Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

Ἡ αἱρετική ἀπεικόνιση τῆς «ἁγίας οἰκογενείας» (ἀποσπάσματα)


Ἡ αἱρετική ἀπεικόνιση τῆς «ἁγίας οἰκογενείας» (ἀποσπάσματα) 
Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Μοναχοῦ Σεραφείμ «Ἡ αἱρετική ἀπεικόνιση τῆς “ἁγίας οἰκογενείας”. Γιατί εἶναι ξένη καί ἀπόβλητη» δημοσιεύουμε - κατόπιν εἰδικῆς ἀδείας τοῦ συγγραφέως -ὁλόκληρο τό ζ΄κεφάλαιο καί ἀποσπάσματα τῆς εἰσαγωγῆς, τῶν κεφαλαίων β΄ καί η΄ καί τῆς τελικῆς συνόψεως, πρός καλύτερη γνωριμία τῶν ἀδελφῶν μέ τόν ὅλο σχετικό προβληματισμό τῆς ἀμάρτυρης καί καινοφανοῦς ἀπεικονίσεως αὐτῆς τῆς λεγομένης «ἁγίας οἰκογένειας», ἡ ὁποία ὑπονομεύει μέ ἐποπτικό τρόπο τό δόγμα τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου καί, συνεπῶς, καί τό δόγμα τῆς τελείας Θεότητος τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ ἡμῶν.  



Α. Εἰσαγωγὴ

[...................]

Ἡ παρθενία τῆς Παναγίας μας ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ καὶ γι΄ αὐτὸ καὶ σαφῆ ἀπόδειξη τῆς Θεότητας τοῦ Χριστοῦ, ἔναντι πάντων τῶν αἱρετικῶν, ὅπως ἀναπτύσσουμε κατωτέρω· κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ: «Ἕνα μόνον εἶναι στὸν Θεὸ ἀδύνατο, νὰ ἔλθει σὲ ἕνωση μὲ ἀκάθαρτο, πρὸ τῆς καθάρσεως· γι’ αὐτὸ ὑπῆρχε ἀπόλυτη ἀνάγκη γιὰ μία τελείως ἀμόλυντη καὶ καθαρώτατη Παρθένο, γιὰ τὴν κυοφορία καὶ τὴν γέννηση τοῦ ἐραστῆ καὶ δοτήρα τῆς καθαρότητας» [4]. Γι’ αὐτὸν τὸ λόγο καὶ ὑφίστανται ἀπὸ παλαιὰ ἡ τιμὴ καὶ ὑπόληψή Της πόλεμο ἐκ μέρους τῶν παντοίων ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ἰουδαίων, τῶν Γνωστικῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν σημερινῶν ἀπογόνων τοῦ Γνωστικισμοῦ, τῶν Μασόνων καὶ Νεοεποχιτῶν -Θεοσοφιστῶν [5].
Τὰ τελευταῖα ἔτη ἔχει λάβει ἰδιαιτέρως εὐρεῖα διάδοση, πρωτίστως ἐξ αἰτίας τοῦ γενικοῦ θεολογικοῦ καὶ δογματικοῦ ληθάργου, ἡ λεγομένη εἰκόνα τῆς «ἁγίας οἰκογενείας». Ἡ ἐν λόγῳ εἰκόνα, οἱ ἱστορικὲς ἀπαρχὲς τῆς ὁποίας εὑρίσκονται στὴν Δύση, παρουσιάζει – κατὰ κανόνα ἐναγκαλιζόμενες - μία γυναικεία μορφή, μία ἀνδρική, νέου συνήθως ἀνδρός, καὶ ἑνὸς παιδιοῦ ἐν τῷ μέσῳ αὐτῶν. Σὲ ἀκόμη χειρότερες ἐκδόσεις της ἐμφανίζονται ἐναγκαλιζόμενοι ὁ ἀνὴρ καὶ ἡ γυνὴ σὲ περισσότερο «οἰκεία» στάση, καὶ τὸ παιδὶ παραπλεύρως, στὴν ἀγκάλη τῆς μητέρας του. Καὶ ἡ βλάσφημη αὐτὴ παράσταση, μὲ ὅλα τὰ συνειρμικὰ μηνύματα ποὺ φέρει, ὑποτίθεται ὅτι παριστᾷ τὴν Θεοτόκο, τὸν Μνήστορα Ἰωσὴφ καὶ τὸ παιδίον Ἰησοῦν. 

Ο νηπιοβαπτισμός Ορθόδοξοι απαντήσεις εις προτεσταντικούς ισχυρισμούς


Ο νηπιοβαπτισμός
Ορθόδοξοι απαντήσεις εις προτεσταντικούς ισχυρισμούς
Του πρωτ. π. Βασιλείου Α. Γεωργοπούλου, Επικ. Καθ. Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.

Το ζήτημα του νηπιοβαπτισμού αποτέλεσε πάντοτε αφορμή μόνιμης μομφής και κατηγορίας, στον ελληνικό χώρο, διαφόρων Προτεσταντικών κινήσεων κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η απόρριψη του νηπιοβαπτισμού από τους Έλληνες Προτεστάντες δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο. Μαρτυρείται ήδη από τον 19ο αι., από την πρώτη στιγμή δηλαδή της παρουσίας Προτεσταντικών κοινοτήτων στον ελλαδικό χώρο1.
Σύμφωνα, λοιπόν, με κάποιους από τους Έλληνες Διαμαρτυρόμενους ο νηπιοβαπτισμός απορρίπτεται ως αντιβιβλική διδασκαλία και ως ανθρώπινη επινόηση. Αναφέρουν χαρακτηριστικά: «είναι ξεκάθαρο ότι το βάπτισμα των παιδιών είναι αντίθετο προς τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης. Δεν υπάρχει καμία εντολή, ούτε παράδειγμα, ούτε και καμία απολύτως νύξη, ότι εβαπτίσθη νήπιο υπό του Κυρίου ή των μαθητών του»2.
Με ποιο κριτήριο οι Έλληνες Προτεστάντες απορρίπτουν τον νηπιοβαπτισμό; Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους μοναδικό τους κριτήριο είναι η Αγία Γραφή. Ισχυρίζονται ότι ο νηπιοβαπτισμός στερείται αγιογραφικής θεμελίωσης. Ας αξιολογήσουμε όμως αυτό το επιχείρημα.
1). Οι προτεσταντικές αντιφάσεις.
Η θέση των Ελλήνων διαμαρτυρομένων, ότι ο νηπιοβαπτισμός στερείται αγιογραφικής θεμελίωσης τους φέρνει σε κάθετη αντίθεση με τους θεμελιωτές του Προτεσταντισμού. Στα χρόνια της Μεταρρύθμισης την απόρριψη του νηπιοβαπτισμού την υποστήριζαν μετά πάθους οι Αναβαπτιστές, δηλαδή, η πλέον ριζοσπαστική πτέρυγα της Μεταρρύθμισης. Απέναντί τους και γι’ αυτήν τους την τοποθέτηση θα σταθούν με ιδιαίτερη αυστηρότητα οι θεμελιωτές του Προτεσταντισμού έχοντας ως μοναδικό κριτήριο και αυτοί την Αγία Γραφή.
Ο Μ. Λούθηρος σε δύο βασικά κείμενά του, ιδιαίτερης βαρύτητας, στα Σμαλκαλδικά Άρθρα (Pars III, 5) και στη Μεγάλη Κατήχηση (Pars IV) είναι σαφέστατος. Ο νηπιοβαπτισμός αναφέρει: α) είναι σύμφωνος με την Αγία Γραφή, β) είναι αναγκαίος και γ) είναι αρεστός στο Θεό3.

Οι αιρετικοί και η Αγία Γραφή Επισημάνσεις από τον Άγιον Ειρηναίον Λυώνος


Οι αιρετικοί και η Αγία Γραφή
Επισημάνσεις από τον Άγιον Ειρηναίον Λυώνος
Του πρωτ. π. Βασιλείου Α. Γεωργοπούλου, Επικ. Καθ. Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Ο Άγιος Ειρηναίος Λυώνος ανήκει στις κορυφαίες πατερικές προσωπικότητες, που η συμβολή τους στην προάσπιση της Ορθόδοξης πίστης υπήρξε καταλυτική και αποτελεί ταυτοχρόνως τον σημαντικότερο θεολόγο του Β’ αιώνα ( Βλ. B. Altaner-A. Stuiber, Patrologie, Sonderausgabe, 1993, σ. 110). Ο λόγος του είναι ακριβής, λαγαρός και τεκμηριωμένος. Γι’ αυτό, όπως όλων των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας, παραμένει διαχρονικά επίκαιρος και αναντικατάστατος.
Στο πλήθος των αντιαιρετικών έργων, που συνέγραψε, συν τοις άλλοις, δείχνει να έχει μια βαθιά γνώση τόσο των διδασκαλιών, όσο και των διαφόρων πρακτικών των ποικιλώνυμων αιρετικών της εποχής του.
Στα έργα του μας πληροφορεί για βασικά διαχρονικά γνωρίσματα της πλάνης, ως δαιμονικής μεθόδευσης και απόπειρας να πολεμήσει το σωτηριολογικό έργο του Θεανθρώπου, αλλά κάνει και καίριες επισημάνσεις για πρακτικές και μεθοδεύσεις των αιρετικών, σχετικά με το πώς χρησιμοποιούν την Αγία Γραφή.
Ας δούμε κάποιες, ενδεικτικές μεν βάσιμες δε, επισημάνσεις του.
i. Η πλάνη χρησιμοποιεί προσωπείο
Η επισήμανση αυτή του Αγίου Ειρηναίου έχει αμάχητη ακρίβεια: «Ἡ γάρ πλάνη καθ’ αὑτήν μέν οὐκ ἐπιδείκνυται, ἵνα μή γυμνωθεῖσα γένηται κατάφωρος· πιθανῷ δέ περιβλήματι πανούργως κοσμουμένη, καί αὐτῆς τῆς ἀληθείας ἀληθεστέραν ἑαυτήν παρέχειν φαίνεσθαι διά τῆς ἔξωθεν φαντασίας τοῖς ἀπειροτέροις» (Έλεγχος, Α΄, 2).

ii. Χρήση κοινής ορολογίας με διαφορετική νοηματοδότηση.
Είναι σύνηθες το φαινόμενο στο χώρο των αιρέσεων να γίνεται χρήση και επίκληση θεολογικής ορολογίας, η οποία όμως νοηματοδοτείται με διαφορετικό περιεχόμενο, έξω από την εκκλησιαστική παράδοση και, πολλές φορές, και απ’ αυτή τη νοηματική της συνάφεια. Αυτή η πρακτική έχει ως συνέπεια, κατά τον ιερό πατέρα, το: «ὅμοια μέν λαλοῦντας, ἀνόμοια δέ φρονοῦντας» (Έλεγχος, Α΄, 2).

iii. Η ανυπαρξία εκκλησιαστικών κριτηρίων ερμηνείας της Αγ. Γραφής.
Αντί εκκλησιαστικών κριτηρίων ερμηνείας της Αγ. Γραφής, οι αιρετικοί εισάγουν ένα είδος υποκειμενικής ερμηνευτικής αυτάρκειας. Με αφορμή αυτό το γεγονός, στη συνέχεια προβάλουν επί της Αγ, Γραφής τα δικά τους νοσηρά νοήματα, τα οποία ο άγ. Ειρηναίος, πολλάκις, τα χαρακτηρίζει «πλάσμα», και προσπαθούν να τα παρουσιάσουν ως αγιογραφικές θέσεις. Αποτέλεσμα: «ῥᾳδιουργοῦντες τά λόγια τοῦ Κυρίου, ἐξηγηταί κακοί τῶν καλῶς εἰρημένων γινόμενοι» (Έλεγχος, Α΄, 2), «παρατρέποντας τάς ἑρμηνείας, καί ῥᾳδιουργοῦντες τάς ἐξηγήσεις» (Έλεγχος, Α΄, ΙΙΙ, 6).

Νεώτερα απόκρυφα «Ευαγγέλια» - Σύγχρονοι προσπάθειαι παραμορφώσεως του Προσώπου του Χριστού


Νεώτερα απόκρυφα «Ευαγγέλια»
Σύγχρονοι προσπάθειαι παραμορφώσεως του Προσώπου του Χριστού
Του πρωτ. π. Βασιλείου Α. Γεωργοπούλου, Επικ. Καθ. Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Απόκρυφα κείμενα στην ιστορία της Εκκλησίας θεωρούνται ψευδεπίγραφα κείμενα, που συντάχθηκαν από άγνωστους αιρετικούς συγγραφείς και έχουν μυθώδες περιεχόμενο. Μία από τις κατηγορίες των αρχαίων απόκρυφων κειμένων είναι τα λεγόμενα «Απόκρυφα Ευαγγέλια». Λαμβάνοντας αφορμή από το περιεχόμενο των Κανονικών Ευαγγελίων, οι αρχαίοι αιρετικοί συγγραφείς στα «Απόκρυφα Ευαγγέλια», άλλοτε αλλοιώνουν και άλλοτε προσθέτουν γεγονότα και λόγια, στην προσπάθειά τους να διαδώσουν τις αιρετικές τους αντιλήψεις.
Το φαινόμενο όμως της σύνταξης και της εμφάνισης «Απόκρυφων Ευαγγελίων», ξαναεμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο κυρίως κατά τον εικοστό αιώνα. Η πρακτική αυτή εντάσσεται στις προσπάθειες των νεωτέρων χρόνων διαφόρων ανθρώπων, που προσπάθησαν να αλλοιώσουν και να παραμορφώσουν την ιστορική εικόνα του Θεανθρώπου. Είναι μια παραγωγή νεοφανών απόκρυφων «Ευαγγελίων», που για μια ακόμη φορά αποκαλύπτουν δήθεν κρυμμένες, από τον ιστορικό Χριστιανισμό, πτυχές της ζωής, του προσώπου και της διδασκαλίας του Χριστού.
Πρόκειται για κείμενα που ενσωματώνουν μία ακατάσχετη φαντασιοκοπία των συγγραφέων τους και διαφημίζονται άλλοτε ως συμπλήρωμα, άλλοτε ως αποκατάσταση, άλλοτε ως νέα ανάδειξη και άλλοτε ως ανατροπή των ιστορικών θεολογικών δεδομένων.
Στα νεώτερα απόκρυφα «Ευαγγέλια» υπάρχει μια έντονη αντιιουδαϊκή θεώρηση του Χριστού. Επιπλέον, ανάλογα με τον συγγραφέα, Τον παρουσιάζουν ως μύστη, ως μυημένο σε παγανιστικά μυστήρια, ως μάγο, ως απλό θεραπευτή, ως εξωγήινη οντότητα, ως μετενσαρκωμένη οντότητα, ως χορτοφάγο, ως ταξιδιώτη στο Θιβέτ και στην Ινδία, ως Εσωτεριστή, ως παντρεμένο και άλλοτε ως Εσσαίο.

O Κανών λστ΄ της Συνόδου της Λαοδικείας


O Κανών λστ΄ της Συνόδου της Λαοδικείας
Καταδίκασε η Εκκλησία με τον κανόνα αυτόν τα Μαθηματικά; 
Θα περάσουμε σε ένα καυτό θέμα, το οποίο πολλάκις έχει απασχολήσει  και μπερδέψει πολλούς εξ’ υμών,  εξαιτίας της ερμηνευτικής δυσκολίας της λέξης Μαθηματικά.
 Η λέξη Μαθηματικά εμπεριέχεται μέσα στο Κανόνα ΛΣΤ΄  της Λαοδικείας χωρίς κάποια άλλη εξήγηση του όρου, έχοντας ως αποτέλεσμα πολλοί που τον διαβάζουν να νομίζουν ότι εννοεί εκεί τα απλά Μαθηματικά. Αυτομάτως διερωτώνται: Καταδίκασε η Εκκλησία με τον κανόνα αυτόν τα Μαθηματικά;
Εκ’ πρώτης όψεως δίνεται αυτή η εντύπωση.Βασική αρχή όμως, σε κάθε επιστήμη είναι το να μάθει κάποιος τι εννοεί ο συγγραφέας-νομοθέτης του Κανόνα με τη λέξη Μαθηματικά και όχι τι θα ήθελε ο καθένας μας να εννοεί, είτε λόγω σκοπιμότητος  είτε λόγω άγνοιας.
Κάθε Κανόνας λοιπόν ερμηνεύεται δια των Κανονολόγων. Αυτοί μας επεξηγούν τι σημαίνουν οι όροι του, όπως ακριβώς στη Νομική Επιστήμη, η κάθε διάταξη- Νόμος, ερμηνεύεται με βάση τους Νομικούς και όχι όπως (ίσως) εσφαλμένα τον/την καταλαβαίνουμε εμείς.
Ας δούμε λοιπόν πρώτα τον Κανόνα, και έπειτα την ερμηνεία των όρων του (Επαοιδοί ,Μαθηματικούς) από τους Βυζαντινούς καθώς και τους Υστερο-βυζαντινούς Κανονολόγους.
Ο Κανών λστ' της Συνόδου της Λαοδικείας: «Ότι ου δει ιερατικούς ή κληρικούς μάγους ή επαοιδούς, είναι ή μαθηματικούς, ή αστρολόγους, ή  ποιείν τα λεγόμενα φυλακτήρια, άτινά εστι δεσμωτήρια των ψυχών αυτών. Τους δε φορούντας, ρίπτεσθαι εκ της εκκλησίας εκελεύσαμεν». 

Ερμηνεία : 1.Ματθαίος Βλάσταρης,
Σύνταγμα κατά στοιχείον, στοιχείο Μ, κεφ. 1
Περί επαοιδών.
Επαοιδοί δε, οι γόεις, οι δι' επωδών τους δαίμονας εφελκόμενοι προς τα οικεία θελήματα, και θηρία καταδεσμούντες και ερπετά προς το μη λυμήνασθαι το κτήνος τυχόν, έζω που νυκτός αυλιζόμενον άλλα και όφεις έτεροι καταγοητεύουσιν, ους περ δη και μεταχειριζόμενοι, άδηκτοι εξ αυτών και απαθείς κακών διαμένουσα.
Περί μαθηματικών.

Ήταν ο Μελχισεδέκ Έλληνας;


Στους νεογνωστικούς και νεοπαγανιστικούς κύκλους κυκλοφορεί η πληροφορία, ότι ο Μελχισεδέκ ήταν Έλληνας. Το θέμα εξηγεί ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης στην επιστολή ξα’ Προς Αμμώνιο. Ας δούμε τι λέει:
«Ρώτησες, γιατί ο Παύλος είπε “Δόξα δέ καί τιμή καί εἰρήνη παντί τῷ ἐργαζομένῳ τό ἀγαθόν, Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καί Ἕλληνι» (Ρωμ. 2.10) και δεν ανέφερε πουθενά τον Χριστιανό. Γνώρισε λοιπόν, ότι ο Παύλος μιλούσε για τους πριν από την ένσαρκη έλευση του Χριστού. Γιατί δεν ζούσε τότε ακόμα στα χρόνια της χάριτος. Και Έλληνες εδώ δεν εννοεί τους ειδωλολάτρες, αλλά τους ευσεβείς, οι οποίοι ζούσαν με τον έμφυτο νόμο, οι οποίοι, χωρίς τις ιουδαϊκές νομοθετικές διατάξεις, εφάρμοζαν όλα όσα απέβλεπαν στην ευσέβεια, όπως ήταν ο Μελχισεδέκ, ο Ιώβ, ο Κορνήλιος». (Επιστολές βιβλίον δ’, επιστολή ξα’, Ισιδώρου Πηλουσιώτου Άπαντα, εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 2000, τόμος 4 σσ. 109-11, μετάφραση Π. Παπαευαγγέλου).
Αυτό που εξηγεί εδώ πολύ καθαρά ο άγιος Ισίδωρος είναι ότι με την λέξη Έλλην, που στην εποχή του είχε θρησκευτική χροιά, στην περίπτωση της χρήσης της από τον απόστολο Παύλο, δεν πρέπει να νοείται ο ειδωλολάτρης, αλλά ο ευσεβής, που πριν τους χρόνους της Καινής Διαθήκης ζούσε, όχι με βάσει το μωσαϊκό νόμο, αλλά τον έμφυτο νόμο της συνειδήσεως. Αυτός που ζούσε κατά συνείδηση, η οποία δεν μπορούσε να του καταμαρτυρήσει τίποτα, διότι ήταν δίκαιος. Τέτοιος Έλλην ήταν ο Μελχισεδέκ.
Ας σταματήσουν επιτέλους οι νεοπαγανιστές τις άδικες κατηγορίες κατά των Πατέρων, ότι δήθεν ήταν ανθέλληνες. Όπως φαίνεται από το παραπάνω απόσπασμα, οι Πατέρες έδιναν περισσότερη αξία στους Έλληνες, απ’ όσο οι ίδιοι καταλαβαίνουν.

Άντε και καλά "Μιθρούγεννα"....!


Η ενανθρώπιση του Κυρίου και Σωτήρος και Θεού ημών Ιησού Χριστού αποτελεί το σημαντικότερο γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας. Δι’ αυτής καταργήθηκε η διά του φόβου και του θανάτου εξουσία του Εωσφόρου επί του ανθρωπίνου γένους. Δια της αποκαλύψεως της Θεοφανείας διαλύθηκε το προηγούμενο σκότος της αγνωσίας και ανέτειλε το φως της αληθινής γνώσεως του ζώντος Θεού. Η γέννηση του Χριστού εκ της Παρθένου είναι ένα εξαιρετικά χαρμόσυνο γεγονός για τον άνθρωπο, και η Εκκλησία κάθε χρόνο το εορτάζει, θυμίζοντας στους πιστούς το μήνυμα της ελπίδος και της σωτηρίας.
Δυστυχώς, δεν δέχονται όλοι οι άνθρωποι το ευαγγελικό μήνυμα. Κάποιοι, παραμένοντες προσκολλημένοι πεισματικά στο σκότος της ειδωλομανίας, δεν αντέχουν να αντικρίζουν το φως της αλήθειας. Δεν κλείνουν απλώς και πεισματικά, μάτια, αυτιά και νου στην αποκάλυψη του Θεού, αλλά προσπαθούν να επαναφέρουν τον άνθρωπο στα χρόνια της άγνοιας, στην κατάσταση της πλάνης. Αν πριν την γέννηση του Χριστού υπήρχε η αμφίβολη δικαιολογία της ανικανότητας της ανθρώπινης διανόησης να πλησιάσει το ύψος της θείας γνώσεως, στα χρόνια μετά την ενανθρώπιση και αποκάλυψη, τώρα που η ίδια η Αλήθεια έσκυψε από τον ουρανό και φανερώθηκε στους ανθρώπους, οι αρνητές δεν έχουν ούτε δικαιολογία ούτε πρόφαση για την εμμονή τους στο ψεύδος. Ενθυμούμενοι τον λόγο του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου:
«πᾶν πνεῦμα ὅ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι˙ καί πᾶν πνεῦμα ὅ μή ὁμολογεῖ τόν Ἰησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστι˙ καί τοῦτο ἐστι τό τοῦ ἀντιχρίστου ὅ ἀκηκόατε ὅτι ἔρχεται, καί νῦν ἐν τῷ κόσμῳ ἐστίν ἤδη» (Α’ Ιωαν. 4.2-3)
Σύμφωνα με αυτό το πνεύμα, το πνεύμα του αντιχρίστου που βρίσκεται ήδη στον κόσμο, το Πνεύμα της Εποχής, είδαμε τις τελευταίες ημέρες να πληθαίνουν κάποια άρθρα στον τύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό, κατά τα οποία τα Χριστούγεννα είναι μία συνέχεια, μια απομίμηση παγανιστικών εορτών και ο Ιησούς Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός, είναι αντίγραφο ηλιακών θεοτήτων της αρχαιότητας. Θα δείξουμε παρακάτω ότι αυτές οι ιδέες προέρχονται από ένα θρησκευτικό κίνημα, το οποίο αναγνωρίζει ως πατέρα του των πατέρα του ψεύδους και προσπαθεί με παραπλανητικούς τρόπους και οργανωμένες επιθέσεις να επιβάλει τις θρησκευτικές του δοξασίες, αποβλέποντας να διαδώσει την λατρεία του Εωσφόρου.
Αλλά ας δούμε πρώτα και εν συντομία, αν υπάρχει κάποια τιμή αλήθειας στις ιδέες αυτές. Μπορούμε να διαχωρίσουμε τους ισχυρισμούς σε επιμέρους προτάσεις και να τις εξετάσουμε χωριστά. Ισχυρίζονται, λοιπόν, τα εξής:

Βιβλιοπαρουσίαση: Ελλήνων Χριστώνυμη Δόξα (Εκκλησία - Παλαιά Διαθήκη - Ιουδαϊσμός)


Α' ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ GREEKORTHODOXBOOKS
ΕΛΛΗΝΩΝ ΧΡΙΣΤΩΝΥΜΗ ΔΟΞΑ
Εκκλησία - Παλαιά Διαθήκη - Ιουδαϊσμός
Στο βιβλίο «Ελλήνων Χριστώνυμη Δόξα» απαντώνται και καταρρίπτονται εν συντομίᾳ συκοφαντικές κατηγορίες κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας για την αποδοχή της Παλαιάς Διαθήκης και των ιερών προσώπων και διηγήσεών της, καθώς και για τη γενικότερη σχέση της Εκκλησίας και του Ελληνισμού.
Από τις πηγές προκύπτει αφ΄ ενός η μέσῳ της Καινής Διαθήκης υπέρβαση του Ιουδαϊσμού και του Σιωνισμού, αλλά και η άρρηκτη σχέση της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, ως έργων ενός και του αυτού Νομοδότη. Επίσης, οι πηγές της Γραφής και της Παραδόσεως μαρτυρούν την εκκλησιαστική απόρριψη του «(παν)σιωνισμού» ως νέου μεσσιανισμού, ο οποίος δεν είναι αντίθετος μόνον πρός την Καινή, αλλά και την ίδια την Παλαιά Διαθήκη, η οποία προετοίμαζε την έλευση του Ιησού, μόνου αληθινού και ιστορικώς τελευταίου, Χριστού Σωτήρος. Στο τέλος αναλύονται οι καταστροφικές συνέπειες που θα συνεπαγόταν – όπως στην αρχαία αίρεση του Αντινομισμού - η απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης.
Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει στη φράση του Αυτοκράτορος της Νικαίας Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρι «Ελλήνων χριστωνυμούμενον κλέος ου σβέννυται»· τα κείμενα του βιβλίου αποτελούν συμπληρωμένη και βελτιωμένη μορφή προηγούμενης σχετικής απαντήσεως της ιστοσελίδος του Ι. Ησυχαστηρίου Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου προς e-mail αναγνωστών. Το βιβλίο εκδίδεται από τον Χριστιανικό Ορθόδοξο Φιλανθρωπικό Σύλλογο Φίλων Ι. Ησυχαστηρίου Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου «Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς»

Ερμής Τρισμέγιστος και η έλευση του Χριστού


ΕΡΜΗΣ ΤΡΙΣΜΕΓΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.
1. Ερμής Τρισμέγιστος και ερμητικά κείμενα.
Με την  άνοδο του νεοπαγανισμού στην χώρα μας, παρατηρείται προσπάθεια συμβιβασμού Χριστιανισμού και ειδωλολατρίας από της μετριοπαθέστερες πτέρυγες των δευτέρων. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, προβάλλεται ο ισχυρισμός, ότι η ύπαρξη Υιού και Λόγου του Θεού ήταν γνωστή στους αρχαίους και συγκεκριμένα από τον Ερμή τον επιλεγόμενο Τρισμέγιστο και ότι ο ερχομός του Χριστού προφητεύθηκε από αυτόν. Στο παρόν θ’ ασχοληθούμε με τον ισχυρισμό αυτό για να δούμε αν πράγματι ο Υιός και Λόγος του Θεού ήταν γνωστός στους αρχαίους Έλληνες, πριν ο ίδιος σαρκωθεί και αποκαλύψει τον εαυτό Του.  
Ο Ερμής ο Τρισμέγιστος είναι ένα μυθικό πρόσωπο, συγκριτιστικό παράγωγο των ελληνιστικών χρόνων. Πρόκειται για κράμα του μυθικού ελληνικού Ερμή και του αιγυπτιακού Θωθ. Ο Θωθ ήταν σεληνιακή θεότητα και η λατρεία του περιλάμβανε την μαγεία, όπως και του Ερμή. Γι’ αυτό και κατά την ελληνιστική περίοδο στην Αίγυπτο, οι Έλληνες τον ταύτισαν με τον Ερμή[1].  
Στον Ερμή τον Τρισμέγιστο αποδίδονται ψευδώς μια σειρά κειμένων θεωρητικής και πρακτικής μαγείας, τα οποία απαρτίζουν μαζί με συλλογή διάσπαρτων αποσπασμάτων το λεγόμενο ερμητικό corpus. Λέμε ψευδώς, διότι απλούστατα ο Ερμής ο Τρισμέγιστος είναι μυθικό και όχι πραγματικό πρόσωπο. Τα κείμενα δηλαδή είναι ψευδεπίγραφα.  
Τα ερμητικά κείμενα αποτελούν την θεωρητική βάση του Ερμητισμού. Ο Ερμητισμός είναι ένα μεταφυσικό και όχι θρησκευτικό ή φιλοσοφικό σύστημα. Αποτελεί την κατάπτωση του συγκερασμού της ενοποίησης των πρακτικών της αρχαίας αιγυπτιακής μυστηριακής λατρείας και της ελληνιστικής μαγείας, που κατέληξε σε συστηματοποίηση των μαντικών, αστρολογικών και αλχημιστικών τεχνικών. Σε αυτά εισήχθηκαν ιουδαϊκά στοιχεία, λόγω της πολυπληθούς ιουδαϊκής κοινότητας της Αιγύπτου και μετά την διάδοση του Χριστιανισμού, δάνεια από τον νεοπλατωνισμό.  
Πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι εφόσον επρόκειτο για μυστηριακή λατρεία, η ερμητική γνώση ήταν μυστική. Αποτελούσε αντικείμενο μύησης. Μόνο στην ύστερη αρχαιότητα έχουμε συγγραφή κειμένων, όταν πια το ερμητικό σύστημα είχε δεχθεί όλες τις αναφερθείσες επιδράσεις. Παρότι, το corpus θεωρείται ότι διατηρεί παλαιότερη παράδοση, ωστόσο η εικόνα που φτάνει σε μας για τον ερμητισμό είναι οριστική και τελική.  
Από την εποχή της μεταφοράς των κειμένων στη Δύση πιστεύονταν ότι πρόκειται για προγενέστερα του Χριστιανισμού κείμενα. Ωστόσο, ο πρώτος εκδότης τους Ισαάκ Causabon, ένας Ελβετός φιλόλογος, προχώρησε σε γλωσσολογική ανάλυση και κατέληξε ότι δεν είναι προγενέστερα του 200 μ.Χ. Άλλες εκτιμήσεις τα τοποθετούν μεταξύ του Β’-Ε’ αι. Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό ότι τα κείμενα, ως μεταγενέστερα του Χριστιανισμού, δεν μπορούν να στηρίξουν ισχυρισμό για την αναγνώριση του Υιού και Λόγου του Θεού από τους αρχαίους, πολύ δε περισσότερο για προφητεία της Ενσάρκωσής του. Αμέσως παρακάτω θα δούμε πως προέκυψε ο ασύστατος αυτός ισχυρισμός.
2. Ο Λόγος στα ερμητικά κείμενα. 
Από τους Χριστιανούς απολογητές του Γ’ αι. ο Λακτάντιος πρώτος και μοναδικός, επικαλέστηκε τα ερμητικά κείμενα για να δείξει στο ειδωλολατρικό περιβάλλον της εποχής του ότι η παγανιστική σοφία μπορούσε να συμμαχήσει με τον Χριστιανισμό. Ο Λακτάντιος (240-320) ήταν Χριστιανός Λατίνος συγγραφέας στην Βόρεια Αφρική και στο έργο του Divinae Institutiones προσπάθησε ν’ απολογηθεί υπέρ του Χριστιανισμού απέναντι στους φιλοσόφους. Η προσπάθειά του ήταν ανεπιτυχής, το έργο κρίθηκε αιρετικό και απαξιώθηκε. Επανήλθε σε χρήση κατά την Αναγέννηση στη Δύση, την ίδια εποχή με τα ερμητικά κείμενα.  
Ο Λακτάντιος αναγνώριζε τον Ερμή τον Τρισμέγιστο ως πραγματικό πρόσωπο, αναγνωρίζοντας και ταυτίζοντάς αυτόν με τον πέμπτο Ερμή του Κικέρωνα. Σύμφωνα με τον Κικέρωνα, ο πέμπτος Ερμής ήταν αυτός που έδωσε τα γράμματα και τους νόμους στους Αιγύπτιος. Ο Λακτάντιος έγραψε ότι, «αν και ήταν άνθρωπος, ωστόσο ήταν αρχαιότατος, και προικισμένος με κάθε είδους μάθησης, ώστε η γνώση πολλών πραγμάτων και τεχνών του απέδωσε τον τίτλο του Τρισμέγιστου. Έγραψε βιβλία πολλά σε αριθμό, σχετικά με τη γνώση των θείων θεμάτων, στα οποία επιβεβαιώνει το μεγαλείο του ανώτατου και μοναδικού Θεού, και αναφέρεται σε αυτόν με τα ίδια ονόματα που χρησιμοποιούμε κι εμείς – Θεός και Πατέρας[2]» 

Η Παλαιά Διαθήκη περί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού


Η Π.Δ. περί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού:
Χριστολογικά χωρία, μεσσιανικές προφητείες
Λεωνίδου Ι Φιλιππίδου
Καθηγητού και Πρυτάνεως του Πανεπιστημίου Αθηνών
Αυτός ο Κύριος αποκάλυψε, ότι ‘'οι Γραφές (δηλαδή η Π.Δ.), μαρτυρούν για Αυτόν''[i] και ότι ο Μωυσής έγραψε για Αυτόν και έτσι ‘'όσοι εκ των Ιουδαίων απιστούν είναι αναπολόγητοι ενώπιον του Θεού''[ii] και ότι ο Αβραάμ ‘'αναγάλλιασε στη σκέψη πως μπορεί να δει τις δικές μου ημέρες τις είδε και χάρηκε''[iii]. Δι' αυτών ο Κύριος αναφέρεται προφανώς στην παγκόσμια σωτηρία για την οποία είχε λάβει υπόσχεση ο Αβραάμ.

Στην συνέχεια δε ο Κύριος δηλώνει για τον εαυτό Του στους Ιουδαίους: ‘'Σας βεβαιώνω πως πριν γεννηθεί ο Αβραάμ εγώ υπάρχω''[iv]. Κατ' εκείνη δε τη μεγάλη προ του πάθους προσευχή Του, λέγει απευθυνόμενος προς τον Πατέρα· ‘'με αγάπησες προτού να δημιουργηθεί ο κόσμος''[v], παρουσιάζοντας τον εαυτό Του ως τον συναΐδιο προαιώνιο Λόγο, τον συνάναρχο Λόγο με τον Πατέρα και το Πνεύμα, τον εκ Παρθένου γεννηθέντα για την σωτηρία μας, όπως θριαμβευτικά ψάλλει η Αγία Εκκλησίας μας.

Στον εαυτό Του αναφέρει ο Κύριος και την από τον Μωυσή ύψωση του ορειχάλκινου όφεως στην έρημο ως τύπο της υψώσεως στον σταυρό του Υιού του ανθρώπου με την αναλογία των σωτήριων αποτελεσμάτων των δύο αυτών γεγονότων[vi]. Μετά δε την Ανάστασή Του εμφανισθείς στους πορευόμενους εις Εμμαούς Λουκά και Κλεόπα, ‘'αρχίζοντας από τα βιβλία του Μωυσή και όλων των προφητών, τους εξήγησε όσα αναφέρονταν σε όλες τις Γραφές για τον εαυτό Του''[vii] Ακολούθως δε στους συγκεντρωμένους μαθητές Του δήλωνε, ότι ‘' πρέπει να εκπληρωθούν όλα όσα είναι γραμμένα για μένα στο νόμο του Μωυσή και στους προφήτες και στους ψαλμούς. Τότε τους φώτισε τον νου, για να καταλαβαίνουν τις Γραφές· και είπε σ' αυτούς, ότι έτσι έχει γραφεί...''[viii]. Επομένως από αυτόν τον Θεάνθρωπο βεβαιώνεται η αναφορά της Π. Διαθήκης σ' Αυτόν από την αρχή μέχρι το τέλος της.

Όταν ο από την Βηθσαΐδα της Γαλιλαίας Φίλιππος, μόλις είχε γίνει μαθητής του Κυρίου, σπεύδει να γίνει ευαγγελιστής Του προς τον Ναθαναήλ, του ανακοίνωσε το ευχάριστο γεγονός με την εξής χαρακτηριστική αναδρομή προς εκείνα, που είχαν προαναγγελθεί περί Μεσσίου στην Π.Δ.: ‘'Βρήκαμε Εκείνον τον οποίον ανέφερε ο Μωυσής στον Νόμο και οι Προφήτες, τον Ιησού, τον υιό του Ιωσήφ από την Ναζαρέτ''· έκφραση, κάτω από την οποία υπονοούνται τα μεσσιανικά ή χριστολογική χωρία της Πεντατεύχου και των προφητών[ix], περί των οποίων γίνεται λόγος κατωτέρω.

Πράγματι δε από την διεξοδική μελέτη των χριστολογικών μεσσιανικών χωρίων της Π.Δ. διαπιστώνεται ότι σ' αυτήν προφητεύεται όλο το λυτρωτικό σχέδιο του Θεού, που ξετυλίχθηκε στην παγκόσμια Ιστορία, το οποίο τελεσιουργήθηκε στην Κ.Δ. δια του εν Χριστώ Ιησού ενανθρωπήσαντος Θεού Λόγου.

Έτσι, α) κατά την προπατορική περίοδο αναγγέλλεται στους πεσόντες πρωτόπλαστους το λεγόμενο ‘'πρωτοευαγγέλιο'' της λύτρωσής τους μέσω εκείνου, που θα γινόταν άνθρωπος από μία γυναίκα, ο οποίος, τραυματιζόμενος στην πτέρνα από τον διάβολο (υπαινιγμός της σταύρωσης), θα κτυπηθεί στην κεφαλή και θα συντριβεί, ώστε έτσι να τερματιστεί η μεταξύ Θεού και ανθρώπου διάσταση και να αποκατασταθεί η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό[x].

Η Ιουδαϊκή αντίληψη περί Θεού και Λόγου του Θεού


Η Ιουδαϊκή αντίληψη περί Θεού και Λόγου του Θεού
Από τον πρόλογο του ευαγγελίου κατά Ιωάννη μαθαίνουμε πως «ο Λόγος είναι προαιώνιος και θείος, είναι ο δημιουργός του σύμπαντος κόσμου ... και ως μονογενής υιός, που είναι θεός και υπάρχει στους κόλπους του Πατρός, είναι ο μόνος ικανός να Τον φανερώνει και να Τον εξηγεί.»
Ο Ιωάννης, όπως και οι περισσότεροι μαθητές του Ιησού Χριστού, προερχόταν από ιουδαϊκό περιβάλλον, στο οποίο οι έννοιες «Θεός» και «Λόγος» ήταν γνωστές, αλλά όχι με τον τρόπο που τις παρουσίασε εκείνος.
Οι μεν Προφήτες είχαν αποκαλύψει αινιγματωδώς και καλυμμένως τη θεότητα του Λόγου, καθώς και του Πνεύματος, μολονότι ο περισσότερος ιουδαϊκός πληθυσμός κατ΄ οικονομία Θεού δεν είχε έλθει σε σαφή επίγνωση της Αγίας Τριάδος, για να μη περιπέσει σε πολυθεΐα, όπως αναπτύσσει ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης («Ιουδαίοις τοις εις πολυθεΐαν ρέπουσι νομοθετών ουκ εδοκίμασε διαφοράν προσώπων εισαγαγείν, ίνα και μη διάφορον φύσιν εν ταις υποστάσεσιν είναι δογματίσαντες, εις ειδωλολατρίαν εκκυλισθώσιν» PG 78, 589). Η αποστομωτική ερώτηση του ίδιου του Χριστού προς τους Φαρισαίους (Ματθ. 22, 41- 46), πώς δηλαδή είναι δυνατόν ο Δαυίδ να αποκαλεί τον Μεσσία Κύριό του, ενώ είναι απόγονός του (Ψαλμ. 109,1), δεικνύει την εν προκειμένω ακρίβεια των προφητειών περί της θεότητος του Μεσσία, τον οποίον άλλωστε η πρώιμη ιουδαιο-χριστιανική κοινότητα, το «ευσεβές λείμμα» του Ισραήλ, ταύτιζε με τον Λόγο, όπως και ο Ιωάννης. Η εισαγωγή της προς Εβραίους επιστολής του Παύλου (Εβρ. 1, 1-14), όπου καταρρίπτεται η προοπτική κατανόησης του Λόγου ως αγγέλου («τίνι γαρ είπέ ποτε των αγγέλων, Υιός μου ει σύ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε;»), είναι εξίσου ενδεικτική. Συνεπώς η ίδια Παλαιά Διαθήκη εμπεριέχει κεκρυμμένως την περί Θεού Λόγου και Αγίας Τριάδος διδασκαλία, αποκαλυμμένη όμως στους Προφήτες, καθώς ο Μωϋσής μίλησε στους συγχρόνους του περί του Μεσσίου (Ιω. 5,46), ο δε Αβραάμ είδε την εκ νεκρών Ανάστασή Του (Ιω. 8,56). Παρά την μεγάλη απόσταση που έλαβε η ιουδαϊκή ερμηνευτική από την χριστιανική στο τέλος του α΄ μ.Χ. αιώνα, ώστε να αποστασιοποιηθεί από τη χριστιανική διδασκαλία περί της Αγίας Τριάδος, περί της Θεότητος του Υιού και Λόγου, ωστόσο παρέμειναν ίχνη της αρχαίας αντιλήψεως περί του Λόγου του Θεού ως προσώπου, και όχι απλώς θείας λογικής, και μάλιστα ως προσώπου - αγγελιαφόρου του Θεού, και «αντιπροσώπου» Του.
Τα, γραμμένα από ιουδαϊκή σκοπιά, κείμενα που ακολουθούν, μας δείχνουν πώς αντιλαμβάνονται τα διάφορα ρεύματα του Ιουδαϊσμού τον Θεό και τον Λόγο του Θεού σήμερα, και πώς αναφέρονται στον Θεό και τον Λόγο Του τα Ταργκουμίμ, δηλαδή οι αραμαϊκές μεταφράσεις της εβραϊκής Αγίας Γραφής, τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι Ιουδαίοι της εποχής του Ιησού περισσότερο από τις εβραϊκές γραφές.
Ιδιαιτέρως το δεύτερο άρθρο, της Ιουδαϊκής Εγκυκλοπαιδείας, αν και προσπαθεί να αναγάγει τη χριστιανική περί Λόγου διδασκαλία στόν Ιουδαίο Φίλωνα και το ημι-ϊουδαϊκό φιλοσοφικό σύστημά του (ενός προσωπικού, ενυπόστατου, και θείου Λόγου), δεν μπορεί όμως να αποκρύψει το γεγονός, ότι είναι όχι ο Φίλων, αλλά τα ίδια τα Ταργκουμίμ που ονομάζουν Λόγο (Memra), αυτόν ακριβώς τον Οποίο ο παλαιός Ισραήλ γνώρισε στην ιστορία του ως τον «μεγάλης βουλής άγγελο» και προστάτη του, μηνύτορα του θείου θελήματος, ο οποίος θα κατερχόταν στην ανθρωπότητα ως ο «μεθ΄ ημών Θεός» (Eμμανουήλ), Μεσσίας «επί του θρόνου Δαυίδ» και ταυτοχρόνως «Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος αιώνος» (Ησαΐας 9, 5.6). Οι σχετικές παρατιθέμενες παραπομπές στην ιουδαϊκή αραμαϊκή Βίβλο είναι πάρα πολύ εύγλωττες.

Η θέσις της Αγίας Γραφής διά την Αστρολογίαν


Η θέσις της Αγίας Γραφής διά την Αστρολογίαν
Του πρωτ. π. Βασιλείου Α. Γεωργοπούλου, Επικ. Καθ. Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Αφορμή για το σημερινό μας άρθρο υπήρξε εκπομπή μικρού τηλεοπτικού σταθμού της Αττικής, στην οποία κάποια κυρία που αυτοπροσδιοριζόταν «Ερευνήτρια πνευματικών φαινομένων», μεταξύ των άλλων παράδοξων επιχειρημάτων της, υποστήριξε, ότι η Βίβλος σε πολλά σημεία ομιλεί για την «καταλυτική επίδραση των άστρων στη ζωή του ανθρώπου».
Στοιχειώδης όμως γνώση της Αγίας Γραφής αποδεικνύει ακριβώς το  αντίθετο. Όχι μόνο δεν γίνεται λόγος για «καταλυτική επίδραση των άστρων στη ζωή του ανθρώπου» αλλά, αντιθέτως, η Αστρολογία συναριθμείται στην Αγία Γραφή στις αποκρυφιστικές και παγανιστικές εκείνες πρακτικές, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως «βδέλυγμα» ενώπιον του Κυρίου.
Σύμφωνα με την Αγία Γραφή τα άστρα είναι δημιουργήματα του Θεού, που σχετίζονται με το χρονικό προσδιορισμό των ημερών, των εποχών και των ετών, αποκαλύπτουν και διηγούνται τη δόξα, την παντοδυναμία και την πανσοφία του Δημιουργού (Ψαλμ. 8, 4. 146, 4. 148, 3. Ιώβ 9, 7-10. Ησ. 40, 26.Αμώς 5, 8. Α΄ Κορ. 15, 41).

Ορθόδοξη Ησυχαστική Παράδοση και οι Ανατολικές Θρησκείες (Γιόγκα). Ομοιότητες και διαφορές


Ορθόδοξη Ησυχαστική Παράδοση και οι Ανατολικές Θρησκείες (Γιόγκα). Ομοιότητες και διαφορές
Λεωνίδας Κατσίρας, Σχολικός σύμβουλος Κλ. ΠΕ13
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Γιόγκα, η οποία στην πατρίδα της, τις Ινδίες, πρέπει να οδηγεί τους ανθρώπους στο μυστικό βίωμα, στους ανθρώπους της Δύσεως προσφέρεται ως «βοήθεια», αλλά κατά τρόπον ουσιώδη διάφορο εκείνου που διδάσκεται στις Ινδίες. Ιστορικά είναι γενικευμένο έθιμο στους πολιτισμούς της Ανατολής ή στα σαμανικά έθιμα των πολιτισμών των Ινδιών. Είναι προσδιορισμός του μυστικού δεσμού του Ινδού με την ύψιστη υπερβατική πραγματικότητα, δηλ. ως μέθοδος ασκητική τεχνική, αλλά και ως μέθοδος διαλογισμού.
Στην Ινδία υπάρχουν πολλά είδη Γιόγκα, στην Ευρώπη, όμως, μόνον μερικά προβάλλονται, τα οποία οδηγούν τον άνθρωπο της Δύσεως σ' ένα επικίνδυνο μονοπάτι και ο οποίος δύσκολα μπορεί να καταλάβει τη διαφορά της άσκησης από το θρησκευτικό βίωμα το οποίο τον εγκλωβίζει.
Ο Ευρωπαίος πρέπει να γνωρίζει ότι εκείνο που προβάλλεται ως Γιόγκα στη Δύση, δεν είναι απλές σωματικές ασκήσεις, δεν είναι γυμναστική και σπορ, δεν είναι μία οδός προς απόκτηση ικανότητος παραγωγής, χαλάρωσης, ησυχίας, ηρεμίας και ανόδου των πνευματικών δυνάμεων. Είναι μία μέθοδος μόνον και μόνον για Ινδούς. Στις γραμμές που ακολουθούν, θα προσπαθή­σουμε να δείξουμε την σχέση, την ομοιότητα, αν υπάρχει, αλλά και τις δια­φορές μεταξύ της Yoga και του Ορθόδοξου Ησυχασμού. Τι προσπαθεί να επιτύχει ο ένας και τι ο άλλος. Ποιος ο σκοπός αυτης της μυστικής ένωσης του ανθρώπου στη Γιόγκα και τον Ησυχασμό στην Ορθόδοξη θρησκεία και θα καταδειχθεί η στρατηγική και των δύο, τι επιδιώκει η μία και τι η άλλη.
Τι είναι Γιόγκα; Από που ξεκίνησε; Τι πραγματεύεται και ποια τέλος πάντων τα θετικά και αρνητικά στοιχεία της; Εύλογα ερωτήματα για κάθε έξυπνο ερευνητή. Κατ’ αρχήν ας ξεκινήσουμε από την σημασία της λέξεως «Γιόγκα». Οι ρίζες της ξεκινούν βαθιά στις αρχαίες ιερές γραφές των Ινδών, γραμμένες στη «Σανσκριτική», την απόκρυφη γλώσσα που γνώριζαν μονάχα οι ιερείς, οι νεοφώτιστοι και οι ανώτερες Κάστες.
Η λέξη «Γιόγκα» έχει σανσκριτική ρίζα και προέρχεται από την λέξη «Γιόγκα», που σημαίνει «ενώνω», «συνδέω», «ζεύω». Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι «Γιόγκα» είναι το μέσον που συνδέει, ενώνει ή ζεύει δύο πράγματα μαζί. Είναι ο σύνδεσμος της Ατομικής Ψυχής με την Παγκόσμια Ψυχή, η Ένωση του ανθρωπίνου Πνεύματος με τον Θεό. Η Γιόγκα διδάσκει, πως κάθε άνθρωπος, ακόμα και ο απλός οικογενειάρχης, μπορεί να φθάσει σε προχωρημένα πνευματικά στάδια, αν ζει σωστά κι αν παράλληλα μελετάει και εφαρμόζει επίμονα τους τρόπους που οδηγούν σ' αυτό  το αποτέλεσμα.
Πριν προχωρήσουμε, όμως, στην ανάλυση της έννοιας Γιόγκα, παρατηρούμε ότι η Ινδική Φιλοσοφία πέρασε από τρία στάδια2 και η Γιόγκα είναι τόσο παλιά, όσο και αυτή η Ινδία. Και πέρασε για πολλές χιλιετηρίδες από στόμα σε στόμα, αλλά κυρίως όπως περιέχεται στις Σανσκριτικές γραφές των Pishis και των Σοφών, που πλούτισαν την ζωή και τον πολιτισμό της Ινδίας κι ολόκληρου του κόσμου.3
Οι Πηγές της διδασκαλίας της Γιόγκα είναι οι εξής: οι Βέδες, τα Ουπανισάντ (λογοτεχνικά ιερά ή απόκρυφα κείμενα) και η Μπαγκαβάτ Γκιτά, που σχεδόν σε κάθε κεφάλαιό της περιέχει οδηγίες για την Γιόγκα. Ένας Ινδός Σοφός με το όνομα Πατάντζαλι, γνωστός ως «πατέρας» της Γιόγκα, συγκέ­ντρωσε τα παλαιά γραπτά και μ’ αυτά  σχημάτισε τους «Αφορισμούς της Γιό­γκα» (Yoga Sutras). Οι αφορισμοί αυτοί είναι προτάσεις μεστές σε νόημα γραμμένες και συνταγμένες έτσι, ώστε να δίνουν τις αρχές της ειδικής φιλοσοφίας -στην περίπτωση αυτή της φιλοσοφίας της Γιόγκα. Το Γιογκικό ιδεώδες θα μπορούσε να ορισθεί σαν το να έχει κανείς γερό σώμα, με την κα­θοδήγηση ενός αναπτυγμένου νου και μια δυναμική θέληση ζωντανεμένη από τα υψηλότερα ιδανικά. Η Γιόγκα, όμως, απευθύνεται σε κάθε τύπο ανθρώπου, διότι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί, γι’ αυτό  και αναπτύχθηκαν διάφορες σχολές, έτσι ώστε όλοι οι άνθρωποι να βρουν αυτό  που τους ταιριάζει.
Όλες όμως οι μορφές της Γιόγκα έχουν ένα κοινό σκοπό, που είναι η Προ­σωπική Βελτίωση (self improvement) και η Ανακάλυψη του Εγώ (self realization).6 Ο Πατάντζαλι περιγράφει τα οκτώ στάδια δια των οποίων ο εκτελών την Yoga θα επιτύχει το σκοπό του.7
Φιλοσοφία της Γιόγκα
Ο Πατάντζαλι (Pantanjali), «Ο πατέρας της Γιόγκα» έδωσε την φιλοσοφία της Γιόγκα μέσα από τους αφορισμούς  και από αυτό  αντλεί τα πιστεύω της και η σημερινή Γιογκική Φιλοσοφία. Πολλές ερμηνείες γίνονται δεκτές, όλες βασίζονται στους Αφορισμούς της Γιόγκα του Πατάντζαλι. Ολόκληρη η διδα­σκαλία της Γιόγκα μας δίνεται στους Δέκα Κανόνες Συμπεριφοράς, σαν­σκριτικά «Γιάμας» (Yamas) και τους Δέκα Κανόνες Ελέγχου, σανσκριτικά «Νιγιάμας» (Niyamas), οι οποίοι είναι οι εξής.8 Να μην βλάπτεις τον άλλο, Αλή­θεια και διορατικότητα για όλα, Τιμιότητα και σεβασμός της Περιουσίας άλλου, Τήρηση Κανόνων Εγκράτειας και Αγνότητας, Εφαρμογή της Συγνώμης, Ανοχής ή Κατανόησης, Υπομονή, Καρτερία και Υπακοή, Συμπόνια και Συμπά­θεια, Ειλικρίνειασοβαρή προσπάθεια, Σωστός έλεγχος διατροφής σε ποιό­τητα και ποσότητα, Εφαρμογή Υγιεινής και Καθαριότητας, φυσικής και διανοητικής, ενώ οι Δέκα Νιγιάμας αναφέρονται στα εξής: Μετάνοια και τι­μωρία για κάθε σφάλμα, Δεκτικότητα και ολιγάρκεια, Πίστη, Ευσπλαχνία και εχεμύθεια, Σεβασμός για κάθε τι ιερό και λατρεία θεού, Μελέτη των Γραφών, Ταπεινοφροσύνη και Απλότητα, Ανάπτυξη διανοητικών ικανοτήτων και πνευ­ματικών αναζητήσεων, Προσευχή-διαλογισμός, Αλτρουιστικές Πράξεις. Αυτά  εν ολίγοις όσον αφορά την Γιόγκα. Ας δούμε, όμως και τον ορθόδοξο ησυ­χασμό.
Στις μέρες μας, πολλοί είναι εκείνοι που κάνουν λόγο για τον Ορθόδοξο Ησυχασμό, παρουσιάζοντάς τον ως τον «αντίστοιχο» της γιόγκα στην Ορθό­δοξη Εκκλησία, μαρτυρώντας μ’ αυτόν τον τρόπο την άγνοια και την σύγχυσή τους. Πιστεύουμε πως κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος έχει, ίσως, κάποια στιγμή προβληματιστεί για τις διαφορές αυτών των δύο. Βλέποντας έναν σύγχρονο ασκητή της Ερήμου κι έναν γκουρού, δεν είναι πάντα ευνόητο σ όλους το τι τους κάνει να διαφέρουν πέραν της εξωτερικής τους περιβολής. Και όμως διαφέρουν. Και διαφέρουν τόσο εσωτερικά, όσο και εξωτερικά, και οι διαφορές τους έγκεινται τόσον στην φιλοσοφία και στο σκοπό, όσο και σ' αυτές τις τεχνικές μεθόδους.
Περιεκτικότερα θα λέγαμε ότι οι διαφορές τους ακούνε στο όνομα Ιησούς Χριστός, που στους Ανατολίτες είναι άγνωστος. Ας αναλύσουμε όμως πρώτα, πριν πάμε να δούμε τις διαφορές τους, τι είναι Ορθόδοξος Ησυχασμός, ποια τα βασικά χαρακτηριστικά του και ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που κά­νουν τις μεγάλες διαφορές τους.
Ορισμός και Στοιχεία του Ορθόδοξου Ησυχασμού.
Ο Ορθόδοξος Ησυ­χασμός, όπως σήμερα τον καταλαβαίνουμε, είναι προέκταση και συνέχεια του αρχικού μοναχισμού, αφού ο μοναχισμός των πρώτων αιώνων ήταν ουσια­στικό ησυχασμός και αργότερα πήρε την σημερινή του μορφή. Λέγοντας Ησυ­χασμό, εννοούμε τον συγκεκριμένο εκείνο τρόπο ασκήσεως που επέλεξαν κάποιοι μοναχοί, ώστε να πραγματώσουν την προσωπική τους ένωση με τον Θεό στην ησυχία και την μόνωση, με βάση την αδιάλειπτη προσευχή. Η αρχή του ησυχασμού είναι ευαγγελική. Οι ησυχαστές έχουν ως σκοπό να καθαρί­σουν την καρδιά τους, προκειμένου να δουν τον Θεό, σύμφωνα με τον έκτο (6ο) Μακαρισμό: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. 5, 8). Στην προσπάθεια τους αυτή συν τω χρόνω, εισήλθε κάποια μέ­θοδος προσευχής επιβοηθητική στην επίτευξη του τελικού σκοπού 9: η νοερά, η καρδιακή προσευχή και βαστώντας λίγο την αναπνοή τους,10 λέγουν εκείνο το «Κύριε Ιησού, Υιέ του Θεού ελέησόν με».
Οι ησυχαστές πατέρες, επειδή ακριβώς αντιλαμβάνονται την αξία, τόσο της αδιάλειπτης προσευχής, σύμφωνα προς το «αδιαλείπτως προσεύχεσθαι» (Θεσ. Α’ 5,17), όσο και της νοεράς προσευχής, προσπαθούν συνεχώς «λένε» την ευχή «το εν τη καρδία λαλούμενον, την μονολόγιστον προσευχήν Κύριε Ιησού, Υιέ Θεού ελέησόν με» ,11 Ακριβώς, όλη αυτή η προσπάθειά τους, εννο­είται, βέβαια, γι’ αυτούς, με την βοήθεια του Θεού, συνεχώς να προσεύχονται καρδιακά, έχοντας δηλαδή το νου τους στην καρδιά τους καθαρά, αποκλεί­οντας καθαρά, δηλαδή αποκλείοντας την είσοδο οποιουδήποτε λογισμού στην καρδιά, σε συνδυασμό με την συγκεκριμένη μέθοδο, τεχνική που ανεπτύχθη, ώστε τελικά να αξιωθούν της θέας του άκτιστου φωτός και της ενώσεως με τον Χριστό. Παρερμηνεύθηκε και θεωρήθηκε αντίστοιχη της γιόγκα, που η λέξη καθ’ εαυτή σημαίνει «άσκηση, γυμνάσια και κυρίως ζεύξη»12, αλλά είναι κι η ονομασία συγκεκριμένης ινδουϊστικής φιλοσοφίας με δικό της φι­λοσοφικό σύστημα και σκέψη, «διαγράφει τον τρόπον, τους κανόνας της ασκήσεως, τα στάδια και τους σταθμούς της πορείας του ανθρώπου προς την λύτρωσιν» 13.Η Γιόγκα αποτελεί το «θεωρητικόν υπόβαθρον της ψυχοσω­ματικής ασκήσεως»14, δεν σημαίνει ιδιαιτέραν τινά απολυτρωτικήν θεωρίαν, αλλά μέσον προς λύτρωσιν, σύνολον πρακτικών μεθόδων προς πραγμάτωσιν της λυτρούσης γνώσεως. Είναι αυτονόητο ότι η γιόγκα, όπως κι αν την κα­ταλαβαίνουμε όντας γέννημαθρέμμα του Ινδουισμού, της θρησκείας των Ινδών».
Διδασκαλία της Yoga
Για τον Ινδουισμό, η ιστορία του κόσμου είναι κυκλική. Υφίσταται μία αδιά­κοπη ανακύκλωση των κόσμων, ενώ το σύμπαν είναι αιώνιο. Η υψίστη αρχή είναι το Brahman, το απόλυτο, που είναι απρόσωπο, κείται πέρα κάθε ορι­σμού, ωστόσο περικλείει και διαποτίζει τα πάντα. Παρά τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις διάφορες σχολές, όλες, όμως, έχουν ένα κοινό τόπο, την έννοια της λυτρώσεως του ανθρώπου από τις αδιάκοπες μετενσαρκώσεις που συνεπάγεται τελικά την συνάντηση με το Υπερβατικό, το Θείο.15 Για να επιτευχθεί αυτό , περνάει από ορισμένους «δρόμους» διαφορετικούς από Σχολή σε Σχολή  που για τον Ορθόδοξο Ινδουισμό είναι η πιστή εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς τους Θεούς, ιδιαίτερα με τις θυσίες.
Πρακτική της Yoga
Ως Γιόγκα, βασικά χαρακτηρίζονται διάφορες κατευθύνσεις, που έχουν κα­θοριστεί μέσα στον Ινδουισμό, προκειμένου να επιτευχθεί η λύτρωση του ανθρώπου και η ένωσή του με το Απόλυτο Ένα, το ΒΡΑΗΜΑΝ.
Παρόλο που η πρακτική της γιόγκα διδάσκεται σε σειρά και μάλιστα σε μακριά σειρά μαθημάτων και υπάρχουν πολλές παραλλαγές γι’ αυτήν και στον τρόπο που διδάσκεται, τα συνηθέστερα στάδια των μεθόδων αυτών είναι οκτώ (8) στάδια,16 τα οποία αναφέρθηκαν πιο πάνω, όπως και οι Αφορισμοί του Πατάντζαλι εξηγούν τις οκτώ (8) βαθμίδες της Γιόγκα.17 Γνωστό εξάλλου είναι και το αρχαίο ελληνικό ρητό «νους υγιής εν σώματι υγιεί». Γι’ αυτό το πρώτο καθήκον μας, είναι να φέρουμε τους εαυτούς μας στο μάξι μουμ της καλής φυσικής μας κατάστασης. Ως Γιόγκα, βασικά χαρακτηρίζο­νται οι κατευθύνσεις για την λύτρωση, για την ένωση με το απόλυτο ένα. Ο γιόγκι, αυτό  που «κάνει» γιόγκα, πιστεύει και επιθυμεί μέσω της γιόγκα να πραγματοποιήσει την ένωσή του με την υπερβατική πραγματικότητα και έτσι να λυτρωθεί. Προκειμένου να επιτύχει την απόλυτη περισυλλογή, έχει ανάγκη από την καθοδήγηση ενός διδασκάλου, ενός γκουρού Γκουρού σημαίνει αυτός που διαλύει το σκοτάδι.

Το Πρόσωπο της Θεοτόκου στην Προτεσταντική Θεολογία


Το Πρόσωπο της Θεοτόκου στην Προτεσταντική Θεολογία
Και όμως μέχρι τον ΙΖ' αιώνα οι προτεστάντες πίστευαν στο Αειπάρθενο!
Πρεσβ. Βασιλείου Α. Γεωργοπούλου (M.Th.)
Το να θελήσει κάποιος να παρουσιάσει το πώς αντιμετώπισε την Θεοτόκο η προτεσταντική θεολογία, σε όλα τα στάδια εξέλιξης του Προτεσταντισμού, αναμφιβόλως ξεφεύγει από τα πλαίσια ενός άρθρου και χρειάζεται συγγραφή ογκώδους βιβλίου.
Η δική μας όμως εδώ σύντομη ιστορικοδογματική αναφορά έχει ως σκοπό, να παρουσιάσει τον εκτροχιασμό της προτεσταντικής θεολογίας από την Πίστη της Εκκλησίας, όπως αυτή μαρτυρείται στους φορείς της Θείας Αποκαλύψεως στο ζήτημα αυτό, αλλά ταυτοχρόνως να επισημάνει και τον απίστευτο βαθμό διαβρώσεως τού Προτεσταντισμού από τον ορθολογισμό και την αυθαιρεσία.
Ξεκινώντας από τους ηγέτες της Διαμαρτυρήσεως, πρέπει να αναφέρουμε, ότι ο Λούθηρος στάθηκε με σεβασμό απέναντι στο φρόνημα της Εκκλησίας σχετικά με τις ιδιότητες της Μαρίας, όπως την αποκαλούσε, ως Θεοτόκο και Αειπάρθενο. Ουδέποτε αμφισβήτησε τις δύο αυτές ιδιότητες και ταυτοχρόνως παρουσίαζε το πρόσωπο της Θεοτόκου ως πρότυπο ταπεινοφροσύνης και πίστεως.
Φοβούμενος όμως μη μειωθεί η μοναδική μεσιτεία και το έργο τού Χριστού, ασκούσε κριτική σε πολλές μορφές εκδηλώσεως τιμής προς την Θεοτόκο, όπως επίσης απέρριπτε την επίκληση των πρεσβειών της.
Στα ίδια πλαίσια θα κινηθούν ο Ζβίγγλιος και ο Καλβίνος, οι οποίοι ομολογούσαν τις ιδιότητες της Μητέρας τού Κυρίου ως Θεοτόκου και Αειπαρθένου, απέρριπταν όμως την επίκληση και μεσιτεία της Θεοτόκου.
Ο Καλβίνος μάλιστα υπήρξε ο πλέον μαχητικὸς και ανένδοτος πολέμιος κάθε τιμής προς Αυτήν. Οποιαδήποτε τιμή προς την Θεοτόκο την χαρακτήριζε ως ειδωλολατρία.
Πρέπει να επισημάνουμε, ότι για την αρνητική τοποθέτηση των ηγετών τού Προτεσταντισμού έναντι της τιμής, της επικλήσεως, και πρεσβειών της Θεοτόκου καθοριστικό ρόλο έπαιξαν, συν τοις άλλοις, οι παπικές μεσαιωνικές πλάνες και υπερβολές στο ζήτημα αυτό.
Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα, η περίπτωση τού Φρειδερίκου του σοφού εκλέκτορα της Σαξωνίας, όπου στη συλλογή του των 19.013 «ιερών» αντικειμένων το 1520 συγκαταλέγονταν τέσσερις τρίχες της Θεοτόκου (!!!) καθώς και ένα δέμα σανὸ από το σπήλαιο της Βηθλεέμ (!!!).
Στα Συμβολικά Κείμενα του Προτεσταντισμού, τόσο της λουθηρανικής αποχρώσεως (π.χ. Αυγουσταία Ομολογία, άρθρο 3, Σμαλκαλδικά άρθρα Ι, 4), όσο και της καλβινικής (π.χ. Κατήχηση Χαϊδελβέργης, άρθρο 35), όσο και στη Formula Concordiae του 1571 (επιτομή άρθρο 8, 12), διατηρήθηκε η πίστη ότι η Μητέρα τού Κυρίου είναι όντως Θεοτόκος και Αειπάρθενος. Απορρίπτονται όμως ταυτοχρόνως κάθε μορφή τιμής, επίκλησης και μεσιτείας της.
Αυτή την εποχή εξαίρεση αποτελεί ο αντιτριαδικός αιρετικὸς Σωκίνος, καθώς αρνούνταν τις ιδιότητές Της ως Θεοτόκου και Αειπαρθένου.

ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ, ΘΕΟΥ ΥΙΟΣ, ΣΩΤΗΡ Μιχαήλ Χούλη Θεολόγου


 ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ, ΘΕΟΥ ΥΙΟΣ, ΣΩΤΗΡ
Μιχαήλ Χούλη
Θεολόγου

 Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΜΕΣΣΙΑΣ
Δεν υπάρχουν βιβλία που να έχουν μελετηθεί περισσότερο από τα βιβλία της Αγίας Γραφής, όχι μόνο από φίλους αλλά και από εχθρούς, και τα οποία μιλούν για την έλευση του αναμενόμενου Μεσσία, του Χριστού Ιησού, που υπήρξε ο πρώτος ΚΑΙ μοναδικός ΚΑΙ αληθινός Θεάνθρωπος της ιστορίας,. σε αντίθεση με τους φανταστικούς και ανύπαρκτους θεανθρώπους των εξωχριστιανικών θρησκευμάτων, οι οποίοι, αφενός δεν έχουν καμία ιστορική βάση, γιατί δεν υπήρξαν πραγματικά, αφετέρου αποτελούν εκφάνσεις της νοσταλγούμενης λύτρωσης, που παρατηρείται σ’ όλους τους λαούς και της θεανθρώπινης παγκόσμιας προσδοκίας. Πράγματι, τον Βούδα, τον Κομφούκιο, τον Λάο Τσε, τον Μωάμεθ και τους άλλους ιδρυτές θρησκειών, δεν τους έχει προαναγγείλει κάποια θρησκευτική παράδοση. Αντίθετα, ο Μεσσίας αναγγέλθηκε από μια ατελείωτη αλυσίδα ανθρώπων, που έζησαν και έδρασαν σε διαφορετικό χρονικό πλαίσιο, περιβάλλον και συνθήκες. Θα παραμείνει, δηλαδή, για πάντα το κλειδί της ιστορίας, που ανοίγει μόνο με την πίστη στην θεότητά Του και το χαρακτηρισμό Του ως «Υιό του Θεού», που έγινε άνθρωπος ακριβώς για να γίνουμε εμείς θεοί, κατά τη συμμετοχή μας σ’ Αυτόν, και για να κληρονομήσουμε τη Βασιλεία των Ουρανών. Ο απ. Παύλος, στην προς Γαλάτας επιστολή του, μας διαβεβαιώνει πως «Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, τότε έστειλε ο Θεός τον Υιό Του, ο οποίος γεννήθηκε από γυναίκα». Για το συγκεκριμένο αυτό «πλήρωμα  του χρόνου», μίλησαν οι προφήτες εκατοντάδες χρόνια πριν την πολυπόθητη Επιφάνειά Του. Αποτελούν οι μαρτυρίες αυτές την πλέον ισχυρή αγιογραφική απόδειξη του Θεανθρώπινου χαρακτήρα του Ιησού Χριστού, της ιδιότητάς του ως Υιού του Θεού και της μοναδικής μεσιακής Του αποστολής μέσα στο διάβα των αιώνων (βλ. και ‘Υπόθεση Ιησούς’ του Vitorio Messori, Πορεία Πνευματική, Αθ. 1980). 

Ορθόδοξη Εκκλησία και "Εξωσωματικές εμπειρίες"


Ορθόδοξη Εκκλησία και "Εξωσωματικές εμπειρίες"
Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
"Εξωσωματικές εμπειρίες" θεωρούνται οι εμπειρίες ορισμένων ασθενών ή κλινικά νεκρών, που περιγράφουν και εκθέτουν δημοσίως μετά την "επάνοδο" της ψυχής τους στην πρότερη κατάσταση. Τέτοιου είδους γεγονότα είναι πολύ της μόδας σήμερα και ΘΥΜΙΖΟΥΝ αστρικά ταξίδια της Γιόγκα (διαδίδουν ότι πραγματοποιούνται δια του διαλογισμού ή της γιόγκα του ύπνου), ταξίδια των μάγων έξω από το σώμα τους, καθώς και εξωσωματικές εμπειρίες γνωστικών παραθρησκευτικών ομάδων για να συλλέξουν, όπως ισχυρίζονται, διάφορες πληροφορίες από τον ορατό ή μεταφυσικό κόσμο. Τέτοιου είδους πρακτικές, η παράδοση 2.000 ετών της χριστιανικής Αποκαλύψεως –η οποία διακρίνεται για τη μεγάλη της εμπειρία όσον αφορά τον πόλεμο με τον αόρατο, πονηρά πνευματικό, κόσμο- χαρακτηρίζει αποκρυφιστικές, απορριπτέες και επικίνδυνες για την ψυχοσωματική υγεία των ανθρώπων.   
Το 1974 ο Έκκαρτ Βιζενχύττερ, γερμανός ψυχίατρος στο Πανεπιστήμιο της Τύμπιγκεν, προκάλεσε σωρεία συζητήσεων, αντιρρήσεων και επιδοκιμασιών στον ιατρικό, φιλοσοφικό και θεολογικό κόσμο της εποχής, δημοσιεύοντας το βιβλίο του με τίτλο "Ματιές στο υπερπέραν". Σ’ αυτό ισχυρίστηκε πως, μετά από δύο συνεχόμενα εμφράγματα που υπέστη, δοκίμασε ο ίδιος -ξέχωρα από τις περιγραφόμενες εμπειρίες εκατοντάδων ανθρώπων, που όσο βρίσκονταν σε κλινικά νεκρή κατάσταση ταξίδεψαν έξω από το σώμα τους και των οποίων γνώριζε το ιστορικό- αισθήματα αγαλλίασης και μεγάλης χαράς, όταν βυθίστηκε σε μια πορεία προς το άπειρο, απελευθερωμένος από το γήινο περίβλημά του (το σώμα του), οδηγούμενος σε μια ανείπωτη πραγματικότητα. Τον επόμενο χρόνο ο Ραϊμόν Μούντυ, αμερικανός ψυχίατρος, στο βιβλίο του "Ζωή μετά τη ζωή" ασχολήθηκε με περιπτώσεις "κλινικού θανάτου" ασθενών, που επανήλθαν στη ζωή αφού είχαν ζήσει καταστάσεις "out of the body" (εκτός σώματος), και παρέθεσε για τουλάχιστον 150 ομοιοπαθείς τις κοινές τους περιγραφές:

π. Βασιλείου Γεωργοπούλου: Πήγε ο Χριστός στην Ινδία;


Πήγε ο Χριστός στην Ινδία;
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Βασιλείου Α. Γεωργοπούλου (Μ. ΤΗ.)
Στους «βεβήλους και γραώδεις μύθους» (Αʹ Τιμ. δʹ 7), που επινοήθηκαν για να αμφισβητήσουν το Πάνσεπτο Πρόσωπο του Θεανθρώπου Κυρίου, ανήκει και ο ισχυρισμός κάποιων, ότι δήθεν το μοναδικό σε περιεχόμενο κήρυγμά Του και τα αξεπέραστα θαύματά Του οφείλονται στο γεγονός, ότι κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ του 12ου και 30ού έτους της ζωής Του πήγε στην Ινδία. Εκεί διδάχθηκε από Βραχμάνους ή και Βουδιστές δασκάλους τη σοφία και απέκτησε απόκρυφες δυνάμεις, μέσω των οποίων τελούσε τα θαύματα.

Εδώ πρέπει να επισημάνουμε, ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν είναι νέος. Είναι πολύ παλαιός. Είναι άποψη του Κέλσου (170 μ.Χ.) στη γνωστή πολεμική του κατά του Χριστού, στο έργο του «Αληθής Λόγος», με μιά παραλλαγή μόνο ως προς τη χώρα. Ο Κέλσος θεωρούσε ως χώρα, στην οποία διδάχθηκε δήθεν τα μαγικά, την Αίγυπτο αντί της Ινδίας.
Στους νεώτερους χρόνους βλέπουμε τον παράλογο και ανιστόρητο αυτόν ισχυρισμό περί της δήθεν μετάβασης του Ιησού στην Ινδία, να τον αναφέρουν ο γνωστός Γερμανός φιλόσοφος Σοπενχάουερ στο δίτομο έργο του Parerga und Paralipomena, 1851, και ο Ρώσος Ν. Notowitsch, στο έργο του Die Lucke im Leben Jesu, Stuttgart, 1894.
Στη συνέχεια, ενδεικτικώς θα αναφέρουμε ορισμένα ονόματα. Η άποψη αυτή συζητιέται από τους K.Berna, A.Fabe-Kaiser, και επαναλαμβάνεται μετα βεβαιότητος από τον Η. Kersten (Κ. Berna-Jesus ist nicht am Kreuz gestorben,1957. A.Faber-Kaiser, Jesus lebte in Indiem, 1984).
Επιπλέον, εν προκειμένω, πρέπει να αναφέρουμε και τις τοποθετήσεις των J.Dirnbeck και G.Gronbold,( J.Dirnbeck ,Die Jesusfalscher Ein original with entstellt, 1994Jesus in Indien.Das Ende einer Legende,1985), σχετικά μέ το θέμα μας.