του ανθρώπου, είναι μάταιη η πίστη και κενό το κατά Χριστόν κήρυγμα. Αλλ’ έχει πη εκείνος «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται» (Μάρκ. στ΄ 16), η αυτοαλήθεια, ο ποιμένας ο καλός και μη παρερχόμενος ( απαρόδευτος ) διδάσκαλος της Εκκλησίας του, καθόσον είναι ο ενυπόστατος Λόγος του Θεού˙ και λες, προσπερνώντας ανόητα εσύ, τρισάθλιε, την πίστη και τον πιστευόμενο, πως υφίσταται ( υφεστάναι ) στη θεωρία της εξωτερικής (έξω) σοφίας η ευδαιμονία, και δεν την επιτρέπεις ( συγχωρείς ) κατά κανέναν τρόπο στην διά της πίστεως περί Θεού γνώση, και απονέμεις μεγαλύτερη δύναμη ( ισχύ ) στην ελληνική σοφία απ’ ό,τι ακριβώς στην ιερή πίστη και την κατ’ αυτήν περί Θεού γνώση˙ κι έχεις εξέλθει ολοφάνερα, και μάλλον έγινες και αντίπαλος των θείων ευαγγελίων και του κηρύγματος μέσα σ’ αυτά και του Θεού Λόγου που παρέσχε το κήρυγμα. Γι’ αυτό και πάλι σου απαγγέλλω το αλλίμονο, Θωμά.



373. «Δεν παρουσιάζεται ( γίνεται παρόν ) με την εκ πίστεως γνώση τελείως το πιστευόμενο πράγμα στον νου˙ γιατί είναι των απόντων η πίστη (Εβρ. ια΄ 1), κι όχι των παρόντων. Παρουσιάζεται όμως με την πίστη ο Θεός στη διάθεση, όταν προστίθεται εκούσια αυτός που πιστεύειι στον Θεό, όπως λέγεται στο Γ΄ κεφάλαιο της προς Εφεσίους “κατοικείν εν ταις καρδίαις ημών τον Χριστόν διά πίστεως” (Εφεσ. γ΄ 17). Δεν είναι άρα δυνατό να υφίσταται στη γνώση της πίστης η έσχατη ευδαιμονία του ανθρώπου». Όλα ψευδή, όλα αιρετικά, εφ’ όσον είναι ανακόλουθα στις θείες Γραφές.

374. Λέει πως δεν γίνεται με την εκ πίστεως γνώση παρών ο Θεός στον νου, αλλά στη διάθεση ˙ κι αυτό είναι κάποιου που αντιλέγει όχι μόνο στις θείες Γραφές, αλλά και στον ίδιον τον Χριστό, τον και των Γραφών Κύριο. Γιατί δεν λέει εκείνος πως παρίσταται κατά τη διάθεση των πιστών ο Θεός, γιατί είναι ολοφάνερος εμπαιγμός του δαίμονα αυτό. Γιατί είναι συγκατάθεση λογική η διάθεση του νου, και δεν παρίσταται ο Θεός στη διάθεση στους πιστούς ούτε μικροπρεπώς και αφανώς, αλλ’ εμφανίζεται στην καρδιά, αναβλύζοντας πνευματικά τα αείβλυτα και φωτίζοντας υπερκοσμίως αυτόν που μετέχει.

375. Και λάβε τη βεβαίωση κι απ’ τις υποσχέσεις του Σωτήρα και να ντραπής, Θωμά, γιατί λέει˙ «ο πιστεύων εις εμέ – όχι όπως λένε οι αιρέσεις, αλλ’ όπως είπε η Γραφή, ορθόδοξα δηλαδή – ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος» (Παροιμ. ιη΄ 4˙ Ησ. νη΄ 11˙ Ιωάν. ζ΄ 38). Κι ο επιστήθιος˙ «τούτο δε έλεγε περί του Πνεύματος, ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν» (Ιωάν. ζ΄ 39). Ακούς κοιλιά και ποταμούς που ρέουν από ’κει και Πνεύμα, και μιλάς εσύ για τη διάθεση, η οποία γίνεται πολλές φορές και στα έθνη και ελεήμων και προσεχτική και ευελπιστεί στον Θεό; Ονειρεύεσαι, μάθε το καλά, και αγνοείς ως δύσπιστος το δώρο των πιστών. Άκου τον ιερό Παύλο που λέει γι’ αυτό˙ «έσωσεν ημάς διά λουτρού παλιγγενεσίας –δηλαδή διά βαπτίσματος του εκ πίστεως – και ανακαινώσεως Πνεύματος Αγίου, ου εξέχεεν εφ’ ημάς πλουσίως» (Τίτ. γ΄ 5-6). Πού ακούς εδώ διάθεση; και λέει αλλού καθαρώτερα, για να μην πλανάσαι σε τέτοιους λογισμούς˙ «εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του Υιού αυτού εις τας καρδίας ημών» (Γαλ. δ΄ 6) όχι έτσι απλά ούτε στα κρυμμένα, αλλά «κράζον» στις καρδιές μας άρρητα «αββά ο πατήρ» (ο.π.).

376. Κι αν θέλης ν’ ακούς και την ιερά Εκκλησία, θα δης το ιερό δώρο της πίστης, που λέει˙ αυτό είναι το ευαγγέλιο, πρεσβεία του Θεού προς τους ανθρώπους με τον Υιό που σαρκώθηκε και δωρίζει στους πιστούς την αγένητη θέωση˙ και λέω αγένητη θέωση την κατ’ είδος ενυπόστατη έλλαμψη, που δεν έχει γένεση, αλλ’ ανεπινόητη φανέρωση στους άξιους. Αυτό το θαυμαστό και άφραστο δώρο της πίστης, την υπερφυή και υπερουράνια θεία ένωση, μη έχοντας αποχτήσει από δυσπιστία η Εκκλησία των Λατίνων, κι ούτε βέβαια αυτός εδώ ο Θωμάς, προχωρά σε αλλόκοτες έννοιες και λέει αυτά που δεν υπάρχουν στις ιερές Γραφές και πέφτει σε μύριες κακοδοξίες.

377. «Δεν παρίσταται ( γίνεται παρόν ) με την εκ πίστεως γνώση το πιστευόμενο πράγμα, δηλαδή ο Θεός, τελείως στον νου». Αλλ’ ούτε και θα μπορούσε, ούτε με την εκ πίστεως, ούτε και με τίποτε άλλο, ούτε στον τωρινόν αιώνα, ούτε στον μέλλοντα, κι ούτε άνθρωποι, ούτε άγγελοι, φθάνουν σε τέτοια κατάσταση, ώστε να γίνεται το πιστευόμενο πράγμα, δηλαδή ο Θεός, παρόν τελείως στον νου. Γιατί η τελειότητα των κτιστών είναι σύμφωνα με τους αγίους ατέλεστη τελειότητα˙ γιατί δεν θα μπορούσε να περιληφθή καθόλου και κατά κανέναν τρόπο ο απερίληπτος Θεός. Αλλ’ είναι φανερό, ότι αποπνέεις ελληνική παιδεία και θρησκεία και δοξάζεις ( νομίζεις ) ότι παρίσταται τελείως ο Θεός στον νου, δηλαδή κατ’ ουσίαν, αν και όχι στο παρόν, αλλά στο μέλλον. Γι’ αυτό και καταντάς σε τέτοια άτοπα και σ’ άλλα πιο πολλά. Ο δε Θεός παρίσταται ( γίνεται παρών ) στους αγίους και στις χωριστές ουσίες όχι κατ’ ουσίαν, μη γένοιτο, αλλά κατά δύναμιν και ενέργειαν φωτιστικήν και απόρρητον έλλαμψιν, όπως έχεις ακούσει˙ την οποίαν ενέργεια, που είναι άπειρη σύμφωνα και με σένα, θα την έχουν αιώνια αυτοί που μετέχουν, μένει δε σε όλους απολύτως απρόσιτη η ουσία του Θεού.

378. Κατασκευάζεις λοιπόν, ότι « δεν παρίσταται το πιστευόμενο πράγμα, δηλαδή ο Θεός, τελείως στον νου, και δεν συνίσταται η έσχατη ευδαιμονία του ανθρώπου στην δια πίστεως περί Θεού γνώση ». Θέλοντας να αποδείξης εκείνη την πρόταση, λες μετά, ότι « είναι των απόντων η πίστη, κι όχι των παρόντων », και απαγορεύεις γι’ αυτό στους πιστούς και στην εκ πίστεως γνώση την ευδαιμονία και φανερώνεσαι έτσι να αγνοής ολοφάνερα τα διακείμενα της πίστης. Γιατί αν ήταν των παρόντων η πίστη, δεν θα αποκτούσε αυτός που πιστεύει μισθό λόγω της ταπείνωσης και της πεισμονής και της συγκατάθεσης την άφατη δωρεά του Πνεύματος ( Πράξ. β΄ 38 ) σύμφωνα με την υπόσχεση˙ δεν υπάρχει καμμιά εκ φύσεως ( πεφυκότως ) πίστη στα παρόντα, αλλά στα απόντα, γι’ αυτό και σώζεται αυτός που πίστεψε (Μάρκ. ιστ΄ 16), επειδή αφού ταπεινώθηκε συνενώθη ( ταπεινωθείς συνέθετο ).

379. Αλλά λες εσύ αντίθετα, ότι είναι των απόντων η πίστη. Αξιώνεις να μην συνίσταται μ’ αυτήν η έσχατη ευδαιμονία του ανθρώπου και δεν προτείνεις εδώ καμμιάν υγιή πρόταση. Όλα ολισθηρά ( σφαλερά ) και ελληνικά και πολύ μακριά απ’ την αλήθεια. « Παρίσταται όμως, λες, με την πίστη ο Θεός στη διάθεση». Πότε; Όταν προστίθεται ( πλησιάζει ) εκούσια αυτός που πιστεύει στον Θεό. Πες μου βέβαια, ποιός που πιστεύει δεν πιστεύει εκούσια, αλλ’ ακούσια, και ποιός που πιστεύει δεν προστίθεται ( πλησιάζει ) στον πιστευόμενο; Αν δεν προστίθεται ( πλησιάζει ), ούτε και πιστεύει. Είναι ολισθηρά και σκοτεινά αυτά που λες.

380. Παρίσταται, λες, με την πίστη ο Θεός στη διάθεση˙ και θέλοντας να το επιβεβαιώσης με αποστολικό ρητό, λες αυτό που το καταλύει˙ «όπως λέγεται στο Γ΄ κεφάλαιο της προς Εφεσίους˙ “κατοικείν εν ταις καρδίαις ημών τον Χριστόν διά πίστεως˝ ». Εσύ λες πως παρίσταται με την πίστη ο Θεός στη διάθεση, ο ιερός Παύλος λέει πως κατοικεί ο Χριστός στις καρδιές μας με την πίστη, και δεν ντρέπεσαι ( αισχύνεσαι ) να σέρνης τη ρήση του Παύλου στην κακόδοξή σου διάνοια.

381. Γιατί πού διάθεση και πού καρδιά, το περιεκτικό όλων των δυνάμεων της ψυχής; Κι έχει πη ο Κύριος πως ρέουν απ’ την καρδιά των πιστών οι ιεροί ποταμοί (Ιωάν. ζ΄ 38, Παροιμ. ι η΄ 4). Και είπε ο επιστήθιος πως προέρχεται ( προϊέναι ) απ’ την καρδιά το Πνεύμα το άγιο (Ιωάν. ζ΄ 39). Και λέει ο ιερός Παύλος˙ «χρίσας ημάς, σφραγισάμενος και δους τον αρραβώνα του Πνεύματος εις τας καρδίας ημών» (Β΄ Κορινθ. α΄ 21). Και πάλι˙ «εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του Υιού αυτού εις τας καρδίας ημών» (Γαλ. δ΄ 6). Και τα λες αυτά και ολισθηρά ( εσφαλμένα ) τα νομίζεις, επειδή, όπως και προανέφερα, από δυσπιστία δεν είδατε ολόκληρη η Εκκλησία των Λατίνων κι εσύ δόξα Θεού και φως απρόσιτο (Ιωάν. α΄ 14, Α΄ Τιμ. στ΄ 16) να ενεργή σε σας τους ίδιους, δώρο απ΄τον Θεό των πιστών. Κι ότι δεν έχετε την πείρα τους, το μαρτυράς εσύ εγγράφως λέγοντας˙ « είναι τριπλή η γνώση του ανθρώπου για ( περί ) τα θεία, απ’ τις οποίες πρώτη μεν, εκείνη με την οποία ανέρχεται ο άνθρωπος με το φυσικό φως του λόγου στή γνώση του Θεού μέσα απ’ τα κτίσματα˙ δεύτερη, καθόσον κατέρχεται δι’ αποκαλύψεως η θεία αλήθεια, που υπερβαίνει τον ανθρώπινο νου, σε μας, όχι βέβαια σαν να έχη αποδειχθή καθώς θεωρείται ( κατά το θεωρείσθαι ), αλλά σαν να έχη προσφερθή ( προενηνεγμένη ) με τον λόγο στην πίστη˙ και τρίτη είναι, εκείνη κατά την οποία θα αναχθή ο ανθρώπινος νους προς το να νοή αυτά που τώρα αποκαλύπτονται με την πίστη ».

382. Βλέπεις; έχεις αντιπαρέλθει την εκ πίστεως τώρα ήδη έλλαμψη και δωρεά˙ γιατί δεν μπορείς και να τη γνωρίζης, αφού είσαι δύσπιστος. Φανερώνοντας δε ο επιστήθιος πως είναι μια άλλη γνώση του Θεού η σφραγίδα αυτή της πίστης, εκτός απ’ τις αναφερθείσες τρεις, λέει˙ «εν τούτω γινώσκομεν, ότι μένει εν ημίν – ο Χριστός δηλαδή – εκ του πνεύματος αυτού, ου έδωκεν ημίν» (Α΄ Ιωάν. δ΄ 13). Και αγνοώντας τα εσύ λόγω δυσπιστία αυτά, δεν φθάνεις ούτε σε αίσθηση της άγνοιάς σου, αλλά γράφεις με παρρησία, ότι «είναι τριπλή η γνώση του ανθρώπου για τα θεία». Και θαυμάζω ( εκπλήσσομαι, απορώ ), πώς γράφεις αυτό που δεν γνωρίζεις, και πώς μιλάς γι’ αυτό, του οποίου δεν απέκτησες πείρα. Και σαν να ήταν ακριβώς αληθινές οι προτάσεις, συμπεραίνεις λέγοντας˙ «δεν είναι άρα δυνατό να υφίσταται στη γνώση της πίστης η έσχατη ευδαιμονία του ανθρώπου». Αλλ’ έχει και το συμπέρασμα αυτό σύμφωνα με τις προτάσεις του μεγάλο το ψέμμα, γιατί είναι της ελληνικής γνώμης ( δόξης ). Κι αυτοί που έχουν τον Πατέρα και τον Υιό ένοικο στις καρδιές τους με την πίστη εν αγίω και ζωοποιώ Πνεύματι, δεν θα συγκατατίθονταν ποτέ σ’ αυτές τις προτάσεις, αλλά τις απορρίπτουν μακριά τους ως ψεύτικες και αιρετικές.

383. «Δεν διαφέρει σε τίποτα στα αΐδια το να είσαι (το είναι) και το να μπορής (το δύνασθαι)». Πάλι πλανάται ως προς ( περί ) την αλήθεια˙ γιατί φανερώνει αναγκαστικά κάποια διαφορά ο αριθμός, κι είναι δύο λοιπόν το να είσαι και το να μπορής κι έχει διαφορετική σημασία το καθένα τους. Διαφέρει άρα στα αΐδια το να είσαι και το να μπορής. Κι ακόμα˙ είναι απ’ το να είσαι ( εκ του είναι ), δηλαδή απ’ την ουσία, η δύναμη, και δεν είναι απ’ τη δύναμη η ουσία, όπως έχει πη κι ο Χρυσορρήμων. Διαφέρει άρα οπωσδήποτε στα αΐδια το να είσαι και το να μπορής (Ιωάν. Χρυσοστόμου, Περί Ακαταλήπτου). Κι ακόμα˙ «είναι ενδεικτικά της δύναμης και της σοφίας και της αγαθότητας του Θεού τα ποιήματα – όπως λέει κι ο Μέγας Βασίλειος κι όλοι οι ιεροδιδάσκαλοι – και δεν είναι κατά κανέναν και καθ’ οιονδήποτε τρόπο ενδεικτικά της ουσίας» (Κατά Ευνομίου Β΄). Γιατί είναι πάνω από κάθε καταληπτική επίνοια η θεία ουσία, όπως το φανερώσαμε απ’ τους ιεροδιδασκάλους. Δεν αληθεύει άρα ούτε και σ’ αυτό ο Θωμάς, λέγοντας πως «δεν διαφέρει σε τίποτα στα αΐδια το να είσαι και το να μπορής».

384. «Είπαν απερίφραστα κάποιοι στα δικά μας χρόνια και της χριστιανικής πίστης διδάσκαλοι, ότι είναι (είη) Θεός ο ενεργεία νους». Τί το αξιοθαύμαστο, αν αυτός που διαβάλλει σε πολλά τους αγγέλους, τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ και τον ίδιον, αλλίμονο, τον Θεό, διαβάλλη και τους διδασκάλους της χριστιανικής πίστης; Ποιός έχει πη ποτέ απ’ τους αγίους με τ’ όνομά του κάτι τέτοιο; Λες κάποιοι και δεν φανερώνεις κανέναν ονομαστικά˙ και δεν είναι ν’ απορής, γιατί αυτό είναι το να ψευδολογής. Λες πως νοείται η φυσική γνώση, όταν θα συμβή ( γένηται ) σε κάποιο εκ φύσεως νοητό, ενεργεία νους, όπως γράφεις κάπου˙ «είναι εκ φύσεως η γνώση που συμβαίνει ( γίνεται ) μέσα απ’ τον φυσικώς ενυπάρχοντα σε μας νου, όπως ακριβώς οι αναπόδεικτες αρχές, οι οποίες γνωρίζονται με το φως του ενεργεία νου».

385. Και δεν κοκκινίζεις διαβάλλοντας μετά ολοφάνερα τους ιεροδιδασκάλους, ότι είπαν δήθεν απερίφραστα, πώς είναι (είη) Θεός ο ενεργεία νους; Κι αν ισχύη αυτό, έχουν όλοι οι Έλληνες σοφοί, που έχουν σε ενέργεια τον νου και ασχολούνται στις αναπόδεικτες αρχές και τις γνωρίζουν και έφθασαν μ’ αυτές σε αποδείξεις, Θεό τον ίδιο τους τον νου. Αλλά ποιός θα μπορούσε να το πη αυτό εκτός από έναν Έλληνα κι από σένα, που είσαι ελληνόφρων; Λέει δε ενθέως ( θεόπνευστα ), φωτιζόμενη από ένα Πνεύμα και κινούμενη με μιάν έμπνευση Θεού, η Εκκλησία του Θεού˙ « θεούς ονομάζει η θεολογία και τις ουράνιες και πάνω από μας ουσίες και τους φιλοθεώτατους και ιερούς ανάμεσά μας άνδρες, παρ’ όλο που έχει υπερουσίως εξαιρεθή και υπεριδρυθή απ’ όλα η θεαρχική κρυφιότητα και δεν μπορεί να ονομάζεται κανένα απ’ τα όντα όμοιο μ’ αυτήν κύρια ( νόμιμα ) και συνολικά ˙ όσα, όμως, απ’ τα νοερά και λογικά έχουν συνολικά επιστραφή, όση είναι η δύναμή τους, προς την ένωσή της και ανατείνονται ακατάληκτα, όπως είναι εφικτό, προς τις θείες της ελλάμψεις, έχουν αξιωθή με την κατά δύναμιν, αν είναι ορθό να το πούμε, θεομιμησία και τη θεϊκή ομωνυμία» (Ψευδο-Διονυσίου, Περί ουρανίας ιεραρχίας).

386. Βλέπεις, ποιός είναι ο θεούμενος νους που λαμβάνει στον εαυτό του το όνομα του Θεού, ο καλούμενος θεός κατά χάριν; Όχι βέβαια σαν να είναι, όπως λες εσύ, θεός ο ενεργεία νους, αλλ’ αυτός που καταλάμπεται απ’ τη θεία χάρι και ανατείνεται ακατάληκτα, όπως είναι εφικτό, προς τις θείες ελλάμψεις. Αν είχες ανακαλέσει στη μνήμη σου αυτόν τον θεόφρονα, που ονομάζει το θεοποιό δώρο σύμφωνα με το οποίο θεούμαστε, θα γνώριζες, ότι προστίθεται η θέωση απ’ τη δωρεά του Θεού στην ψυχή, που φωτίζεται και πάσχει τα υπερφυή. Δεν θα μπορούσε να πη κανείς άρα ποτέ απ’ τους διδασκάλους της χριστιανικής πίστης, πως είναι Θεός ο ενεργεία νους, αλλ’ είναι μια διαβολή ( συκοφαντία ) αυτό της κακομήχανης καρδιάς του Θωμά.

387. « Οι τελειότητες όλων των πραγμάτων συναντώνται κατ’ εξοχήν στον Θεό, κι η πιο μεγάλη απ’ τις τελειότητες που συναντώνται στα κτιστά πράγματα είναι το να νοής τον Θεό ». Ιδού που συναντώμενες στα κτιστά πράγματα, συναντώνται κατ’ εξοχήν στον Θεό προηγουμένως όλες οι τελειότητες, που είναι πολλές και διάφορες, απ’ τις οποίες η πιο μεγάλη είναι το να νοής, όπως λέει ο Θωμάς, τον Θεό. Και είναι τελειότητα στον Θεό και η δύναμή του και η σοφία και η αγαθότητα και η πρόνοια και όσα άλλα άπειρα θεωρούνται περί τον ( στον ) Θεό. Αν είναι λοιπόν η πιο μεγάλη τελειότητα το να νοής τον Θεό, οράται ολοφάνερα το περισσότερο και λιγότερο ( το μάλλον και ήττον ) στις τελειότητες και μάλιστα στις του Θεού, δεν επιδέχεται δε το περισσότερο και λιγότερο η θεία ουσία και κάθε άλλη ουσία. Γι’ αυτό είναι άρα ολοφάνερο ψέμμα το να νομίζης πως είναι κάθε τι που έχει ο Θεός ουσία του και πως είναι όλα όσα υπάρχουν στον Θεό ουσία του. Γι’ αυτό και είναι ολοφάνερος ψεύτης αυτός που το λέει αυτό.

388. « Αν είναι περισσότερο νοητά αρχικώς και γνωρίζονται καθ’ εαυτά απ’ τον Θεό, συνεπάγεται να είναι σύνθετη από πολλά η σοφία του Θεού ». Περιπλέκεται πάλι σε άτοπα και δεν φροντίζει ψευδόμενος αυτούς που συναντούν τα ψέμματά του. Είναι ο ίδιος που λέει, ότι « προϋφίσταται οπωσδήποτε στη δική του αιτία κάθε αποτέλεσμα, κι αυτό που υπάρχει σε κάτι, νοείται από εκείνο σύμφωνα με τον νοητό τρόπο. Νοεί άρα ο Θεός αυτά που είναι διαφορετικά (έτερα) απ’ τον εαυτό του».

389. Σύμφωνα λοιπόν με τον λόγο του Θωμά, επειδή τα νοεί όλα κατά τον νοητό τρόπο ο Θεός, που είναι περισσότερα κατ’ αρχάς και καθ’ εαυτά, είναι σύνθετη από πολλά ως ποιητής και δημιουργός των όλων η σοφία του Θεού. Αλλά δεν συνάγεται από καμμιάν ανάγκη κι ούτε συνίσταται απ’ τις αναφερθείσες προτάσεις αληθινός συλλογισμός , το να είναι σύνθετη από πολλά η σοφία του Θεού. Αλλ’ ενυπάρχουν και όλα τα αποτελέσματα, όπως λέει κι ο ίδιος, με τρόπο νοητό στον Θεό. Κι ούτε συνάγεται πως είναι σύνθετη από πολλά η δύναμη του Θεού, ούτε η σοφία, ούτε η αγαθότητα, ούτε κάποια τελειότητα, που θεωρείται στον Θεό, αλλ’ όντας απλός και απειροδύναμος, δεν δέχεται καμμιάν και κατά κανέναν τρόπο σύνθεση, όπως ήδη αποδείξαμε, ο Θεός.

390. Και λέει, ερχόμενος στον εαυτό του, κι ο Θωμάς˙ «θα φανή δύσκολο ή αδύνατο σε κάποιον, ότι ενώ είναι ένα και το ίδιο, απλό, όπως ακριβώς η θεία ουσία, είναι ιδιαίτερος λόγος ή ομοιότητα των διαφορετικών». Κι ακόμα˙ «έχει συμπεριλάβει η θεία ουσία στον εαυτό της τις αξίες όλων των όντων, όχι βέβαια σύμφωνα με τον τρόπο της σύνθεσης, αλλά της τελειότητας». Πώς «συνάγεται» λοιπόν «αν είναι περισσότερο νοητά αρχικώς και γνωρίζονται καθ’ εαυτά απ’ τον Θεό, να είναι σύνθετη από πολλά η σοφία του Θεού»; Είναι ψευδής και ανακόλουθος ο λόγος. Κι είσαι συ που λες, ότι «είναι ανάγκη να υπάρχη το νοητό στον νοούντα. Δεν αρκεί άρα να έχουν τεθή (τιθέναι) τα είδη των πραγμάτων να υφίστανται (υφεστάναι) έξω απ’ τον θείο νου καθ’ εαυτά, ώστε να νοή ο Θεός το πλήθος των πραγμάτων, αλλ’ είναι ανάγκη, ώστε να υπάρχουν στον ίδιον τον θείο νου». Νά που γνωρίζονται, σύμφωνα και με τον δικό σου λόγο, περισσότερο νοητά αρχικώς και καθ’ εαυτά απ’ τον Θεό, και υπάρχουν στον Θεό. Συνάγεται λοιπόν σύμφωνα με σένα, να είναι σύνθετη από πολλά η σοφία του Θεού, που είναι ακριβώς άτοπο και ασεβές και αντάξιο μόνο της δικής σου διάνοιας.

391. «Είναι ανάγκη να νοή όλα τα όντα ο Θεός, που ενυπάρχουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην ουσία του, στην οποία υπάρχουν όλα ενεργεία, όπως ακριβώς αυτά που έχουν σε μιαν πρώτη αιτία κατά κάποιον τρόπο το είναι». Κι ακόμα˙ «επειδή υπάρχει το είναι του Θεού, είναι ανάγκη να συναντώνται ( ευρίσκεσθαι ) σ’ αυτό όλες οι τελειότητες του είναι, όπως ακριβώς σε μιαν πρώτη τού είναι αιτία. Είναι ανάγκη να συναντάται ( ευρίσκεσθαι ) λοιπόν και κάθε τελειότητα γνώσης στη γνώση του, όπως ακριβώς σε μιαν πρώτη πηγή της γνώσης». Και λέγοντάς τα αυτά, νά που μιλάς για πολλά νοητά, που υπάρχουν αρχικώς και καθ’ εαυτά στον Θεό και γνωρίζονται απ’ τον Θεό, και συμπεραίνεις ολοφάνερα σύνθετη από πολλά τη σοφία του Θεού και βλασφημείς στον υπέρτατο βαθμό.

392. « Η γνώση του θείου νου παραβάλλεται προς τα άλλα πράγματα, όπως ακριβώς η γνώση του τεχνίτη προς τα τεχνητά ». Βλέπετε, πώς ενισχύει φανερά τις ελληνικές γνώμες ( δόξες ); γιατί ο θείος νους και η γνώση του βλέπει τα πάντα πριν απ’ τη γένεσή τους και καλεί τα μη όντα ως όντα, με την υπερβολή της δύναμης της σοφίας του. Και γνωρίζει ταυτόχρονα όλη την κτίση και την ύλη και το είδος της και τα έχει ποιήσει ταυτόχρονα εκ του μη όντος αυτά. Ο τεχνίτης όμως απέχει πολύ και αμέτρητα από μια τέτοια δύναμη, γιατί δεν έχει τη γνώση της ύλης κι ούτε γνωρίζει τη φύση της, κι ούτε βέβαια ποιεί. Η δε τέχνη υπάρχει σ’ αυτόν μόνο ως προς το είδος ( τη μορφή ) κι αυτό ανάλογα ή από μάθηση ή από μακριά πείρα, γι’ αυτό και δεν είναι όμοιοι σε μιαν ύλη οι τεχνίτες. Αν παραβάλλεται λοιπόν, σύμφωνα με σένα, όπως ακριβώς η γνώση του τεχνίτη προς τα τεχνητά, έτσι κι η γνώση του θείου νου προς τα άλλα πράγματα, είναι φανερό, πως δεν θέλεις να είναι δημιουργός και της ύλης και του είδους των όντων ο Θεός, αλλ’ όπως ο τεχνίτης μόνου του είδους, όπως φρονούν και λένε με μεγάλη κακοδοξία οι Έλληνες.

393. « Παρατίθεται ( συγκρίνεται ) παρόμοια η θεία σοφία προς τα γνωριζόμενα πράγματα, όπως τα γνωριζόμενα προς τη δική μας γνώση ». Είναι σαν κάποιων που παίζουν αυτές οι προτάσεις, χωρίς να μπορούν να πείσουν ούτε κι αυτόν που τις προβάλλει. Γιατί η θεία σοφία βλέπει ( ορά ) τα γνωριζόμενα πράγματα, καθώς έχουν προβληθή γνωστικά απ’ αυτήν, “πάντα γαρ ο Θεός εν σοφία εποίησεν” (Ψαλμ. ργ΄ 24), όπως έχει ακριβώς ειπωθή. Ενώ τα γνωριζόμενα πράγματα δεν έχουν καμμιά σχέση προς τη δική μας γνώση. Γιατί ποια σχέση θα έχη ο ουρανός, που είναι πράγμα γνωριζόμενο, ή η γη, ή τα άλλα διάφορα πράγματα προς τη δική μας γνώση; Το αντίθετο λοιπόν, έχει η δική μας γνώση σχέση γνωστική προς τα γνωριζόμενα πράγματα. Αλλά κι αν είχαν τα πράγματα, που είναι χωρίς φυσική νόηση, σχέση προς τη δική μας γνώση, ούτε κι έτσι υπάρχει παράθεση ( σύγκριση ) και κατά κανέναν τρόπο της θείας σοφίας που είναι άπειρη προς τα γνωριζόμενα πράγματα, όπως των γνωριζομένων πραγμάτων προς τη δική μας γνώση. Είναι παιχνίδι αυτό και ψέμμα ολοφάνερο.

394. « Δεν θέλει με άλλη και άλλη ενέργεια θελήσεως, αλλά με μια και την ίδια και τον εαυτό του και τα άλλα ο Θεός ». Κι ακόμα˙ « επειδή θέλει τον εαυτό του ο Θεός, αν θέλη με άλλη μεν ενέργεια τον εαυτό του, και με άλλη τα άλλα, θα επακολουθήση να υπάρχουν δυό μαζί ενέργειες θελήσεως σ’ αυτόν τον ίδιο, πράγμα ακριβώς αδύνατο˙ γιατί δεν υπάρχουν από μιαν απλή δύναμη δυό μαζί ενέργειες ». Πάλι προσχωρεί στα οικεία του ψεύδη και λέει τα ανοίκεια προς την αλήθεια ο Θωμάς˙ γιατί δεν υπάρχουν, λέει, από μιαν και απλή δύναμη δυό ενέργειες μαζί. Και λέω εγώ, ακολουθώντας τους αγίους, ότι δεν υπάρχουν απ’ τη μια και απλή δύναμη του Θεού δυό ενέργειες μαζί, αλλά πολλές και άπειρες, κι όχι απλές, αλλά κατ’ εξοχήν ποικίλες.

395. Γιατί κηρύττεται απλός στην ουσία ο Θεός, και ποικίλος στις ενέργειες. Και λέει ο Μέγας Βασίλειος για το άγιο Πνεύμα˙ «Και ποιες είναι οι ενέργειές του; άπειρες μεν για το μέγεθος, ανεξερεύνητες δε για το πλήθος» (Περί του Αγίου Πνεύματος). Κι αν έχη η μια και απλή δύναμη του Θεού άπειρες και ποικίλες τις ενέργειες, είναι ψέμμα το να λες, ότι θέλει με μια και την ίδια ενέργεια της θελήσεως και τον εαυτό του και τα άλλα ο Θεός, κι όχι μόνο ψέμμα, αλλ’ ήδη και ασεβές. Γιατί αν εποίησε πάντα όσα ηθέλησε ο Κύριος, και τα θέλει όλα, όπως τον εαυτό του, και θέλει τον εαυτό του εξ αϊδίου, θέλει άρα και τα άλλα όλα εξ αϊδίου. Και θα είναι η κτίση αναγκαστικά συνάναρχη με τον Θεό, που είναι ακριβώς υπερβολή ατοπίας. Κι αν θέλη τον εαυτό του μεν εξ αϊδίου, χρονικά δε τα πάντα, είναι φανερό, ότι δεν θέλει με μια και την ίδια ενέργεια της θέλησης και τον εαυτό του και τα άλλα ο Θεός. Είναι ψέμμα άρα κι αυτό, που έχει ακριβώς πη ο Θωμάς.

396. Δεν θέλει να έχη η μιά και απλή δύναμη του Θεού δυό μαζί ενέργειες της θελήσεως ο Θωμάς. Αλλ’ ελέγχουν τα όντα, που έχουν άπειρη τη διαφορά, το ασύνετό του˙ γιατί εποίησε τα πάντα, όπως προαναφέραμε, όπως θέλησε ο Θεός, με διαφορετική ενέργεια της θελήσεως τον ουρανό και με διαφορετική ενέργεια της θελήσεως τη γη και τη θάλασσα με διαφορετική. Κι όχι μόνο, αλλ’ έχουν γίνει κι όσα υπάρχουν στον ουρανό και στη γη και στη θάλασσα με διαφορετική θέληση του Θεού διαφορετικά. Γιατί δεν θά ’χουν γίνει αλλιώς όλα τα διαφορετικά απ’ τη θέληση του Θεού, αλλ’ αυτόματα, πράγμα άτοπο. Εποίησε το βόδι και τον άνθρωπο και το σώμα και την ψυχή o Θεός˙ τα εποίησε άρα λοιπόν με μιά και την ίδια θέληση όλα τα πολλά και διαφορετικά; κατά κανέναν τρόπο.

397. Υπάρχει μια μεν δύναμη θελητική στον Θεό, θελήσεις δε κατά τα όντα άπειρες, όπως ακριβώς και μια δύναμη αγαθότητας, αγαθότητες δε κατά τα αγαθυνόμενα άπειρες. Γι’ αυτό μετέχουν, όπως λέει κι ο Θωμάς, όλα τα όντα, που μετέχουν στη θεία αγαθότητα, διαφορετικά σ’ αυτήν κι όχι σ’έναν βαθμό. Και μετέχουν όλα τα όντα στη σοφία του Θεού, αλλ’ όχι σ’ ένα μέτρο. Κι είναι μια μεν η σοφία στον Θεό, οι δε ενέργειες της σοφίας πολλές και διαφορετικές. Γι’ αυτό λέει προς τον Θεό ο ψαλμωδός: “εθαυμαστώθη η γνώσις σου εξ εμού, εκραταιώθη” (Ψαλμ. ρλη΄ 6). Κι αν ποιούσε τα πάντα με μιαν ενέργεια σοφίας ο Θεός, δεν θα θεωρούσε προσδιορισμένα για τον εαυτό του ο προφήτης θαυμαστή τη σοφία του Θεού. Κι έχει απλώς σύμφωνα με τη διακήρυξη των θεοσόφων και τη θεία αλήθεια η μια και απλή δύναμη του Θεού, που δεν θέλει να έχη δυό μαζί ενέργειες της θελήσεως ο Θωμάς, πολλές και διαφορετικές και ωσάν άπειρες τις ενέργειες. Είναι ψέμμα άρα γι’ αυτό αυτά που πρεσβεύει (τα προκείμενα) ο Θωμάς.



398. Λέει πάλι˙ « απομένει λοιπόν να θέλη μαζί και με την ίδια ενέργεια της θελήσεως και τον εαυτό του και τα άλλα ο Θεός ». Κι ακόμα˙ « Δεν υπάρχει στον Θεό παρά ένα είναι, δεν θα υπάρχη άρα εκεί, παρά ( και ) ένα θέλειν ». Υπάρχει ενα μεν θέλειν στον Θεό, ( είναι ) πολλά δε τα θελητά. Γι’ αυτό διακρίνεται η ενέργεια της θελήσεως σε πολλά και διαφορετικά θελητά και δεν είναι η ίδια σε όλα. Γιατί αν ήταν η ίδια και μια σε όλα η ενέργεια, θα ήταν και τα έργα όμοια και τα ίδια˙ κι αν είναι διαφορετικά τα έργα, είναι φανερό, ότι τα ποιούν αυτά οι διαφορετικές ενέργειες. Γιατί φανερώνονται απ’ τα έργα οι ενέργειες˙ « τα γάρ αόρατα » λέει « του Θεού τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης » ( Ρωμ. α΄20 ). Δεν υπάρχει άρα μια ενέργεια της θελήσεως, αν και είναι ένα το θέλειν στον Θεό, επειδή είναι πολλά και διαφορετικά τα θελητά. Και επιπλέον στα όσα λέγονται πιο πάνω, επειδή είναι ακριβώς μονάδα και ενάδα υπεραπλωμένη ο Θεός, είναι φανερό πως είναι διαφορετικό ( άλλο ), πέρα απ’ αυτά που ονομάζει ο Θωμάς άλλα, όποια κι αν είναι οπωσδήποτε εκείνα τα άλλα.

399. Πώς θέλει λοιπόν αυτά που τόσο πολύ διαφέρουν με μιά και την ίδια ενέργεια της θελήσεως ; παρ’ όλο που είναι ο ίδιος βέβαια που λέει αλλού˙ «φιλεί κατ’ εξοχήν τις νοερές ουσίες και τις φροντίζει κατ’ εξοχήν ως δικούς του φίλους ο Θεός ». Αν αγαπά λοιπόν και φιλεί και φροντίζει διαφορετικά, κι είναι το να αγαπάς της θελήσεως, είναι φανερό, ότι είναι και η θέληση διαφορετική σύμφωνα με την ενέργεια και τα θελητά. Κι είναι ψέμμα άρα το να λες, ότι θέλει με μιά και την ίδια ενέργεια θελήσεως και τον εαυτό και τα άλλα ο Θεός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου