Πότε και πώς καθιερώθηκε η Εορτή της Υπαπαντής
Χρίστος Βασιλειάδης, Θεολόγος - Φιλόλογος
Οι
ιστορικές μαρτυρίες, που μας επιτρέπουν να συνθέσουμε το «Χρονικόν»
της εορτής της Υπαπαντής, μας πληροφορούν ταυτόχρονα, ότι συχνά στο
παρελθόν υπήρχεν -όπως και υπάρχει- μια κάποια αβεβαιότητα, αν μη και
αμηχανία, στους εκκλησιαστικούς κύκλους για το εάν και κατά πόσον θα
πρέπει να κατατάσσεται η Υπαπαντή μεταξύ των λεγόμενων Δεσποτικών, ή,
μεταξύ των καλούμενων θεομητορικών εορτών. Η δυσκολία αυτή νομίζομεν
ότι αίρεται, εάν θεωρήσουμε την Υπαπαντή μέσα σε μίαν ιστορικήν
προοπτική, λαμβάνοντας ύπ' όψη την ιστορικήν εξέλιξη του ονομαζόμενου «Χρηστολογικού δόγματος», για τη διατύπωση του οποίου έδωσαν την αφορμή διάφορες αιρέσεις.
Πράγματι, η εορτή της Υπαπαντής, τουλάχιστον σε μία φάση της, είναι ακριβώς συνάρτηση αυτού του δόγματος.
Σταθμός, λοιπόν, για τη διευκρίνηση του θεομητορικού, ή και του Δεσποτικού χαρακτήρα της εορτής της Υπαπαντής υπήρξεν η καταδίκη της αίρεσης του Νεστορίου από την τρίτην Οικουμενική σύνοδον, το 431, στην Έφεσον. Ως γνωστόν, οι νεστοριανοί απέρριπταν το όνομα Θεοτόκος, που οι ορθόδοξοι απέδιδαν στη μητέρα του Χριστού, καθώς και την τιμήν που της ανήκει. Αυτό δε, διότι εδίδασκαν οι αιρετικοί αυτοί, ότι η Μαριάμ εγέννησεν όχι τον Θεόν Λόγον σαρκωθέντα, όπως διδάσκει η Ορθόδοξος Εκκλησία, αλλά απλόν και σκέτον άνθρωπον, τον Ιησούν, ο οποίος δήθεν αργότερον έγινε Χριστός. Γι' αυτό οι νεστοριανοί ωνόμαζαν την Παναγίαν ανθρωποτόκον ή Χριστοτόκον και όχι Θεοτόκον, με το επιπρόσθετον και λογικοφανές άλλ' όχι ορθόν επιχείρημα, ότι η Παναγία ως άνθρωπος, που ήτο, δεν ηδύνατο να γεννήσει Θεόν, αφού είναι αδύνατον άνθρωπος να γεννήσει Θεόν. Όλως παρεμπιπτόντως σημειώνουμε εδώ, ότι δεν θα πρέπει να είναι τυχαίον το γεγονός, ότι η Παναγία μητέρα του Κυρίου μας εκηρύχθη επίσημα «εν Συνόδω» Θεοτόκος στην ίδια πόλη, δηλαδή την Έφεσον, οπού προϋπήρχεν αρχαιότατη ειδωλολατρική παράδοση σχετικά με το γυναικείο φύλον, με κορυφαίαν έκφρασή της τον περίφημον ειδωλολατρικό ναόν της Αρτέμιδος.
Πράγματι, η εορτή της Υπαπαντής, τουλάχιστον σε μία φάση της, είναι ακριβώς συνάρτηση αυτού του δόγματος.
Σταθμός, λοιπόν, για τη διευκρίνηση του θεομητορικού, ή και του Δεσποτικού χαρακτήρα της εορτής της Υπαπαντής υπήρξεν η καταδίκη της αίρεσης του Νεστορίου από την τρίτην Οικουμενική σύνοδον, το 431, στην Έφεσον. Ως γνωστόν, οι νεστοριανοί απέρριπταν το όνομα Θεοτόκος, που οι ορθόδοξοι απέδιδαν στη μητέρα του Χριστού, καθώς και την τιμήν που της ανήκει. Αυτό δε, διότι εδίδασκαν οι αιρετικοί αυτοί, ότι η Μαριάμ εγέννησεν όχι τον Θεόν Λόγον σαρκωθέντα, όπως διδάσκει η Ορθόδοξος Εκκλησία, αλλά απλόν και σκέτον άνθρωπον, τον Ιησούν, ο οποίος δήθεν αργότερον έγινε Χριστός. Γι' αυτό οι νεστοριανοί ωνόμαζαν την Παναγίαν ανθρωποτόκον ή Χριστοτόκον και όχι Θεοτόκον, με το επιπρόσθετον και λογικοφανές άλλ' όχι ορθόν επιχείρημα, ότι η Παναγία ως άνθρωπος, που ήτο, δεν ηδύνατο να γεννήσει Θεόν, αφού είναι αδύνατον άνθρωπος να γεννήσει Θεόν. Όλως παρεμπιπτόντως σημειώνουμε εδώ, ότι δεν θα πρέπει να είναι τυχαίον το γεγονός, ότι η Παναγία μητέρα του Κυρίου μας εκηρύχθη επίσημα «εν Συνόδω» Θεοτόκος στην ίδια πόλη, δηλαδή την Έφεσον, οπού προϋπήρχεν αρχαιότατη ειδωλολατρική παράδοση σχετικά με το γυναικείο φύλον, με κορυφαίαν έκφρασή της τον περίφημον ειδωλολατρικό ναόν της Αρτέμιδος.
Στην ίδια, λοιπόν, πόλη διεκηρύχθη από τους Άγιους Πατέρες της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου η τελειότατη φανέρωση της γυναικείας φύσης εις το γλυκύτατον πρόσωπον της Θεοτόκου. Εκεί επίσης, στην Έφεσον, ήταν όπου ο πρωταγωνιστής αυτής της Συνόδου, ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας υπεγράμμισεν το ρόλον της Θεοτόκου στο Σχέδιον της Θείας Οικονομίας, και της έπλεξεν το εγκώμιο λέγοντας: «[Αυτή είναι] δι' ης Τριάς αγιάζεται, δι' ης Σταυρός Τίμιος ονομάζεται και προσκυνείται..., δι' ης το εκπεσόν πλάσμα αναλαμβάνεται..., δι' ης βάπτισμα άγιον γίνεται τοις πιστεύουσι, δι' ης νεκροί εγείρονται». (Migng, P.G., 77, 992). Όπως δε ακριβώς αυτό το μεγαλείον της Θεοτόκου δεν είναι αυτόφωτον ή αυτονομημένον, άλλ' αποτελεί απαύγασμα της θείας δόξας και αντανάκλαση του μεγαλείου του Υιού της Ιησού Χριστού, έτσι και η διατύπωση του Θεομητορικού δόγματος από την Γ’ Οικουμενικήν Σύνοδον ήταν απόρροια του Χριστολογικού δόγματος. Η αίρεση, λοιπόν, του Νεστορίου, επειδή υπεβάθμιζεν τον Ιησούν Χριστόν εις την τάξη του «ψιλού ανθρώπου», δηλαδή του απλού θεοφόρου ανθρώπου και όχι του ανθρωπομόρφου Θεού, εμείωνεν το ρόλον και τη δόξα της μητέρας Του.
Αυτό το τελευταίο, μετά την αντιμετώπιση της νεστοριανής αίρεσης από την Σύνοδον της Εφέσου του 431, επηρέασεν, εκτός των άλλων τομέων της Εκκλησίας, και το εορτολόγιόν της. Έγινε, δηλαδή, αφορμή να αναπτυχθούν οι λεγόμενες Θεομητορικές εορτές, μεταξύ των οποίων πρώτη έρχεται η Υπαπαντή. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Σύνοδος της Εφέσου του 431 μ.Χ. ήταν που δημιούργησεν εκ του μηδενός μία νέαν εορτήν, αυτήν της Υπαπαντής. Είναι βέβαιον ότι η Υπαπαντή ως εορτή προϋπήρχεν της Συνόδου του 431. Είχεν όμως περισσότερο Δεσποτικό χαρακτήρα. Δεσποτικές ως γνωστόν, ονομάζομεν τις εορτές τις αφιερωμένες στον Δεσπότην - Ιησούν Χριστόν. Από την Σύνοδον όμως του 431 και μετά, η Υπαπαντή πpoσέλαβεν περισσότερο Θεομητορικό χρώμα.
Ερευνώντας σήμερα τις ιστορικές μαρτυρίες των χρόνων εκείνων μπορούμε να μη ταλαντευόμεθα, εάν δηλαδή θα πρέπει να καταταχθεί η εορτή αυτή ανάμεσα στις Δεσποτικές (αφιερωμένες στον Ιησούν Χριστόν), ή στις Θεομητορικές (αφιερωμένες στην Παναγία). Κλειδί, λοιπόν, για αυτήν ή εκείνην την κατάταξη της Υπαπαντής παραμένει η Σύνοδος της Εφέσου που διεκήρυξεν τον Ιησούν Χριστόν φύσει Θεόν και την Παναγία μητέρα Του όχι απλήν ανθρωποτόκον ή Χριστοτόκον, όπως έλεγεν ο αιρετικός Νεστόριος, αλλά αληθινή Θεοτόκον. Ορθή, επομένως, θεώρηση της Υπαπαντής είναι ότι αυτή αποτελεί και Δεσποτικήν, αλλά και Θεομητορικήν εορτήν, άσχετα αν το ένα ή το άλλο κατά τας διαφόρους εποχάς ημφεσβητήθη, ή ετονίσθη περισσότερον ή ολιγότερον, ανάλογα με τις εκάστοτε αναφυόμενες ιστορικές ανάγκες της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Είπαμε ήδη ότι η Υπαπαντή σαν εορτή προϋπήρχεν της Συνόδου του 431, αλλά κυρίως σαν Δεσποτική τοιαύτη. Η αρχαιότερη γνωστή μας είδηση για τον εορτασμόν της Υπαπαντής κατά την προσυνοδικήν περίοδον (προ του 431) είναι η μαρτυρία μιας προσκυνήτριας των Αγίων Τόπων ονομαζόμενης Αιθέριας (κατ' άλλους Ηγερίας ή Εύχερίας) καταγόμενης ή εκ της Νοτίου Γαλλίας ή, μάλλον, εξ Ισπανίας και προερχόμενης εκ της ρωμαϊκής αριστοκρατίας. Η Αιθερία αυτή, πιθανώς μοναχή, επισκεφθείσα μεταξύ άλλων τόπων και τα Ιεροσόλυμα έγραψεν προς τις φίλες της, ή, μάλλον τις συμμονάστριές της υπό τύπον επιστολής, λατινιστί, ένα «Οδοιπορικόν στους Αγίους Τόπους» (Peregrinatio ad Loca Sancta).
Με την πράγματι φιλοπερίεργη διάθεσή της μας δίδει πολυτιμότατες πληροφορίες για πολλά θέματα και περιγράφει ικανοποιητικά την τέλεση των διαφόρων εορτών και ακολουθιών στα Ιεροσόλυμα. Οι ειδικοί επιστήμονες τοποθετούν χρονολογικώς την εκεί διαμονήν της μεταξύ των ετών 381-384 μ.Χ. Η προσκυνήτρια, λοιπόν, αυτή μας πληροφορεί, ότι στα Ιεροσόλυμα «Σαράντα ημέρες μετά την εορτήν των Επιφανίων», «εορτάζεται με μεγάλη πομπή… και μεγίστη επισημότητα, όπως το Πάσχα, εορτή, κατά την οποίαν ο επίσκοπος εξηγεί περικοπήν από τον Ευαγγελιστήν Λουκάν 2, 22-40, πριν να τελεσθή η θεία Ευχαριστία».
Προφανέστατα, λοιπόν, πρόκειται για την εορτήν της Υπαπαντής, αφού η περικοπή Λουκά 2, 22-40 αναφέρεται στο περιστατικόν της Υπαπαντής. Θα πρέπει όμως να προσέξουμε το εξής: Επειδή την εποχήν εκείνην στα Ιεροσόλυμα ο εορτασμός της Γέννησης του Χριστού, που τότε ωνομάζετο Επιφάνια, δεν εωρτάζετο ακόμη στις 25 Δεκεμβρίου, αλλά στις 6 Ιανουαρίου, μαζί δηλαδή με την εορτήν της Βάπτισης του Κυρίου, και επειδή η προσκυνήτρια Αιθερία, που αναφέραμε, μας πληροφορεί, ότι η εορτή της Υπαπαντής εωρτάζετο στα Ιεροσόλυμα σαράντα ημέρες μετά τον εορτασμόν της Γέννησης του Κυρίου, θα πρέπει να υπολογίσουμε ότι τότε η Υπαπαντή εωρτάζετο εκεί στις 14 Φεβρουαρίου και όχι όπως σήμερα, στις 2 Φεβρουαρίου. Και αυτά μεν συνέβαιναν στα Ιεροσόλυμα γύρω στο 381-384 μ.Χ.
Εκτός όμως της αρχαιότερης αυτής μαρτυρίας για τον εορτασμόν της Υπαπαντής στα Ιεροσόλυμα, θα πρέπει να δεχθούμε, ότι και στο Ικόνιον, πρωτεύουσαν της Λυκαονίας, εορτάζετο η εορτή αυτή, αφού σώζεται μία «Ομιλία εις την Υπαπαντήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού», εκφωνηθείσα εκεί από τον άγιον Αμφιλόχιον, επίσκοπον Ικονίου, μεταξύ των ετών 374-394 μ.Χ. Κατά τινάς, μάλιστα, η ομιλία αυτή αποτελεί την αρχαιότερα γνωστή σ' εμάς αναφοράν εις την εορτήν της Υπαπαντής. Λόγω δε της στενότατης σχέσης του Αμφιλοχίου Ικονίου με τον επίσκοπον Καισαρείας της Καππαδοκίας, τον Μέγα Βασίλειον, μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα, ότι την ίδιαν εποχήν η Υπαπαντή ήτο γνωστή και εις Καππαδοκίαν. Σώζεται, επίσης, «Ομιλία εις την Υπαπαντήν του Κυρίου», εκφωνηθείσα και συγγραφείσα από τον ίδιον τον άγιον Κύριλλον Αλεξανδρείας, μεταξύ 412-444 μ.Χ. Άρα, και η Αλεξάνδρεια εγνώριζεν την εορτήν της Υπαπαντής τουλάχιστον κατά το χρονικόν αυτό διάστημα.
Μερικοί υποστηρίζουν, ότι, μολονότι η εορτή της Υπαπαντής είναι δορυφόρος της εορτής της γέννησης του Χριστού, δεν εορτάζετο καθόλου εις Κων/πολη μέχρι τουλάχιστον το 518 και παρά το γεγονός ότι εκεί είχεν εισαχθεί η εορτή των Χριστουγέννων της 25ης Δεκεμβρίου ήδη προ ενός και ημίσεως αιώνος (περίπου το 379 μ.Χ.)
Σχετικά με το σημείον τούτο του θέματός μας έχουμε τις εξής τρεις ιστορικές μαρτυρίες, τις οποίες δεν θα αποδεχθούμε αβασάνιστα, αλλά θα ασκήσουμε φιλολογικήν και ιστορικήν κριτικήν σ' αυτές.
I) Πρώτη ιστορική μαρτυρία: Ο Γεώργιος μοναχός, επονομαζόμενος Αμαρτωλός, ακμάσας μεταξύ των ετών 843-867 μ.Χ. μας πληροφορεί, ότι επί αυτοκράτορος Ιουστίνου Α' (518-527) «η Υπαπαντή μετηνέχθη και έλαβεν αρχήν εορτάζεσθαι Φεβρουαρίω μηνί εις την β, γενομένης πρότερον τη ιδ' του αυτού μηνός, ήτις ουκ εστίν εναριθμουμένη ταίς δεσποτικαίς εορταίς». (Χρονικόν IV, Migne, P.G., 110, 777)
II) Δεύτερη Ιστορική μαρτυρία: Ο μοναχός και χρονογράφος Γεώργιος Κεδρηνός, που έζησεν τον 11ον αιώνα, στο έργον του «Σύνοψις Ιστοριών» σημειώνει ότι επί του ιδίου Ιουστίνου Α' (518-527) «ετυπώθη εορτάζειν ημάς και την εορτήν της Υπαπαντής της μέχρι τότε μη εορταζομένης» (Migne, P.G., 121, 780)
III) Τρίτη ιστορική μαρτυρία: Ο εκκλησιαστικός Ιστορικός του 13ου-14ου αιώνα Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος γράφει, ότι ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ο Α' (527-565) «τάττει και την του Σωτήρος Υπαπαντήν άρτι πρώτως, απανταχού της γης εορτάζεσθαι» (Εκκλησιαστική Ιστορία, ιζ, κεφ. κή, Migne P.G., 147, 292)
Από τις τρεις αυτές ιστορικές μαρτυρίες μπορούμε να βγάλουμε τα εξής συμπεράσματα:
Κατ' αρχήν πρόκειται περί εισαγωγής της Υπαπαντής ως νέας εορτής προηγουμένως μη εορταζόμενης. Αυτό θα μπορούσε να αφορά κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, διότι εις Ιεροσόλυμα, Αλεξάνδρειαν, κ.λπ., ήδη εορτάζετο η Υπαπαντή, όπως είδαμε. Ακολουθώντας αυτήν την πορεία σκέψης θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι επί Ιουστίνου Α' εισήχθη η εορτή αυτή κυρίως στην Εκκλησίαν της Κωνσταντινούπολης. Όμως, κατά την μαρτυρίαν I, επί Ιουστίνου Α' δεν εισήχθη άπ' αυτόν η εορτή, άλλ' απλώς «η Υπαπαντή μετηνέχθη». Δηλαδή, προϋπήρχεν και απλώς μετεφέρθη ημερομηνιακώς, ώστε αυτήν «εορτάζεσθαι Φεβρουαρίω μηνί εις την β, γενομένης πρότερον τη ιδ του αυτού μηνός».
Επομένως, αφού λέγει «γενομένης πρότερον», άρα προϋπήρχεν του Ιουστίνου Α' η Υπαπαντή εις την Κωνσταντινούπολη. Αλλά οι μαρτυρίες II και III ομιλούν περί καινοτόμου εισαγωγής και όχι περί απλής ημερομηνιακής μεταφοράς της Υπαπαντής. Υπάρχει, δηλαδή, «εκ πρώτης όψεως» αντίφαση σ' αυτές τις ιστορικές μαρτυρίες.
Ο δικός μας συλλογισμός είναι ο εξής: Εάν είχε γίνει απλή ημερομηνιακή μεταφορά, αυτό θα είχε γίνει μόνον εάν τότε ακριβώς είχεν εισαχθεί στην Κωνσταντινούπολη και ο εορτασμός της Γέννησης του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου, οπότε σαράντα μέρες μετά τις 25 Δεκεμβρίου θα εορτάζετο η Υπαπαντή, στις 2 δηλαδή Φεβρουαρίου. Γνωρίζομεν όμως ήδη, ότι η εορτή των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου είχεν εισαχθή στην Κωνσταντινούπολη ενάμισυν αιώνα πριν, δηλαδή γύρω στο 379 μ.Χ., επί αυτοκρατόρος Θεοδοσίου του Μεγάλου. Δεν νομίζομεν πάντως, ότι ήτο δυνατόν να εορτάζονται στην Κωνσταντινούπολη τα μεν Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου, η δε Υπαπαντή στις 14 Φεβρουαρίου.
Εάν πράγματι ο Ιουστίνος διέταξε μετάθεση της Υπαπαντής από τις 14 Φεβρουαρίου στις 2 Φεβρουαρίου, αυτό δεν ήτο δυνατόν να αφεώρα στην Κωνσταντινούπολη ή στην Αλεξάνδρειαν, αφού και σ' αυτήν την τελευταίαν καθιερώθη το έτος 433 μ.Χ. ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου. Η διαταγή του αυτοκράτορος θα έδει να στοχεύει μόνον τα Ιεροσόλυμα, οπού εξακολουθούσαν να εορτάζουν τη Γέννηση του Χριστού στις 6 Ιανουαρίου μέχρι τον 6ον αιώνα, δηλαδή μέχρι του Ιουστίνου.
Πιστεύομεν, λοιπόν, ότι ταυτόχρονα με την εισαγωγήν της εορτής της Υπαπαντής στην Κωνσταντινούπολη καθωρίσθη ως ημερομηνία της η 2 Φεβρουαρίου, χωρίς να γίνη στην Κωνσταντινούπολη ημερομηνιακή της μετάθεση. Μεταφορά της Υπαπαντής από τις 14 Φεβρουαρίου στις 2 του αυτού μηνός ήτο δυνατόν να γίνη μόνον όπου και όταν η εορτή της Γέννησης του Χριστού ετελείτο ακόμη στις 6 Ιανουαρίου. Που συνέβαινεν αυτό; Στα Ιεροσόλυμα και σε όσους ακολουθούσαν τα Ιεροσόλυμα. Η διαταγή του Ιουστινιανού (Μαρτυρία III) για γενικόν και καθ' όλην την αυτοκρατορίαν ομοιόμορφον εορτασμόν της Υπαπαντής στις 2 Φεβρουαρίου προϋπέθετε γενικήν ομοιομορφίαν και στην ημερομηνίαν εορτασμού της Γέννησης του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου.
Ο εφαρμοστέος εν προκειμένω κανών δια την ανίχνευση της ημερομηνίας εορτασμού της Υπαπαντής, καθώς ήδη υπηνίχθημεν, είναι η ημερομηνία εορτασμού της Γέννησης του Χριστού: Δηλαδή, όπου ήδη εώρταζον τη Γέννηση του Κυρίου στις 25 Δεκεμβρίου, εκεί εορτάζετο η Υπαπαντή στις 2 Φεβρουαρίου. Όπου όμως εξηκολούθουν να εωρτάζουν τη Γέννηση στις 6 Ιανουαρίου, κατά την αρχαιοτέραν συνήθειαν, εκεί η Υπαπαντή εορτάζετο στις 14 Φεβρουαρίου. Αυτήν ακριβώς την ανομοιομορφίαν ηθέλησεν να άρη ο Ιουστινιανός, κατά την III Ιστορική μαρτυρίαν που παραθέσαμεν.
Τέλος, το αξιοσημείωτον εις την μαρτυρίαν I είναι, η πληροφορία, ότι η Υπαπαντή «ουκ έστιν εναριθμουμένη ταίς δεσποτικαίς εορταίς», διότι πράγματι ο χαρακτήρας της Υπαπαντής την εποχήν εκείνην ήτο εντονότερα Θεομητορικός, πιθανότατα λόγω αντίδρασης κατά της νεστοριανικής αίρεσης, που υπεβίβαζεν, ως προλαβόντως εσημειώσαμεν, το πρόσωπον και τον ρόλον της Θεοτόκου.
Χρίστος Βασιλειάδης
Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1940. Ἔκανε τὴν πρωτοβάθμια καὶ δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση τὸ 1958-59 στὴν Νέα Ἰωνία Ἀττικῆς. Εἰσῆλθε σὲ δύο Πανεπιστημιακὲς Σχολὲς (Θεολογία & Φιλολογία) μὲ κρατικὴ ὑποτροφία κὰθ΄ὅλην τὴν φοίτησή του. Πτυχιοῦχος τῆς Θεολογικῆς τὸ 1963. Ὑπηρέτησε στὸν Ἑλληνικὸ Στρατὸ μὲ διαγωγὴ ἄριστη. Μετέβην στὴν Γερμανία γιὰ μετεκπαίδευση (Φιλοσοφία) καὶ στὴ Γαλλία (Ἱστορία τοῦ Πολιτισμοῦ). Στὴ Γαλλία ἐργάστηκε ὡς δημοσιογράφος ἐπὶ 7ετία στὴν Κρατικὴ Γαλλικὴ Τηλεόραση & Ραδιοφωνία. Ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα τὸ 1974 καὶ δούλεψε ὡς κλητήρας σὲ Ἀσφαλιστικὴ ἐταιρία. Διορίστηκε στὸ Δημόσιο σὲ ἡλικία 39 ἐτῶν ἀπ’ ὅπου καὶ συνταξιοδοτήθηκε παρατηθεῖς τὸ 2005 λόγω τῆς ἐπαράτου ἀσθενείας του καὶ ὡς ἐκ τούτου λαβῶν μειωμένη σύνταξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου