Γράφει ο Παῦλος Μ. Γεωργίου, Πληροφορικός.
Ἡ ἀξιολόγηση καὶ ἀξιοποίηση ἱστορικῶν πηγῶν εἶναι ἔργο εἰδικῶν ἐρευνητῶν καὶ εἰδημόνων, ἰδίως ὅταν ἀνακύπτουν ἀπὸ αὐτὲς προβληματισμοὶ καὶ ἐρωτήματα, ὅπως αὐτὰ ποὺ θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια. Ἡ δική μας προσέγγιση στὸ θέμα γίνεται μέσω παραθέσεως καὶ συγκρίσεως κειμένων τῆς ἐποχῆς μας καὶ τῶν στοιχείων ποὺ παρέχουν οἱ συγγραφεῖς τους. Θὰ ἐμπιστευθοῦμε, λοιπόν, ἀπόψεις διακεκριμένων ἀκαδημαϊκῶν δασκάλων προκειμένου νὰ καταλήξουμε σὲ συμπεράσματα.
Εἶναι εὔλογο αὐτοὶ ποὺ τιμήθηκαν ἀπὸ τὴν Ἱστορία μὲ τὸν τίτλο τοῦ Μεγάλου νὰ συγκεντρώνουν ταυτόχρονα ὕμνους ἀλλὰ καὶ σφοδρὲς κατηγορίες ἐναντίον τους. Καὶ εἶναι εὔλογο γιατὶ ἐκτὸς τῆς πληθωρικῆς τους προσωπικότητας, τὸ μέγεθος καὶ ἡ ποιότητα τῆς δράσεώς τους, ποὺ συνήθως ἐπηρεάζει καὶ τὸν ροῦ τῆς Ἱστορίας, προκαλεῖ ἐξίσου μεγάλη ἀντίδραση.
Εὔλογο, ἐπίσης, θὰ ἦταν νὰ ὑπερτονίζονται καὶ νὰ ἐξαίρονται τὰ προτερήματα τοῦ Μ. Φωτίου ἀπὸ ἰδεολογικοὺς ὀπαδούς. Ἡ εὐφυία, ὅμως, καὶ ἡ µόρφωσή του ἀνάγκαζε ἀκόµα καὶ τοὺς ἐχθρικὰ διακείµενους ἀντιπάλους του, ὅπως ὁ Νικήτας Δαβὶδ ὁ Παφλαγών, νὰ ἀναγνωρίζουν ἀνεπιφύλακτα τὴν ἀξία του: «Ἦν δὲ οὗτος ὁ Φώτιος οὐ τῶν ἀγεννῶν τε καὶ ἀνωνύµων, ἀλλὰ καὶ τῶν εὐγενῶν κατὰ σάρκα, καὶ περιφανῶν, σοφίᾳ τε κοσµικῇ καὶ συνέσει τῶν ἐν τῇ πολιτείᾳ στρεφοµένων εὐδοκιµώτατος πάντων ἐνοµίζετο. Γραµµατικῆς µὲν γὰρ καὶ ποιήσεως, ρητορικῆς τε καὶ φιλοσοφίας, ναὶ δὴ καὶ ἰατρικῆς, καὶ πάσης ὀλίγου δεῖν ἐπιστήµης τῶν θύραθεν τοσοῦτον αὐτῷ τὸ περιόν, ὡς µὴ µόνον σχεδὸν φάναι τῶν κατὰ τὴν αὐτοῦ γενεὰν πάντων διενεγκεῖν, ἤδη δὲ καὶ πρὸς τοὺς παλαιοὺς αὐτὸν διαµιλλᾶσθαι»[1].
Μεταξὺ ἄλλων, ὁ Φώτιος κατηγορήθηκε ὡς ὑπεύθυνος γιὰ τὸ λεγόμενο «φωτιανὸ σχίσμα», κυρίως ἀπὸ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία. Πολὺ ἀργότερα ὁ Ρωμαιοκαθολικὸς ἱερέας καὶ διαπρεπὴς καθηγητὴς τοῦ Harvard Fr. Dvornik (1893 – 1975) ἦταν αὐτὸς ποὺ τὸν ἀποκατέστησε[2] στὴ Δύση. Δὲν θὰ σταθοῦμε ὅμως ἐδῶ στὰ διάφορα θεολογικά, ἐκκλησιαστικὰ καὶ ἱστορικὰ προβλήματα ποὺ σχετίζονται μὲ τὸν πατριάρχη Φώτιο.
Τὰ ἐρωτήματα ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν καὶ θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ ἀπαντήσουμε εἶναι δύο: α) Τὸ ἱεραποστολικὸ σχέδιο τοῦ Βυζαντίου, ἡ ὕπαρξη τοῦ ὁποίου δὲν ἀμφισβητεῖται, ἐκπορευόταν μόνο ἀπὸ τὸ Βυζαντινὸ κράτος καὶ τὸν ἑκάστοτε αὐτοκράτορα ἢ καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία; Καὶ β) Ὑπῆρξε ἀνάμειξη τοῦ πατριάρχη Φωτίου στὶς ἱεραποστολὲς τῆς ἐποχῆς του καὶ ἰδίως στὸ σχέδιο ἐκπολιτισμοῦ καὶ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Σλάβων;
Ἡ Βυζαντινὴ ἱεραποστολὴ μπορεῖ νὰ κορυφώθηκε καὶ νὰ μεγαλούργησε τὸν 9ο καὶ 10ο αἰώνα, ἀλλὰ λειτούργησε καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Βεβαίως πάντοτε ἦταν συνδεδεμένη μὲ τὴν Ἐκκλησία -δὲν νοεῖται ἱεραποστολὴ διαφορετικὰ- καὶ πάντοτε εἶχε τὴν ὑποστήριξη τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους. Στὶς πρῶτες συγκροτημένες βυζαντινὲς ἱεραποστολὲς συγκαταλέγονται αὐτὲς ποὺ ὀργάνωσε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (329-407). Ὡς πρὸς τὴν ἔκταση, εἴτε ὀργανωμένες εἴτε μεμονωμένες καὶ ἀποσπασματικές, ἱεραποστολὲς μαρτυροῦνται στὴν Ἀγγλία, στὴ Γερμανία, στὴν Ἀφρική, στὴ Σκυθία, στὴν Περσία, στὴ Φοινίκη ἕως καὶ στὴν Κίνα. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἱεραποστολή, ἐκτός τῆς ἐκκλησιαστικῆς-θρησκευτικῆς της διαστάσεως, ἐξυπηρετοῦσε ἐπίσης τὰ συμφέροντα τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, καὶ παρὰ τὶς κατὰ καιροὺς διακυμάνσεις στὶς μεταξύ τους σχέσεις, Ἐκκλησία καὶ κράτος συνεργάστηκαν τόσο στὸ σχεδιασμὸ ὅσο καὶ στὴν ἐκτέλεση τοῦ κοινοῦ ἱεραποστολικοῦ προγράμματος.
Γιὰ τὴ σχέση συναλληλίας Ἐκκλησίας καὶ Βυζαντινοῦ κράτους ἡ Ἑλένη Γλύκατζη-Ἀρβελὲρ ἀναφέρει: «Εκκλησία και κράτος υπηρετούν την τάξη και την ειρήνη, προϋπόθεση για την απρόσκοπτη λειτουργία της ορθόδοξης κοινότητας σε κάθε της μορφή, για την πραγμάτωση των συμφερόντων της αυτοκρατορίας, αλλά και την ευόδωση της ευπραγίας των πολιτών»[3]. «Η αρμονική συμβίωση των δύο αλληλοσυμπληρούμενων αυτών εξουσιών είναι η υπέρτατη εγγύηση της ρωμαϊκής, της βυζαντινής δηλαδή ευμάρειας και ευδαιμονίας, και της ειρηνικής λειτουργίας της ορθόδοξης εκκλησίας. Ούτε καισαροπαπισμός, ούτε παποκαισαρισμός στο Βυζάντιο· αυτός είναι ο ειδοποιός χαρακτήρας της ρωμαϊκής βυζαντινής εξουσίας και της ορθόδοξης εκκλησίας, αυτὸ εξηγεί τη συγκρότηση δύο παράλληλων ιεραρχιών -του κράτους και της εκκλησίας- που διέπει και στηρίζει τη βυζαντινή κοινωνία…»[4].
Τὸ γεγονὸς τῆς κορύφωσης τοῦ κοινοῦ, Ἐκκλησίας καὶ κράτους, ἱεραποστολικοῦ προγράμματος, στὰ μέσα τοῦ 9ου αἰῶνα, κάθε ἄλλο παρὰ τυχαῖο μποροῦσε νὰ εἶναι. Πρόκειται γιὰ μία ἐποχὴ ὅπου τὰ γράμματα γνωρίζουν ἰδιαίτερη ἄνθηση καὶ συγκεντρώνει, σχεδὸν ταυτόχρονα, ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ λόγιων μορφῶν, ὅπου οἱ μαθητὲς συναγωνίζονται καὶ ξεπερνοῦν τοὺς δασκάλους τους. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε: Λέων ὁ Φιλόσοφος καὶ Μαθηματικός, Μέγας Φώτιος, Κωνσταντίνος Φιλόσοφος (Κύριλλος), Λέων ΣΤ΄ ὁ Σοφός. Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ κορύφωση ἔθεσε τὶς βάσεις καὶ τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ τὸ μεγαλειῶδες ἱεραποστολικὸ ἔργο ποὺ συνετελέσθη.
Σχετικὰ μὲ τὶς βασικὲς πηγές, ὅσον ἀφορᾶ τὸν Φώτιο, καὶ παρὰ τὴν ἀπουσία μαρτυριῶν, ποὺ θὰ ἀνέμενε κανεὶς ἀπὸ βυζαντινοὺς ἱστορικοὺς καὶ χρονογράφους, ὑπάρχουν στοιχεῖα ποὺ συνδυαζόμενα ἀρκοῦν τουλάχιστον γιὰ τὴν ἀπάντηση τῶν ἐρωτημάτων ποὺ θέσαμε. Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει μὲ τοὺς Κύριλλο καὶ Μεθόδιο. Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὶς λεπτομέρειες τῆς ἱεραποστολῆς τους βασικὴ πηγὴ «εἶναι οἱ βιογραφίες τους, οἱ ὁποῖες ἔχουν διασωθεῖ σὲ παλαιοσλαβικὴ γλῶσσα». Ἡ πρώτη ἑλληνικὴ μετάφραση, ἀπευθείας ἀπὸ τὴν παλαιοσλαβική, εἶναι τὸ σπουδαῖο ἔργο τοῦ διεθνῶς καταξιωμένου καθηγητοῦ Ἀντωνίου-Αἰμιλίου Ν. Ταχιάου, Κύριλλος καὶ Μεθόδιος. Οἱ ἀρχαιότερες βιογραφίες τῶν Θεσσαλονικέων ἐκπολιτιστῶν τῶν Σλάβων, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2008. Ἡ σπουδαιότητα τοῦ ἔργου αὐτοῦ δὲν ἔγκειται μόνο στὴν ἀκρίβεια ποὺ μᾶς παρέχει ἡ ἀπευθείας μετάφραση, ἀλλὰ καὶ στὰ ἐξίσου σημαντικὰ σχόλια, στὶς παραπομπὲς καὶ στὴν πληρότητα τῆς ἀναλυτικῆς βιβλιογραφίας.
Σχετικὰ μὲ τὰ σύγχρονα κείμενα, παρατηρήσαμε καὶ θέλουμε νὰ ἐπισημάνουμε, ὅτι σχεδὸν ὅλοι οἱ συγγραφεῖς, ἔργα τῶν ὁποίων μελετήσαμε, ἀναφέρονται στὴν ἐκπόρευση τῆς βυζαντινῆς ἱεραποστολῆς ἄλλοτε συγκεκριμένα καὶ ἄλλοτε συνεκδοχικά. Αὐτὸ εἶναι προφανές, ὅταν ἕνας συγγραφέας κάνει ἀναφορὲς σὲ «βυζαντινὴ ἱεραποστολή», «βυζαντινὸ σχέδιο», «ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορος», «πολιτικὴ τοῦ Βυζαντίου», καὶ παράλληλα, σὲ ἄλλα σημεῖα τοῦ ἔργου του, ὁ ἴδιος ἀναφέρεται ἐπίσης σὲ «φωτειανές ἀποστολές», «σχέδιο τοῦ πατριάρχη Φωτίου» ἢ τουλάχιστον δέχεται -ἂν δὲν τονίζει καὶ ἐξαίρει- τὴ συμμετοχὴ τοῦ πατριάρχη Φωτίου στὴν κοινὴ μὲ τὸν αὐτοκράτορα ἀπόφαση γιὰ τὴν ἱεραποστολή. Ἐξαίρεση σὲ αὐτὸ ἀποτελεῖ μόνο συγκεκριμένο ἔργο τῆς Γιάννας Μαλιγκούδη[5], ὅπου δὲν γίνεται καμία ἀναφορὰ στὸν πατριάρχη Φώτιο, ὁπότε δὲν τίθεται καὶ θέμα συνεκδοχῆς.
Στὴ συνέχεια παραθέτουμε κείμενα σύγχρονων μελετητῶν καὶ διακεκριμένων ἀκαδημαϊκῶν δασκάλων, ποὺ σχετίζονται μὲ τὰ δύο ἐρωτήματα ποὺ θέσαμε. Ἀπὸ τὴ σύγκλιση καὶ τὴν ἀπόκλιση τῶν ἐπί μέρους θέσεων μποροῦν νὰ ἐξαχθοῦν χρήσιμα συμπεράσματα.
«Ὁ Μιχαὴλ (Γ΄), μὲ τὶς εἰσηγήσεις τοῦ πατριάρχη Φωτίου καὶ τῶν συμβούλων του, ἀξιολόγησε ὀρθῶς τὶς τεράστιες προοπτικές, οἱ ὁποῖες διανοίγοντο στὸν κόσμο τῶν Σλάβων ὄχι μόνο γιὰ τὴν αὐτοκρατορία, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ὁ ὁραματιστὴς τῆς μεγαλόπνοης ἱεραποστολικῆς δράσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου στὸν κόσμο τῶν Σλάβων πατριάρχης Φώτιος (858-867, 877-886) ἦταν ἕτοιμος ὄχι μόνο νὰ ὑποδείξη τὸ συμφέρον τῆς αὐτοκρατορίας, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπωμισθῆ τὴν εὐθύνη τῆς ὀργανώσεως τοῦ ὅλου ἱεραποστολικοῦ ἔργου. Τὰ αἰτήματα τοῦ ἡγεμόνα τῆς Μοραβίας Ραστισλάβου ἔγιναν ἀμέσως δεκτὰ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Γ΄, ὁ δὲ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος ἀνέλαβε τὴ συγκρότηση τῆς βυζαντινῆς ἱεραποστολῆς, τὴν ὁποία ἀνέθεσε στοὺς δύο περίφημους θεσσαλονικεῖς ἀδελφοὺς Κωνσταντίνο (Κύριλλο) καὶ Μεθόδιο»[6].
«Ὁ Ραστισλάβος, γιὰ νὰ ἐξουδετερώσει τὸ θανάσιμο κλοιὸ ποὺ δημιούργησε ἡ φραγκοβουλγαρικὴ συνθήκη, ἀφοῦ ἀπέτυχε νὰ ἐξασφαλίσει τὴ συμπαράσταση τοῦ πάπα Νικολάου τοῦ Α´, στράφηκε πρὸς τὸ Βυζάντιο (862). Τὸ αἴτημά του ἦταν διπλό: ἡ συμμαχία τοῦ Βυζαντίου καὶ ἡ ἀποστολὴ ὀρθόδοξων διδασκάλων, γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ χριστιανισμὸ στὴ σλαβικὴ γλώσσα. Τὸ Βυζάντιο, ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ ὁποίου βρίσκονταν τρεῖς ἀξιόλογες μορφὲς [ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ Γ´ (842-867), ὁ πατριάρχης Φώτιος (858-867) καὶ ὁ καίσαρας Βάρδας], ἐξετίμησε τὴν περίπτωση καὶ ἀπό πολιτικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ σκοπιὰ καὶ δέχθηκε τὶς προτάσεις τοῦ Ραστισλάβου»[7].
«Τὴν ἐποχὴ τῆς παντοδυναμίας τοῦ Καίσαρα Βάρδα, ὁ ὁποῖος ἦν ὅλος τὰ τῆς βασιλείας ἐπιτροπεύων καὶ διοικῶν, ὁ βυζαντινὸς αὐτοκρατορικὸς θεσμὸς γνώρισε στὸ πρόσωπο τοῦ τελευταίου ἐκπροσώπου τῆς δυναστείας τοῦ Ἀμορίου μία πρωτοφανῆ ὑποβάθμιση. Καὶ ἐνῶ ὁ πολιτικὰ ὑποσκελισμένος Μιχαὴλ Γ΄ θεωροῦσε ὡς πατριάρχη του κάποιο γελωτοποιό του, ὀνόματι Θεόφιλο, ὁ πατριάρχης τοῦ Καίσαρα Βάρδα, Φώτιος, εἶχε τεθεῖ ἐπικεφαλῆς μιᾶς προσπάθειας ἐξάπλωσης τῆς βυζαντινῆς σφαίρας ἐπιρροῆς στὴ μακρινὴ Μοραβία, τὴ γειτονικὴ Βουλγαρία καὶ τὸ βαρβαρικὸν ἔθνος τῶν Ρῶς. Οἱ οἰκουμενικὲς τάσεις τοῦ πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἄρχισαν νὰ γίνονται ἐναργέστερες μὲ τὴ συμμαχία τοῦ 862 μεταξὺ τοῦ Μιχαὴλ Γ΄ καὶ τοῦ ἡγεμόνα τῆς Μοραβίας Ραστισλάβου (846-870), μία συμμαχία πού, ἀπὸ τὴ μία πλευρά, ἄνοιγε τὸ δρόμο γιὰ τὴ Μοραβία καί, ἀπὸ τὴν ἄλλη, προεξοφλοῦσε τὴ μελλοντικὴ ὑπαγωγὴ τῆς Βουλγαρίας στὸ Βυζάντιο, καθηλώνοντας τὸν Βόρη (852-889) ἀνάμεσα στὴν αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τὴ σύμμαχό της Μοραβία»[8].
«Εἶναι γνωστό, ὅτι ὁ καθοδηγητὴς αὐτοῦ τοῦ ἔργου ἦταν ὁ πατριάρχης Φώτιος. Κατὰ τὸ Ρῶσο ἐρευνητὴ Victor Grigorovič “Μόνο μιὰ πνευματικὴ φυσιογνωμία τῶν διαστάσεων τοῦ Φωτίου μποροῦσε νὰ συλλάβει τὴν ἀναγκαιότητα τῆς τελέσεως τῆς χριστιανικῆς λατρείας στὴ σλαβικὴ γλῶσσα”. Ἐπίσης δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ δημιουργὸς τοῦ σλαβικοῦ ἀλφαβήτου, ἅγιος Κύριλλος, μαθήτευσε κοντὰ στὸν Φώτιο […] Ὁ Φώτιος ἐπίσης, εἶχε προβλέψει ὅτι ἡ πολιτικὴ ἐπιρροὴ τοῦ Βυζαντίου στὴ Μοραβία θὰ τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἀσκήσει πίεση στοὺς Βουλγάρους, νὰ τοὺς εἰσαγάγει στοὺς κόλπους τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ταυτόχρονα νὰ τοὺς ἐντάξει στὴν πολιτικὴ τροχιὰ τοῦ Βυζαντίου, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἐπιτεύχθηκε λίγο ἀργότερα. Ὁ Βόρης πιεζόμενος ἀπὸ τοὺς Βυζαντινούς, ἀναγκάσθηκε νὰ ἀποκηρύξει τὴ συμμαχία του μὲ τοὺς Φράγκους καὶ νὰ δεχτεῖ τὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ ἐκπροσώπους τῆς Κωνσταντινούπολης. Σήμερα στὴ βουλγαρικὴ βιβλιογραφία τὸ ὄνομα τοῦ Φωτίου ἔχει γίνει συνώνυμο μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Βόρη καὶ τὰ ὀνόματα τῶν Φωτιστῶν τῶν Σλάβων. Εἶναι εὐνόητο, ἀλλὰ ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ, ὅτι ἡ βάση τοῦ ὅλου πνευματικοῦ οἰκοδομήματος τῶν Ὀρθοδόξων Σλάβων εἶναι ὁ Φώτιος μὲ τὸ πρόγραμμα ἐκπολιτισμοῦ τους»[9].
«Αὐτὸς (ὁ Φώτιος) ὁδήγησε τὸ Βόρη στὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ ἀνέλαβε τὴ μετέπειτα καθοδήγησή του καὶ τὴν πνευματικὴ ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας του. Αὐτὸ τὸ ἀποδεικνύουν οἱ τέσσερις ἐπιστολές του, μὲ βασικότερη ἐκείνη ποὺ ἔχει τίτλο “Τί ἐστιν ἔργον ἄρχοντος”. Πρόκειται γιὰ ἕναν ἐκτενέστατο ὁδηγό, ποὺ θὰ βοηθήσει τὸν ἡγεμόνα τῆς Βουλγαρίας στὴ διοίκηση τοῦ κράτους καὶ στὴν προσωπική του ζωή. Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ εἶναι τὸ χαρακτηριστικότερο ὑπόδειγμα τῶν σταθερῶν καὶ τῶν μεταβλητῶν στοιχείων τοῦ κηρύγματος τῆς βυζαντινῆς ἱεραποστολῆς τὸν 9ο αἰῶνα, τὸ ὁποῖο καθιερώθηκε στὴ μεθοδολογία δράσεώς της καὶ κατὰ τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες. Ὁ ἱερὸς Φώτιος κινεῖται αὐστηρῶς μέσα στὰ πλαίσια τοῦ ἱεραποστολικοῦ προγραμματισμοῦ καὶ ἐκφράζεται ὡς ὁ ἐμπνευστὴς καὶ ὁ ἡγέτης τῆς βυζαντινῆς ἱεραποστολῆς γιὰ νὰ περιγράψει τοὺς σκοπούς της στὸν ἄρχοντα τοῦ βουλγαρικοῦ λαοῦ. Τὸ πρῶτο μέρος τῆς ἐπιστολῆς ἔχει σαφῶς κατηχητικὸ χαρακτῆρα καὶ καταγράφει μὲ χαρακτηριστικὴ πληρότητα τὰ βασικὰ στοιχεῖα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως»[10].
Ὁ Paul Lemerle ἀναφέρει γιὰ τὸν Φώτιο: «Ἐκεῖνο ποὺ κυριαρχεῖ στὴν προσωπικότητα τοῦ Φωτίου εἶναι ὁ ρόλος του ὡς ὑπερασπιστῆ τῆς ὀρθοδοξίας […] ὡς ἐμπνευστῆ τοῦ μεγάλου ἀποστολικοῦ ἔργου τοῦ Βυζαντίου, καὶ τέλος ὡς πατριάρχη. […] (Ὁ Φώτιος ἦταν ὁ) ἄνθρωπος ποὺ ἐνέπνευσε τὸ μεγαλειῶδες ἀποστολικὸ καὶ ἐκπολιτιστικὸ ἔργο ποὺ ἀποτελεῖ στὴν ἱστορία τὸν κυριότερο τίτλο δόξας τῆς Αὐτοκρατορίας»[11].
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, παραθέτουμε τὴν ἄποψη τοῦ σεβαστοῦ καθηγητοῦ τῆς Μεσαιωνικῆς Ἑλληνικῆς (=Βυζαντινῆς) Φιλολογίας, Τμήματος Φιλολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. Βασιλείου Κατσαροῦ, τὴν ἀνακοίνωση τοῦ ὁποίου παρακολουθήσαμε στὸ Διεθνὲς Ἐπιστημονικὸ Συνέδριο «Κύριλλος καὶ Μεθόδιος: Τὸ Βυζάντιο καὶ ὁ κόσμος τῶν Σλάβων», Θεσσαλονίκη 28-30 Νοεμβρίου 2013. Στὴν ἀνακοίνωση αὐτὴ[12], μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρει[13]:
«…Ο Κωνσταντίνος[14] σταδιοδρόμησε στην υπηρεσία του Κράτους στην πρωτεύουσα του Βυζαντίου, έφτασε στον ύψιστο βαθμό αναγνώρισης “κοσμικού διδασκάλου” (Φιλόσοφος) και δεν ήταν παρά ένας ικανότατος διπλωμάτης, όπως οι προγενέστεροι δάσκαλοί του Φώτιος και Λέων Μαθηματικός. Οι αποστολές του δεν ήταν σχέδια της Εκκλησίας, όπως συνήθως υποστηρίζεται, αλλά εξυπηρετούσαν την εξωτερική πολιτική του Βυζαντινού αυτοκράτορα, τόσο στην Ανατολή, όσο και στη Δύση αλλά και προς τον Βορρά. Είναι φυσικό η αυλή του Βυζαντίου να ενδιαφέρεται να προσελκύσει τους Χαζάρους π.χ. από την επιρροή των αλλοθρήσκων της Ανατολής ή να προσεταιριστεί τους “Ρώσους” της Κριμαίας και, ασφαλώς, τα συμφέροντα της εξωτερικής του πολιτικής στη Δύση, όταν αδύναμοι ηγέτες, όπως ο Ραστισλάβος ή ο Κότσελ(28) απευθύνονται πάντα στον αυτοκράτορα (και ποτέ στον πατριάρχη) του Βυζαντίου και ζητούν συνδρομή. Η παλιά θεωρία του Dvornik για την ανάμειξη του Φωτίου στο “σχέδιο φωτισμού των Σλάβων”, που επηρέασε και εξακολουθεί να επηρεάζει την έρευνα, φαίνεται να χλωμιάζει μπροστὰ στη βεβαιότητα ότι τέτοιου είδους προγράμματα ήταν υπόθεση της Αυλής(29). Τούτο είναι έκδηλο στον “Βίο” του Κωνσταντίνου, όπου ο πατριάρχης δεν φαίνεται πουθενά, ενώ ο αυτοκράτορας είναι “πανταχού παρών” στις εντολές και στις αναθέσεις διπλωματικών αποστολών στον Φιλόσοφο, ο οποίος παντού στο κείμενο αναφέρεται με αυτόν και κανένα άλλο τίτλο».
(28) Βλ. και Βίος[15], σ. 80 (κεφ. 14) και σ. 82 (κεφ. 15)· πρβλ. Βίος, Σημειώσεις, σ. 130-135, όπου στις σημ. 2-10 παρατίθεται αναλυτική βιβλιογραφία για το ζήτημα της αποστολής των δύο αδελφών στη Μοραβία. Χρήσιμα για την ελληνική βιβλιογραφία είναι τα συνοπτικά έργα των Παναγ. Κ. Χρήστου (Κύριλλος και Μεθόδιος οι Θεσσαλονικείς φωτισταί των Σλάβων, Θεσσαλονίκη 1988) και Γιάννας Μαλιγκούδη (Η παρουσία του Μεσαιωνικού Ελληνισμού στην Κεντρική Ευρώπη. Το εκπολιτιστικό έργο των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου των Θεσσαλονικέων, Θεσσαλονίκη 1997) κυρίως για την παρακολούθηση των αδελφών Κωνσταντίνου και Μεθοδίου προς τη Μοραβία και τη Ρώμη.
(29) Για το όλο ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής του Βυζαντίου, Βλ. Βίος, Σημειώσεις, σ. 159, σημ. 4. Βλ. επίσης, Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, Αθήνα 2009, σ. 185-186).
Μοιάζει περισσότερο γιὰ ζήτημα ὀπτικῆς. Τουλάχιστον ἡ φράση «η παλιά θεωρία […] φαίνεται να χλωμιάζει μπροστά στη βεβαιότητα…» αὐτὴ τὴν ἐντύπωση δίνει. Καὶ σήμερα τὸ αἴτημα τοῦ Ραστισλάβου θὰ εἶχε ὡς ἀποδέκτη τὴν πολιτεία, ποὺ ἀσφαλῶς θὰ τὸ παρέπεμπε ἁρμοδίως στὴν Ἐκκλησία. Πολὺ περισσότερο τότε. Εἶναι τουλάχιστον τολμηρὴ ἡ ἄποψη ποὺ ἀρνεῖται τὸν ρόλο τῆς Ἐκκλησίας στὴν κατ’ ἐξοχὴν ἀποστολή της, τὴ διάδοση τοῦ εὐαγγελίου μέσω τῆς ἱεραποστολῆς[16]. Καὶ μπορεῖ ἡ ἄποψη αὐτὴ νὰ ἔχει ὡς ἀφετηρία τὶς ἀποστολὲς τοῦ Κωνσταντίνου-Κυρίλλου, ἡ γενίκευση ὅμως εἶναι προφανὴς ἀφοῦ θεωρεῖ ἀποκλειστικὴ ὑπόθεση τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τῆς Αὐλῆς τέτοιου εἴδους προγράμματα, δηλαδὴ τὸν σχεδιασμὸ καὶ τὴν ἐκτέλεση ἱεραποστολῶν.
Σχετικὰ μὲ τὴν ἐπισήμανση τῆς ἀπουσίας τοῦ πατριάρχη ἀπὸ τὸν «Βίο» τοῦ Κωνσταντίνου, ὅπως ἐπίσης καὶ μὲ τὶς παραπομπὲς 28 καὶ 29, ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι ἡ ἐπίκληση τοῦ «Βίου» δὲν εἶναι εὔστοχη. Σύμφωνα μὲ τὸν καθηγητὴ Ταχιάο, ποὺ ἔκανε τὴ μετάφρασή τους, «τὰ κείμενα αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν χρονογραφικὲς ἐξιστορήσεις, οὔτε καὶ γράφηκαν γιὰ νὰ χρησιμεύσουν ὡς ἱστορικὲς πηγές, ἀλλὰ εἶναι ἁπλῶς ἁγιολογικὰ μνημεῖα. […] Τὰ ἱστορικὰ γεγονότα καὶ οἱ σχετικὲς μὲ αὐτὰ πληροφορίες παρέχονται μέσα στὰ κείμενα αὐτὰ μόνο σὲ σχέση μὲ κάποια συγκεκριμένη δραστηριότητα τῶν βιογραφουμένων ἡρώων τους»[17].
Ἑπομένως δὲν ἐνδείκνυται νὰ ἀναζητᾶ κανεὶς σὲ αὐτὰ τὰ ἁγιολογικὰ κείμενα τὴν παρουσία ἢ τὴν ἀπουσία τρίτων προσώπων, ὅπως ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ Γ΄ καὶ ὁ πατριάρχης Φώτιος. Πολὺ περισσότερο νὰ ἀναβαθμίζει τὴν ἀπουσία τοῦ Φωτίου ἀπὸ ἁπλῆ ἔνδειξη (ἀμφισβητούμενης ἀξίας) σὲ (οἱονεὶ) ἀπόδειξη τῆς θεωρίας ποὺ ἀποκλείει τὴ συμβολή του στὴν ἱεραποστολή. Καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξει παρανόηση, ὡς πρὸς τὴν ἱστορικὴ ἀξία τῶν «Βίων», προσθέτουμε: «Ἔστω καὶ μὲ αὐτὸ τὸ δεδομένο, δηλαδὴ τὸν καθαρῶς ἁγιολογικὸ χαρακτῆρα τους, τὰ δύο ὑπόψη κείμενα διασώζουν μεγάλο ἀριθμὸ ἱστορικῶν εἰδήσεων καὶ πληροφοριῶν, σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ ἀποτελοῦν αὐτὰ τὶς βασικὲς πηγὲς γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ Κυρίλλου καὶ τοῦ Μεθοδίου, καθὼς καὶ γιὰ τὸ τεράστιο ἐκπολιτιστικὸ ἔργο ποὺ αὐτοὶ ἐπιτέλεσαν μεταξὺ τῶν Σλάβων…»[18]. Ἀσφαλῶς ἀναγνωρίζονται, δηλαδή, ὡς βασικὲς πηγὲς οἱ δύο βιογραφίες τῶν Ἁγίων, ἀλλὰ μόνον σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὰ δικά τους πρόσωπα καὶ τὸ δικό τους ἔργο.
Γίνεται παραπομπὴ ὅμως καὶ σὲ σχόλιο τοῦ καθηγητοῦ Ταχιάου (παραπομπή 29), τὸ ὁποῖο καὶ παραθέτουμε: «…Πάντως ἡ ἔκφραση ὑπηρέτης τοῦ αὐτοκράτορα, δηλώνει ὅτι ὁ Κύριλλος ἔβλεπε τὶς ἀποστολὲς ποὺ εἶχε ἐπιτελέσει παλαιότερα, ὅπως καὶ αὐτὴ στὴ Μεγάλη Μοραβία, ὡς ἐκτέλεση ἐντολῆς τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα ἤ ὡς ἐκτέλεση ὑπηρεσίας γιὰ τὸ βυζαντινό κράτος, γεγονὸς ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ μοραβικὴ ἀποστολὴ ὑπῆρξε μιὰ πτυχὴ τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς τοῦ Βυζαντίου»[19].
Ἀλλὰ ἐφόσον ὁ Κύριλλος εἶχε διττὴ ἀποστολὴ καὶ ἀντίστοιχες ἐντολὲς ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα καὶ τὸν πατριάρχη, εἶναι λογικὸ νὰ τονίζεται, ἀναλόγως τῆς περιστάσεως, ἄλλοτε ὁ πολιτικὸς καὶ ἄλλοτε ὁ θρησκευτικὸς χαρακτῆρας τῆς ἀποστολῆς του, εἴτε ἀπὸ τὸν ἴδιο εἴτε ἀπὸ τρίτους ποὺ ἀναφέρονται σ’ αὐτὸν. Πρὸς ἐπίρρωσιν αὐτοῦ παραβάλλουμε τὴν παραπάνω μὲ ἄλλες σχετικὲς ἀναφορὲς τοῦ καθηγητοῦ Ταχιάου: «…(Ὁ Μεθόδιος) θὰ ἔπρεπε νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ ἐκθέσει σὲ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τὸν εἶχαν στείλει στὴ Μοραβία, δηλαδὴ στὸν αὐτοκράτορα καὶ στὸν πατριάρχη, ποιὰ ἦταν τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀποστολῆς του, συγχρόνως δὲ νὰ ζητήσει καὶ τὴν ὑποστήριξή τους»[20]. «Τὸ πιθανότερο εἶναι ὅτι, […] ἀποφάσισε (ὁ Μεθόδιος) νὰ γυρίσει στὴν ἀρχικὴ κοιτίδα του, γιὰ νὰ ζητήσει ἠθικὴ βοήθεια καὶ γιὰ νὰ ἐνημερώσει τὸν αὐτοκράτορα Βασίλειο τὸν Α΄ καὶ τὸν πατριάρχη Φώτιο γιὰ τὰ ὅσα εἶχαν συμβεῖ στὴ Μοραβία. Ἡ ἀποστολή, τὴν ὁποία αὐτοὶ εἶχαν στείλει στὴ Μοραβία, ἦταν βυζαντινή…»[21]. «Ὅπως βλέπουμε, ὁ πατριάρχης ἔρχεται σὲ δεύτερη μοίρα μετὰ τὸν αὐτοκράτορα […] Ἡ σλαβικὴ ἀποστολὴ ἦταν κατὰ πρῶτο λόγο ἔργο τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς τῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ δὲ συμμετοχὴ καὶ σύμπραξη τῆς Ἐκκλησίας ζητεῖτο μόνο σὲ ὅ,τι ἀφοροῦσε τὸ θρησκευτικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ μέρος»[22]. Οἱ παρατηρήσεις αὐτὲς ἀναφέρονται στὸ 13ο κεφάλαιο τοῦ «Βίου» τοῦ Μεθοδίου[23], ὅπου ὁ αὐτοκράτορας καὶ ὁ πατριάρχης Φώτιος ἐμφανίζονται μαζί.
Συνεχίζουμε μὲ τὶς παρατηρήσεις τοῦ καθηγητοῦ Ταχιάου: «Στὴν Ἰταλικὴ Διήγηση (Legenda Italica), ποὺ εἶναι μία ἔγκυρη κυριλλομεθοδιανὴ πηγή, λέγεται ὅτι ὁ Κύριλλος στάλθηκε στοὺς Χαζάρους ὕστερα ἀπὸ συμβούλιο, τὸ ὁποῖο συγκάλεσε ὁ αὐτοκράτορας μὲ συμμετοχὴ τοῦ πατριάρχη, ὁ ὁποῖος στὴν περίπτωση αὐτὴ ἦταν ὁ Φώτιος»[24]. Γιὰ τὸ ἴδιο γεγονὸς σὲ ἄλλο ἔργο του, ὁ καθηγητὴς Ταχιάος, ἀναφέρει: «Αὐτὴ ἡ ἀξιόπιστη εἴδηση (δηλ. τῆς Legenda Italica) εἶναι ἰδιαίτερα σημαντική, γιατὶ δηλώνει τὸ κοινὸ ἐνδιαφέρον τοῦ κράτους καὶ τῆς ἐκκλησίας γι’ αὐτὴ τὴν ἀποστολή. Τώρα πατριάρχης ἦταν ὁ Φώτιος, ὁ καθηγητὴς τοῦ Κυρίλλου, ὁ ὁποῖος ἐκτιμοῦσε τὸν πρώην μαθητή του καὶ τὸν περιέβαλλε μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη του. Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ Κυρίλλου καὶ τοῦ Μεθοδίου γι’ αὐτὴ τὴν ἀποστολὴ δείχνει ὅτι οἱ δύο ἀδερφοὶ ἦταν ἐνταγμένοι στὰ γενικότερα σχέδια τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς τοῦ βυζαντινοῦ κράτους καὶ τῆς Ἐκκλησίας»[25].
Ἀπὸ τὴν παραβολὴ συμπεραίνουμε ὅτι ὁ καθηγητὴς Ταχιάος μᾶλλον δὲν συνηγορεῖ στὴν κατηγορηματικὴ ἄποψη, περὶ τῆς ἱεραποστολῆς ὡς ἀποκλειστικὰ κρατικῆς (αὐτοκρατορικῆς) ὑποθέσεως καὶ περὶ μὴ ἀναμείξεως σὲ αὐτὴν τοῦ πατριάρχη Φωτίου καὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἂς δοῦμε ὅμως τὶς ἀπόψεις καὶ τῶν ὑπολοίπων ἀναφερομένων. «Γιὰ τὸ ὅλο ζήτημα τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς τοῦ Βυζαντίου», ἐκτὸς τοῦ Ἀντ.-Αἰμ. Ταχιάου, γίνεται παραπομπὴ ἐπίσης στὴν Ἑλένη Γλύκατζη-Ἀρβελὲρ καὶ ὑποδεικνύονται, ἀκόμα, ὡς «χρήσιμα γιὰ τὴν ἑλληνικὴ βιβλιογραφία» συγκεκριμένα ἔργα τῶν Παναγιώτη Χρήστου καὶ Γιάννας Μαλιγκούδη. Στὸ ἔργο[26] τῆς τελευταίας ἀναφερθήκαμε προηγουμένως καὶ ἐπισημάναμε πὼς δὲν ὑπάρχει ὁποιαδήποτε ἀναφορὰ στὸν Φώτιο, γεγονὸς ποὺ δὲν προσφέρεται γιὰ κάποιο συμπέρασμα.
Ἡ ὑπόδειξη βιβλιογραφίας δὲν ἀποσκοπεῖ ἀπαραίτητα στὴ στήριξη συγκεκριμένων θέσεων. Ἀφοῦ προτείνεται, ὅμως, ἂς δοῦμε τί ἀναφέρεται γιὰ τὸ θέμα μας σὲ αὐτήν:
Στὴν Ἑλένη Γλύκατζη-Ἀρβελέρ, ὅπου μάλιστα γίνεται καὶ συγκεκριμένη παραπομπή[27], στὶς σσ. 185-186, γιὰ τὴν ἐξωτερικὴ πολιτικὴ τοῦ Βυζαντίου, δὲν κατάφερα νὰ ἐντοπίσω τί μπορεῖ νὰ συνηγορεῖ στὴ βεβαιότητα ότι τέτοιου είδους προγράμματα ήταν (ἀποκλειστικὰ) υπόθεση της Αυλής. Ἐὰν πρόκειται γιὰ τὶς φράσεις: «…Αποτελεί τρανή απόδειξη των επιτυχιών της βυζαντινής πολιτικής [όχι μόνο της εκκλησίας αλλά και της πολιτείας] απέναντι στην εκκλησία της Ρώμης…» (σελ. 185) ἢ «Πράγματι, ο εκχριστιανισμός των λαών της χερσονήσου του Αίμου [των Βαλκανίων], επίτευγμα αναμφισβήτητο της βυζαντινής εκκλησίας και πολιτείας…» (σελ. 186), τότε στὴ συνέχεια δὲν ἔχω νὰ ἀντιπαραθέσω, ἀλλὰ νὰ συμπαραθέσω ἐπίσης:
«…Προσπάθεια που γνωρίζει το απόγειό της με τις φωτειανές αποστολές στη Χαζαρία…»[28]. «Είναι καιρός λοιπόν να υπογραμμίσω ότι με τον εκχριστιανισμό των Σλάβων […] που έχει αρχίσει, όπως είπα, με την πατριαρχία του Φωτίου […] Ο ρόλος της εκκλησίας στη δημιουργία του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι αποβαίνει έτσι καίριος…»[29]. «…Ο εκχριστιανισμός των εκτός συνόρων Σλάβων και η ένταξή τους στην αυτοκρατορική σφαίρα επιρροής, στη βυζαντινή κοινοπολιτεία, όπως θα έλεγε ο Obolensky, ήταν θέμα της βυζαντινής διπλωματίας. Διόλου λοιπόν παράξενο αν ο εμπνευστής της πολιτικής αυτής ήταν ο πατριάρχης Φώτιος, ο οποίος ως πρωτοασηκρήτης, πριν την ανάρρησή του στον πατριαρχικό θρόνο, ήταν ο υπεύθυνος της ακάματης προς όλες τις κατευθύνσεις αυτοκρατορικής διπλωματίας. Να σημειώσω παρεμπιπτόντως ότι ο Φώτιος στο θεάρεστο αυτό έργο έβρισκε ενεργό συνεργάτη τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄, τον λεγόμενο Μέθυσο, αυτόν τον καθόλα παρεξηγημένο από τους μετέπειτα Μακεδόνες βασιλείς…»[30]. «Η αποστολή του Κυρίλλου έρχεται να επιβεβαιώσει την προσπάθεια του ευαγγελισμού των πληθυσμών της περιοχής, που αρχίζει επί Φωτίου και συνεχίζεται ως τα χρόνια του Νικολάου Μυστικού (μισό αιώνα μετά)»[31].
Στὸ ἔργο τοῦ Παναγιώτη Χρήστου33, στὴν προτεινόμενη ἐπίσης βιβλιογραφία, ἀναφέρονται γιὰ τὸ θέμα τὰ ἑξῆς:
«Ὑπὸ τὴν ἡγεσία τῆς αὐτοκρατείρας Θεοδώρας, καὶ τοῦ πρωθυπουργοῦ Θεοκτίστου ἀρχικά, τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ Γ΄ καὶ τοῦ πρωθυπουργοῦ Βάρδα, ἀδελφοῦ τῆς Θεοδώρας, ἔπειτα, καὶ μὲ τὴ συνεργασία τοῦ πατριάρχη Φωτίου καὶ στὶς δύο περιπτώσεις, ὁ βυζαντινὸς ἑλληνισμὸς ἐσωτερικῶς ἀνασυντάσσεται, στρατιωτικῶς ἀναδιοργανώνεται καὶ πνευματικῶς ἐπιτυγχάνει μιὰ ἀναγέννησι»[32]. «Ὁ πατριάρχης Φώτιος ἀντιλήφθηκε ἐγκαίρως ὅτι οἱ Σλάβοι καὶ οἱ Τοῦρκοι τοῦ βορρᾶ, δηλαδὴ οἱ Χάζαροι, ἔχοντας ἔλθει σ’ ἐπαφὴ μὲ τοὺς Ἕλληνες ἀπὸ πολύν καιρό, ἦσαν πλέον ὥριμοι νὰ κερδηθοῦν καὶ νὰ εἰσέλθουν στὴ χορεία τῶν Χριστιανικῶν λαῶν καὶ συγχρόνως στὸν κύκλο τῆς πολιτισμένης ἀνθρωπότητος»[33]. «Ὁ αὐτοκράτωρ καὶ ὁ Φώτιος λοιπὸν ἀπεφάσισαν νὰ συγκροτήσουν ἀποστολὴ μὲ σκοπὸ πρῶτα νὰ ἔλθουν σ’ ἐνημερωτικὴ ἐπαφὴ μὲ τοὺς Χαζάρους. Ἡ ἀποστολὴ αὐτὴ ἦταν, ὅπως καὶ ἡ προηγούμενη πρὸς τοὺς Σαρακηνούς, πολιτικὴ καὶ θρησκευτικὴ συγχρόνως»[34]. «Ὁ Ραστισλάβος τὸ 862 ἔστειλε στὴν Κωνσταντινούπολη πρεσβεία, μὲ τὴν ὁποία ἐζητοῦσε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα ἐπίσκοπο καὶ διδάσκαλο, γιὰ νὰ διδάξη τὸν Χριστιανισμὸ στοὺς ὑπηκόους του. Τὸ Βυζάντιο καὶ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο εἶχαν ρυθμίσει τὰ πράγματα κατὰ τέτοιον τρόπο, ὥστε οἱ ἴδιοι οἱ ἡγέτες τῶν ἀπολίτιστων λαῶν νὰ ζητοῦν τὴν ἱεραποστολή»[35]. «Ἀμέσως μετὰ τὸν ἐρχομὸ τῆς πρεσβείας ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ τοῦ Γ΄, συγκροτήθηκε σύσκεψις, στὴν ὁποία ἔλαβαν μέρος προφανῶς ὁ πρωθυπουργὸς Βάρδας, ὁ πατριάρχης Φώτιος κι’ ἄλλες προσωπικότητες. Ὅλοι ἀπέβλεψαν στὸν Κωνσταντῖνο, τὸν ὁποῖο ἐκάλεσε ὁ αὐτοκράτωρ, γιὰ νὰ τοῦ ἀναθέση τὸ ἔργο»[36]. «Ἐξ ἄλλου ὁ Φώτιος ἤθελε νὰ ἐνημερωθῆ γιὰ τὶς λεπτομέρειες τῆς καταστάσεως στὴν Κεντρικὴ Εὐρώπη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Μεθόδιο, τὸν παλαιὸ γνώριμο, τὸν ὁποῖο αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Γ΄ ἔστειλαν στὴ Μοραβία πρὶν ἀπὸ εἴκοσι σχεδὸν χρόνια»[37].
Στὸ Διαδίκτυο, στὴ Βιβλιοθήκη τοῦ ἐπίσημου ἱστοχώρου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐντόπισα ἕνα ἀκόμη κείμενο τοῦ Παναγιώτη Χρήστου, στὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα, τὸ ὁποῖο πραγματεύεται τὰ ἐρωτήματά μας καὶ καταλήγει συμπερασματικά: «Ιn conclusion, therefore, we may say that: a) the two brothers were sent into Europe by the Patriarch and the Emperor together, Photius providing what was required from the theological and religious point of view, and Michael ΙΙΙ granting political and material protection; and b) that their mission had both religious and cultural aims»[38].
Τέλος, ὁ καθηγητὴς Ἰωάννης Ταρνανίδης ἀπαντᾶ, ἐπίσης ἀπευθείας, στὰ ἐρωτήματα ποὺ θέσαμε, σχετικὰ μὲ τὸν ρόλο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ πατριάρχη Φωτίου στὴ βυζαντινὴ ἱεραποστολή: «Εισαγωγικά, εκτός από την υπενθύμιση ότι οι δύο αδελφοί, Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, ήσαν βυζαντινοί πολίτες από τη Θεσσαλονίκη, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι έδρασαν σύμφωνα με την υπόδειξη καὶ την εντολή της Βυζαντινής Πολιτείας, καθώς και μέσα στο πνεύμα και υπό την ευλογία της Βυζαντινής Εκκλησίας και συγκεκριμένα του οικουμενικού πατριάρχη Φωτίου*»[39]. Καὶ συμπληρώνει στὴν ὑποσημείωσή του: *«Σχετικά με το ρόλο του Φωτίου στο συγκεκριμένο θέμα και με αφορμή το γεγονός ότι στους βίους των δύο αγίων δεν γίνεται καμία σχετική αναφορά, διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις ποὺ διίστανται μεταξύ τους. Το θέμα το αναπτύξαμε σε παλαιότερη μελέτη μας, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο ρόλος του Φωτίου “θα πρέπει να ήταν βασικός, πρωτεύων και καθοριστικός, όπως μας επιτρέπει να συμπεράνουμε η διαρροή μερικών ψηγμάτων αλήθειας που διέφυγαν μέσα από το πέπλο της σκοπιμότητας, την οποία υπηρετούσαν οι χρονογράφοι και βιογράφοι της εποχής του. Διότι και αν ακόμα δεχτούμε πως ο αυτοκράτορας ήταν εκείνος που εξουσίαζε και ήλεγχε το καθετί που είχε σχέση με την εξωτερική ιεραποστολή, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να απαντήσουμε στο εύλογο και σαφές ερώτημα, ποιος επέτρεψε, πολύ δε περισσότερο, έδωσε την ευλογία του για τη χρήση της σλαβικής γλώσσας στη λατρεία. Κανείς άλλος, εκτός από τον προκαθήμενο της Εκκλησίας δεν είχε τέτοια αρμοδιότητα και τέτοιο κύρος. Και ο πατριάρχης με την ευρύτητα του πνεύματος, με τις ανεξίθρησκες αντιλήψεις, με την οξυδέρκεια και την ικανότητα αξιολόγησης του εν λόγω εγχειρήματος υπήρξε ο Μέγας Φώτιος”»39.
* * *
Γιὰ νὰ μὴν ἀδικοῦμε κανέναν, ἡ δυσμενὴς ἀντιμετώπιση τοῦ Φωτίου καὶ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, οὔτε καινοφανὴς εἶναι οὔτε στερεῖται ἀφορμῶν. Τὰ γεγονότα γύρω ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο εὔλογα δημιούργησαν ἀλγεινὲς ἐντυπώσεις· κι’ αὐτές, πολλὲς φορές, παρασύρουν σὲ προκατάληψη. Ἡ Ἱστορία, ὅμως, δὲν γράφεται μὲ βάση τὶς ἐντυπώσεις ἀλλὰ τὰ γεγονότα. Εἰπώθηκε, καὶ εἶναι πολὺ σωστό, ὅτι «για να απαλλαγεί κανείς από τους “μύθους” και να χαράξει την “ιστορία” που επιδιώκει να ξεκαθαρίσει τα ζητήματά της από τα νεφελώματα της “μυθιστορίας”, απαιτείται βασανιστικός έλεγχος των πηγών της ιστορίας. Καὶ πηγές της ιστορίας είναι τα γεγονότα, τα μνημεία και τα κείμενα»[40]. Βεβαίως καὶ τὰ ἀναξιοποίητα στοιχεῖα στεροῦν δυνητικὰ σημαντικὲς πληροφορίες, ἕως καὶ τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια. Ἐν τέλει, μόνον ὅσοι ὑπερνικοῦν τὴ βαρυτικὴ ἕλξη τοῦ ὑποκειμενισμοῦ ἀποφεύγουν καὶ τὶς παγίδες, εἴτε πρόκειται γιὰ συμπλήρωση κενῶν μὲ φανταστικὲς συνδέσεις, εἴτε γιὰ παραβλέψεις ποὺ ὁδηγοῦν σὲ φαινομενικὰ κενά.
Ἡ βυζαντινὴ ἱεραποστολὴ κατὰ τοὺς Θ΄, Ι΄ καὶ ΙΑ΄ αἰ. διέπεται ἀπὸ ἕναν ἑνιαῖο ἄξονα κηρύγματος μὲ σταθερὰ καὶ μεταβλητὰ στοιχεῖα. Καὶ ἐνῶ τὰ συγκεκριμένα αὐτὰ χαρακτηριστικὰ ἀναφέρονται τόσο στὸ Ρωσικὸ χρονικό, ὅσο καὶ στὴν περίφημη ἐπιστολὴ τοῦ Φωτίου πρὸς τὸν ἡγεμόνα τῶν Βουλγάρων Βόρη, ἀλλὰ καὶ στοὺς «Βίους» τοῦ Κυρίλλου καὶ τοῦ Μεθοδίου, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Βλ. Φειδᾶς: «οὔτε ἡ αὐτούσια (ἐκτενὴς) παράθεση, οὔτε ἡ ἀποσπασματικὴ χρήση τῶν σταθερῶν καὶ τῶν μεταβλητῶν στοιχείων τοῦ κηρύγματος τῆς βυζαντινῆς ἱεραποστολῆς προβλημάτισε πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ (τοῦ συσχετισμοῦ, δηλαδή, καὶ τῆς ἀξιοποίησης αὐτῶν τῶν πληροφοριῶν) τὴ διεθνῆ ἔρευνα»[41]. «Ἡ διεθνὴς ἔρευνα περιέργως δὲν ἐπεσήμανε ὄχι μόνο τὴν ὕπαρξη ἑνὸς ἑνιαίου ἄξονα τοῦ κηρύγματος τῆς βυζαντινῆς ἱεραποστολῆς […] ἀλλὰ καὶ τὴ σημασία τῆς διαπιστώσεως αὐτῆς γιὰ τὴν ἀξιολόγηση τῶν σχετικῶν μὲ τὶς ἐπιτυχίες τῆς βυζαντινῆς ἱεραποστολῆς μαρτυριῶν τῶν βυζαντινῶν καὶ τῶν παλαιοσλαβικῶν πηγῶν»[42].
Ὅπως ἀναφέραμε, στὶς βυζαντινὲς πηγὲς ὑπάρχει ἕνα ἀπροσδόκητο κενό, ποὺ προβληματίζει, ὄχι γιὰ τὴν ὕπαρξη τῶν γεγονότων, ἀλλὰ γιὰ τὴν παράλειψη τῆς ἀναφορᾶς τους: Οἱ ἀποστολὲς τοῦ Κυρίλλου καὶ τοῦ Μεθοδίου. Γι’ αὐτὸ τὸ τόσο σημαντικὸ γεγονὸς μοναδικὴ βασικὴ πηγή, ὅπως εἴδαμε, εἶναι ἡ παλαιοσλαβικὴ βιογραφία τους. Τὸ κενὸ καλύπτει, ὡς ἐπακόλουθο, καὶ τὸν λογικὰ ἐμπλεκόμενο Φώτιο. Κανεὶς δὲν διαννοεῖται νὰ ἀμφισβητήσει, πάντως, τὴν ὕπαρξη αὐτῶν τῶν ἀποστολῶν καὶ τὰ ἀποτελέσματά τους. Πῶς θὰ μποροῦσε ἄλλωστε ἐνόσω οἱ ὑπόλοιπες μαρτυρίες, τὰ μνημεῖα καὶ τὰ κείμενα βοοῦν;
Ἀπομένει ὁ ρόλος τοῦ Φωτίου. Τὸ ἀδιαμφισβήτητο γεγονὸς τῆς πατριαρχίας του τὴ συγκεκριμένη περίοδο παρέλκει κάθε περαιτέρω συζήτηση. Ποῦ μποροῦν, ὅμως, οἱ πλέον ἀπαιτητικοὶ νὰ ἀναζητήσουν στοιχεῖα γιὰ τὴν ἱεραποστολική του δράση; Ἀσφαλῶς ὄχι ἀποκλειστικὰ στὰ ἁγιολογικὰ κείμενα τῶν «Βίων» Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, ἀλλὰ ὁπουδήποτε ὑπάρχουν ἔστω καὶ ἴχνη πληροφοριῶν. Ἡ παραθεώρηση τῶν ἐπιστολῶν του καὶ τῆς μαρτυρούμενης συμβολῆς του στὶς ὑπόλοιπες ἱεραποστολὲς τῆς ἐποχῆς, ὁδηγεῖ σὲ ἐπισφαλῆ συμπεράσματα. Γιατὶ ἡ συμβολὴ τοῦ Φωτίου δὲν περιορίστηκε, βεβαίως, στὴν ἀποστολὴ στὴ Μεγάλη Μοραβία, ἀλλὰ συμπεριέλαβε τοὺς Σέρβους[43] (ἐπὶ Βασιλείου Α΄), τοὺς Ρὼς[44] καὶ τοὺς Βουλγάρους. Καὶ μόνο τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Φωτίου πρὸς τὸν ἡγεμόνα τῶν Βουλγάρων Βόρη, ἂν λάβουμε ὑπόψη, στὴν ὁποία τὸν καθοδηγεῖ σχετικὰ μὲ τὸ «τί ἐστιν ἔργον ἄρχοντος»[45], ἀρκεῖ γιὰ νὰ κλονίσει σοβαρὰ τὴ «βεβαιότητα ότι τέτοιου είδους προγράμματα ήταν υπόθεση της Αυλής» κατ’ ἀποκλειστικότητα καὶ τὴν ἐντύπωση πὼς ἡ «ανάμειξη του Φωτίου “στο σχέδιο φωτισμού των Σλάβων”» ἦταν ἀνύπαρκτη.
Ἀλλὰ μήπως ἡ περίπτωση τοῦ Φωτίου ἦταν μιὰ ξεχωριστὴ περίπτωση ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτη, ποὺ εἶχε τὴν παρρησία νὰ ἀλληλογραφεῖ μὲ ἡγεμόνες κρατῶν καὶ νὰ τοὺς νουθετεῖ; Ἡ προσωπικότητά του καὶ κυρίως ἡ κεκτημένη ταχύτητα ἀπὸ τὴν πολιτική του καριέρα, ἴσως δικαιολογοῦν τὶς παρεμβάσεις του περισσότερο ὡς πολιτικοῦ παρὰ ὡς ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτη. Ὁ συλλογισμὸς αὐτὸς θέτει καὶ πάλι σὲ ἀμφισβήτηση τὸν ρόλο τῆς Ἐκκλησίας στὴ βυζαντινὴ ἱεραποστολή.
Δὲν πρόκειται, ὅμως, γιὰ μοναδικὸ φαινόμενο. Ὅταν ἀργότερα ὁ Συμεών, γιὸς καὶ διάδοχος τοῦ Βόρη, διεκδίκησε τὸν τίτλο τοῦ «βασιλέως», τὸν ὁποῖο οἱ βυζαντινοὶ θεωροῦσαν ἀποκλειστικὸ προνόμιο τοῦ δικοῦ τους αὐτοκράτορα, πάλι ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ τώρα ἦταν ὁ Νικόλαος Α΄ ὁ Μυστικός, ἀνέλαβε μὲ τὶς ἐπιστολές του νὰ τὸν νουθετήσει: «…oὐδεὶς λαμβάνει, καὶ μάλιστα τοιοῦτον ὑπερμέγεθες δώρημα, ἐὰν μὴ ᾖ αὐτῶ ἄνωθεν»[46]. «Πάντως δὲ οὖκ ἀμφιβάλλεις ὡς ἀθέτησίς ἐστι τοῦ μεγάλου ὀνόματος ἡ τῶν συμφώνων καὶ τῶν ὅρκων ἀθέτησις, καὶ τὸ βουληθῆναι ἁρπάσαι βασιλείαν τὴν κατὰ μηδὲν τῷ σῷ γένει προσήκουσαν. Ἐπὶ πᾶσι τοῖς εἰρημένοις καὶ ὡς πατὴρ κατὰ πνεῦμα […] δεσμῶ ὑποβάλλομέν σε […] καὶ μηδὲν καινοτομῆσαι τολμήσῃς…»[47]. Ἡ διεκδίκηση ἀπὸ τὸν Συμεὼν τοῦ τίτλου τοῦ «βασιλέως» «ἀπειλοῦσε τὴν ὅλη ἰδεολογικὴ δομὴ τῆς πολιτικῆς τους (τῶν βυζαντινῶν) θεωρίας, ἰδιαίτερα δὲ τῆς πολιτικῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, μὲ σοβαρὲς μάλιστα προεκτάσεις καὶ στὴν ἀξιολόγηση τῆς ὅλης μεθοδολογίας τῆς βυζαντινῆς ἱεραποστολῆς. Οἱ λόγοι τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη πρὸς τὸν Συμεὼν ἀποτελοῦν τὴν συνισταμένη τῶν κοινῶν ἐνδιαφερόντων τῆς βυζαντινῆς διπλωματίας καὶ ἱεραποστολῆς γιὰ τὴ διάδοση τοῦ εὐαγγελίου στὰ βαρβαρικὰ ἔθνη, ἀφοῦ καὶ οἱ δύο προοπτικὲς ὑπηρετοῦσαν τὸ ὅραμα τῆς χριστιανικῆς Οἰκουμένης ὑπὸ τὰ σκῆπτρα τῆς θεοδώρητης βασιλείας τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα»[48].
Ἂς ἐπανέλθουμε, ὅμως, στὸν ρόλο τοῦ Φωτίου. Κάνοντας λόγο προηγουμένως γιὰ τὴ σιωπὴ τῶν βυζαντινῶν πηγῶν, σχετικὰ μὲ τὶς ἀποστολὲς τοῦ Κυρίλλου καὶ τοῦ Μεθοδίου, ἀναφερθήκαμε καὶ στὴν ἀπουσία τοῦ Φωτίου θεωρῶντας την φυσικὸ ἐπακόλουθο. Μᾶλλον εἶναι ὀρθότερο, ὅμως, νὰ ἀντιστρέψουμε αὐτὴ τὴ σχέση αἰτίου – αἰτιατοῦ γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο: Δὲ μαρτυρεῖται ἱστορικὰ κάποια ἰδιαίτερη ἐχθρότητα ἢ ἀντιπάθεια βυζαντινῶν πρὸς τοὺς δύο αὐταδέλφους. Ἀντιθέτως ὁ πολυτάραχος πολιτικὸς καὶ θρησκευτικὸς βίος καὶ ἡ πολιτεία τοῦ Φωτίου δὲν ἀφήνουν καμιὰ ἀμφιβολία γιὰ τὸ ἀντίθετο. Εὔλογα ἐξυπηρετεῖ πολλοὺς συγχρόνους του, ἀλλὰ καὶ μεταγενέστερους, ἡ ἀποσιώπηση σημαντικῶν πτυχῶν τῆς δράσης του καὶ ἡ στέρηση τῆς ἀναγνώρισης ποὺ τοῦ ἀναλογεῖ, ἀπὸ «τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἐνέπνευσε τὸ μεγαλειῶδες ἀποστολικὸ καὶ ἐκπολιτιστικὸ ἔργο ποὺ ἀποτελεῖ στὴν ἱστορία τὸν κυριότερο τίτλο δόξας τῆς Αὐτοκρατορίας»[49].
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀναστάτωση ποὺ προκάλεσε ὁ Φώτιος σὲ θρησκευτικούς του ἀντιπάλους (πάπες Ρώμης, πατριάρχες καὶ τοὺς ὀπαδούς τους), ἀνάλογη ἀναστάτωση φαίνεται πὼς προκάλεσε καὶ ὡς πολιτικὸ μέγεθος. «Ἦταν λοιπὸν ἀδύνατο ὁ πατριάρχης Φώτιος, ποὺ γιὰ πολὺν καιρὸ εἶχε ἐκπαιδευτεῖ στὶς πιὸ σημαντικὲς ὑποθέσεις μετέχοντας στὰ αὐτοκρατορικὰ συμβούλια, νὰ μὴν εἶναι ἐπίσης μεγάλος πολιτικός· καὶ ἡ πλατιὰ ἐπιχείρηση ποὺ ἀνέλαβε στὸ ἐξωτερικό, νὰ προσηλυτίσει τοὺς “ἄθεους” καὶ νὰ συνενώσει τὰ ἀνατολικὰ πατριαρχεῖα, νὰ μὴν εἶναι ἐπίσης ἔργο πολιτικό»[50].
Εἶναι γεγονὸς ὅτι ὁ Φώτιος δὲν ἔχει τὴ συμπάθεια[51] τῶν χρονογράφων καὶ βιογράφων τῆς ἐποχῆς του (καὶ μεταγενεστέρων). Ἀναγνωρίζουν μὲν τὴ μόρφωσή του, ἀλλὰ στὴν πλειονότητά τους εἶναι ὑποστηρικτὲς τοῦ ἐκδιωχθέντος προκατόχου του Ἰγνατίου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τοὺς δυσκολεύει, ἐπίσης, νὰ ἐκτιμήσουν τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ Φωτίου: τὴν ἀπόκρουση τῶν κυριαρχικῶν ἀξιώσεων τοῦ πάπα, ἀφοῦ σὲ ἐκείνου τὴν προστασία καὶ μεσολάβηση εἶχαν καταφύγει οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἰγνατίου. Οὔτε εἶναι σὲ θέση νὰ ἀποτιμήσουν τὰ μακροπρόθεσμα ἀποτελέσματα τῆς ἱεραποστολῆς, ἰδίως μετὰ ἀπὸ «ἀποτυχίες», ὅπως τῆς Μ. Μοραβίας, ἡ σπορὰ τῆς ὁποίας ἔδωσε πλούσιους καρποὺς σὲ ἄλλες περιοχὲς ἀργότερα. Ἐξ ἄλλου ἡ ἱεραποστολή, ὡς πάγια καὶ καθιερωμένη βυζαντινὴ πρακτική, δὲν ἀποτελεῖ γι’ αὐτοὺς ἰδιαίτερη εἴδηση, ἐκτὸς ἂν προκύπτει κάποιο ἀξιοσημείωτο γεγονὸς ἢ ὑπάρχει εἰδικὴ σκοπιμότητα. Οἱ περισσότεροι χρονογράφοι, ἐπίσης, εἶναι πρόθυμοι νὰ ἀποσιωπήσουν δράσεις μὲ ἔντονη πολιτικὴ χροιά, προκειμένου νὰ λιγοστέψουν τὰ μερίδια στὸν «κυριότερο τίτλο δόξας τῆς Αὐτοκρατορίας» καὶ νὰ ἀποτρέψουν τὶς συγκρίσεις μὲ τὶς μέτριες ἢ καὶ σπουδαῖες προσωπικότητες ποὺ ἐξ-υπηρετοῦσαν. Πολὺ περισσότερο, μάλιστα, ὅταν συγγράφουν αὐτὲς οἱ ἴδιες προσωπικότητες προβάλλοντας τὰ ἐπιτεύγματα τῆς δικῆς τους δυναστείας. Οἱ δύο ἀναρρήσεις καὶ κυρίως οἱ δύο ἀπομακρύνσεις τοῦ Φωτίου ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο συνάδουν μὲ τὴν γενικότερη ἀντιμετώπιση ποὺ εἶχε. Πιθανότατα, ἐκτὸς τῶν μεγάλων ἐπιτυχιῶν του, ἡ ἰδιοσυγκρασία καὶ οἱ ἰδιαιτερότητες τοῦ χαρακτήρα τοῦ Φωτίου νὰ συνετέλεσαν σὲ αὐτὴ τὴν ἐπιφυλακτικὴ ἕως ζηλόφθονη καὶ ἐχθρικὴ ἀντιμετώπιση, ποὺ δὲν ἐξέλειψε οὔτε μετὰ τὸν θάνατό του.
Στὰ κείμενα ποὺ παρακολουθήσαμε εἶναι σχεδὸν καθολικὴ ἡ πεποίθηση ὅτι ἡ ἱεραποστολὴ ἀποτελεῖ κύριο ὅπλο τῆς βυζαντινῆς πολιτικῆς καὶ πὼς τὸ ἔργο της ἐκτελεῖται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ κράτους. Ἡ συναλληλία Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας εἶναι σταθερή, σχεδὸν ἀδιατάρακτη, ἂν λάβουμε ὑπόψη καὶ τὴ διάρκεια τῆς ὑπερχιλιετοῦς Αὐτοκρατορίας. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὶς σωζόμενες μαρτυρίες καὶ κείμενα[52] εἶναι ἡλίου φαεινότερον ὅτι δὲν ἀμφισβητεῖται ἡ καταλυτικὴ συμβολὴ τοῦ Μ. Φωτίου στὴ βυζαντινὴ ἱεραποστολή. Αὐτὸ τὸ γνωρίζουν ἀκόμα καλύτερα καὶ τὸ ἀναγνωρίζουν οἱ λαοὶ[53] ποὺ δέχτηκαν τὴν εὐεργετικὴ ἐπίδραση τῶν ἱεραποστολῶν, τῶν ὁποίων ὁ Μέγας Φώτιος χαρακτηρίστηκε «ὁ μεγαλόπνοος ἀνανεωτής»[54], «ὁ μεγαλόπνοος ὁραματιστὴς καὶ ὁ ἐνθουσιώδης ὑποστηρικτής»[55] καὶ «ἐμπνευστὴς τοῦ μεγάλου ἀποστολικοῦ ἔργου τοῦ Βυζαντίου»[56].
Βιβλιογραφία:
Christou, Panayiotis, «Who Sent Cyril And Methodius Into Central Europe, The Emperor Or The Patriarch?», http://www.myriobiblos.gr/texts/english/christou_kyrmeth.html
Dvornik, Fr., The Photian Schism. History and Legend. Cambridge, University Press, 1948.
Lemerle, Paul, Ὁ πρῶτος Βυζαντινὸς Οὐμανισμός, μετάφραση Μαρίας Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, ἔκδ. Μορφωτικοῦ Ἰδρύματος Ἐθνικῆς Τραπέζης, δ΄ ἀνατύπωση, Ἀθήνα 2010.
Migne, Jacques Paul, Patrologia Graeca, τόμοι 102, 105 καὶ 111.
Βλυσίδου, Βασιλικὴ Ν., «Ὁ Βυζαντινὸς αὐτοκρατορικὸς θεσμὸς καὶ ἡ πρώτη ἐκθρόνιση τοῦ Πατριάρχη Φωτίου», Βυζαντινὰ σύμμεικτα 7 (1987),
σσ. 33-40.
Γλύκατζη-Ἀρβελέρ, Ἑλένη, Γιατί τὸ Βυζάντιο, Ἀθήνα 2009.
Γόνης, Δημήτριος, «Ἱεραποστολικοὶ ἀγῶνες τῶν ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου – Ἀποτίμηση τῆς προσφορᾶς τους», Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 2013, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2013.
Κατσαρός, Βασίλειος Κ., «Το μεταφραστικό “εργαστήριο” του Φιλοσόφου Κωνσταντίνου στον Ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη», Ἀνακοίνωση ποὺ συμπεριλαμβάνεται στὰ Πρακτικὰ τοῦ Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου «Κύριλλος καὶ Μεθόδιος: Τὸ Βυζάντιο καὶ ὁ κόσμος τῶν Σλάβων» (Θεσσαλονίκη 28-30 Νοεμβρίου 2013), Θεσσαλονίκη 2015, σσ. 691-700.
Κατσαρός, Βασίλειος Κ., «Τὸ σχέδιο ἐκβυζαντινισμοῦ τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Μακεδονικῆς Δυναστείας – Ἀπὸ τὴν εἰρηνευτικὴ
(θρησκευτικὴ) πολιτικὴ καὶ διπλωματία στὴ σύγκρουση: Μῦθοι καὶ Πραγματικότητες», Ἀνακοίνωση ποὺ συμπεριλαμβάνεται στὰ Πρακτικὰ (Ἐπιμέλεια Κωνσταντίνου Γ. Νιχωρίτη, Κύριλλος καὶ Μεθόδιος – Παρακαταθῆκες πολιτισμοῦ, ἐκδ. Ἐπίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2012) τοῦ Διεθνοῦς Συνεδρίου: «Ἡ πολιτισμικὴ κληρονομιά τοῦ ἔργου τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου ὡς παράγοντας ἑνότητας μὲ τοὺς λαοὺς τῆς Ν.Α. Εὐρώπης», σσ. 283-305.
Μαλιγκούδη, Γιάννα, Η παρουσία του Μεσαιωνικού Ελληνισμού στην Κεντρική Ευρώπη. Το εκπολιτιστικό έργο των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου των Θεσσαλονικέων, Εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1997.
Νιχωρίτης, Κωνσταντίνος Γ., Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, ἐκδόσεις Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη, 2013.
Νιχωρίτης, Κωνσταντίνος Γ., «Ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἡ κοσμικὴ θεώρηση τοῦ ἔργου τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου», Ἀνακοίνωση ποὺ συμπεριλαμβάνεται στὰ Πρακτικὰ (Ἐπιμέλεια Κωνσταντίνου Γ. Νιχωρίτη, Κύριλλος καὶ Μεθόδιος – Παρακαταθῆκες πολιτισμοῦ, ἐκδ. Ἐπίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2012) τοῦ Διεθνοῦς Συνεδρίου: «Ἡ πολιτισμικὴ κληρονομιὰ τοῦ ἔργου τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου ὡς παράγοντας ἑνότητας μὲ τοὺς λαοὺς τῆς Ν.Α. Εὐρώπης», σσ. 49-71.
Ταρνανίδης, Ἰωάννης Χ., «Ἡ ὑπερεθνικὴ καὶ οἰκουμενικὴ διάσταση στὸ κήρυγμα τῶν Θεσσαλονικέων ἀδελφῶν Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου», Ἀνακοίνωση ποὺ συμπεριλαμβάνεται στὰ Πρακτικὰ (Ἐπιμέλεια Κωνσταντίνου Γ. Νιχωρίτη, Κύριλλος καὶ Μεθόδιος – Παρακαταθῆκες πολιτισμοῦ, ἐκδ. Ἐπίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2012) τοῦ Διεθνοῦς Συνεδρίου: «Ἡ πολιτισμικὴ κληρονομιὰ τοῦ ἔργου τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου ὡς παράγοντας ἑνότητας μὲ τοὺς λαοὺς τῆς Ν.Α. Εὐρώπης», σσ. 235-247.
Ταχιάος, Ἀντώνιος-Αἰμίλιος Ν., Κύριλλος και Μεθόδιος. Οἱ ἀρχαιότερες βιογραφίες τῶν Θεσσαλονικέων ἐκπολιτιστῶν τῶν Σλάβων, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2008.
Ταχιάος, Ἀντώνιος-Αἰμίλιος Ν., Κύριλλος καὶ Μεθόδιος οἱ ἐκ Θεσσαλονίκης – Ἡ βυζαντινὴ παιδεία στοὺς Σλάβους, ἐκδ. Ρέκος, Θεσσαλονίκη.
Ταχιάος, Ἀντώνιος-Αἰμίλιος Ν., Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, ἐκδ. ἀδελφῶν Κυριακίδη Α.Ε., Θεσσαλονίκη 2007.
Φειδᾶς, Βλάσιος Ι., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τόμ. Β΄, Β΄ ἔκδ., Ἀθῆναι 1998.
Χρήστου, Παναγιώτης Κ., Κύριλλος καὶ Μεθόδιος οἱ Θεσσαλονικεῖς φωτισταὶ τῶν Σλάβων, Ἐκδ. Κυρομάνος, γ΄ ἔκδ., Θεσσαλονίκη, 1992.
[1] Νικήτα Παφλαγῶνος, Βίος Ἰγνατίου, PG 105, 509AB.
[2] Fr. Dvornik, The Photian Schism. History and Legend. Cambridge, University Press, 1948.
[3] Ἑλένης Γλύκατζη-Ἀρβελέρ, Γιατί τὸ Βυζάντιο, Ἀθήνα 2009, σ. 156.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου