Σάββατο 27 Απριλίου 2013

ψυχές Χαλαρά;;; Θλίψη…Ταξίδι…_ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ

ψυχές

Standard

Μέσα στο χωρο-χρόνο του, 
κάποτε, 
ο καθένας από εμάς έρχεται αντιμέτωπος με την εσωτερικότητά του, 
την ψυχή του, 
τα θέλω του, 
το είναι του.
Εκεί, άλλοτε οι αποφάσεις είναι εύκολες… 
Τις περισσότερες φορές όμως, οι αποφάσεις που καλούμαστε να πάρουμε είναι σκληρές και επώδυνες
σχεδόν αδύνατες… 
Και εκεί αρχίζει η πάλη, ο ποιο δύσκολος πόλεμος από όλους τους πολέμους. 
Πως να παλέψει κανείς με τον ευαυτό του…
την ψυχή του 
και να πει
“βγήκα νικητής;”..
Μέσα από έναν ωκεανό σκέψεων, συναισθημάτων, παράνοιας και λογικής σηκώνονται τεράστια κύματα, που τείνουν να σε βουλιάξουν, να φτάσεις στον πάτο…
Στα τάρταρα… 
Και, φτάνοντας εκεί, στην απόλυτη μοναξιά, η θλίψη και η απογοήτευση είναι ικανές να σε κατασπαράξουν, 
να γίνεις θύμα τους, 
ακόμη ένα…
Πιθανότητες να βγεις από εκεί;
Πολλές… 

Αρκεί να το θέλεις, να το επιθυμείς, 
να πατήσεις σταθερά στα πόδια σου και να τολμήσεις να παλέψεις με τον εαυτό σου, 
για τον εαυτό σου!
Η όποια “αναγκαία συνθήκη” δεν είναι ικανή να σε κρατήσει.
Η ψυχή κομματιάζεταισχίζεται αλλά επιβιώνει
Δεν βγαίνει νικήτρια, πως θα μπορούσε άλλωστε!… 
Απλά δυνατή και,
έτοιμη για την επόμενη μάχη!!!

Χαλαρά;;;

Standard
Στη ζωή μου, υπήρξα πολλές φορές απόλυτη, με παρωπίδες, καταβάλλοντας προσπάθεια να επιβάλω τη γνώμη μου σε άλλους… 
Όχι πια… 
Τι μεσολάβησε; 
Δεν ξέρω, ίσως το ότι μεγάλωσα και άφησα τα παιδικά πείσματα…
Ίσως φταίει το ότι έγινα μαμά και μπήκα έτσι στα “παπούτσια” της μαμάς μου…
Ότι και να συνέβη σίγουρα ωρίμασα, έμαθα να εκτιμώ μια καλή παρέα, ένα καλό φαγητό, μια όμορφη μελωδία,
ακούω πλέον περισσότερο και μιλάω λιγότερο (ή τουλάχιστον το δουλεύω ώστε να συμβαίνει)…
Επιτέλους κάποια στιγμή υπήρξα και τυχερή και “μορφώνομαι”… (Πανεπιστήμιο!!! τί καλά!!!) αλλά… αλήθεια πόση μόρφωση μπορεί να έχει κάποιος απόφοιτος πανεπιστημίου όταν είναι άξεστος, αγενής και κοινωνικά αμόρφωτος;;;;
Έχω κάνει παρέα με απίστευτους τύπους, από αναλφάβητους μέχρι πανεπιστημιακούς… Τα οφέλη μου από τους αναλφάβητος είναι αναρίθμητα σε σχέση με κάποιους που νομίζουν πως κατέχοντας ένα χαρτί γίνονται ”κάτι”…
Στο σχετικά πρόσφατο γνώρισα κάποιον “φίλο” ο οποίος είναι “σπουδαγμένος”!
Τι ψέμα…
Συμφεροντολόγος όσο δεν παίρνει, καλόβολος όσο λίγοι… όσο πας με τα νερά του… 
Στην πρώτη αντίθεση – αντιπαράθεση όμως μετατρέπεται στη Σκύλα και τη Χάρυβδη μαζί, βγάζει τους κυνόδοντες και γρυλίζει… προσβάλλοντας,
πρώτα εσένα (και ας τον στήριξες όταν το ζήτησε)
μετά τους φίλους σου (που εκείνος ζήτησε να γίνουν και δικοί του)
και τέλος, μια ολόκληρη περιφέρεια… με την τήν άποψη ότι εμείς οι Θεσσαλονικείς, καθόμαστε,
χαλαράααααααα
στους καναπέδες μας…
Οπότε, κατά την άποψή του, καλό θα είναι να αράξουμε για να κάνουν αυτοί (ποιοι;;;) που ξέρουν καλύτερα (αλήθεια;;;) τη δουλειά τους……
Όταν ένας καρεκλοκένταυρος δημόσιος υπάλληλος (αν τον έβλεπες θα καταλάβαινες τι εννοώ) σου έλεγε μες τα μούτρα ότι εσύ είσαι άχρηστος και δε δουλεύεις (χα! και τα δωδεκάωρα και λίγα λέω, απλήρωτος τι κάνεις;;;;;;;;) σου λέει πως δεν ασχολείσαι και δεν ξέρεις! τι απαντάς;;;
Μήπως ότι δεν έχεις χρόνο;;; Δουλειά, σπίτι, σύζυγος, παιδιά, διάβασμα για να καλύψεις και την δική σου ανάγκη… ναι δεν έχω χρόνο να τρέξω… γι’ αυτό επιλέγω τον αντιπρόσωπό μου!
Και αυτός τί κάνει;;; Σου λέει μες τα μούτρα ότι είσαι ανύπαρκτος;;; 
Ε όχι! Δεν το δέχομαι!… 
 
 
(Αφιερωμένο στη φίλη Δήμητρα Τάμπαση που με προέτρεψε να γράψω σε κάποια δύσκολη στιγμή! Ευχαριστώ!)
Aside
Άνοιξα βιαστικά το πρωί τον υπολογιστή.
Η είδηση πρόβαλε μπροστά μου μέσα σε άλλες ενημερώσεις, οπότε δεν την πρόσεξα καλά…
Αργότερα όταν άνοιξα ξανά τον υπολογιστή, συνειδητοποίησα τι διάβασα!
Αβάσταχτος πόνος και ένας λυγμός με κυριεύει…
Ένας ηλικιωμένος αυτοκτόνησε μπροστά στα μάτια περαστικών στο κεντρικότερο σημείο της Ελλάδας…. Στο Σύνταγμα!
Διάβασα κάπου πως άφησε σημείωμα, ήταν συνταξιούχος και δεν άντεχε πλέον την επερχόμενη ανέχεια και την αναζήτηση τροφής από τα σκουπίδια….
Και τα ΜΜΕ κάνουν πάρτυ!
Λίγος σεβασμός! και σιωπή!….. Αυτό….

Θλίψη…

Ταξίδι…

Standard
- Εεε!
- …
-Ψιτ! Εσύ!
-Ναι;
-Θα μιλήσεις;
-Μμμμμ
- Όχι;;;
-Ίσως…
- Που πας;
- Εκεί!!! (δείχνοντας ψηλά)
- Που; Στον Ουρανό!…
- Πάω να πιάσω εκείνο το γαλάζιο σύννεφο!
- …
- Θα είναι όμορφα εκεί!…
- Χώρο θα έχει;
- Ίσως; Γιατί;
- Να ανέβω μαζί….
- Έλα!
- Θες;
- Γιατί όχι!
- Έρχομαι!!! Αλλά πριν…..
- Τι;
- Πάω να φέρω τις χρυσοκόκκινες κορδέλες μου!!!
- …
- Να το στολίσω!!!
- Αν το θες!
- Για να ξεχωρίζει…. Να είναι το δικό μας…..
- Ωραία!!!
- Έτοιμη! Λοιπόν! Πάμε;;;;
- Ναι, πάμε……
 Image
Χρυσοκόκκινες κορδέλες και συνεπιβάτης…

_ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ

Standard
Νυχτερινή 
(Συνταξιδεύει στο e-book Δήγμα Γραφής: Μια ντουζίνα και τρία διηγήματα)
- ΕΝΑ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ ΜΕ ΤΗΝ 604 ΓΙΑ ΑΘΗΝΑ, παρακαλώ.
- Το τρένο κάπως θα αργήσει. Περιμένει ακόμα να δέσει η ανταπόκριση στη Δράμα.
- Ευχαριστώ, δε βιάζομαι.
Στο μπράτσο σκούρο λεπτό σακάκι, γαλάζιο πουκάμισο με γυρισμένα τα μανίκια και δυο κουμπιά ανοιχτό, τζην παντελόνι με χοντρή μαύρη ζώνη. Δροσερό κι ανήλιαγο εκείνο το κυριακάτικο απόγευμα.
Από τον Βασίλη Πουλημενάκο και το νέο "δήγμα γραφής"!

Η μοναξιά της

Η μοναξιά της

Standard

Έτρεχε στον επαρχιακό δρόμο ακούγοντας μουσική στο τοπικό ραδιόφωνο. Το τραγούδι γνωστό, παλιό… Την ξάφνιασε…
Μοναξιά μου όλα, Μοναξιά μου τίποτα, Μη μ’ αφήνεις τώρα Που είν’ όλα πιο δύσκολα…..
Έκλεισε το ραδιόφωνο και συνέχισε βουβά τα τελευταία δύο – τρία χιλιόμετρα της διαδρομής. Μόνο με τον ήχο της μηχανής…. Και της καρδιάς…
Έβγαλε φλας και έστριψε, μπήκε σιγά – σιγά στο χωματόδρομο και διένυσε τα λιγοστά μέτρα μέχρι το συνηθισμένο δέντρο… εκεί που πάντα έβαζε το αυτοκίνητο της, προστατευμένο από τα διερχόμενα μάτια του δρόμου.
Αρχές Απρίλη ξημερώματα. Ο ουρανός καθάριος, με τα πρώτα χρώματα της αυγής να μην έχουν ακόμη εμφανιστεί πίσω από το τρομερό βουνό του Άθου, του γίγαντα της μυθολογίας, του απαγορευμένου βουνού για κείνη και για όλες.
Πόσο καιρό είχε να έρθει… Πολύ! Και της είχε λείψει, το ησυχαστήριό της.
Τα τελευταία χρόνια, το καλοκαίρι, όταν βρισκόταν με παρέα στο παρακείμενο κάμπινγκ και ήθελε απομόνωση, ερχόταν κολυμπώντας στα απίστευτα γαλαζοπράσινα νερά, παρέα με τις ζαργάνες που ήταν γεμάτη η περιοχή…
Έμπαινε στο αγαπημένο της κούρνιασμα, στην εσοχή που έκανε ο βράχος και χωρούσε μόνο εκείνη… Και γινόταν αόρατη…
Καθόταν πάνω στην  όμορφη λευκόχρυση άμμο, που ήταν χοντρή, σα μικρό, ψιλό πετραδάκι… Αλλά δεν κολλάει, δεν πονάει…
Με μια απίστευτη λαχτάρα να βρεθεί στη φωλιά της, άρχισε να κατηφορίζει προσεκτικά το μονοπάτι που θα την οδηγούσε εκεί στο κούρνιασμα της…
Εκεί στη γωνιά της… Στο μικρό κολπάκι που λίγοι πλησίαζαν, με τη δυσπρόσιτη και κάπως επικίνδυνη κάθοδο και την ακόμη πιο εξαντλητική άνοδο.
Φτάνοντας επιτέλους στον προορισμό της, εξερεύνησε το μέρος… Στις πρώτες αχτίδες που άρχισαν να ξεπροβάλουν από το άγριο και υπέροχο βουνό, όλα φάνταζαν υπέροχα…
Ικανοποιήθηκε από την εικόνα που αντίκρισε. Τακτοποιημένα και στη θέση τους, σαν να μην έλειψε μια μέρα…..”Και τι περίεργο πράγματι”, αναρωτήθηκε… Τόσα χρόνια που ερχόταν, ούτε τα φύκια που μαζεύονται σε άλλες παραλίες και δημιουργούν μια αντιαισθητική εικόνα στις ζέστες του καλοκαιριού και την οξύτατη μυρωδιά του σαπίσματος, δεν επισκέπτονταν το ησυχαστήριό της. Έμοιαζε σαν κάποιος να φρόντιζε ώστε να το βρίσκει πάντα καθαρό…
Και εκείνη το σεβόταν, και πάντα φρόντιζε να μην αφήνει «ίχνη»…
Πήγε στο αγαπημένο της σημείο, έκατσε στη νοτισμένη άμμο, από τη βραδινή υγρασία, έβγαλε τα αθλητικά της και ξυπόλυτη, έχωσε τα πόδια στην υγρή άμμο.
Σήκωσε το βλέμμα και έμεινε να κοιτά εκστατική την ανατολή, τα πρώτα χρώματα….
Και τις άγριες σκιές που δημιουργούσε ο Άθως στην γαλάζια θάλασσα. Τόσο προσιτός όσο και απρόσιτος…
Έβγαλε από το τσαντάκι που φορούσε χιαστή τα τσιγάρα της, καθώς και εκείνο το κουτάκι που πάντα κουβαλούσε για τέτοιες περιπτώσεις… Δεν της πήγαινε να βεβηλώσει το μέρος της με ίχνη…
Άναψε το τσιγάρο της και απέμεινε να κοιτά σιωπηλά…
Στα αυτιά της αντηχούσε ακόμη εκείνο το τραγούδι που έπαιζε στο ραδιόφωνο ο τοπικός σταθμός, στα τελευταία μέτρα της διαδρομής…
Πόσες και πόσες φορές δεν το είχε ακούσει αυτό το τραγούδι…
Πόσες φορές δεν το είχε τραγουδήσει ασυναίσθητα, ζητώντας τι;
Ζητώντας τελικά στη μοναξιά της να μείνει εδώ, να της κάνει παρέα….
Συμπτώσεις!
Πάλι!…… Αλλά, κατά ένα περίεργο τρόπο, πρώτη φορά συνειδητοποίησε τα λόγια στην ουσία τους…
Η σκέψη της πέταξε…
Άνθρωπος φύση κοινωνικός και αισιόδοξος η ίδια, κουβαλούσε για πολλά χρόνια, ένα μεγάλο ελάττωμα, αυτό της ανασφάλειας…
Θυμήθηκε τότε, τον καιρό  που  προσπαθούσε να μη μένει μόνη…. Ο φόβος ότι θα είναι μόνη την κυρίευε και της στερούσε τη χαρά να μπορέσει να σκεφτεί, να αναλογιστεί τις ευθύνες της σε πράγματα και καταστάσεις, αλλά κυρίως, απέναντι στην ίδια….
Οδηγώντας την σε λάθος αποφάσεις… Δε μετάνιωνε, αλλά θα μπορούσε να είχε κάνει πράγματα αλλιώς… Καλύτερα!..
Ο φόβος της αυτός, κυριαρχούσε μέσα της για πολλά χρόνια. Αγωνία! Να είναι με κόσμο, να μιλάει πολύ, να γελάει ακόμη περισσότερο άσκοπα, έτσι για να ξορκίσει το κακό…
Ποιο κακό; Ότι θεωρεί ο καθένας ως κακό…. Για εκείνη τελικά, ο φόβος της απόρριψης, της μοναξιάς, αυτός υπήρξε ο χειρότερος εφιάλτης της!
Αυτός υπήρξε και ο λόγος που έκανε πάντα τόσες πολλές άσκοπες γνωριμίες, που ονόμαζε «φιλίες»….
Και που απέρριπτε τελικά πρώτη, λόγω «ασυμφωνίας χαρακτήρων»……. Απλά για να μην προλάβει να δει την απόρριψη, να νιώσει εγκατάλειψη…
Τώρα!
Χμμμ!
Τώρα απλά απολάμβανε τη μοναξιά της….
Και την προτιμούσε, από το άσκοπο σκόρπισμα χρόνου με άτομα που προσπαθούν να πάρουν από εκείνη ότι καλύτερο είχε να δώσει, ανταποδίδοντας το δόσιμό της, με κακία και πικρόχολα σχόλια…
Και τι όμορφες που ήταν αυτές οι ώρες μοναξιάς!
Ένιωθε να παλεύει με το είναι της, να του δίνει χρώμα, ύλη και υπόσταση… Πόσοι άραγε μπορούν να το κάνουν αυτό;…
Η μοναξιά της είχε όλα τα χρώματα της ίριδας, ακόμη και το γκρί ή το μαύρο… και το λευκό, το καθαρό!…
Και βουτούσε σε όλα…. Να τα νιώσει στο πετσί της! Να μπουν στο είναι της!
Η μοναξιά της  είχε σιωπή… Απόλυτη, νεκρική!…. Αλλά και ήχους, μουσική από τον αέρα, το κύμα, την αγαπημένη θάλασσα, και το θρόισμα των φύλλων του δάσους σε ψηλό βουνό, που μέσα τους πετούν και παίζουν πουλιά και έντομα… Έχει ελευθερία, Έχει και σκλαβιά…
“Από εμάς εξαρτάται το χρώμα της και ο ήχος της” διαπίστωσε…
Είχε περάσει πολλές ώρες ψάχνοντας μέσα της… Και δεν μπορούσε να καταλάβει αρχικά τι ένοιωθε, τι «έβλεπε», πως αντιλαμβανόταν αυτή την κατάσταση… Ένα πράγμα είχε μόνο σαν αίσθηση…
Δεν την φοβόταν πλέον!… Αντιθέτως την αναζητούσε κιόλας…
Θυμήθηκε τη στιγμή που την ταρακούνησε, την έκανε να αναλογιστεί και τελικά να αλλάξει….
Παραδίπλα… Στο κάμπινγκ… Φωτιά στην παραλία και παρεΐστικη διάθεση… Μια από τις πολλές που ζούσε….
Τότε είχε μπει στην παρέα και στη ζωή της, σαν κομήτης, ένας άνθρωπος ιδιαίτερος, ιδιόμορφος, σχεδόν περίεργος….
Σε κάποια συζήτηση εξέφρασε μια γνώμη, τραβηγμένη από πολλούς!..
Η άποψη αυτού του ιδιαίτερου ανθρώπου, γραφικού ίσως, που όμως εκτιμούσε…
Ρωτήθηκαν λοιπόν όλοι, να απαντήσουν στο αν «φοβόνταν τη μοναξιά»!…
Η διαπίστωση που έκανε για τον εαυτό του, την ταρακούνησε, την έβαλε για πρώτη φορά ουσιαστικά σε διαδικασία σκέψης και, τελικά, όσο το σκεφτόταν τόσο έτεινε να συμφωνήσει και εκείνη με την άποψη αυτή!….
Συμφώνησε τόσο, που τελικά έγινε με τον καιρό και δική της.
Η απάντηση που έδωσε τότε ο «φίλος» τους, ήταν πως, «φοβάται τον εαυτό του, που δε φοβάται τη μοναξιά»!….
Και ναι! Σίγουρα πλέον δε τη φοβόταν…. Την απολάμβανε κιόλας!
Τελικά η μοναξιά δεν είναι τόσο τραγική…. Αντιθέτως μπορεί να γίνει (και σίγουρα γίνεται) πιο δημιουργική, εφόσον την αποδεχτείς, τη δουλέψεις μέσα σου, και την κατανοήσεις!…
Γιατί το αποτέλεσμα της μοναξιάς είναι η εμβάθυνση και η κατανόηση…
Κυρίως του εαυτού μας… Και μετά όλων των άλλων…
Έχοντας φτάσει από καιρό σε αυτές τις διαπιστώσεις, επιδίωκε την απομόνωση…
Ειδικά τώρα, ειδικά μετά τα τελευταία γεγονότα…..
Έλυσε τα μακριά, ξανθά μαλλιά της, ακούμπησε στον βράχο, μέσα στο κούρνιασμα της και απέμεινε να κοιτά τον ήλιο, που πια είχε «σκάσει» στην κορυφή του Άθου…
«Ώρα για σκέψη και αποφάσεις» είπε…
Και βυθίστηκε….

χρυσοκόκκινες κορδέλες Ιουλ10

 χρυσοκόκκινες κορδέλες

Η Νεράιδα της Μάνης

Standard
Ένα ταξιδιάρικο παραμύθι τη Νεράιδα της Μάνηςφιλοξενώ σήμερα, του Βασίλη Πουλημενάκου, που όπως λέει ο ίδιος  μιλάει για την ιδιαίτερη πατρίδα του μέσα από τις ανάσες, τις επιθυμίες και τις ευαισθησίες μιας  όμορφης νεράιδας..
Αυτό το παραμύθι μελοποιήθηκε από τον zero-project και ζωντάνεψε με την αφήγηση της Δήμητρας Τάμπαση
Η Νεράιδα θα την ακούσετε στο σάιτ του zero-project στην κατηγορία works-audiobooks. Kαι για άμεσο download εδώ

Η Νεράιδα της Μάνης
ImageΚύλησε στο ακροθαλάσσι. Έκανε μπάλα το σώμα και κόκκοι λεπτής άμμου την τύλιξαν κι απέμειναν αδιάψευστοι μάρτυρες της παρουσίας της, κολλώντας, ολοένα και περισσότεροι, στο γυμνό της σώμα.
Τα μαλλιά της αχτένιστα, ήταν μπερδεμένα με χτένια της θάλασσας και στολισμένα άναρχα με πορφυρά κοχύλια και μελανά φύκια. Τα νερά του Πόρτο Κάγιο όμως είναι για εκείνη πάντα φιλόξενα κι έτοιμα να υποδεχθούν κάθε της βουτιά και να λουστούν την πρωτόγονη ομορφιά της.
Η Nεράιδα της Μάνης ζει στις σπηλιές της μέσα Μάνης και του Οιτύλου, αλλά η αγαπημένη της παραλία είναι στο Πορτο Κάγιο, στη νοτιότερη γειτονιά του Ταινάρου. Εδώ και αιώνες, τα καλοκαίρια θα την βρεις εκεί να τριγυρίζει.
Άλλες φορές στέκεται καρφωμένη στα βράχια ψηλά κι άλλες λιάζεται στην Αρμενόπετρα αγναντεύοντας τα πλοία που καβατζάρουν δειλά τον Κάβο Μαλέα, στέλνοντας καλότυχες λέξεις και χαμόγελα. Τις πιο πολλές όμως χάνεται στα γαλάζια νερά, μεταμορφώνεται σε γοργόνα, βρίσκει σπίτι στο βυθό και σουλατσάρει στη στεριά τα βράδια.
Το φθινόπωρο μαζεύεται στη σπηλιά της στο Δυρό, κάτω από την Αρεόπολη και αφοσιώνεται να φροντίζει το σπίτι της. Η σπηλιά της είναι γεμάτη από σταλακτίτες και λίμνες με υφάλμυρα νερά. Και δεν έχει μόνο μία. Όλες οι σπηλιές της περιοχής την έχουν δεχθεί και την έχουν φιλοξενήσει.
Άμα βρεθείς εκεί τον Σεπτέμβρη, μπες βαθιά, κράτα την αναπνοή σου και αφουγκράσου. Θα αισθανθείς την ζεστή ανάσα της σαν στεναγμό στον αέρα, και το καρδιοχτύπι της αντήχηση στους τοίχους. Θα ακούσεις ακόμα, στάλες και υγρούς ήχους να τρυπάνε την ησυχία που, -στ’ αλήθεια- είναι το μοναχικό κολύμπι της στα κρύα νερά.
Δεν ήταν πάντα μόνη. Ο αγαπημένος της όμως θαλασσοπνίγηκε σε κάποιο του ταξίδι και η Μοίρα, για παρηγοριά, της χάρισε αθανασία και αιώνια ομορφιά βαφτίζοντάς την “Nεράιδα της Μάνης” στα νερά της σπηλιάς. Κι έτσι έγινε η υπόγεια λίμνη ο τόπος που ξεχειμωνιάζει, και το Πορτο Κάγιο το λημέρι της τα καλοκαίρια.
Ούτε σκέφτηκε ποτέ να παραπονεθεί στη μοίρα της ούτε να ξεφύγει από εκείνη, μα η μοναξιά δεν αντέχεται ούτε στις νεράιδες. Εξάλλου, και ο καλός της χάθηκε πριν αμέτρητα χρόνια, όντας πειρατής σε ναυμαχία στα Κύθηρα ανοιχτά της Μάνης, όπως ζύγωνε να στεριώσει, και αρκετά την είχε πονέσει ο χαμός του.
Ποιός θνητός θα ενδιαφερόταν όμως για εκείνη; Να την βλέπει να μένει νέα κι εκείνος να γερνάει; Ήταν έτοιμη να προσφέρει όλη της τη γνώση και αγάπη, να θυσιάσει ακόμα και την αθανασία της, αρκεί να αισθανθεί το ταίριασμα και την πρόκληση του έρωτα.
Όλοι οι αρσενικοί που μπαινοβγαίνουν πλέον -21ος αιώνας μπήκε- στο σπίτι της είναι τουρίστες, που με τα στραβά μάτια των ξεναγών φωτογραφίζουν τις γωνιές, τις ομορφιές και τα καθάρια νερά της σπηλιάς της που έχει περιποιηθεί εκείνη νωρίτερα.
Μέχρι που ήρθε η στιγμή και κάποιος έφυγε κλεφτά από τη βάρκα, κολύμπησε και στάθηκε σε μια πέτρα στην άκρη της επιβλητικής αίθουσας του “Ειρηνικού”, στο σαλόνι της νεράιδας. Όταν χάθηκαν οι τελευταίοι ήχοι των κουπιών και των ψιθύρων η νεράιδα ξεμύτισε από το θαλάμι της και βρέθηκε ξαφνικά μπροστά του. Εκείνος σκιάχτηκε.
- Ποιά είσαι; τη ρώτησε με κοφτή ανάσα.
- Κάποια που χάθηκε ή που ξέμεινε όπως εσύ.
- Μένεις εδώ;
- Πολλά χρόνια.
Έπειτα έμεινε άλαλος, εκστασιασμένος από την ομορφιά της και τη λάμψη που πήγαζε από τα μεγάλα μελιά της μάτια. Δεν έβγαινε φωνή.
- Έλα να σου δείξω το σπίτι μου.
Τον πήρε από το χέρι κι αυτός την ακολούθησε υπνωτισμένα. Μαζί, φάνηκε σαν να ακολουθούσε όλη τη διαδρομή της στους αιώνες. Του είπε για την ιστορία της, τα αγαπημένα της μέρη, τις συνήθειες, τη ζωή της. Την άκουγε προσεκτικά, ρουφώντας κάθε λέξη σαν σφουγγάρι, και σαν ναυτόπαιδο που διδάσκεται τα στοιχειώδη.
Σε μια εσοχή γεμάτη κοράλλια, φύκια και σφουγγάρια είχε το κρεβάτι της.
Τον κέρασε αχινοσαλάτα και κυδώνια. Τον αγκάλιασε πρώτα με τα μαλλιά της κι ύστερα με τα χέρια της. Τον χτένισε σαν κούκλα. Τον αγάπησε κι ας μην τον είχε ξαναδεί. Τον πόθησε σαν θνητή, με τη σκέψη ότι ζει μια μόνο στιγμή ο έρωτας. Τον γεύτηκε, όπως ένα γλυκόπιοτο παλιό κρασί. Που πρώτα ζεσταίνει. Κι ύστερα μεθά.
Τον αναζήτησαν οι δικοί του, και δυστυχώς για τη Nεράιδα της Μάνης, τον βρήκαν. Δεν τους μίλησε για εκείνη, την κράτησε όμως στην ψυχή του, και από τότε, κάθε καλοκαίρι την ψάχνει στα βράχια, στις ακρογιαλιές της Μάνης και στις σπηλιές του Δυρού. Μάταια όμως… Μάταια.
Βασίλης Πουλημενάκος

Άδεια χελιδονοφωλιά

Άδεια χελιδονοφωλιά

Standard
 Η “Αδεια χελιδονοφωλιά” συμμετείχε στο διαγωνισμό διηγήματος “Λόγω Τέχνης 2012″ Το θέμα του διαγωνισμού ήταν ελεύθερο, είχε όμως την ιδιαιτερότητα οι συμμετέχοντες να πρέπει να συμπεριλάβουν στην πλοκή του διηγήματός τους έντεκα συγκεκριμένες λέξεις: Θάλασσα, χελιδόνι, άμμος, κουτί, τριαντάφυλλο, χώμα, ρoλόι, ησυχία, σελίδα, αέρας, γάλα.
χελιδονια
Αδεια χελιδονοφωλιά
Αναστάτωση.
Παντού μια αναστάτωση. Στη ζωή της, στο σπίτι, στο σχολείο, παντού. Νόμιζε πως θα ηρεμούσε αλλά η ζωή έχει πάντα εκπλήξεις. Και εκεί που λες “ηρέμησα”, φουρτούνα πάλι! Η ψυχή δεν ησυχάζει, δε μερεύει εύκολα, σαν τη θάλασσα και αυτή που εκεί που λες ότι γαλήνεψε, εκεί σε τραβούν τα ρεύματα. Σε παρασύρουν και σε βουλιάζουν.
Μικρομάνα η Ειρήνη, παντρεύτηκε εσπευσμένα στα δεκάξι. Η κατάσταση άλλωστε δε σήκωνε αναβολή. Γέννησε το πρώτο της παιδί με το που έκλεισε τα δεκαεπτά. Παρόλη τη δεδομένη κατάσταση, ξαναπήγε στο σχολείο, έβαλε στόχο και πείσμα να το τελειώσει. Όση αγάπη και να είχε για τον μικρό της Άγγελο δεν θα έκανε τα σφάλματα που είχε ακούσει από τους άλλους. Θα το τελείωνε, για να μην το χρεώνει στο μέλλον.
Αν και μικρή ήξερε τον εαυτό της και γνώριζε πως αν δεν το συνέχιζε, μετά θα μετάνιωνε για τα χαμένα όνειρα. Αναστάτωσε τους πάντες για να γίνει το δικό της. Και τα κατάφερε! Το τέλειωσε! Με επιτυχία!
Στα δεκαεννιά με ένα δίχρονο παιδί, έναν καλό και, όπως διαπίστωνε, υπομονετικό σύζυγο, κατάφερε να εκπληρώσει ακόμη ένα όνειρο. Πέρασε επιτυχώς στο Πανεπιστήμιο, στη σχολή που πάντα επιθυμούσε!
Καινούρια αναστάτωση! Όλοι της έλεγαν να μην συνεχίσει τις σπουδές, τι να τις κάνει; Παντρεμένη γυναίκα ήταν πια… Νέα αναστάτωση. Αλλά και το πείσμα, πείσμα. Και γινάτι. Συνέχισε, με επιτυχία, πρώτη σε όλα της η Ειρήνη, σπίτι, παιδί, σύζυγος και φοιτήτρια.
Περνούσε ο καιρός. Λίγο πριν την τελευταία εξεταστική έφερε στον κόσμο και το δεύτερο παιδί. Την Αρετούλα της! Δεν κατάφερε να τη θηλάσει. Της κόπηκε το γάλα λόγω άγχους. Τελευταία εξεταστική πριν το πτυχίο και κυνηγούσε το βαθμό. Στεναχωρήθηκε, αλλά δεν γινόταν αλλιώς.
Αργότερα, εργαζόμενη γυναίκα πια, μαμά δύο υπέροχων παιδιών και σύζυγος ενός άντρα που τη λάτρευε και της είχε χαρίσει τον κόσμο όλο με την υπομονή και τη στήριξη του, μπορούσε να πει ότι τα είχε όλα. Και ο άνδρας της ήταν ο μόνος που κατά βάθος την ηρεμούσε και την έβαζε σε πλαίσια.
Η μοίρα όμως της επιφύλασσε δυσάρεστες εκπλήξεις. Στην ηλικία των σαράντα, με δυο ενήλικα παιδιά, επιτυχημένη καριέρα σαν δικηγόρος, με μια ήσυχη οικογενειακή ζωή, κανένας δεν θα μπορούσε να περιμένει την τροπή που θα έπαιρνε η ζωή της.
Σε μια στιγμή ο κόσμος όλος σβήστηκε από τα μάτια της. Η καλοκουρδισμένη σα ρολόι ζωή της, ανατράπηκε και ξαφνικά ο χρόνος σταμάτησε. Στιγμιαία! Για λίγο! Τόσο, όσο να κάνουν έντονη την εμφάνισή τους ο πόνος και η θλίψη. Και η απορία!
Ο σύζυγος και σύντροφός της σε όλες τις αναζητήσεις τις τρέλες και τις απαιτήσεις της, που παρ’ όλες τις αναστατώσεις που προκαλούσε στο σπίτι, εκείνος την ηρεμούσε με την υπομονή του, που δεν της χάλασε χατήρι σε ότι του ζήτησε, έκλεισε σε μερικές απλές σελίδες όλη τη ζωή τους.
Όταν έφτασε εκείνη τη μέρα εκείνος ο φάκελος στο γραφείο, θεώρησε πως αφορούσε ακόμη μια επαγγελματική υπόθεση από τις πολλές που κατέκλυζαν το γραφείο της. Αργά το απόγευμα που ξεμπέρδεψε με κάποιες εκκρεμότητες, πήρε και τον εν λόγω φάκελο στα χέρια της να τον ανοίξει. Αποστολέας ήταν ένα άλλο μεγάλο δικηγορικό γραφείο της πόλης τους.
Αυτό που αντίκρισε ανοίγοντας τον, τη σόκαρε. Ήταν μια αίτηση διαζυγίου, για εκείνη. Μέσα περιείχε και μια απλή επιστολή, χειρόγραφη, με την οποία ο άνδρας της την πληροφορούσε για την απόφασή του να χωρίσουν. Χωρίς αιτία, χωρίς λόγο και αφορμή. Απλά την ενημέρωνε για την απόφαση και τη συμβούλευε να υπογράψει το επισυναπτόμενο διαζευκτήριο, στο οποίο δήλωνε πως της παραχωρούσε το σύνολο σχεδόν της περιουσίας τους κρατώντας ένα μέρος μόνο των χρημάτων, ενός κοινού λογαριασμού.
Το δωμάτιο άρχισε να μικραίνει, να μικραίνει, έγινε ένα μικρό κουτί που συνεχώς συρρικνώνονταν μέχρι που χάθηκε, την έσφιξε και της πήρε όλον τον αέρα. Γιατί; Πως; Πότε; Ερωτήματα, πολλά την κατέκλυσαν και σίγουρα δεν ήταν σε θέση να απαντήσει.
Όταν συνήλθε τον πήρε τηλέφωνο. Το κινητό ήταν εκτός δικτύου. Πήρε στο σπίτι, καμιά απάντηση. Λογικό, τέτοια ώρα ήταν ακόμη στο γραφείο. Πήρε εκεί. Το τηλέφωνο δε λειτουργούσε “για τεχνικούς λόγους”. Πανικοβλήθηκε Αναρωτιόταν πότε έγινε και τι; Το πρωί φύγανε μαζί, μια χαρά ήταν, λίγο ήσυχος όπως συνήθιζε τελευταία, αλλά ευδιάθετος.
Ξαφνικά σκέφτηκε πως όλο αυτό ήταν μια φάρσα. Ένα αστείο, λίγο κακόγουστο βέβαια αλλά είχε πιάσει! Πιάστηκε και αυτή από αυτό. Την έτρωγε όμως, το μυαλό της είχε θολώσει, ένοιωσε πάλι ότι πνιγόταν βούλιαζε σε κινούμενη άμμο και πάλευε να βγει στον αέρα. Ναι, αυτό χρειαζόταν. Καθαρός αέρας!
Μάζεψε τα πράγματά της βιαστικά και βγήκε στους δρόμους της πόλης να περπατήσει, Σαν τρελή χάθηκε στα στενά της πόλης αναζητώντας λόγους. Ήξερε πλέον πως όλο αυτό ήταν κάτι σοβαρό και σίγουρα, νομικά ορθό, μιας και προέρχονταν από αξιόπιστη πηγή. Επέστρεψε αργά το βράδυ με την κρυφή ελπίδα της ανατροπής αυτής της άσχημης κατάστασης. Μάταια όμως…

Πέρασε ο καιρός. Σχεδόν πέντε χρόνια απουσίας. Έχοντας η ίδια εξαντλήσει, όλα τα μέσα που διέθετε, προκειμένου να τον βρει για να της εξηγήσει τα αναπάντητα ερωτήματα ενός άδικου προς εκείνη χωρισμού, είχε πάρει πλέον απόφαση πως πια θα ζούσε μόνη, χωρίς εκείνον.
Είχε προσπαθήσει σκληρά και είχε ξεκόψει από όλους όσους τους ήξεραν, είχε πληγωθεί βαθιά και δεν ήθελε να τη λυπούνται. Μόνη της χαρά τα παιδιά της, τα οποία μετά από μια περίοδο θλίψης για το γεγονός του χωρισμού, τράβηξαν το δρόμο τους και φυσικά η δουλεία της.
Η νέα συνθήκη όμως, ο γάμος της Αρετής, την ανάγκαζε να συναντήσει πάλι πρόσωπα από τα παλιά. Και όσο και να προσπάθησε να το αποφύγει, τελικά η συνάντηση με τη γυναίκα που μεγάλωσε τον άνδρα της, καθώς και τα παιδιά της μέχρι την στιγμή που αποσύρθηκε στο νησί της, ήταν αναπόφευκτη. Με βαριά καρδιά μπήκε στο καράβι με προορισμό τη Σύμη ώστε να συναντήσει και να συνοδέψει τη γριά γυναίκα πίσω στην Αθήνα για τον γάμο της κόρης της.
Φτάνοντας στον αυλόγυρο του σπιτιού, διαπίστωσε πως όλος ο κήπος ήταν σχετικά παραμελημένος. Όλος εκτός από μια γωνιά που είχε φρεσκοσκαμμένο χώμα με μια λευκή τριανταφυλλιά. Της έκανε εντύπωση και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Το θέαμα που αντίκρισε τη σόκαρε κυριολεκτικά Αυτός! Ήταν εκεί! Με την πλάτη γυρισμένη σε εκείνη, πάνω σε αναπηρικό καρότσι να κοιτά μια άδεια χελιδονοφωλιά…

μια στιγμή είναι αρκετή..

μια στιγμή είναι αρκετή..

..να τα φέρει όλα αλλιώς.. Κάτω απο άλλες προυποθέσεις ετούτη εδω η ανάρτηση,θα μιλούσε για  κάτι αισιόδοξο.. Μα ένας κόμπος υπάρχει στο λαιμό μου και το κεφάλι μου δεν αντέχει άλλο.Σκέφτηκα πολύ πριν μοιραστώ μαζί σου αυτές τις λέξεις.Δεν θέλω να γράφω στενόχωρα,μα σκέφτηκα οτι θα μου έκανε καλό,αν μπορέσω και αδειάσω την ψυχή μου απο τη στεναχώρια της..
weheartit.com
Μια μαμά,πριν λίγες ώρες έπαψε να ζει. Μια μαμά,πηγαίνοντας για τη δουλειά της,είδε όλη της τη ζωή να γκρεμίζεται εμπρός στα μάτια της.Ενας ασυνείδητος οδηγός,τσαλαπάτησε με τις ρόδες του φορτηγού του,τα όνειρα της. Με τη μαμά εκείνη είχαμε συναντηθεί πολλές φορές και είχαμε μιλήσει άλλες τόσες.Σε κοινά πάρτυ,σε συγκεντρώσεις στο σχολείο.Οι κόρες μας ήταν συμμαθήτριες.Έμενε λίγα μέτρα πιο κάτω απο το σπίτι μου.Εκεί που έγινε και το μοιραίο.. Δεν το χωράει ανθρώπινος νους.Να πηγαίνεις στη δουλειά και ξαφνικά να μην γυρίζεις ποτέ πίσω..Να φτιάχνεις μια όμορφη οικογένεια και ξαφνικά κάποιο χέρι να σου ξεριζώνει το κοινό μέλλον.. Να το ρίχνει στις αναθεματισμένες ρόδες ενός αυτοκινήτου.Στην άκαρδη άσφαλτο..Εκεί όπου άφησε την τελευταία της πνοή.Λίγα λουλούδια αφημένα σε εκείνο το σημείο και ενα μικρό κεράκι για να ταξιδέψει η ψυχή εκείνης της μανούλας σε μέρη γαλήνια.. Είμαι τόσο συγκλονισμένη..Eπιστρέφοντας στο σπίτι,αγκάλιασα τα μικρά μου μωράκια και τα έσφιγγα..Σκεφτόμουν οτι εκείνη δεν θα μπορέσει να το κάνει ξανά.Δεν θα τα δει ποτέ να μεγαλώνουν.Να ακολουθούν το δικό τους δρόμο.Να φτιάχνουν τη δική τους ζωή. Κράτησα σφιχτά το χέρι του συντρόφου μου και σκεφτόμουν οτι έπρεπε η αύρα του να εισχωρήσει βαθιά μέσα στα κύτταρα μου.Να μείνει για πάντα εκεί.. Κοιτούσα τα πρόσωπα τους και ήθελα να χαραχτούν στη μνήμη μου.Όλες οι λεπτομέρειες τους.. Σαν Φυλαχτό..
Εκείνη όμως δεν θα έχει δεύτερη ευκαιρία..
Σκεφτόμουν λοιπόν οτι δεν πρέπει να αφήνουμε καμία στιγμή να ξεγλιστράει απο τις χούφτες της ζωής μας.Γιατί δεν γυρίζει πίσω.. Να γευόμαστε τους αγαπημένους μας.Να τους απολαμβάνουμε.Να μυρίζουμε το άρωμα τους και να τους μοιράζουμε την αγάπη μας,σαν να μην έχουμε ποτέ μια δεύτερη ευκαιρία μαζί τους ξανά..Να μην διστάζουμε να πούμε ''σ'αγαπώ,μου λείπεις,είσαι η ζωή μου''..να μην διστάζουμε να κάνουμε όλα εκείνα που δεν τολμήσαμε ποτέ..σήμερα..τώρα.. Να διασκεδάζουμε,να κυνηγάμε τα όνειρα μας..όσο τρελά και αν φαίνονται σε κάποιους.. Να μην αφήσουμε ποτέ κανένα και τίποτα να παραμερίσει τα ''θέλω''μας..Να τρέχουμε πίσω απο όμορφα πουπουλένια σύννεφα.Και αν διαλυθούν απο το πρώτο φύσημα του αγέρα,να φτιάξουμε καινούρια.Πιο δυνατά..
weheartit.com
Να έχουμε ανοιχτά τα μάτια και τα αυτιά της καρδιάς μας.. Να μάθουμε μέσα απο όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας.Να βάλουμε ξανά τη ζωή μας,να σταθεί γυμνή απέναντι.Να την κοιτάξουμε στα μάτια και να τις βάλουμε όμορφα ρούχα και πλουμιστά στολίδια.Να την μάθουμε να περπατά ανάλαφρα.Να είναι το βήμα της μελωδικό και αργό.. Αργή και μελωδική να είναι και η ρότα μας.Και αν κάποιο μικρό αγκαθάκι βρει καταφύγιο στο φόρεμα της ζωής μας,να μην του δώσουμε σημασία.Δεν θα μπορέσει να μας πληγώσει.Γιατί η καρδιά μας θα φοράει την πανοπλία της..Δώσε της ενα πεταχτό φιλί και σπρώξε την απαλά,να συνεχίσει.. Μην διστάζεις λοιπόν. Το τώρα,ας είναι η καινούρια σου αρχή*

Αυτό το άρθρο προέρχεται από myStick land!: μια στιγμή είναι αρκετή.. http://mystickland.blogspot.com/2013/01/blog-post_5037.html#ixzz2RgPNiFOu

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Σουρεαλιστικές ελαιογραφίες από τον Juan Barletta.

Σουρεαλιστικές ελαιογραφίες από τον Juan Barletta.

Κατηγορία: Τέχνη

Ο Αργεντινός, γεννημένος στο Μπουένος Άιρες ζωγράφος Juan Barletta έχει ένα ιδιαίτερο στυλ που συνδυάζει Pop-art, σουρεαλισμό και λίγο από Comic Art.
Οι πίνακες του είναι ζωγραφισμένοι με λάδι, όμως η ιδιαίτερη τεχνοτροπία που χρησιμοποιεί τους κάνει να μοιάζουν σαν να φτιάχτηκαν με Photoshop ή Illustrator και να εκτυπώθηκαν από μηχάνημα.
Προσωπικά μου αρέσει ιδιαίτερα η εκτεταμένη χρήση έντονων χρωμάτων και αυτή η αισθητική Digital Graphics που έχουν τα έργα του. Οι πίνακες του Barletta δίνουν μια αίσθηση υπεροχής του ανθρώπου σε σχέση με την μηχανή, καθώς η δουλειά του γίνεται με το χέρι και δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα πλέον εξελιγμένα προγράμματα επεξεργασίας γραφικών. Απολαύστε μερικά χαρακτηριστικά δείγματα της δουλειάς του στην συνέχεια του άρθρου.

Ο Barletta γεννήθηκε το 1974 και σπούδασε ζωγραφική στην σχολή καλών τεχνών του Neuquen. Παρότι έχει παρακολουθήσει μαθήματα δίπλα στους Tuliode Sagastizabal και Elsa Soiblman είναι ουσιαστικά ένας αυτοδίδακτος ζωγράφος με ιδιαίτερο δικό του στυλ.
1

Η Σύνθεση στη Ζωγραφική

Η Σύνθεση στη Ζωγραφική

| |




Η Σύνθεση στη Ζωγραφική
Η σύνθεση είναι ένα σημαντικό μέρος της διαδικασίας της ζωγραφικής και περιλαμβάνει την οργάνωση στοιχείων επάνω στο μουσαμά και πως πρέπει να τα συνδυάζει μεταξύ τους. Ο καλλιτέχνης αναπτύσσει τα σχήματα
και διαιρεί το πίνακα του με τέτοιο τρόπο που να είναι ελκυστικός στις αισθήσεις σας. Ο σκοπός της σύνθεσης είναι να οδηγήσει το βλέμμα του θεατή μέσα στον πίνακα, και να κρατήσει το ενδιαφέρον του σ’ αυτόν.
Όταν αναπτύσσετε τη σύνθεση σας προσπαθήστε να αποφύγετε το κεντρικό σημείο ενδιαφέροντος στο κέντρο του πίνακα. Διαιρέστε τις περιοχές του πίνακα σου σε μέρη με διαφορετικό μέγεθος. Εάν θέλετε να ζωγραφίσετε ένα τοπίο αποφύγετε να βάλετε τη γραμμή του ορίζοντα στο κέντρο του πίνακα. Επειδή οι άνθρωποι διαβάζουν από αριστερά προς τα δεξιά, μη βάζετε όλα τα ενδιαφέροντα στοιχεία στην αριστερή πλευρά του πίνακα διότι οι θεατές δεν θα έχουν ενδιαφέρον να δουν το υπόλοιπο μέρος του πίνακα. Φροντίστε να κρατάτε τα ενδιαφέροντα στοιχεία του πίνακα σας μακριά από τα άκρα του μουσαμά.
Είναι κοινό λάθος να τοποθετείτε το κεντρικό σημείο ενδιαφέροντος στο κέντρο του πίνακα. Ένα άλλο κοινό λάθος είναι να διαιρείτε τον πίνακα ενός τοπίου στα δύο βάζοντας τη γραμμή του ορίζοντα ακριβώς στο κέντρο.
Το κεντρικό σημείο ενδιαφέροντος είναι το κύριο στοιχείο, ή θέμα του πίνακα σας και θα πρέπει να έλκει το βλέμμα του θεατή. Όλα τα άλλα στοιχεία στη σύνθεση θα πρέπει να καθοδηγούν το βλέμμα του θεατή στο κεντρικό σημείο ενδιαφέροντος.
Μπορείτε ακόμη να δημιουργήσετε το κεντρικό σας σημείο ενδιαφέροντος χρησιμοποιώντας κοντράστ. Παραδείγματος χάριν θα μπορούσατε να χρησιμοποιήσετε σκούρους τόνους για να δημιουργήσετε ένα κέντρο ενδιαφέροντος σε ένα θέμα που έχει φωτεινούς τόνους.
Άλλος ένας τρόπος για να δημιουργήσετε ένα κεντρικό σημείο ενδιαφέροντος είναι να χρησιμοποιήσετε τη διαφορά μεγέθους. Παραδείγματος χάριν, εάν θέλετε να δημιουργήσετε ένα τοπίο πόλης, θα μπορούσατε να ζωγραφίσετε ένα ψηλό κτήριο που θα ξεχωρίζει ανάμεσα σε άλλα χαμηλά.
Όταν συνθέτετε ένα πίνακα, θα πρέπει να χρησιμοποιείτε μονά στοιχεία. Κανένας δεν γνωρίζει πως λειτουργεί αυτό. Μία θεωρία λέγει ότι ο θεατής σπάζει τη σύνθεση ομαδοποιώντας τα διάφορα στοιχεία μεταξύ τους.
Εάν έχετε περισσότερα από ένα αντικείμενα σε ένα πίνακα, πρέπει να τα τοποθετείτε σε σχέση με την απόσταση μεταξύ τους. Τα αντικείμενα δεν θα πρέπει απλά να ακουμπούν το ένα το άλλο. Θα πρέπει ,ή να επικαλύπτονται ,ή να έχουν κάποια απόσταση μεταξύ τους. Προσπαθήστε να μη βάλετε τα αντικείμενα σε ίση απόσταση για να δημιουργήσετε μεγαλύτερη ποικιλία.
Όταν αρχίζετε ένα πίνακα, μπορείτε να διαλέξετε ανάμεσα σε θερμά, ή ψυχρά χρώματα. Μη τα ανακατέψετε πολύ για να μη μπερδέψετε τον θεατή. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιείτε θερμά και ψυχρά χρώματα μαζί, αλλά πρέπει τα μεν να υπερέχουν των άλλων.
Η τονικότητα είναι πόσο φωτεινό, ή σκούρο είναι το χρώμα στον πίνακα. Ένας πίνακας που έχει μόνο μία τονικότητα χρωμάτων είναι βαρετός. Χρειάζεται να έχετε μια ποικιλία φωτεινών και σκοτεινών αντικειμένων για να δημιουργήσετε μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Εάν μία σκηνή στη φύση σας εμπνέει, ένα οφθαλμοσκόπιο θα ήταν μεγάλη βοήθεια για να καδράρουμε το θέμα. Το οφθαλμοσκόπιο φτιάχνεται απλά από δύο κομμάτια χαρτονιού σε σχήμα «Γάμμα» που μπορούν σέρνοντας τα το ένα στο άλλο να δημιουργήσουν μία κορνίζα με την οποία μπορούμε να απομονώσουμε ένα θέμα.

Εννοιολογική Ζωγραφική

Εννοιολογική Ζωγραφική

| |





Εννοιολογική Ζωγραφική
Είναι το κίνημα της τέχνης στο οποίο η έννοια έχει προτεραιότητα πάνω από την παραδοσιακή αισθητική. Η έννοια ,ή ιδέα είναι το πιο σημαντικό μέρος του έργου. Ο σχεδιασμός και η λήψη της απόφασης γίνονται στο μυαλό του καλλιτέχνη από πριν, και η εκτέλεση είναι ένα δευτερεύον θέμα. Έχει αναφερθεί ότι η εννοιολογική τέχνη αμφισβητεί τη φύση της ίδιας της τέχνης. Ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που αμφισβητούνται ήταν η υπόθεση ότι ο ρόλος του καλλιτέχνη ήταν να δημιουργήσουν ειδικά είδη αντικειμένων. Η εννοιολογική τέχνη δεν εξασκεί τις παραδοσιακές τεχνικές της ζωγραφικής και γλυπτικής. Συσχετίζεται με τύπους σύγχρονης τέχνης. Το πρόβλημα στη δεκαετία το 1970 ήταν η σύγχυση ανάμεσα στην «έννοια» και την «πρόθεση» του καλλιτέχνη.
Η εννοιολογική τέχνη πρωτοεμφανίστηκε στο έργο του Μισέλ Ντουσάν, ο ποίος παρουσίασε παραδείγματα όπως η « λεκάνη» , μία συνηθισμένη τουαλέτα ούρησης που απορρίφτηκε όμως από την έκθεση ανεξάρτητων καλλιτεχνών στη Νέα Υόρκη. Με παραδοσιακούς όρους ένα τέτοιο αντικείμενο δεν θα μπορούσε να αποκληθεί τέχνη, Δεν δημιουργήθηκε με χειρονακτικό τρόπο με σκοπό να γίνει ένα έργο τέχνης.
Ο όρος «εννοιολογική τέχνη» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε ένα άρθρο από το καλλιτέχνη Χένρυ Φλιντ. Κατά το μέσο της δεκαετίας του 1970 υπήρξαν εννοιολογικές δημοσιεύσεις, κείμενα και πίνακες ζωγραφικής. Η πρώτη έκθεση με αποκλειστικά εννοιολογικά θέματα διοργανώθηκε στο πολιτιστικό κέντρο της Νέας Υόρκης.
Το κίνημα της εννοιολογικής τέχνης εμφανίστηκε περίπου το 1969.Εν μέρει ήταν μία αντίδραση εναντίον του φορμαλισμού που υποστήριζε ο Διάσημος τεχνοκριτικός Γκρίνμπεργκ. Σύμφωνα με τις απόψεις του, η μοντέρνα τέχνη πρέπει να ακολουθείται από περιορισμό της αφαίρεσης και να εκλεπτύνεται. Καθήκον της ζωγραφικής, παραδείγματος χάριν, ήταν να προσδιορίσουν τι είδους αντικείμενο ήταν στ’ αλήθεια : Η ζωγραφική απεικονίζει επίπεδα αντικείμενα σε επιφάνειες μουσαμά όπου προστίθεται η χρωστική ουσία. Ωστόσο η ψευδαίσθηση της προοπτικής είναι άσχετη με την ουσία της ζωγραφικής, και θα έπρεπε να εξαφανιστεί.
Η εννοιολογική τέχνη έφτασε στα άκρα απομακρύνοντας την ανάγκη των αντικειμένων τελείως δείχνοντας αποστροφή προς την ψευδαίσθηση, ενώ κοντά στο τέλος της δεκαετίας του 1960 αυτή η ανάγκη δεν έβρισκε οπαδούς. Το κίνημα προσπάθησε να αποφύγει τις γκαλερί, ή τα μουσεία σαν καθοριστικούς παράγοντες διαμόρφωσης της τέχνης, ή η αγορά της τέχνης σαν ιδιοκτήτης και διακινητής των έργων τέχνης. Οι εννοιολογικοί καλλιτέχνες θεωρούν ότι όποιος δει ένα εννοιολογικό έργο, γίνεται αυτόματα και ιδιοκτήτης του επειδή κανένας δεν μπορεί πλέον να το βγάλει από το μυαλό του. Αυτή το είδος τέχνης περιορίζεται μερικές φορές σε ένα σετ οδηγιών και περιγραφών, αλλά σταματά την ολοκλήρωση, τονίζοντας ότι η ιδέα είναι πιο σημαντική από το ίδιο το έργο.
Μία σημαντική διαφορά ανάμεσα στην εννοιολογική τέχνη και σε πιο παραδοσιακές μορφές τέχνης οδηγεί στο ερώτημα της καλλιτεχνικής ικανότητας. Η ικανότητα στο χειρισμό των παραδοσιακών μέσων παίζει ελάχιστο ρόλο στην εννοιολογική ζωγραφική. Είναι αλήθεια ότι δεν χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη ικανότητα για δημιουργηθεί εννοιολογική τέχνη. Δεν είναι ότι λείπει από αυτούς τους καλλιτέχνες η εικαστική ικανότητα, ή ότι έχουν εχθρότητα προς την παράδοση, αλλά έχουν μία περιφρόνηση για την ατομική εικαστική έκφραση.
Το πρώτο κύμα του «εννοιολογικού ρεύματος» διάρκεσε από το 1967 έως το 1978. Πρώιμοι εννοιολογικοί καλλιτέχνες που διακρίθηκαν ήταν οι Χένρυ Φλιντ, Ρόμπερτ Μόρρις και Ρέυ Τζόνσον που επηρέασαν το ρεύμα που έγινε ευρύτερα αποδεκτό. Οι εννοιολογικοί καλλιτέχνες Νταν Γκράχαμ και Χανς Χάακε είχαν μεγάλη επίδραση στο κίνημα αυτό και τους επόμενους καλλιτέχνες. Σ’ αυτούς πρέπει να προστεθεί και μία Τρίτη γενεά εννοιολογιστών, Πολλά στοιχεία της τέχνης έχουν υιοθετηθεί από σύγχρονους ζωγράφους της τέχνης εγκατάστασης, της περφόρμανς και της ψηφιακής τέχνης

ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Σπουδαίος Έλληνας λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Είχε ακόμα σημαντικότατη συμβολή στον χώρο της βυζαντινής εικονογραφίας. Σήμερα θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του ’30». Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά. Το πραγματικό του όνομα ήταν Φώτιος Αποστολέλης και γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, στις 8 Νοεμβρίου 1895. Ένα χρόνο μετά έχασε τον πατέρα του και την κηδεμονία αυτού και τριών μεγαλύτερων αδερφιών του ανέλαβε ο θείος του Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος της μονής της Αγίας Παρασκευής, στον οποίο οφείλεται και η χρήση του επωνύμου της οικογένειας της μητέρας του. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια τα έζησε στο Αϊβαλί, όπου τελείωσε το σχολείο το 1912. Στο Γυμνάσιο ήταν συμμαθητής με τον λογοτέχνη και ζωγράφο Στρατή Δούκα και ήταν μέλος μιας ομάδας μαθητών που εξέδιδε το περιοδικό Μέλισσα, που ο Κόντογλου διακοσμούσε με ζωγραφιές. Μετά την αποφοίτησή του γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, από την οποία δεν αποφοίτησε ποτέ. Το 1914 εγκατέλειψε τη σχολή του και πήγε στο Παρίσι, όπου μελέτησε το έργο διαφόρων σχολών ζωγραφικής. Παράλληλα συνεργαζόταν με το περιοδικό Illustration και το 1916 κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό του περιοδικού για την εικονογράφηση βιβλίου, για την εικονογράφηση της Πείνας του Κνουτ Χάμσουν. Το 1917 έκανε ταξίδια στην Ισπανία και την Πορτογαλία και το 1918 επέστρεψε στην Γαλλία. Τότε έγραψε και το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο, το Pedro Cazas. Επέστρεψε στην πατρίδα του το 1919, μετά την λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί ίδρυσε τον πνευματικό σύλλογο «Νέοι Άνθρωποι», στον οποίο συμμετείχαν επίσης ο Ηλίας Βενέζης, ο Στρατής Δούκας, ο Ευάγγελος Δαδιώτης, ο Πάνος Βαλσαμάκης και άλλοι εξέχοντες λόγιοι, και εξέδωσε το Pedro Cazas και διορίστηκε στο Παρθεναγωγείο Κυδωνίων, όπου δίδασκε Γαλλική Γλώσσα και Ιστορία της Τέχνης.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή πήγε αρχικά στη Μυτιλήνη και έπειτα στην Αθήνα, μετά από πρόσκληση Ελλήνων λογοτεχνών που διάβασαν το βιβλίο του και ενθουσιάστηκαν, όπως η Έλλη Αλεξίου, ο Μάρκος Αυγέρης, η Γαλάτεια Καζαντζάκη και ο Νίκος Καζαντζάκης. Το 1923 έκανε ταξίδι στο Άγιο Όρος, όπου ανακάλυψε τη βυζαντινή ζωγραφική, αντέγραψε πολλά έργα και έγραψε αρκετά κείμενα. Όταν επέστρεψε, εξέδωσε το λεύκωμα Η Τέχνη του Άθω και έκανε μια πρώτη έκθεση με έργα ζωγραφικής του. Το 1925 παντρεύτηκε τη Μαρία Χατζηκαμπούρη και εγκαταστάθηκε στη Νέα Ιωνία. Εργάστηκε ως συντηρητής εικόνων σε μουσεία (στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, στον Μυστρά, στο Κοπτικό Μουσείο στο Κάιρο) και ως αγιογράφος σε ναούς (στην Καπνικαρέα, στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω, στον Άγιο Ανδρέα της οδού Λευκωσίας στην Αθήνα, στον Άγιος Γεώργιο Κυψέλης, στα παρεκκλήσια Ζαΐμη στο Ρίο και Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά, στη Ζωοδόχο Πηγή στην Παιανία, στη Μητρόπολη της Ρόδου και αλλού), ενώ έκανε και την εικονογράφηση του Δημαρχείου Αθηνών. Αντιδρώντας στον εκδυτικισμό αγωνίστηκε για την επαναφορά της παραδοσιακής αγιογραφίας: μαζί με τον Κωστή Μπαστιά και το Βασίλη Μουστάκη κυκλοφόρησαν το περιοδικό «Κιβωτός», όπου με άρθρα και φωτογραφικό υλικό ενίσχυαν τον αγώνα του Κόντογλου. Mια τέτοια προσπάθεια περιέκλειε και κάποια μειονεκτήματα: ο Κόντογλου κουβαλούσε από την περίοδο της μαθητείας του στο Παρίσι την αγάπη των Εμπρεσιονιστών για τις πρωτόγονες τέχνες και γυρίζοντας στην Ελλάδα μελέτησε και αντέγραψε τα έργα της βυζαντινής ζωγραφικής με τέτοια κριτήρια. Έτσι η βυζαντινή εικόνα έπρεπε να είναι καθαρή και ανόθευτη από κάθε άλλη επίδραση. Ένα πνεύμα στρατεύσεως θα χαρακτηρίσει την δημιουργία του, καθώς ο ίδιος μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο θα γράψει «πως αποφασίζει να αφιερώσει το τάλαντό του στο Χριστό», κάτι που απουσίαζε στους πρώτους Χριστιανούς και τους Βυζαντινούς. Γι’ αυτό και η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στον προπολεμικό και τον μεταπολεμικό Κόντογλου. Πριν τον πόλεμο θα εισηγηθεί στον Αναστάσιο Ορλάνδο, Διευθυντή της Υπηρεσίας αναστηλώσεως και συντηρήσεως αρχαίων και Βυζαντινών μνημείων του Υπουργείου Παιδείας, οι εκκλησίες να χτίζονται και να διακοσμούνται με τοιχογραφίες βυζαντινότροπες. Πέθανε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου 1965, έπειτα από μετεγχειρητική μόλυνση. Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1961 για το βιβλίο Έκφραση της Ορθοδόξου Εικονογραφίας, με το Βραβείο «Πουρφίνα» της Ομάδας των Δώδεκα (1963) για το βιβλίο Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου και με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.
Προμηθέας
ΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΣ - ΓΚΙΚΑΣ
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 1906 και ήταν σημαντικός Έλληνας ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, εικονογράφος, συγγραφέας και ακαδημαϊκός. Διετέλεσε καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και ιδρυτικό μέλος του ελληνικού τμήματος της «AICA» (Association Internationale des Critiques d’ Art, Διεθνής Ένωση Κριτικών Τέχνης). Πατέρας του ήταν ο καταγόμενος από τα Ψαρά αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος. Μητέρα του η Ελένη Γκίκα, της γνωστής οικογένειας Γκίκα, η οποία είχε εγκατασταθεί στην Ύδρα. Ο μικρός Νίκος βρισκόταν κάθε καλοκαίρι στο νησί και αυτή η διαμονή του επηρέασε την καλλιτεχνική του δημιουργία. Οι γονείς του, με την παραίνεση του σχολείου του, στο οποίο είχε απαλλαγεί από το μάθημα της ιχνογραφίας λόγω εξαίρετων επιδόσεων, αντιλαμβανόμενη το ταλέντο του νεαρού τον έστειλαν να μαθητεύσει αρχικά κοντά στον Βασίλη Μαγιάση (1917) και στον Κωνσταντίνο Παρθένη (1921). Το 1922 ολοκληρώνει τις εγκύκλιες σπουδές του στο Λεόντειο Λύκειο και αρχικά εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1923 εγκαταλείπει τη Σχολή και την Αθήνα, μετοικώντας για σπουδές στο Παρίσι, όπου εγγράφεται στη Σορβόννη, παρακολουθώντας μαθήματα γαλλικής και ελληνικής φιλολογίας και αισθητικής. Το 1923 συμμετέχει σε ομαδική έκθεση στη γκαλερί Salon des Independants. Τον επόμενο χρόνο εγγράφεται στην Academie Ranson, όπου παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής, με καθηγητή τον Ροζέ Μπισιέρ (Roger Bissiere) και χαρακτικής με καθηγητή το Δημήτρη Γαλάνη, συμμετέχοντας παράλληλα σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις. Η πρώτη ατομική του έκθεση οργανώνεται το 1927 στην Galerie Percier στο Παρίσι. Το 1928 εκθέτει για πρώτη φορά στην Αθήνα, από κοινού με τον γλύπτη Μιχάλη Τόμπρο στη γκαλερί «Στρατηγοπούλου». Την ίδια χρονιά καλείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, την οποία ολοκληρώνει το 1929. Όταν απολύεται νυμφεύεται την ποιήτρια Αντιγόνη Κοτζιά και αναχωρούν μαζί για το Παρίσι.
Το 1930 συμμετέχει στην έκθεση που οργανώνεται στο Salon des Surindépendants στο Παρίσι και στην έκθεση της ομάδας «Τέχνη 1930» στο Ζάππειο Μέγαρο της Αθήνας. Στις εκθέσεις αυτές συμμετέχει και το 1931. Το 1932 δημοσιεύει στο περιοδικό «Πολιτεία» άρθρο σχετικό με τα ιταλικά σχέδια του Μουσείου του Λούβρου. Συμμετέχει εκ νέου στην έκθεση του Salon des Surindépendants. Το 1933 διοργανώνει στην Αθήνα το 4ο Διεθνές Αρχιτεκτονικό Συμπόσιο, στο οποίο συμμετέχουν μεγάλα ονόματα του χώρου, όπως οι Λε Κορμπυζιέ, Φερνάν Λεζέ, Κριστιάν Ζερβός κ. ά. ενώ συμμετέχει με γραπτά του, σχετικά με την αισθητική, στο περιοδικό «Σήμερα», το οποίο εκδίδουν οι Μιχάλης Τόμπρος και Κώστας Ουράνης. Το 1934 εκθέτει στην Gallerie des Cahiers d’ Art του Παρισιού πίνακες και γλυπτά του, ενώ συμμετέχει σε διεθνείς εκθέσεις τόσο στο Παρίσι όσο και στη Βενετία. Το 1935 εκθέτει 61 πίνακές του στη Λέσχη των Καλλιτεχνών, μαζί με έργα του Τόμπρου και του Μιχαήλ Γουναρόπουλου. Εκδίδεται από τον Ανατόλ Γιακοβσκί (Anatole Jakovski) λεύκωμα με έργα χαρακτικής 23 κορυφαίων καλλιτεχνών, όπως οι Πάμπλο Πικάσο, Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, Αλμπέρτο Τζιακομέτι, Βασίλι Καντίνσκι κ.ά. στο οποίο περιλαμβάνει έργα του. Την ίδια χρονιά ξεκινά νέα δραστηριότητα: Μαζί με τους Δημήτρη Πικιώνη, Σωκράτη Καραντινό και Τ. Κ. Παπατσώνη, με τους οποίους συνδέεται φιλικά, εκδίδει το περιοδικό «Το 3ο Μάτι». Ο Γκίκας την επόμενη τριετία ζει και εργάζεται στην Ελλάδα, μεταξύ Αθήνας και Ύδρας. Σχεδιάζει τα κοστούμια θεατρικών παραστάσεων, όπως του έργου «Όπως Αγαπάτε» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ (Θέατρο «Κοτοπούλη») και του έργου «Η Ζήλια του Μπαρμπουγιέ» του Μολιέρου («Νέα Δραματική Σχολή» Σ. Καραντινού, 1938). Άρθρα του σχετικά με την τέχνη και τη ζωγραφική εμφανίζονται σε ελληνικά περιοδικά (Τέχνη και Νέον Κράτος). Το 1938 συμμετέχει στην Πανελλήνια Έκθεση Χαρακτικής στο Ζάππειο μέγαρο και το 1939 συμμετέχει σε έκθεση ζωγραφικής στον ίδιο χώρο με δύο έργα του, ένα από τα οποία είναι ο πολύ γνωστός πίνακάς του Το μεγάλο τοπίο της Ύδρας. Ο Λόρενς Ντάρελ και ο Γιώργος Κατσίμπαλης τον φέρνουν σε επαφή με τον Χένρι Μίλερ. Οι δύο άνδρες συνδέονται με στενή φιλία, ο Γκίκας φιλοξενεί τον Μίλερ στο σπίτι του στην Ύδρα και κάνουν μαζί εκδρομές στους Δελφούς και την Ελευσίνα.[1]
Αυλή στην Ύδρα
Το 1940 με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου επιστρατεύεται και υπηρετεί στο Μηχανικό. Με τη λήξη του πολέμου η Αρχιτεκτονική σχολή του ΕΜΠ προκηρύσσει θέση καθηγητή. Ο Γκίκας θέτει υποψηφιότητα και το 1941 εκλέγεται καθηγητής της Σχολής. Στη θέση αυτή παραμένει μέχρι το 1958. Στις δεκαετίες του 1950, του 1960, του 1970 και του 1980 πραγματοποιεί πολυάριθμες εκθέσεις στο Λονδίνο, το Παρίσι, το Βελιγράδι, τη Στοκχόλμη, την Οττάβα, το Σινσινάτι, τη Νέα Υόρκη, την Ουάσιγκτον, το Βερολίνο, τις Βρυξέλλες, το Σαιντ Ετιέν και, φυσικά, την Αθήνα. Εικονογραφεί βιβλία και σχεδιάζει κοστούμια για πολλές παραστάσεις. Το 1970 η Ακαδημία Αθηνών του απονέμει το «Αριστείο Καλών Τεχνών» και το 1972 τον εκλέγει τακτικό της μέλος στην έδρα των Εικαστικών Τεχνών. Το 1979 παρουσιάζεται στην British Academy of Film and TV International TV Festival ταινία του Βασίλη Μάρου, με θέμα τη ζωή του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα. Στην Αθήνα κυκλοφορούν τα βιβλία του Ελληνικοί Προβληματισμοί (1982), Ανίχνευση της Ελληνικότητας (1984) και Γέννηση της Νέας Τέχνης (1987). Το 1982 εκλέγεται επίτιμος διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το 1987 επίτιμο μέλος της βρετανικής «Royal Academy of Arts» και το 1991 επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνεχίζει να εκθέτει τόσο στην Αθήνα όσο και στην Άνδρο αλλά και στο εξωτερικό. Τελευταία έκθεσή του το 1994 (μικρογλυπτική και κόσμημα). Πέθανε στην Αθήνα, στο σπίτι του στην οδό Κριεζώτου, στις 3 Σεπτεμβρίου 1994.
Μεγάλο Τοπίο της Ύδρας, 1938
Εκτός από τη ζωγραφική, όπου είχε μεγάλη και πολύ σημαντική παραγωγή, ο Γκίκας ασχολήθηκε με τη γλυπτική, τη χαρακτική, τη σκηνογραφία και την εικονογράφηση βιβλίων αλλά και την κριτική τέχνης. Συνέγραψε βιβλία, άρθρα και μελέτες για την Αρχιτεκτονική και την Αισθητική, καθώς και δοκίμια για την ελληνική τέχνη. Η Ύδρα των παιδικών του χρόνων έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αισθητικής του, καθώς του επέτρεψε να συνδυάσει στοιχεία γεωμετρικού κυβισμού, αρχιτεκτονικής και φωτός. Ο ίδιος είχε δηλώσει ότι επηρεάστηκε βαθύτατα από το έργο του Ματίς, αλλά σημαντική ήταν, επίσης, η επίδραση των Μπρακ και Πικάσο. Η παρουσία του Γκίκα ως κριτικού τέχνης είναι ένα κοινό σημείο με τον Ελύτη, αφού δημοσίευσε αρκετά κείμενα για Έλληνες ποιητές, για εικαστικούς καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες, Έλληνες και ξένους. Έργα του καλλιτέχνη βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, στη Δ. Ευρώπη και στις Η.Π.Α, αλλά και σε πολλά μουσεία του εξωτερικού. (Musée d’ art moderne, Παρίσι Tate Gallery Λονδίνο, Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη). Το 1986 ο Γκίκας επιλέγει 46 έργα του και τα δωρίζει στην Εθνική Πινακοθήκη. Πράττει το ίδιο το 1991, δωρίζοντας ολόκληρη την προσωπική του συλλογή, μαζί με το σπίτι της οδού Κριεζώτου, στο Μουσείο Μπενάκη. Το σπίτι του μετατράπηκε σε μουσείο πριν το θάνατό του, διασκευασμένο από τον ίδιο και με τα δωμάτια να παραμένουν όπως ήταν όταν τα χρησιμοποιούσε. Σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες καλλιτέχνες της εποχής του.[2]
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ
Γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου του 1910 στον Πειραιά και ήταν ζωγράφος και σκηνογράφος. Τα πρώτα του έργα τα εξέθεσε το 1929 στο «Άσυλο Τέχνης». Η επιτυχία που σημείωσε τον οδήγησε στη συνέχεια να φοιτήσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1929-1935) με καθηγητές τους Ιακωβίδη, Βικάτο και Παρθένη. Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Κόντογλου (1931-1934), ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή αγιογραφία, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης. Την περίοδο 1935-1936, αφού πρώτα επισκέφτηκε τη Κωνσταντινούπολη, ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Επισκεπτόμενος τα διάφορα μουσεία ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης και του Ιμπρεσιονισμού καθώς και με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι.
Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1910 και καταγόταν από τη γνωστή οικογένεια Μεταξά από τα Ψαρά. Το 1938, δυο χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης στην Αθήνα με έργα που παρουσίαζαν ιδιαίτερη προσωπικότητα που εξήραν οι τότε τεχνοκριτικοί Παπαντωνίου και Καπετανάκης. Το 1940 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο Μηχανικό. Το 1947 πραγματοποίησε 2 ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Το 1950 μετέβη εκ νέου στο Παρίσι όπου ένα χρόνο μετά, το 1951, εξέθεσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο στη «Ρέτφρι Γκάλερι», ενώ το 1953 υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης. Το 1956 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το 1958 πήρε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1967 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το 1982 εγκαινιάστηκε το Μουσείο Γιάννη Τσαρούχη στο Μαρούσι, στο σπίτι του καλλιτέχνη, που ο ίδιος μετέτρεψε σε Μουσείο παραχωρώντας την προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του ζωγράφου.
Οι 4 εποχές
Παράλληλα με τη ζωγραφική ο Γιάννης Τσαρούχης ασχολήθηκε και με τη θεατρική σκηνοθεσία και μάλιστα από το 1928. Σχεδίασε σκηνικά και ενδυμασίες για τα θέατρα «Εθνικό» ή «Βασιλικό», «Κοτοπούλη», «Δημοτικό» Πειραιώς κ.ά. ειδικά πρόζας, καθώς και για το κλασσικό έργο «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» που ανέβηκε το 1954, στο τότε Βασιλικό κήπο και σήμερα «Εθνικό». Στο έργο του Γιάννη Τσαρούχη εκφράζεται κυρίως η χαρά και το θαύμα της ζωής. Προσπάθησε να ισορροπήσει τις μεγάλες παραδόσεις και να συλλάβει τις αιώνιες καλλιτεχνικές αξίες. Οι πίνακές του περικλείουν αφομοιωμένα πολλά λαϊκά και λαογραφικά στοιχεία ιδιαίτερα του λιμένος του Πειραιά. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους με διεθνή προβολή και ιδιαίτερα στη Γαλλία. Παράλληλα όμως εργάσθηκε και ως σκηνογράφος τόσο σε ελληνικά όσο και σε ξένα θέατρα με μεγάλη πάντα επιτυχία. Σ’ αυτόν οφείλεται η καθιέρωση, σχεδόν σε όλες τις σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου που γυρίστηκαν σε λαϊκά κέντρα, της παρουσίας του ναύτη είτε σε χορό είτε όχι, θεωρούμενη μάλιστα και απαραίτητη. Το 1977 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση με δική του διδασκαλία & σκηνογραφία. Πέθανε στην Αθήνα το 1989.
Καφενείο «Το Νέον»
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΡΑΛΗΣ
Γεννήθηκε στις 23 Απριλίου του 1916 στην Άρτα και ήταν διακεκριμένος Έλληνας ζωγράφος της λεγόμενης «γενιάς του ’30». Το 1927 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Σε ηλικία 15 ετών, έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, για να σπουδάσει κοντά στον Αργυρό, τον Γερανιώτη, τον Παρθένη και τον Κεφαλληνό ζωγραφική και χαρακτική. Το 1936 αποφοίτησε από τη Σχολή Καλών Τεχνών και τον επόμενο χρόνο, με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών, έφυγε για τη Ρώμη. Στην συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου φοίτησε και παρακολούθησε μαθήματα νωπογραφίας, στην École Nationale des Beaux Arts, στα εργαστήρια ζωγραφικής και τοιχογραφίας. Παράλληλα εγγράφηκε στην École des Arts et Metiers, για τη σπουδή του ψηφιδωτού. Το 1947 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής της προπαρασκευαστικής τάξης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
Το 1949 μαζί με αρκετούς ακόμα Έλληνες ζωγράφους, μεταξύ των οποίων ο Ν. Χατζηκυριάκος Γκίκας, ο Γ. Τσαρούχης, ο Ν. Νικολάου και ο Ν. Εγγονόπουλος, συμμετείχε στην ίδρυση της καλλιτεχνικής ομάδας «Αρμός», ενώ συμμετείχε στην πρώτη έκθεση της στο Ζάππειο, το 1950. Από το 1954, ξεκίνησε η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, ενώ αργότερα συνεργάστηκε και με το Εθνικό Θέατρο. Το 1957 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής του Εργαστηρίου Ζωγραφικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Τον επόμενο χρόνο συμμετείχε μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον γλύπτη Αντώνη Σώχο, στην Μπιενάλε της Βενετίας στα πλαίσια της οποίας προτάθηκε για ένα μικρό διεθνές βραβείο. Το 1959, πραγματοποιήθηκε η πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα, στην αίθουσα εκθέσεων «Αρμός».
Επιτύμβια σύνθεση (1958)
Το έργο του Μόραλη περιλαμβάνει επιπλέον εικονογραφήσεις βιβλίων των ποιητών Ελύτη και Σεφέρη, εξώφυλλα δίσκων μουσικής, γλυπτά, τοιχογραφίες καθώς και σκηνικά και κουστούμια για το Εθνικό Θέατρο Ελλάδος και τα μπαλέτα του Ελληνικού Χοροδράματος. Στα πιο γνωστά του έργα συγκαταλέγονται οι διακοσμήσεις της ΒΔ και της ΝΑ πλευράς του Ξενοδοχείου Χίλτον της Αθήνας, και οι συνθέσεις του στον σταθμό Πανεπιστημίου του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου της Αθήνας. Ο Μόραλης τιμήθηκε πρώτη φορά με βραβείο ζωγραφικής το 1940. Το 1965, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος τού απένειμε τον Ταξιάρχη του Φοίνικος. Το 1973 έλαβε Χρυσό Μετάλλιο στην Διεθνή Έκθεση του Μονάχου. Το 1979 του απονεμήθηκε το Αριστείο των Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών. Αποχώρησε από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το 1983, και το 1988, η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση. Το 1999 του απονεμήθηκε το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής. Έργα του ανήκουν σε δημόσιες και ιδιωτικές σχολές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Πέθανε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2009.
Νέα γυναίκα (1971)


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΤΑΡΑΣ
Ο Μυταράς είναι ένας από του σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους με διεθνή καταξίωση και καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ).
Γεννήθηκε στη Χαλκίδα τον Ιούνιο του 1934. Σπούδασε ζωγραφική στη ΑΣΚΤ (1953-1958) έχοντας καθηγητές τον Γιάννη Μόραλη και τον Σπύρο Παπαλουκά. Συνέχισε σπουδές στη σκηνογραφία στην «Ecole Superieure des Arts Decoratifs» καθώς και εσωτερική διακόσμηση στη «Metiers d’ Art» στο Παρίσι (1960-1964) με υποτροφία του ΙΚΥ. Το 1975 εκλέχθηκε καθηγητής της ΑΣΚΤ. Έργα του έχουν εκτεθεί στην Αθήνα, σε ατομικές εκθέσεις στις γκαλερί «Ζυγός», «Άστορ», «Μέρλιν», αίθουσα Τέχνης (Θεσσαλονίκη), καθώς επίσης και στη Μπολόνια, Φλωρεντία, Ρώμη, Γένοβα κ.ά.. To Μάρτιο του 2008 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ο Μυταράς ομιλεί επίσης γαλλικά και είναι μόνιμος κάτοικος Αθηνών (Πολύγωνο).
Ελληνικό τοπίο
ΑΛΕΚΟΣ ΦΑΣΙΑΝΟΣ
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935. Σπούδασε βιολί στο Ωδείο Αθηνών και ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών το διάστημα 1956-1960 στο εργαστήριο του Γιάννη Μόραλη. Μελέτησε την αρχαία ελληνική αγγειογραφία και τη Βυζαντινή εικονογραφία. Παρακολούθησε μαθήματα λιθογραφίας στην Ecole des beaux-arts του Παρισιού, με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης (1962-1964), κοντά στους Clairin και Dayez. Το 1966 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, ενώ από το 1974 ζει και εργάζεται στο Παρίσι και την Αθήνα. Από το 1959, χρονιά της πρώτης ατομικής του παρουσίασης στην Αθήνα, έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από εβδομήντα ατομικές εκθέσεις σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Παρίσι, Μόναχο, Τόκυο, Αμβούργο, Ζυρίχη, Μιλάνο, Βηρυτό, Στοκχόλμη, Λονδίνο και αλλού. Συμμετείχε επανειλημμένα σε ομαδικές εκθέσεις και γνωστές διεθνείς διοργανώσεις ανά την υφήλιο. Ο Φασιανός ασχολήθηκε επίσης με τη χαρακτική, το σχεδιασμό αφισών, καθώς και τη σκηνογραφία, συνεργαζόμενος κυρίως με το Εθνικό Θέατρο Αθηνών (Αμερική του Κάφκα σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού, 1975, Ελένη του Ευριπίδη, 1976, Όρνιθες του Αριστοφάνη, 1978 κ.ά.). Ανέλαβε την εικονογράφηση αρκετών βιβλίων, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, γνωστών ποιητών και συγγραφέων. Έχει επίσης εκδώσει και δικά του κείμενα, πεζά και ποιητικά. Για το σύνολο της δουλειάς του έχουν γυριστεί τέσσερις ταινίες για την ελληνική και τη γαλλική τηλεόραση, ενώ κυκλοφορούν μονογραφίες που αναφέρονται στην εικαστική παραγωγή του.
Κόκκινο ποδήλατο
Το χαρακτηριστικό ύφος του Φασιανού διαμορφώνεται στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Τρία βασικά θέματα έμειναν αναλλοίωτα στη διάρκεια της πορείας του: άνθρωπος, φύση, περιβάλλον. Η σπουδή του ελληνικού πολιτισμού και η ενασχόληση με τις γραφικές τέχνες και τη χαρακτική επηρέασαν και το ζωγραφικό του έργο. Ο Στις πρώτες συνθέσεις του κυριαρχεί η μορφή του αξιωματικού, με τα φουσκωτά, κόκκινα μάγουλα, τα φανταχτερά σιρίτια στη στολή και το γελοιογραφικά υποβλητικό ύφος. Σταδιακά οι μορφές κινούνται και αποκτούν δική τους ζωή. Γίνονται ζεύγη, που γεμίζουν το χώρο, μόλις αγγίζοντας η μία την άλλη, μένοντας ωστόσο ενωμένες σχεδιαστικά σε μία μάζα.
Η οικογένεια Φασιανού έξω από την Αγιά Σοφιά
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Για τη σχέση αυτή θα εκδώσει, το 1991, το βιβλίο «Ν. Χ. Γκίκας – Χένρυ Μίλερ. Χρονικό φιλίας».
[2] Ο Οδυσσέας Ελύτης αφιέρωσε εκτενές άρθρο στον καλλιτέχνη: «Η σύγχρονη ελληνική τέχνη και ο ζωγράφος Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, τεύχος 11, τομ. 2ος, Αθήνα, 1947.

Νίκος Εγγονόπουλος (1907 – 1985)

Νίκος Εγγονόπουλος
Τεχνίτης του χρωστήρα και του στίχου, ένας από τους συνεπέστερους εκπροσώπους του Υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου 1907 και πέρασε τα μαθητικά του χρόνια (1919-1927) εσωτερικός σε σχολείο του Παρισιού. 
Στην Αθήνα επέστρεψε το 1927 για να υπηρετήσει τη θητεία του ως ακροβολιστής στο 1o Σύνταγμα Πεζικού. Απολύθηκε το 1928 κι εργάστηκε ως το 1930 ως μεταφραστής σε τράπεζα και ως γραφέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παράλληλα, φοιτούσε σε Νυχτερινό Γυμνάσιο. 
Από το 1930 έως το 1933 εργάστηκε ως σχεδιαστής στη Διεύθυνση Σχεδίων Πόλεως του Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Το 1932 γράφτηκε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ φοίτησε στο εργαστήριο του Φώτη Κόντογλου και γνωρίστηκε με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Δημήτρη Πικιώνη. 
Το 1939 πραγματοποιεί την πρώτη του ατομική έκθεση. Με επιρροές από τo μεταφυσικό κόσμο του Ντε Κίρικο και την υπερβατικότητα της βυζαντινής τέχνης προσπαθεί να εκφράσει την παγκοσμιότητα του ελληνισμού, μέσα από την πολυσημία της σουρεαλιστικής γραφής. 
Ένα χρόνο νωρίτερα είχε εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν», η οποία προκάλεσε εντονότατες αντιδράσεις κι έλαβε τις διαστάσεις φιλολογικού σκανδάλου. Μερίδα των κριτικών τον ειρωνεύτηκε, όπως και τον Εμπειρίκο άλλωστε, θεωρώντας τη γραφή του πνευματικό παιγνίδι χωρίς βαθύτερο αντίκρισμα. 
Μοναδικός του υπερασπιστής υπήρξε ο επίσης υπερεαλιστής Ανδρέας Εμπειρίκος. Του έγραφε: «Νικόλαε Εγγονόπουλε, σε αυτόν τον κόσμο δύο είναι τα μεγαλύτερα και πιο πολύτιμα στοιχεία, ο Έρωτας και το Σπαθί. Όλα τα άλλα έρχονται κατόπιν και τελευταίο από όλα η κριτική. Είσαι πραγματικά μεγάλος ποιητής, άσε λοιπόν οι άλλοι να λένε ότι θέλουν». 
Το 1941 πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο και αιχμαλωτίσθηκε από τους Γερμανούς. Μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο εργασίας, απ' όπου δραπέτευσε και επέστρεψε στην Αθήνα με τα πόδια.  
Το 1944, με νωπές τις αναμνήσεις του πολέμου, παρουσιάζει τον «Μπολιβάρ», την κορυφαία στιγμή της ποίησής του. Μέσα από τη μορφή του Σιμόν Μπολιβάρ, του απελευθερωτή της Νότιας Αμερικής από τους Ισπανούς, ο Εγγονόπουλος δίνει το διαχρονικό πρότυπο του αγωνιζόμενου ανθρώπου, χωρίς τους περιορισμούς φυλής, χώρας ή εποχής. Σύμφωνα με τον επιγραμματικό χαρακτηρισμό του κριτικού Ανδρέα Καραντώνη, το μακροσκελές αυτό ποίημα αποτελεί τον «Ύμνο εις την Ελευθερία» της γενιάς του '30. 
Το 1945 ξεκίνησε πανεπιστημιακή καριέρα στο ΕΜΠ ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου. Το 1969 έγινε καθηγητής στην έδρα Ελεύθερου Σχεδίου και εντεταλμένος στην έδρα Γενικής Ιστορίας της Τέχνης.  Η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία έληξε το 1973 με τη συνταξιοδότησή του. 

Το 1958 του απονεμήθηκε το πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή «Εν Ανθηρώ Ελληνι Λόγω», ενώ το 1966 τιμήθηκε για το ζωγραφικό του έργο με το Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α'. Το 1979 θα του απονεμηθεί εκ νέου το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες». 
Πέθανε στις 31 Οκτωβρίου 1985 από ανακοπή καρδίας. Η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Η καλλιτεχνική δημιουργία τού Νίκου Εγγονόπουλου τοποθετείται στην πρωτοπορία του ελληνικού υπερρεαλισμού. Βασικά χαρακτηριστικά του έργου του αποτέλεσαν η ιδιότυπη χρήση της δημοτικής γλώσσας και οι συμβολικές μορφές του, μέσω των οποίων πρόβαλε το αίτημα για μια ελληνοκεντρική σουρεαλιστική ποίηση και μια νέα έκφραση ελληνικότητας. 
Ποιήματα του Νίκου Εγγονόπουλου έχουν μεταφρασθεί σε πολλές γλώσσες του κόσμου. Επιπλέον, έχουν μελοποιηθεί από τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Αργύρη Κουνάδη και τον Νίκο Μαμαγκάκη.

Βασική Εργογραφία

  • Ποιήματα (εκδόσεις «Ίκαρος»)
  • Στην κοιλάδα με τους ροδώνες (εκδόσεις «Ίκαρος»)
  • Πεζά Κείμενα (εκδόσεις «Ύψιλον»)

Δισκογραφία

  • Ο Εγγονόπουλος διαβάζει Εγγονόπουλο («Λύρα»)


Διαβάστε περισσότερα: http://www.sansimera.gr/biographies/202#ixzz25lU2mX00
ΘΕΟΦΙΛΟΣ-Ο ΛΑΙΚΟΣ ΜΑΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ
ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ-Βαρειά Λέσβου,1870;-1934
http://www.greek-tourism.gr/lesvos/images/fotos/theophilos.jpg
…στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου το παραμικρό κεντητό
πουκάμισο,το πιο φτηνό βαρκάκι, το πιο ταπεινό εκκλησάκι,
το τέμπλο, το κιούπι,το χράμι, όλα τους αποπνέανε μιαν αρχοντιά
κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων.
Οδυσσέας Ελύτης. Εν Λευκώ,
συνεχίζεται.....
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Η ακριβής χρονολογία γέννησης του Θεόφιλου δεν είναι γνωστή. Ωστόσο θεωρείται πως γεννήθηκε
κατά το διάστημα 1867–1873 στην Βαρειά της Μυτιλήνης. Ο πατέρας του, Γαβριήλ Κεφαλάς, ήταν
τσαγκάρης ενώ η μητέρα του, Πηνελόπη Χατζημιχαήλ ήταν κόρη αγιογράφου. Σε νεαρή ηλικία
επέδειξε μέτριες σχολικές επιδόσεις αλλά και ιδαίτερο ενδιαφέρον για την ζωγραφική, πάνω στην
οποία απέκτησε βασικές γνώσεις δίπλα στον παππού του.
http://upload.wikimedia.org/wikipedia/el/d/d4/Theofilos-photo.jpeghttps://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgQcCS5FKRDd2-YJ9tJiM5pGDyn9pumMxhyphenhyphenOUZZUa41h7pITyewQiJ9Wo-rOLzviO_vSGymVMmkquOaGLCCgwIhnBgS77EdeD0NKdKTBlVTdktCsJM8z2NRWrTXHAQMYgADKE0ipNR4MnU/s320/%CE%98%CE%B5%CF%8C%CF%86%CE%B9%CE%BB%CE%BF%CF%82+%CE%99%CE%99.jpg
Η ζωή του ήταν πολύ δύσκολη εξαιτίας του κόσμου που τον χλεύαζε, επειδή κυκλοφορούσε φορώντας
την παραδοσιακή φουστανέλα. Σε ηλικία περίπου δεκαοκτώ ετών εγκατέλειψε το οικογενειακό του
περιβάλλον και εργάστηκε ως θυροφύλακας («καβάσης») στο Ελληνικό Προξενείο της Σμύρνης. Εκεί
έμεινε για μερικά χρόνια, πριν εγκατασταθεί στην πόλη του Βόλου, περίπου το 1897, αναζητώντας
ευκαιριακές δουλειές και ζωγραφίζοντας σε σπίτια και μαγαζιά της περιοχής ενώ σήμερα σώζονται
τοιχογραφίες που πραγματοποίησε εκεί. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Πήλιο.
Προστάτης του εκείνη την περίοδο, στάθηκε ο κτηματίας Γιάννης Κοντός, για λογαριασμό του οποίου,
ο Θεόφιλος πραγματοποίησε αρκετά έργα. Η οικία Κοντού στην Ανακασιά Μαγνησίας, αποτελεί σήμερα
Μουσείο Θεόφιλου.*Εκτός από την ζωγραφική του δραστηριότητα, ο Θεόφιλος συμμετείχε στην διοργά-
νωση λαϊκών θεατρικών παραστάσεων στις εθνικές γιορτές και την περίοδο της Αποκριάς, όπου κρατούσε
τον πρωταγωνιστικό ρόλο, άλλοτε ντυμένος σαν Μεγαλέξανδρος, με τους μαθητές σε παράταξη μακεδο-
νικής φάλαγγας, και άλλοτε σαν ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, με εξοπλισμό και κουστού­μια που
έφτιαχνε ο ίδιος.
*ΓΙΑ ΤΑ ΜΟΥΣΕΙΑ ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ

Το 1927 επέστρεψε στην Μυτιλήνη. Εικάζεται πως αφορ­μή για την αναχώρηση του από τον Βόλο,
ήταν ένα επει­σόδιο σε ένα καφενείο, όταν κάποιος — για να διασκε­δάσει τους παρευρισκόμενους —
έριξε τον Θεόφιλο από μία σκάλα όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε. Στην Μυτιλήνη, παρά τις
κοροϊδίες και τα πειράγματα του κόσμου, συνεχίζει να ζωγραφίζει, πραγματοποιώντας αρκετές τοιχο-
γραφίες σε χωριά, έναντι ευτελούς αμοιβής, συνήθως για ένα πιάτο φαγητό και λίγο κρασί. Πολλά
από τα έργα του αυτής της περιόδου έχουν χαθεί, είτε από φυσική φθορά είτε εξαιτίας καταστροφής
τους από κατόχους τους. Στην Μυτιλήνη, τον συνάντησε ο καταξιωμένος τεχνοκριτικός και εκδότης
Στρατής Ελευθεριάδης (Teriade), ο οποίος διέμενε στο Παρίσι. Για τον Θεόφιλο μαθαίνει ο εκδότης
Στρατής Ελευθεριάδης-Τεριάντ, που μένει στο Παρίσι κι έχει φίλους τους διασημότερους ζωγράφους
της εποχής. Του αρέσουν οι ζωγραφιές. Τον βρίσκει, του αγοράζει χρώματα και μουσαμάδες και τον
αφήνει να δουλέψει.   Στον Ελευθεριάδη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η αναγνώριση της αξίας του έργου
του Θεόφιλου αλλά και η διεθνής προβολή του, που ωστόσο σημειώθηκε μετά το θάνατό του.
Με έξοδα του Ελευθεριάδη ανεγέρθηκε επίσης το 1964 το Μουσείο Θεοφίλου στην Βαρειά  Μυτιλήνης.
Ο Θεόφιλος πέθανε 22  Μαρτίου του 1934, παραμονές του Ευαγγελισμού,  πιθανότατα από τροφική

δηλητηρίαση. Ένα χρόνο αργότερα, έργα του εκτέθηκαν στο Μουσείο του Λούβρου ως δείγματα της
δουλειάς ενός γνησίου λαϊκού (ναΐφ) ζωγράφου της Ελλάδας.
Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους