Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

Περί Αγίου Πνεύματος διδασκαλία του Μεγάλου Φωτίου


Δεσποίνης Δ. Κοντοστεργίου, Ανάτυπο από τόν Τόμον Πρακτικά ΙΕ΄ Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα: «Μέγας Φώτιος», Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 251-267
 
Παναγιώτατε,
Κύριε Πρόεδρε,
Σεβαστοί Κύριοι Σύνεδροι.
Επιτρέψατε μοι πρωτίστως να αναπέμψω θερμάς ευχαριστίας εις τον Πανάγαθον Θεόν, ο οποίος με αξιώνει και εφέτος να ανέλθω εις το ιερόν τούτο βήμα και να συμμετάσχω με τας ευλογίας Σας, Παναγιώτατε, εις το ΙΕ' Θεολογικόν Συνέδριον, το οποίον είναι αφιερωμένον εις τον λαμπρόν φωστήρα και διδάσκαλον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εις τον Μέγαν Φώτιον.
Το θέμα το οποίον εν συντομία θα αναπτύξωμεν, είναι «η περί Αγίου Πνεύματος διδασκαλία του Μεγάλου Φωτίου», η οποία περιλαμβάνεται, τόσον εις το περισπούδαστον έργον του Αγίου Πατρός με τίτλον «Φωτίου Πατριάρχου λόγος, περί της του Αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας» και υπότιτλον «ότι ώσπερ ο Υιός εκ μόνου του Πατρός ιερολογείται γεννάσθαι, ούτως και το Πνεύμα το ’γιον εκ μόνου και του αυτού αιτίου θεολογείται εκπορεύεσθαι· λέγεται δε του Υιού είναι ως ομοούσιον και αποστελλόμενον δι' Αυτού» (1) , όσον και εις την Εγκύκλιον Επιστολήν αύτοΰ «προς τους της 'Ανατολης αρχιερατικούς θρόνους...» (2) , καθώς και εις τας άλλας έπιστολάς του.
Η κυρία αιτία, ήτις ηνάγκασε τον Μέγαν Φώτιον να ασχοληθή με το θέμα τούτο, κατά τα τελευταία 8 έτη της ζωής του και να συγγράψη τα ανωτέρω έργα του, ήτο η παραχάραξις και αλλοίωσις εν τη Δύσει του ιερού Συμβόλου της πίστεως Νίκαιας - Κωνσταντινουπόλεως, δια της προσθήκης του Filioque και η εξέγερσις των Ορθοδόξων κατά της προσθήκης ταύτης. Το Filioque α πέβη εν από τα κυριώτατα αίτια του Σχίσματος της Δυτικής Εκκλησίας της Ανατολής, η οποία το απέρριψεν ευθύς εξ αρχής, αλλά δυστυχώς παραμένει και ένα από τα κυριώτατα αίτια της επανενώσεως αυτών (3) . . Η τύποις αυτη αντικανονική και παράνομος και ουσία πεπλανημένη προσθήκη εις το ιερόν Σύμβολον της Πίστεως του Filioque , δηλαδή η λατινική νεοδιδασκαλία περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος «και εκ του Υιού», ήτις εχαρακτηρίσθη υπό μεν του Μεγάλου Φωτίου ως «αιρετική δόξα» και «άθεος γνώμη» και «βλασφημία κατά του Πνεύματος μάλλον δε καθ' όλης της Αγίας Τριάδος» και «κακών κορωνίς» (4) , υπό δε του Πέτρου Αντιοχείας, γράφοντος προς Μιχαήλ Κηρουλάριον, ως «κακόν και κακών κάκιστον» (5) , προσέκρουσεν περισσότερον εις την συνείδησιν των Ορθοδόξων. Διότι πρόκειται περί κιβδηλεύσεως και παραχαράξεως του ιερού Συμβόλου της Εκκλησίας και μεταβολής του θεμελιωδεστάτου χριστιανικού δόγματος περί Αγίας Τριάδος, το οποίον είχον δογματίσει αι δύο πρώται Οικουμενικαί Σύνοδοι και διερευνήσει και κατοχυρώσει θεολογικώς οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, ανεγνώρισαν δε και επεκύρωσαν αι έπόμεναι πέντε Οικουμενικαί Σύνοδοι (6). Η πλάνη αυτή περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος «και εκ του Υιού», η οποία έχει την αρχήν της εις την θεολογίαν τοϋ Αυγουστίνου (7) , πρωτίστως εισήχθη εις το Σύμβολον της Πίστεως εις την Ισπανίαν προς απόκρουσιν των Αρειανών, κυρωθείσα και υπό της εν Τολέδω τοπικής Συνόδου του 589 (8). Ο Αυγουστίνος διδάσκει ρητώς ότι ο Πατήρ και ο Υιός είναι ομού η αιτία της υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος.
Πρέπει να τονισθή ότι δεν είναι αίρεσις ο όρος καθ' αυτός ότι το Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και του Υιού, όταν ο όρος σημαίνη ενέργειαν και πέμψιν, εις ην μετέχει ως Κύριος και Θεός το Πνεύμα, αλλά είναι αίρεσις όταν σημαίνη τρόπον υπάρξεως του Πνεύματος. Εις το Σύμβολον ο όρος εκπόρευσις σημαίνει τρόπον υπάρξεως, δια τούτο η προσθήκη του Filioque είναι αίρεσις. Και δια τούτο οι Ορθόδοξοι Λατίνοι ουδέποτε προσέθεσαν εκουσίως το Filioque εις το Σύμβολον της Πίστεως.
Μόνον υπό το πρίσμα τούτο γίνεται αντιληπτή 1) η υπό του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού γενομένη ερμηνεία του Filioque των Ορθοδόξων Λατίνων της εποχής του, ως και 2) η έναντι των Φράγκων στάσις του Λέοντος Γ' (9).
.
Ο δε ’γιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού, ορθοδόξως νοουμένην, γράφει ότι το Πνεύμα «και δι' Αυτού (του Υιού) και εξ Αυτού φυσικώς και δίδοται και πέμπεται και προχείται, και προέρχεται, δι' αυτού δεδόμενόν τε και φανερούμενον, ει δε βούλει και εκπορευόμενον προς ους άξιον. Και εκπόρευσιν γαρ είπουπερ αν εν τοις τοιούτοις ακροάση, την φανέρωσιν νόει ου γαρ αεί το εκπορεύεσθαι παρά Θεού υπάρξεως εστι σημαντικόν αυθυποστάτου - ουκ επ' άρτω γαρ φησί, μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ' επί παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού'» (10 .
Ως ελέχθη προηγουμένως η αρχή της προσθήκης του Filioque έγινεν εις την Ισπανίαν και από εκεί εισήλθεν εις την Γαλλίαν. Η πρώτη σύγκρουσις μεταξύ των Λατίνων, οι οποίοι εισήγαγον το Filioque και των Ελλήνων, οι οποίοιι το απέκρουον, έγινεν εις την Σύνοδον του 767 ( Centilly ), εις την οποίαν όμως ενεκρίθη η προσθήκη του Filioque (11) .
Όταν έγινεν ο Μέγας Κάρολος αυτοκράτωρ των Φράγκων το επόμενον έτος, εχρησιμοποίησεν παν μέσον δια να επιβάλη το Filioque εις την Εκκλησίαν, παρασύρων και αυτόν τον πάπαν Αδριανόν Α', ο οποίος όμως απήντησεν εις αυτόν άρνητικώς το 794. Η λατινική τοπική Σύνοδος της Φραγκφούρτης κατά το ίδιον έτος, εις την οποίαν ευρίσκετο και ο Κάρολος εδέχθη το Filioque , καθώς και η Σύνοδος του 797 ( Cividade ), εις την οποίαν επρωτοστάτει ο Παυλίνος Ακυληΐας (12) . . Αλλά ο Κάρολος εξηκολούθει να ασκή πίεσιν επί του πάντοτε αρνουμένου Πάπα, δια να αποδεχθή το Filioque , το οποίον ο αυτοκράτωρ εχρησιμοποίει, δια να επιτύχη την ιδικήν του επεκτατικήν πολιτικήν και τους ίδιους πολιτικούς σκοπούς κατά του ανατολικού κράτους. Η αφορμή εδόθη από τα Ιεροσολυμα, καίτοι δε ασήμαντος, την εξεμεταλλεύθη ο αυτοκράτωρ προς επίτευξιν του σκοπού του. Κατά το έτος 808 εισήχθη το φραγκικόν έθιμον εις το μοναστήριον των Φράγκων, το οποίον ήτο εις το όρος των Ελαιών, να ψάλλουν το Σύμβολον της Πίστεως μετά της προσθήκης του Filioque . Οι Έλληνες ορθόδοξοι μοναχοί, πρωτοστατούντος του Αγιοσαββίτου Ιωάννου, εχαρακτήρισαν ως αιρετικούς τους Φράγκους μοναχούς, οι οποίοι απήγγειλαν το ιερόν Σύμβολον μετά της προσθήκης του Filioque (13) . Τότε οι Φράγκοι απετάθησαν προς τον Πάπαν Λέοντα Γ' και τον Κάρολον τον Μέγαν, δια να διευθετηθή το θέμα. Το 809 ο Κάρολος συνεκρότησε μεγάλην Σύνοδον εις το Aachen (Ακυισγράνον), ήτις εθέσπισεν ως δόγμα την περί το 780 γενομένην προσθήκην του Filioque . Επίσης ο αυτοκράτωρ έστειλε πρεσβείαν προς τον Λέοντα Γ' προσπαθών να πείση τούτον να δεχθή ή να ταχθή υπέρ της εισαγωγής της προσθήκης εις το Σύμβολον. Αλλ' ο Πάπας ούτος, ακολουθών τους προ αυτού Ορθοδοξους Πάπας, απέκρουε μετά δυνάμεως τας απαιτήσεις του αυτοκράτορος, τονίζων τας απαγορευτικάς των Συνόδων διατάξεις περί προσθαφαιρέσεως τίνος εις το ιερόν Σύμβολον και ίσχυριζόμενος ότι η Εκκλησία της Ρώμης διαφυλάττει το Σύμβολον ως το παρέλαβεν, ήτοι άνευ της αντικανονικής προσθήκης. Επί πλέον δε διέταξε να αναγραφή ελληνιστί και λατινιστί επί δύο αργυρών πλακών το γνήσιον Σύμβολον Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως αι οποίαι ανηρτήθησαν εις τον ναόν του Αγίου Πέτρου εις την Ρώμην, άνευ της προσθήκης, επιδιώκων κατ' αυτόν τον τρόπον να εξασφαλίση το αμετάβλητον και απαραχάρακτον αυτού. T ο λαμπρόν παράδειγμα του Λέοντος Γ' ηκολούθησαν και όλοι οι διάδοχοι αυτού μέχρι του Βενεδίκτου VIII, ο οποίος εδέχθη το Filioque και εις αυτήν την Ρώμην μόλις το 1014, ίσως κατόπιν πιέσεως του αυτοκράτορος της Γερμανίας Ερρίκου II (14). Έκτοτε ολόκληρος η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ως και αι εξ αυτή αποσπασθείσαι κατά τον ΙΣΤ' αιώνα Προτεσταντικαί Εκκλησίαι και ομολογίαι διατηρούν την προσθήκην ταύτην εις το Σύμβολον.
Αντιθέτως η Ορθοδοξος Καθολική Εκκλησία, ως και αι εξ αυτής αποσχισθείσαι Εκκλησίαι της Ανατολής, απέκρουσαν την προσθήκην του Filioque εις το ιερόν Σύμβολον της Πίστεως ως πεπλανημένην και αντικανονικήν. Έκριναν αυτήν απαράδεκτον αφ' ενός μεν αγιογραφικώς, διότι δεν διδάσκεται υπό τη αγίας Γραφής, αφ' ετέρου δε ιστορικοδογματικώς, διότι δεν διδάσκεται από την αρχαίαν δογματικήν Παράδοσιν και ειδικώς από την Β' Οικουμενικήν Σύνοδον του 381, η οποία διετύπωσε το 8ον άρθρον του Συμβόλου της Πίστεως, περί του Αγίου Πνεύματος, ούτε από τας άλλας Μεγάλας Οικουμενικάς Συνόδους και τους Μεγάλους Πατέρας της Ανατολής, τρίτον δε θεολογικώς, διότι εισάγει την δυαρχίαν εις την μοναρχικήν Τριάδα και διαιρεί εις διθεΐαν την μοναρχίαν και τέταρτον εκκλησιαστικώς, διότι αντικανονικώς απετολμήθη η προσθήκη αύτη εις Σύμβολον Οικουμενικόν, το οποίον απλανώς εν Αγίω Πνεύματι διετύπωσαν αι δύο πρώται Οίκουμενικαί Σύνοδοι, εβεβαίωσαν δε και επεκύρωσαν αι επόμεναι πέντε Οικουμενικαί και λοιπαί εκκλησιαστικαί Σύνοδοι, αι οποίαι απηγόρευσαν πάσαν απολύτως εις αυτό προσθήκην ή αφαίρεσιν. Ούτως η Γ' Οικουμενική Σύνοδος «ώρισε μηδενί εξείναι πίστιν προφέρειν, ήγουν συγγράφειν, η συντιθέναι παρά την ορισθείσαν παρά των αγίων Πατέρων, των εν τη Νικαέων συναχθέντων πόλει συν Αγίω Πνεύματι» (15) , ο δε πρόεδρος αυτής Κύριλλος Αλεξανδρείας προσέθηκεν, ότι ουδενί επιτρέπεται «λέξιν αμείψαι των εγκειμένων εκείσε η μίαν γουν παραβήναι συλλαβήν» (16) ή κατά τον Μέγαν Βασίλειον, «μηδεμίαν των εκεί λέξεων αθετείν» (17) .
Η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία μέχρι του Θ΄ αιώνος δεν αντέδρασεν επισήμως, διότι εξελάμβανε το Filioque ουχί ως δόγμα, αλλά ως θεολογούμενον, αφού και η Εκκλησία της Ρώμης το απέκρουεν αυτό εξ ίσου. Το πρόβλημα προέκυψε περί το 866, όταν οι απεσταλμένοι του πάπα Νικολάου Α' επεχείρησαν να εισαγάγουν αυτό εις την ορθόδοξον Βουλγαρίαν. Τότε προεκλήθη γενική εξέγερσις εις την Κων/πολιν, όπου παρουσιάσθη πλέον το Filioque ως δόγμα. Δια τούτο ο Μέγας Φώτιος πρώτος επολέμησε την διδασκαλίαν ταύτην ως αιρετικήν ακριβώς κατά την εποχήν ταύτην (18) . Ο δεινός ούτος πρόμαχος της Ορθοδοξίας, ο απαράμιλλος και ακαταγώνιστος φρουρός και αγωνιστής αυτής κατά του Παπισμού, κατήγγειλεν εγκυκλίως προς τους Ορθοδόξους Πατριάρχας και ολόκληρον τον ανατολικόν κόσμον, την εισαγωγήν εις το Σύμβολον της Πίστεως του Filioque , ως εισάγον την δυαρχίαν εις την μοναρχικήν Τριάδα και εις διθεΐαν την μοναρχίαν λύον, τονίσας ότι η τοιαύτη «κατά του Αγίου Πνεύματος, μάλλον δε καθ' όλης της Αγίας Τριάδος βλασφημία, καν μηδέν έτερον είη των προειρημένων τετολμημένον, εξαρκεί και μόνον μυρίοις αυτούς υπαγαγείν αναθέμασιν, ως αυτόχρημα άθεος γνώμη» (19) . Ήτο εύλογος η εκκλησιαστική αντίδρασις του μεγάλου τούτου ιεράρχου κατά της επιδιωκομένης απολυταρχικής απεκτάσεως της κυριαρχίας του πάπα Νικολάου επί της Ορθοδόξου Ανατολής, της παραχαράξεως της Ορθοδόξου πίστεως και της αθετήσεως των αρχαίων παραδόσεων και του εκλατινισμού της Βουλγαρίας και των άλλων ορθοδόξων χωρών. Υπό την πίεσιν της κοινής γνώμης και του εξεγερθέντος δια την απώλειαν της Βουλγαρίας αυτοκράτορος, ο σοφώτατος ούτος ιεράρχης, πληγείς «δια μέσων των σπλάγχνων καιρίαν πληγήν, ως ει τις τα έκγονα της κοιλίας αυτού κατ' οφθαλμούς ίδοι υπό ερπετών και θηρίων σπαρασσόμενα και διασπώμενα», δι' α «κόποι και πόνοι και ιδρώτες εις την εκείνων αναγέννησίν τε κατεβλήθησαν» (20) , απεφάσισε να αντιδράση εκκλησιαστικώς, όπως τούτο επεβάλλετο και από την εκκλησιαστικήν πολιτικήν της εποχής του. Προς τον σκοπόν τούτον έστειλε το έτος 866 κατόπιν αποφάσεως της ενδημούσης Συνόδου της Κων/λεως την Εγκύκλιον αυτού Επιστολήν «προς τους της Ανατολής αρχιερατικούς θρόνους», ήτοι εις τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιόχειας και Ιεροσολυμων, εις την οποίαν με ακαταμάχητον δύναμιν και ορθοδοξον ζήλον κατήγγειλε τας ετεροδιδασκαλίας και αντικανονικάς πράξεις της Ρώμης και του Πάπα αυτής Νικολάου Α' (21) .
Η Εγκύκλιος αύτη Επιστολή του Μεγάλου Φωτίου προς τους της Ανατολής αρχιερατικούς θρόνους, εις την οποίαν καταγγέλλονται επισήμως υπ' αυτού αι λατινικαί καινοτομίαι, αποτελεί σπουδαιότατον ορθόδοξον συμβολικόν κείμενον, διότι αναφέρεται και εις το Σχίσμα της Δυτικής Εκκλησίας, από της Μίας Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. το μεγαλύτερον μέρος της Εγκυκλίου Επιστολής του Μεγάλου Φωτίου αναφέρεται εις την προσθήκην του Filioque , όπως φαίνεται και από το δεύτερον μέρος του τίτλου αυτής, «...εν η περί κεφαλαίων τινών διάλυσιν πραγματεύεται, και ως ου χρη λέγειν εκ του Πατρός και του Υιού το Πνεύμα προέρχεσθαι, αλλ' εκ του Πατρός μόνου» (22) .
Λόγω της στενότητος του χρόνου, θα αναφερθώμεν μόνον εις το ειδικόν τούτο θέμα «περί του Αγίου Πνεύματος», και όχι εις όλην την Επιστολήν, δια να ίδωμεν τας απόψεις του Μεγάλου Φωτίου, αι οποίαι, ως ετονίσαμεν και ανωτέρω δεν είναι άλλαι από αυτάς της αγιοπατερικής Παραδόσεως της Εκκλησίας και των Οικουμενικών Συνόδων.
Όσον αφορά εις το θέμα της παραχαράξεως του ιερού Συμβόλου της Πίστεως, «νόθοις λογισμοίς και παρεγγράπτοις λόγοις και θράσους υπερβολή, κιβδηλεύειν επεχείρησαν» (23), της προσθήκης δηλαδή του Filioque «και εκ του Υιού», «το Πνεύμα το ’γιον ουκ εκ του Πατρός μόνον, αλλά γε και εκ του Υιού εκπορεύεσθαι καινολογήσαντες» (24), ο Μέγας Φώτιος αντιπαραθέτει αρκετά επιχειρήματα προς ανατροπήν αυτής, ως ήδη ετονίσθη.
1)Η εκπόρευσις «και εκ του Υιού» καταλύει την μοναρχίαν της Αγίας Τριάδος, διότι εισάγονται δύο αίτια, του Πατρός και του Υιού, του Πατρός αφ' ενός δια τον Υιόν και το ’γιον Πνεύμα και του Πατρός μαζί με τον Υιόν αφ' ετέρου δια το ’γιον Πνεύμα, οπότε καταλήγομεν εις διθεΐαν και η χριστιανική θεολογία δεν είναι ουδόλως ανωτέρα της ελληνικής μυθολογίας. Συν τοις άλλοις δε εξυβρίζεται και βλασφημείται το αξίωμα της υπερουσίου και μοναρχικής Τριάδος και διασπάται η ενότης αύτής.
•  Διατί, διερωτάται ο ’γιος Πατήρ, να εκπορευθή το ’γιον Πνεύμα και εκ του Υιού, αφού η εκπόρευσις Αυτού εκ μόνου του Πατρός είναι τελεία «ότι Θεός τέλειος εκ Θεού τελείου»· άλλως τούτο θα ήτο και περιττόν και μάταιον. Συνεχίζων ο Μέγας Φώτιος, λέγει -
3) Εάν το ’γιον Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού, όπως εκ του Πατρός «τι μη και ο Υιός εκ του Πνεύματος γεννάται, ώσπερ εκ του Πατρός; ίνα είη πάντα τοις ασεβούσιν ασεβή...» (25).
Εν συνεχεία ο ’γιος Πατήρ τονίζει ότι πρέπει να προσέξωμεν το εξής: 4) όταν έκπορεύεται το ’γιον Πνεύμα εκ του Πατρός, τότε «επιγινώσκεται», γίνεται εμφανής η υποστατική ιδιότης Αυτού, δηλαδή «το εκπορευτόν», όπως και όταν γεννάται ο Υιός εκ του Πατρός, ή του Υιού, δηλαδή «το γεννητόν». Εάν όμως γίνη αποδεκτόν, ως καταφλυαρούσιν εκείνοι, ότι εκπορεύεται το ’γιον Πνεύμα και «εκ του Υιού», τότε «διαστέλλεται» το ’γιον Πνεΰμα εις πλείονας ιδιότητας εκ του Πατρός από ότι ο Υιός, διότι, κατά τον ίδιο πάντα συλλογισμόν αυτών, τούτο θα είχεν ως συνέπειαν την σύγχυσιν των κοινών και ακοινωνήτων ιδιωμάτων της Αγίας Τριάδος και την διάλυσιν της ενότητος αύτής, καθώς και την μείωσιν του Αγίου Πνεύματος, ως εξής:
«Κοινόν μεν γαρ Πατρί και Υιώ η εξ αύτών του Πνεύματος πρόοδος,
ιδία δε του Πνεύματος ήτε εκ του Πατρός εκπόρευσις και μην και η εκ του Υιού.
Ει δε πλείοσιν διαφοραίς διαστέλλεται το Πνεύμα, ήπερ ο Υιός,
εγγυτέρω αν ειη της πατρικής ουσίας ο Υιός ήπερ το Πνεύμα.
Και ούτως η Μακεδονίου πάλιν κατά του Πνεύματος παρακύψαι τόλμα» (26) .
Εν άλλο βασικόν επιχείρημα, το οποίον χρησιμοποιεί ο Μέγας Φώτιος εναντίον της πλανεμένης διδασκαλίας των Φραγκολατίνων, περί της εκ του Υιού εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος είναι το ακόλουθον 5) εάν όλα τα κοινά ιδιώματα είναι του Πατρός και του Υιού, αυτά πάντως είναι κοινά και του Πνεύματος, δηλαδή «ως το Θεός, το Βασιλεύς, το Δημιουργός, το Παντοκράτωρ, το Υπερούσιον, το Απλούν, το Ασχημάτιστον, το Ασώματον, το Αόρατον, απλώς τα άλλα πάντα» (27) .
Εις τον Θεόν, παν ό,τι είναι ούσία είναι κοινόν εις τα τρία πρόσωπα - υποστάσεις, και δεν ημπορεί να υπάρχη τίποτα κοινόν εις τα τρία πρόσωπα - υποστάσεις, το οποίον δεν είναι της ουσίας. Εξ άλλου παν ο,τι είναι υποστατικόν δεν ανήκει παρά εις μίαν μόνον υπόστασιν και αντιστρόφως· παν ό,τι ανήκει εις μίαν ύπόστασιν ιδιαιτέρως, είναι αποκλειστικώς, υποστατικόν. Επομενως τίποτε δεν ανήκει εις δύο πρόσωπα από κοινού, αποκλεισμένου του τρίτου (28) . Τούτο φαίνεται σαφώς και από το επόμενον κείμενον «και μην εκ του πατρός φαμεν είναι τον υιόν, ως εκ της θείας ούσίας γεννηθέντα, δηλονότι κατά την πατρικήν υπόστασιν η γαρ ούσία μία των τριών εστιν ώστε το γεννάν τη πατρική υποστάσει εφαρμόζεται και ουκ εστιν είναι τον υιόν εκ του Πνεύματος. Επεί ουν και το Πνεύμα το άγιον εκ του πατρός, εκ της θείας ούσίας και αυτό κατά την πατρικήν υπόστασιν εκπορευόμενόν εστιν η γαρ ουσία πάντη τε και πάντως μία των τριών. Ουκούν το εκπορεύειν τη πατρική υποστάσει εφαρμόζεται και ουκ εστιν είναι το πνεύμα και εκ του υιού, ου γαρ εστι τα της πατρικής υποστάσεως έχειν τον υιόν» (29).
Επομένως εάν, ως ισχυρίζονται εκείνοι, η εκπόρευσις του Αγίου Πνεύματος είνα κοινόν ιδίωμα του Πατρός και του Υιού, τότε θα είναι κοινόν και του ιδίου του Αγίου Πνεύματος, οπότε τούτο θα εκπορεύεται και εκ του εαυτού του, ώστε το ’γιον Πνεύμα θα είναι το ίδιον αρχή του εαυτού του «και αίτιον άμα και αιτιατόν», πράγμα, το οποίον ούτε οι μύθοι των Ελλήνων δεν είχαν δημιουργήσει.
•  Εάν είναι του Αγίου Πνεύματος το ότι αναφέρεται εις «διαφόρους αρχάς», τότε εις αυτό ανήκει και το ότι έχει «πολύαρχον αρχήν», δηλαδή πολλάς αρχάς, ως λέγουν οι ίδιοι.
7) Ως είναι γνωστόν το κοινόν ιδίωμα του Πατρός και του Υιού είναι η θεία ουσία, δηλαδή ο Πατήρ «συνάπτεται εις κοινωνίαν» μετά του Υιού κατά την ουσίαν και «ου κατά τι των ιδιωμάτων», το οποίον είναι κοινόν ιδίωμα και του Πνεύματος. Εφ' όσον όμως ούτοι εδημιούργησαν καινοφανή δια το ’γιον Πνεύμα διδασκαλίαν, «περιορίζουσιν της κατ' ουσίαν συγγεvείαc το Πνεύμα».
Εν συνεχεία ο ’γιος Πατήρ, αναιρών την πλάνην αυτών λέγει ότι είναι καλύτερον να κλείνη κανείς τα ώτα του δια v α μην ακούη την βλάσφημον και θεομάχον φωνήν των, διότι ενί ο Κύριος, λέγει, «Το Πνεύμα, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται: ούτοι, οι πατέρες της νέας ταύτης δυσεβείας λέγουν ότι «το Πνεύμα, ο παρά του Υιού εκπορεύεται». Η βλασφημία δε αυτώ κατά του Αγίου Πνεύματος τονίζει ο Μέγας Φώτιος είναι άντ' θετός προς την διδασκαλίαν των Αγίων Ευαγγελίων και των αγίων Συνόδων της Εκκλησίας, ως και εναντίον των αγίων και Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, καθώς και κατά των άγια προφητών, αποστόλων και μαρτύρων, και αυτών των δεσποτικών φωνών, η βλάσφημος αυτή και θεομάχος φωνή εξοπλίζεται (30).
Συνεχίζων την αντιρρητικήν επιχειρηματολογίαν ο Μέγας Φώτιος ερωτά: «Το ’γιον Πνεύμα εκ του Υιού εκπορεύεται;» Αν ναι με ποιαν εκπόρευσιν, την ιδίαν την εκ του Πατρός, «ή αντίθετον της πατρώας;». Εάν είναι η αυτή εκπόρευσις μεν του Πατρός «πως ου κοινούνται αι ιδιότητες», δηλαδή πως δεν είναι και τα ύποστατικά ιδιώματα κοινά! Οπότε καταλύεται Τριάς, διότι με αυτάς τας ιδιότητας «αις και μόναις η Τριάς είναι και προσκυνείσθαι χαρακτηρίζεται;», με τας οποίας και μόνον είναι η Αγία Τριά Τριάς και ως τοιαύτη προσκυνήται; Εάν δε η εκπόρευσις του Αγίου Πνεύματος είναι αντίθετος «της πατρώας» τότε όσοι εισάγουν ταύτην την θεομάχον δισκαλίαν είναι ως ο Μάνης και ο Μαρκίων, δηλαδή ως οι αιρετικοί.
•  Έάν η πρόοδος - εκπόρευσις του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός «συντελεί εις ύπαρξιν», δηλώνει τον τρόπον υπάρξεως Αυτού «τι συνοίσει τω Πνεύματι η εκ του Υιού εκπόρευσις, της πατρικής αρκούσης εις ύπαρξιν» διερωτάται ο ’γιος Φώτιος, εφ' όσον αυτού του είδους η εκπόρευσις δεν συνδέεται με την ουσίαν, θα ήτο παράλογον να τολμήση κανείς τούτο, «πάσης διπλόης και συνθέσεως της μακαρίας και θείας εκείνης φύσεως ως απωτάτω κειμένης» (31).
Εάν οι Δυτικοί αποδεχθούν ότι η προβολή - εκπόρευσις του Αγίου Πνεύματος «ενός... εστί μόνου των τριών» τότε θα πρέπη να ειπούν ότι η εκπορεύεται το ’γιον Πνεύμα εκ του Πατρός «εκ του Πατρός φήσουσιν εκπορεύεσθαι το Πνεύμα» και να απαρνηθούν - «την φίλην αυτοίς και καινήν μυσταγωγίαν» - την αγαπητήν εις αυτούς και καινοφανή διδασκαλίαν ή κατά τον ίδιον τρόπον να ανασκευάσουν τα υποστατικά ιδιώματα, διότι εάν εμμείνουν εις την ιδικήν των θεωρίαν, η οποία είναι βλάσφημος και θεομάχος, δεν θα είναι μόνον «πρωτοστάται των δυσσεβούντων, αλλά και των μαινομένων». Διότι ό,τι αναφέρεται εις την παναγίαν και ομοούσιον Τριάδα ή είναι κοινόν όλων ή ίδιον — υποστατικόν ενός και μόνου των τριών η δε του Πνεύματος προβολή - εκπόρευσις ούτε καινόν είναι, αλλά ούτε, ως ισχυρίζονται ούτοι «ενός και μόνου τινός» — άπαγε της βλασφημίας και αύτη ας τραπή επί τας κεφαλάς εκείνων, λέγει ο Μέγας Πατήρ, ’γιος Φώτιος. Επομένως «ουκ όλως εστιν εν τη ζωαρχική και παντελείω Τριάδι η του Πνεύματος προβολή (32). .
Κατά τον ίδιον τρόπον, συνεχίζει ο Μέγας Φώτιος την διδασκαλίαν του ότι το ’γιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός, χρησιμοποιών πλείστα παραδείγματα και λόγια από την Καινήν Διαθήκην και από όλην την αγιοπατερικήν παράδοσιν, κυρίως εις το περισπούδαστον έργον του, περί της του Αγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας, τα οποία δεν είναι δυνατόν να τα αναφέρωμεν όλα. Εξ αυτών χρησιμοποιούμεν ενδεικτικώς μερικά, τα άλλα εις την εκτύπωσιν. Επίσης ο Μέγας Φώτιος χρησιμοποιεί και τα ίδια λόγια του Κυρίου, τα οποία ερμηνεύει κατά άριστον θεολογικόν τρόπον, όπως· «είπεν ο Σωτήρ τους μαθητάς μυσταγωγών. ‘Το Πνεΰμα εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν» (33). . Δεν είπεν ‘εξ εμού' αλλά ‘εκ του εμού' τα οποία διαφέρουν μεταξύ των και δηλώνεται κάποιο άλλο πρόσωπον εκτός από εκείνο, το οποίον ομιλεί και δεν είναι κανένα άλλο ει μη από το Πρόσωπον του Πατρός.
Όταν δε λέγη ο Κύριος ‘Πορεύομαι προς τον Πατέρα·... έτι πολλά έχω λέγειν υμίν, αλλ' ου δύνασθε βαστάζειν άρτι - όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν' σημαίνει το αναφυόμενον θαυμαστόν μέγεθος και αξίωμα του Πνεύματος, το οποίον θα φωτίση τον νουν των μαθητών ώστε να φθάσουν εις πάσαν την αλήθειαν, εις το άφατον ύψος της θεώσεως.
Όταν δε είπεν ο Δαβίδ: «Και τω Πνεύματι του στόματος αυτού», εδίδαξε και, ότι εκ μόνου του Πατρός εκπορεύεται τω Πατρί προσνείμας το εκ του στόματος αυτού, ου τω Υιώ, δια να μη φθάση κανείς να είπη ότι εκπορεύεται και εκ του Υιού. Όταν δε αναφέρεται το ψαλμικόν «εξεπορεύετο έξω και ελάλει επί το αυτό» τούτο σημαίνει απλώς την εξέλευσιν, δηλαδή την πέμψιν. Αλλά η εκπόρευσις του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός δεν σημαίνει απλώς την έξέλευσιν, «άλλά την ούσιώδη και φυσικήν και τοΰ πως είναι σημαντικήν και την (της) υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος έμφαντικήν εν άλλαις λέξεσιν σημαίνει τον τρόπον της υπάρξεως ότι «ου γεννητώς εστιν ως ο Υιός, άλλ' εκπορευτώς και ιδίως» (34). Διότι ίδιον του Υιού είναι ότι γεννάται φυσικώς εκ του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος το ότι εκπορεύεται εκ του Πατρός φυσικώς. Κατά τούτο δε διαφέρουν μεταξύ των, δηλαδή κατά τον τρόπον ιδιότητα της υπάρξεως, ενώ κατά την ουσίαν, φύσιν, αξίαν, δύναμιν και απλώς ειπείν πάντα τα άλλα είναι εν και προς τον Πατέρα και προς αλλήλους. Εις το σημείον τούτο θα τονίσωμεν το ξής, το οποίον ετονίσαμεν και εις την αρχήν της ομιλίας μας, ότι, όταν ο όρος εκπόρευσις σημαίνει ενέργειαν και πέμψιν δεν είναι αίρεσις, αιρεσις είναι όταν σημαίνει τρόπον υπάρξεως. Εάν λοιπόν, λέγει ο Μέγας Φώτιος, ειπήτε ότι το ’γιον Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού, τότε αμέσως έχομεν δύο αίτια και δύο αρχάς, τον Πατέρα και τον Υιόν, οπότε έχομεν δυαρχίαν μάλλον παρά μοναρχίαν. Εάν όμως γίνεται άλλως, τούτο συμβαίνει «δια την εις αλλήλα τούτων αντιπεριχώρησιν», δηλαδή είναι εξαποστελλόμενον και ως είπαμεν ανωτέρω σημαίνει πέμψιν διότι εξαποστέλλει, όπως ο Πατήρ τον Υιόν, ούτω και ο Υιός το Πνεύμα το ’γιον.
«Όταν δε, φησιν, έλθη ο Παράκλητος, ον εγώ πέμψω ημίν παρά του Πατρός, το Πνεύμα της άληθείας, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται, εκείνο μαρτυρήσει περί εμού· ». Όταν είπεν ο Υιός και Θεός περί του Αγίου Πνεύματος, ότι «παρά του Πατρός εκπορεύεται» και μάλιστα το λέγει δύο φοράς συνεχώς εις την ιδίαν πρότασιν, διατί δεν είπεν «και παρ' εμού;» ερωτά ο Μέγας Φώτιος (35). Ούτοι δε απήντησαν, ότι ωμίλει ως άνθρωπος, οπότε τους ελέγχει, λέγων ότι ψεύδονται, διότι όταν ο Κύριος είπεν «ον εγώ πέμψω» δε ωμίλησεν ως άνθρωπος, αλλά ως Θεός, διότι το ’γιον Πνεύμα είναι Θεός και επομένως άνθρωπος δεν «πέμπει Θεόν». Μάλιστα ανέφερεν δύο φοράς «το παρά του Πατρός» δια να βεβαιώση τον λόγον τούτον και να αποστομώση εκείνους, τους οποίους επρόκειτο να ειπούν ότι «εκπορεύεται και εκ του Υιού».
Αναφερόμενος ο Μ. Φώτιος εις τον ’γιον Αμβρόσιον ή και Αυγουστίνον ότι διδάσκουν αντίθετα από τους άλλους Πατέρας και από την Ορθόδοξον αγιοπατερικήν διδασκαλίαν τονίζει ότι «η άγνοια τινί περιέπεσον ή παροράματι υπηνέχθησαν» (36).
Εκείνος δε όστις διδάσκει ετέραν διδασκαλίαν από εκείνην, η οποία παρεδόθη υπό του Χριστού να είναι ανάθεμα, όπως, λέγει ο απόστολος Παύλος· «Και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ' ο ευαγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω» (37).
Εν συνεχεία ο Μ. Φώτιος λέγει: «Είπεν Αυγουστίνος και Ιερώνυμος το Πνεύμα εκ του Υιού εκπορεύεσθαι» (38), αλλά αυτό δεν ημπορούμε να το κάμωμεν δόγμα, διότι ίσως να είπον τούτο δια κάποια συγκεκριμμένην περίστασιν ή, διότι ήθελαν να αντικρούσουν την «λύσσαν», μανίαν των ελληνιστών (ειδωλολάτρων), ή, διότι αντεμάχοντο κάποιαν άλλην αιρετικήν διδασκαλίαν ή, διότι ήθελον να δείξουν συγκατάβασιν εις την ασθένειαν των ακροατών, ή δια κάτι άλλο από εκείνα, τα οποία παρουσιάζει ο ανθρώπινος βίος.
Με πολλήν σοφίαν δε ο ’γιος Φώτιος ανασκευάζει την πεπλανημένην και αιρετικήν ταύτην διδασκαλίαν χρησιμοποιών το παράδειγμα του αποστόλου Παύλου, ο όποιος, όταν συνήντησεν εις τας ’θηνας τον βωμόν με την επιγραφήν «αγνώστω Θεώ», εχρησιμοποίησεν τούτον δια να κηρύξη το ευαγγέλιον και τον αληθινόν Θεόν εις τους Αθηναίους. Διότι ο βωμός ούτος ήτο αφιερωμένος εις τον πρώην τιμώμενον Πάνα. Αλλά, επειδή, οι Αθηναίοι δεν ήθελον να αναφέρουν το όνομά του έγραφαν «Αγνώστω Θεώ». Ο δε απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί τούτον, δια να κηρύξη την ορθόδοξον διδασκαλίαν περί υπάρξεως Ενός και μόνον αληθινού Θεού και «από της πλάνης γεωργεί την ευσέβειαν». Από τα ίδια οχυρώματα του διαβόλου κατακρημνίζει την τυραννίαν αυτού. Από την καταστροφήν και απώλειαν προβάλλει βλαστούς σωτηρίας και από την παγίδα του διαβόλου ενισχύει αυτούς εις τον δρόμον του Ευαγγελίου. Χρησιμοποιών ο μετάρσιος εκείνος νους, ο θείος Παΰλος τα ίδια όπλα του εχθρού καταστρέφει τον εχθρόν. Τούτο όμως δεν συνεπάγεται ότι πρέπει να τιμήση τις τα όπλα του εχθρού.
Είναι δυνατόν να αναφερθούν πλείστα όσα παραδείγματα του θείου Παύλου, ο οποίος «εγίνετο τα πάντα τοις πάσι» (39), δια να τους οδηγήση εις την σωτηρίαν, όπως, λέγει - «εγενόμην τοις Ιουδαίοις ως Ιουδαίος, ίνα Ιουδαίους κερδήσω - τοις υπό νόμον ως υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον κερδήσω· τοις ανόμοις ως άνομος, μη ων άνομος Θεώ, αλλ' έννομος Χριστώ, ίνα κερδήσω ανόμους» (40) αλλά τούτο δεν προϋποθέτει ότι είναι δυνατόν να εφαρμοστούν ως διδασκαλία του θείου Παύλου, διότι ούτος χρησιμοποιεί διαφόρους μεθόδους, δια να οδηγήση τους ανθρώπους εις τον δρόμον του Θεού, εις την σωτηρίαν.
Όσον αφορά εις τον ’γιον Αμβρόσιον θα λέγαμε ότι, επειδή έζησε πολύ πριν από την Α' Οικουμενικήν Σύνοδον, εγνώριζε την ορολογίαν της εποχής του, δηλαδή το «ουχί γεννητώς» δια το ’γιον Πνεύμα. Η Β' Οικουμενική Σύνοδος εθέσπισεν τον όρον «εκπορευτόν», το οποίον είναι το ίδιον με το «ουχί γεννητώς». Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης χρησιμοποιεί πάντοτε το «ουχί, γεννητώς». Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητης και ο Αναστάσιος Βιβλιοθηκάριος λέγουν σαφώς ότι, όταν ο όρος σημαίνη ύπαρξιν, εκπορεύεται εκ του Πατρός και όταν σημαίνη πέμψιν, εκ του Πατρός δι' Υιού. Το ίδιο τονίζει και ο ’γιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όπως αναφέραμε προηγουμένως.
Όσον αφορά εις την θεολογίαν του Ιερού Αυγουστίνου είναι όχι αγιογραφική, αλλά νεοπλατωνική.
Ο Μ. Φώτιος, δια να αναιρέση αυτό που αναφέρεται από τον Αμβρόσιον, Αυγουστΐνον και Ιερώνυμον, αναφέρει πολλούς άλλους Πατέρας της Εκκλησίας και από την Ανατολην και από την Δύσιν, όπως τον Κελεστίνον, Δάμασον, Λέοντα Ρώμης, καθώς και πολλούς άλλους, λέγων ότι πρέπει, όσοι είναι τυφλοί και κωφοί και διακατέχονται από το σκότος της δύσεως, να ατενίζουν εις τον γενναίον Λέοντα, ο οποίος σαλπίζει με την σάλπιγγα του Πνεύματος.
Χαρακτηριστικόν είναι το εξής του Μ. Φωτίου - «προφασίζονται δε, ότι Αμβρόσιος ούτως είρηκεν εν τοις περί αυτού λόγοις, έτι δ' Αυγουστίνος και Ιερωνυμος - υπέρ ων απολογητέον, ως η νενοθεύκασιν οι Πνευματομάχοι τας τούτων συγγραφάς, η κατ' οικονομίαν ίσως ειρήκασιν, η και ο Μέγας Βασίλειος εχρήσατο, παρ' εαυτώ φυλάττων απόρρητον μέχρι τινός του παναγίου Πνεύματος την θεολογίαν ή και της ακρίβειας ως άνθρωποι παρεσύρησαν, ο πολλοί πεπόνθασι των μεγάλων εν τισιν, ως ο Αλεξάνδρειάς Διονύσιος, και Μεθόδιος ο Πατάρων, και Πιέριος, και Πάμφιλος, και Θεόγνωστος, και Ειρηναίος ο Λουγδούνων, και Ιππόλυτος ο αυτού μαθητής. Τινά γαρ αυτών ρήσεις ουκ αποδεχόμεθα, καίτοι τάλλα σφόδρα θαυμάζοντες (41). .
Εν κατακλείδι θα ηθέλαμε να επαναλάβωμεν ότι, ως ο Υιός έχει την ύπαρξίν Του φυσικώς εκ του Πατρός γεννητώς, ούτως και το ’γιον Πνεύμα, έχει την ύπαρξιν Του φυσικώς εκ του Πατρός ούχί γεννητώς, δηλαδή εκπορευτώς. Όταν δε το ’γιον Πνεύμα αποστέλλεται ή πέμπεται, τότε πέμπεται εκ του Πατρός δι' Υιού
Παναγιώτατε,
Δι' όλων, όσων εξεθέσαμεν, νομίζομεν ότι έγινεν κατανοητόν ότι, ως «εδογμάτισεν ευθύς των Οικουμενικών και αγίων επτά συνόδων η δευτέρα το Πνεύμα το ’γιον εκ του Πατρός εκπορεύεσθαι, διεδέξατο η τρίτη, εβεβαίωσεν η τετάρτη, σύμψηφος η πέμπτη κατέστη, συνεκήρυξεν η έκτη, επεσφράγισε λαμπρώς αγωνίσμασιν η εβδόμη· καθ' εκάστην αυτών εστι περιφανώς καθοράν παρρησιαζομένην την ευσέβειαν, και το Πνεύμα του Πατρός, αλλ' ου του Υιού θεολογούμενον εκπορεύεσθαι».
Το ιερόν τούτο Σύμβολον της Πίστεως, οφείλομεν να διαφυλάττωμεν ανόθευτον, ακίβδηλον και απαραχάρακτον, ως μας πα ρεδόθη από τας αγίας Οικουμενικάς Συνόδους και ως μας εδίδαξαν οι ’γιοι Πατέρες και ο σήμερον τιμώμενος δια του ΙΕ' Θεολογικού Συνεδρίου Μέγας υπέρμαχος και Αγωνιστής της Ορθοδοξίας και σοφώτατος Ιεραρχης, ’γιος Φώτιος.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Migne , PG 102 , 279,280 κ.έ. Φωτίου Πατριάρχου Περί της του Αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας .
(2) Migne , PG 102, 721Α κ εξ.
(3) Ι ω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εν Αθήναις 1960, τ. 1, σελ. 92 έ. Του αυτού, Δύο βυζαντινοί ιεράρχαι και το Σχίσμα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, εν Αθήναις 1950, σελ. 7 έ.
(4 ) Ι. Βαλέττα, Φωτίου του σοφωτάτου και αγιωτάτου Πατριάρχου Κων/λεως επιστολαί , Λονδίνον 1864, σ. 171, 175, 177, 191, 192
(5) Migne , PG . 120 , 804 . Επιστολή προς Μιχαήλ Κηρουλάριον
(6 ) Ι ω. Καρμίρη, Δύο βυζαντινοί ιεράρχαι ..., ό.π . σελ. 11.
(7 ) Ι ω. Καρμίρη , Τα Δογματικά..., ό.π. σελ. 92.
(8) Mansi, IX, 985, Sacrorum Conciliorum nova et amplissima Collectio. Florentiae et Venetiis 1757/98, Parissiis 1899/1927, τ .
(9) Ι ω. Ρωμανίδου, Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας , Εκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1981, τ. Α', σελ. 344,366. Του αυτού , Franks, Romans, Feudalism and Dortrine, Holy Cross Orthodox , Press 1981, σελ . 82 έ .
(10) Ιω . Ρωμανίδου , Δογματική Α '..., δ . π . σελ . 344. Του αυτού, Franks , ..., ο . π. σελ. 80-90.
(11) Mansi XII, 677.
(12) Monumenta Germaniae Historiae , Concil . II 136,163,182,187.
(13 ) Ιω. Καρμίρη , Τό Δογματικά..., ό.π., σελ. 92. Ίω. Ρωμανίδου , Δογματική Α'..., ό.π., σελ. 346. J. Hergenrother , Photius, Patriarch von Konstantinopel, Regensburg 1867, τ . I, σελ . 696 έ .
(14) Ι ω. Κάρμιρη , Τό Δογματικά..., ό.π., σελ. 93. A. Palmieri , Filioque e Λ . Vacant te E. Mangenot, DThC/Dictionnaire de Theologie Catholique, τ . V. 2317.
(15) Κανών 7. Mansi IV, 1361. Γ. Ράλλη καί Μ. Ποτλή, Σύνταγμα ιερών κανόνων , ’θήναι 1852, τ. Β', σ. 200. Δεσποίνης Δ. Κοντοστεργίου, Αι Οικου­μενικοί Σύνοδοι, Θεσσαλονίκη 1991.
(16) Mansi V, 308-9.
(17) PG 32, 529, Μεγάλου Βασιλείου, Επιστολή 114.
(18) Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ. 326.
(19) Ι ω. Καρμίρη, Δογματικά..., ό.π., σελ. 320.
(20) J . Βαλέττα , Φωτίου..., ό .π., σελ. 175.
(21 ) Ίω. Καρμίρη , Δύο Βυζαντινοί ιεράρχαι..., ό .π., σελ. 44 έ.
(22) Photii Patriarchae Constantinopolitani Epistulae et Amphilochia, ε κδ . B . Laourdas - L . G . Westerind , Leipzig 1983, τόμ. 1, σελ. 40, 2-4.
(23) Ι ω. Καρμίρη , Δογματικά .. ., ο.π., σελ. 323.
(24) Αυτόθι, σελ. 323.
(25) Αυτόθι, σελ. 324.
(26) Μ. Φωτίου, Επιστολαί , βιβλίον I , PG 102, 728Β.
(27) Μ. Φωτίου, ό . π . P . G . 102, 728 C .
(28) Μ. Φωτίου, Μυσταγωγία 15 , PG 102, 293Β και 30, 312Β.
(29) Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα , εκδ. Π. Χρήστου, τ. Α', Θεσ/νίκη 1962, σ. 33-34.
(30) Μ. Φωτίου, ο.π. P . G . 102, 729Α.
(31) Μ. Φωτίου, ο .π. P . G . 102, 729 C .
(32) Μ. Φωτίου, ο.π. P . G . 102, 732ΑΒ: «Όρα δε κάντευθεν κατάφωρον αυτών το δυσσεβές, και ανόητον, δεικνύμενον βούλημα. Επεί γαρ άπαν ο θεω­ρείται και λέγεται εν τη παναγία και ομοφυεί και υπερουσίω Τριάδι, ή κοινόν εστι πάντων, ή ενός καί μόνου των τριών ή δε του Πνεύματος προβολή, ούτε κοινόν εστιν, αλλ' ουδ' ως αυτοί φασιν, ενός και μόνου τινός ίλεως δε ημίν είη, και εις τας εκείνων τρέποιτο το βλάσφημον κεφαλάς) ουκ άρα όλως εστίν εν τη ζωαρχική και παντελείω Τριάδι, η του Πνεύματος προβολή».
(33) Περί της μυσταγωγίας του Πνεύματος, PG . 102, 297 C .
(34) Μ. Φωτίου, Migne 102, 396Α , Μυσταγωγία..., ο.π.
(35) Μ. Φωτίου, Migne 102, 397 D , Μυσταγωγία..., ο.π., τ.
(36) Μ. Φωτίου, Μυσταγωγία..., P . G . 102, 348Α.
(37) Γαλ. 1,8. Μ. Φωτίου, Μυσταγωγία..., P . G . 102, 348 C .
(38) Μ. Φωτίου, Μυσταγωγία..., P . G . 102, 352Β.
(39) Α΄ Κορ. Θ΄23.
(40) Α΄ Κορ. Θ΄20-22.
(41) Μ. Φωτίου, Μυσταγωγία..., P . G . 102, 393 ΑΒ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου