Ονοματοδοσία, Υπαπαντή του Κυρίου, και ο Ιησούς Δωδεκαετής στο Ναό (Λουκ. 2, 21-52)
Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
Ο
ευαγγελιστής Λουκάς διασώζει τρία σημαντικά γεγονότα από την βρεφική
και παιδική ηλικία του Ιησού: Την περιτομή και ονοματοδοσία Του στο Ναό
των Ιεροσολύμων (8 ημερών), την Υπαπαντή – συνάντησή Του με τον
προορατικό γέροντα Συμεών (40 ημερών), και ένα περιστατικό με τον
δωδεκάχρονο Ιησού στο Ναό, όπου φαίνεται η θεϊκή σοφία Του και η
αποστολή Του ανάμεσα στους ανθρώπους.
Α. Όταν συμπληρώθηκαν πράγματι οκτώ ημέρες από τη γέννησή Του, έκαναν στο παιδί ΠΕΡΙΤΟΜΗ και του έδωσαν το όνομα ΙΗΣΟΥΣ (= Ο Θεός σώζει), όπως δηλαδή το είχε ονομάσει ο άγγελος, κατά τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. [Περιτομή εκτελούσαν και οι Αιγύπτιοι και Άραβες, για λόγους υγείας και ένταξή τους σε διάφορες φυλές. Στους Εβραίους την περιτομή έκανε συνήθως ο πατέρας του παιδιού και από τότε το παιδί εθεωρείτο μέλος του λαού του Θεού. Ήταν δε μεγάλη προσβολή να σε ονομάσουν ‘απερίτμητο’, δεδομένου ότι με την περιτομή ξεχώριζαν οι Εβραίοι, μέσω της Διαθήκης του Θεού με τον Αβραάμ, από τους ειδωλολάτρες].
Όταν, σύμφωνα και με τον μωσαϊκό Νόμο, συμπληρώθηκαν οι μέρες για τον ΚΑΘΑΡΙΣΜΟ ΤΟΥΣ, έφεραν το παιδί στα Ιεροσόλυμα, για να το αφιερώσουν στο Θεό. [Η τελετή του καθαρισμού γινόταν την τεσσαρακοστή ημέρα από τη γέννηση του παιδιού. Με την ειδική αυτή τελετή θεωρούσαν ότι καθαρίζονταν όχι μόνο η μητέρα αλλά και όσοι έρχονταν σε επαφή μαζί της -το αίμα και οι διάφορες εκκρίσεις ήταν για τους Ισραηλίτες αίτιες μολύνσεως και σημαντικοί λόγοι αποχής από τη λατρεία. Εδώ ενδιαφέρει τον ευαγγελιστή Λουκά να τονίσει την αφιέρωση του μικρού Ιησού στον Θεό. Κατά την Πατερική ερμηνεία, ναι μεν πέρασε το ιουδαϊκό αυτό τυπικό στη χριστιανική λατρεία, οι ΕΥΧΕΣ όμως που ο ιερέας διαβάζει στη λεχώνα κατά τον ‘εκκλησιασμό’ του βρέφους, σκοπό έχουν ΠΛΕΟΝ να δοθεί η ευλογία και η χάρη του Θεού στην μητέρα, δεδομένου ότι η ροπή προς την αμαρτία είναι κοινή σε όλους, σε άντρες και γυναίκες, και μέσα στη φύση μας (Κύριλλος Αλεξανδρείας, Ε.Π. 69,1089). Επομένως για κάθε γεγονός της ζωής μας οφείλουμε να ζητάμε την βοήθεια του Θεού («Είτε τρώτε, είτε πίνετε, είτε οτιδήποτε άλλο πράττετε, πρέπει όλα να τα κάνετε για τη δόξα του Θεού» (Α΄ Κορ. 10,31)].
Α. Όταν συμπληρώθηκαν πράγματι οκτώ ημέρες από τη γέννησή Του, έκαναν στο παιδί ΠΕΡΙΤΟΜΗ και του έδωσαν το όνομα ΙΗΣΟΥΣ (= Ο Θεός σώζει), όπως δηλαδή το είχε ονομάσει ο άγγελος, κατά τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. [Περιτομή εκτελούσαν και οι Αιγύπτιοι και Άραβες, για λόγους υγείας και ένταξή τους σε διάφορες φυλές. Στους Εβραίους την περιτομή έκανε συνήθως ο πατέρας του παιδιού και από τότε το παιδί εθεωρείτο μέλος του λαού του Θεού. Ήταν δε μεγάλη προσβολή να σε ονομάσουν ‘απερίτμητο’, δεδομένου ότι με την περιτομή ξεχώριζαν οι Εβραίοι, μέσω της Διαθήκης του Θεού με τον Αβραάμ, από τους ειδωλολάτρες].
Όταν, σύμφωνα και με τον μωσαϊκό Νόμο, συμπληρώθηκαν οι μέρες για τον ΚΑΘΑΡΙΣΜΟ ΤΟΥΣ, έφεραν το παιδί στα Ιεροσόλυμα, για να το αφιερώσουν στο Θεό. [Η τελετή του καθαρισμού γινόταν την τεσσαρακοστή ημέρα από τη γέννηση του παιδιού. Με την ειδική αυτή τελετή θεωρούσαν ότι καθαρίζονταν όχι μόνο η μητέρα αλλά και όσοι έρχονταν σε επαφή μαζί της -το αίμα και οι διάφορες εκκρίσεις ήταν για τους Ισραηλίτες αίτιες μολύνσεως και σημαντικοί λόγοι αποχής από τη λατρεία. Εδώ ενδιαφέρει τον ευαγγελιστή Λουκά να τονίσει την αφιέρωση του μικρού Ιησού στον Θεό. Κατά την Πατερική ερμηνεία, ναι μεν πέρασε το ιουδαϊκό αυτό τυπικό στη χριστιανική λατρεία, οι ΕΥΧΕΣ όμως που ο ιερέας διαβάζει στη λεχώνα κατά τον ‘εκκλησιασμό’ του βρέφους, σκοπό έχουν ΠΛΕΟΝ να δοθεί η ευλογία και η χάρη του Θεού στην μητέρα, δεδομένου ότι η ροπή προς την αμαρτία είναι κοινή σε όλους, σε άντρες και γυναίκες, και μέσα στη φύση μας (Κύριλλος Αλεξανδρείας, Ε.Π. 69,1089). Επομένως για κάθε γεγονός της ζωής μας οφείλουμε να ζητάμε την βοήθεια του Θεού («Είτε τρώτε, είτε πίνετε, είτε οτιδήποτε άλλο πράττετε, πρέπει όλα να τα κάνετε για τη δόξα του Θεού» (Α΄ Κορ. 10,31)].
Σύμφωνα με το μωσαϊκό Νόμο, αν το πρώτο παιδί που φέρνει μια γυναίκα στον κόσμο είναι αγόρι, πρέπει να θεωρείται ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ στον Κύριο [(Έξοδος, 13,2: «Κάθε αρσενικό των Ισραηλιτών που γεννιέται πρώτο, είτε άνθρωπος είναι είτε ζώο, θ’ ανήκει σε εμένα»). Και αυτό γιατί ο Θεός είχε ελευθερώσει τον Ισραηλιτικό λαό από την Αίγυπτο. Έπρεπε ακόμη να ΕΞΑΓΟΡΑΖΟΥΝ κάθε πρωτότοκο γιό τους, σε ανάμνηση της θανάτωσης των πρωτοτόκων της Αιγύπτου, που έγινε για να επιτρέψει ο φαραώ στους Εβραίους να φύγουν]. Έπρεπε λοιπόν να προσφέρουν η Μαρία με τον Ιωσήφ και θυσία ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια, όπως έγραφε ο Νόμος του Κυρίου.
Στα Ιεροσόλυμα βρισκόταν ένας άνθρωπος που τον έλεγαν ΣΥΜΕΩΝ. Ήταν πιστός, ευλαβής και φωτισμένος. Περίμενε τη σωτηρία του Ισραήλ, ενώ τον καθοδηγούσε το Άγιο Πνεύμα. Του είχε φανερώσει λοιπόν το Πνεύμα το Άγιο ότι δεν θα πεθάνει, προτού να δει τον Μεσσία (για τον οποίον πολλές προφητείες μιλούσαν). Τότε ο Παράκλητος τού υπέδειξε να πάει στο Ναό. Μόλις οι γονείς Του έφεραν εκεί το παιδί, τον Ιησού, για να κάνουν γι’ αυτόν τα έθιμα που προστάζει ο Νόμος, Τον πήρε στην αγκαλιά του, δόξασε τον Θεό και είπε: «ΤΩΡΑ ΚΥΡΙΕ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΑΦΗΣΕΙΣ ΤΟΝ ΔΟΥΛΟ ΣΟΥ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ ΕΙΡΗΝΙΚΑ, ΟΠΩΣ ΤΟΥ ΥΠΟΣΧΕΘΗΚΕΣ, ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΕΙΔΑΝ ΤΟΝ ΣΩΤΗΡΑ ΠΟΥ ΕΤΟΙΜΑΣΕΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΑΟΥΣ (Μεσσίας για όλο τον κόσμο ο Ιησούς, όχι μόνο για ένα έθνος), ΦΩΣ ΠΟΥ ΘΑ ΦΩΤΙΣΕΙ ΤΑ ΕΘΝΗ ΚΑΙ ΘΑ ΔΟΞΑΣΕΙ ΤΟΝ ΛΑΟ ΣΟΥ ΤΟΝ ΙΣΡΑΗΛ». [Υπήρξε δηλαδή ο Συμεών ο πρώτος χριστιανός πλέον προφήτης, και έμεινε στην εκκλησιαστική συνείδηση με τον χαρακτήρα του ‘Θεοδόχου’, γιατί είχε την ευλογία να κρατήσει τον σαρκωμένο Θεό στα χέρια του. Τα λόγια του επαναλαμβάνει κάθε ιερέας στον Εσπερινό, λίγο πριν το τέλος της Ακολουθίας].
Ο Ιωσήφ και η μητέρα Του θαύμαζαν για όσα λέγονταν γι’ αυτό το παιδί. Ο Συμεών τους ευλόγησε και είπε στη Μαριάμ, τη μητέρα του Ιησού: «Αυτός θα γίνει αιτία να καταστραφούν ή να σωθούν πολλοί Ισραηλίτες. ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΙΟ ΑΝΤΙΛΕΓΟΜΕΝΟ (“σημείο διαφωνίας”, όπως ισχύει μέχρι και σήμερα, διότι πράγματι είχε, έχει και θα έχει σ’ όλη την ιστορία πολλούς φίλους αλλά και πολλούς εχθρούς) για να φανερωθούν οι πραγματικές διαθέσεις πολλών. Όσο για σένα, λέγει στην Θεοτόκο, ο πόνος για το παιδί σου (θα δει να Τον ειρωνεύονται, να διώκεται, να βασανίζεται, να σταυρώνεται και να πεθαίνει) θα διαπεράσει τη καρδιά σου σαν δίκοπο μαχαίρι». Όταν έκαναν όλα όσα πρόσταζε ο Νόμος του Κυρίου, γύρισαν στην πατρίδα τους Ναζαρέτ. [Η αφιέρωση του Ιησού στο Ναό, Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ από τον άγιο γέροντα Συμεών και την προορατική προφήτισσα Άννα -84 ετών τότε, βρισκόταν συνέχεια στο Ναό, ενώ μέρα και νύχτα προσευχόταν και νήστευε- η οποία δοξολογούσε τον Θεό και μιλούσε για το παιδί σε όλους, ονομάζεται στην εκκλησιαστική μας λατρεία ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ και γιορτάζεται στις 2 Φεβρουαρίου]. Το παιδί στο μεταξύ ΜΕΓΑΛΩΝΕ και ΔΥΝΑΜΩΝΕ στο πνεύμα, ΓΕΜΙΖΕ ΑΠΟ ΣΟΦΙΑ και η χάρη του Θεού ήταν μαζί Του. [Ήταν επομένως ΚΑΙ αληθινός άνθρωπος, με σάρκα και οστά, που πέρασε (και ευλόγησε έτσι την οικογένεια, την εργασία, καθώς και) όλες τις φάσεις και τα στάδια της ανθρώπινης ζωής, και ΟΧΙ φάντασμα, όπως τον θεώρησαν οι διάφορες γνωστικές ομάδες].
Β. Κάθε χρόνο, τη γιορτή του Πάσχα, οι γονείς του Ιησού πήγαιναν στην Ιερουσαλήμ. [Πολλές χιλιάδες προσκυνητές Ισραηλίτες συνέρρεαν κάθε χρόνο, απ’ όλο τον κόσμο, στη γιορτή του Πάσχα (και της Σκηνοπηγίας) στα Ιεροσόλυμα, τους οποίους φιλοξενούσαν οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ]. ΟΤΑΝ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΕΓΙΝΕ 12 ΕΤΩΝ, ανέβηκαν στα Ιεροσόλυμα, στη γιορτή. [Έως τα δώδεκά του έτη κάθε παιδί διδασκόταν από τον πατέρα του την εντολή-Οδηγία ‘Σεμά’ του Μωυσή («Άκου, λαέ του Ισραήλ: Ο Κύριος ο Θεός μας είναι ο μόνος Κύριος. Να αγαπάς λοιπόν τον Κύριο … με όλη την καρδιά σου….», Δευτ. 6,4), τις Δέκα Εντολές και άλλα συναφή, ενώ από 13 ετών μπορούσε να εισέρχεται ελεύθερα και από μόνος του στο Ναό. Στη Συναγωγή ακολούθως μάθαιναν αναλυτικότερα τα της πίστεώς τους]. Όταν τελείωσε η γιορτή και γύριζαν πίσω, το παιδί Ιησούς παρέμεινε στην Ιερουσαλήμ, χωρίς να το ξέρουν ο Ιωσήφ ΚΑΙ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ (σε πολλά σημεία των Ευαγγελίων δεν αναφέρεται ο Ιωσήφ σαν πατέρας του Ιησού, αλλά μόνο η Παναγία ως μητέρα Του, διότι ο Ιωσήφ υπήρξε θετός και μόνο πατέρας του Ιησού). Νομίζοντας ότι ήταν μέσα στο πλήθος των προσκυνητών, περπάτησαν μιας μέρας δρόμο και ύστερα άρχισαν να Τον αναζητούν ανάμεσα στους συγγενείς και τους γνωστούς. Επειδή δεν τον βρήκαν, γύρισαν στην Ιερουσαλήμ και τον αναζητούσαν.
Ύστερα από τρεις ημέρες, τον βρήκαν στο Ναό, καθισμένο ανάμεσα στους νομοδιδασκάλους, να τους ακούει και να τους κάνει ερωτήσεις. Όλοι όσοι τον άκουγαν έμειναν έκπληκτοι για τη νοημοσύνη και τις απαντήσεις Του (Στο απόκρυφο ευαγγέλιο του Θωμά αναφέρεται να λένε οι νομοδιδάσκαλοι για τον μικρό Ιησού: «τέτοια σοφία και αρετή, ούτε ακούσαμε ούτε είδαμε ποτέ»). Μόλις τον είδαν οι γονείς Του απόρησαν, και η μητέρα του Τού είπε: «Παιδί μου, γιατί μας το έκανες αυτό; Ο πατέρας σου (εδώ με νομική έννοια, αφού ήταν εξαρχής γραμμένος στην οικογενειακή μερίδα του Ιωσήφ) κι εγώ σε αναζητούσαμε με πολλή αγωνία». Ο Ιησούς τούς απάντησε: «Γιατί με αναζητούσατε; Δεν ξέρατε ότι πρέπει να βρίσκομαι στο σπίτι του Πατέρα μου;». Στην ουσία τους εξηγεί ότι φυσικός πατέρας του είναι ο Θεός Πατέρας και όχι ο Ιωσήφ, όπως μόλις πριν του είχε πει η Παναγία μητέρα Του (θα πρέπει δηλαδή να τον αντιλαμβάνονται πλέον ως Θεάνθρωπο με ξεχωριστή αποστολή, και όχι σαν απλό άνθρωπο). Το γεγονός δε αυτό αποτελεί την πρώτη ανεξάρτητη κίνηση του Ιησού ως Μεσσία και επισημαίνει την ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ ΤΟΥ ως μονογενούς Υιού και Λόγου του Θεού. Εκείνοι όμως δεν κατάλαβαν τα λόγια που τους είπε. Ο Ιησούς κατέβηκε μαζί τους και ήρθε στη Ναζαρέτ και ΖΟΥΣΕ ΚΟΝΤΑ ΤΟΥΣ ΜΕ ΥΠΑΚΟΗ (δεν ταξίδεψε επομένως σε Ινδίες και Θιβέτ όπως μερικοί ευφάνταστοι υπέθεσαν). Ο Ιησούς ΜΕΓΑΛΩΝΕ και ΠΡΟΚΟΒΕ στη σοφία (ως άνθρωπος), και η χάρη που είχε ευαρεστούσε τον Θεό και τους ανθρώπους.
Στη συνέχεια, και για 18 περίπου χρόνια μετά, η Ναζαρέτ φιλοξένησε αθόρυβα τον ουράνιο επισκέπτη. Αμέσως ύστερα, έγινε η μεγάλη έκρηξη, οπότε ο Υιός του Θεού οικειοθελώς βγήκε από την αφάνεια και άρχισε να κηρύττει και διδάσκει στους ανθρώπους περί της Βασιλείας των Ουρανών. Η Παναγία κρατούσε στη καρδιά της όλα τα γεγονότα, και όσα λόγια σχετίζονταν με τη ζωή του παιδιού της και ταυτόχρονα Θεού της. Μετά την Ανάσταση του Κυρίου, και ιδιαίτερα τον φωτισμό της Πεντηκοστής, τις αλήθειες αυτές εμπιστεύτηκε στους αποστόλους Του και στην πρώτη εκκλησιαστική κοινότητα των πιστών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου