Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Εξομολόγηση και Ψυχανάληση

Εξομολόγηση και Ψυχανάλησηεξομολόγηση7



Aπο το βιβλίου του Θεόδωρου Ρηγινιώτη "Εναντίον του Θεού" 

Από το συγγραφέα λάβαμε το παρακάτω σημείωμα:
Θα 'θελα να προειδοποιήσω πως αυτό το βιβλίο δεν είναι γραμμένο καθόλου με εκκλησιαστικό ύφος, αλλά με ύφος της κοσμικής λογοτεχνίας, και απεθύνεται σε κοσμικούς, όχι σε παραδοσιακούς χριστιανούς. Οι τελευταίοι, αν το διαβάσουν, μπορεί να το αγαπήσουν, αλλά μπορεί και να το μισήσουν. Ας το διαβάσουν, με δικό τους ρίσκο...
Αντίθετα, προσκαλώ να το διαβάσουν άνθρωποι που δεν έχουν καμιά σχέση με την Εκκλησία, που δεν πιστεύουν και δεν αναγνωρίζουν καμιάν αξία στην Ορθοδοξία ή της αναγνωρίζουν μόνο κάποια ανθρώπινη πολιτισμική αξία... Γι' αυτούς γράφτηκε, είναι το δώρο της αφελούς καρδιάς μου προς αυτούς, τους αδελφούς μου.


                                                     exofyllo01

Ο Πολ κάπνισε. “Ελάχιστοι λοιπόν θα μπορούσαν να μας αποδεχτούν, ακόμα και αποκρούοντας τις προτιμήσεις μας” σκέφτηκε. “Γνωστό αυτό”.


Κάθε αμαρτία ανεξαιρέτως είναι μια ψυχική νόσος, που αντιμετωπίζεται αφενός από τον ίδιο τον ασθενή (που έγινε εξαρτημένος απ’ αυτήν και τώρα πρέπει, αν φυσικά το θέλει –επαναλαμβάνω, αν το θέλει– να καταβάλει προσπάθεια για την απεξάρτησή του) και αφετέρου από τον πνευματικό του πατέρα, που τον αγαπά και είναι συνήθως ένας ιερέας, γιατί ο ιερέας έχει το δύσκολο “δώρο” να παίρνει απάνω του την αμαρτία του άλλου με το μυστήριο της εξομολόγησης, που βασίζεται στα λόγια του Χριστού προς τους αποστόλους: “όσα δέσετε στη γη θα μείνουν δεμένα στον ουρανό κι όσα λύσετε στη γη θα μείνουν λυμένα στον ουρανό”, Ματθ. 18, στίχ. 18. Οι απόστολοι κληροδότησαν αυτή τη χάρη στους μαθητές τους (τους πρώτους επισκόπους) κι έτσι, από ιερέα σε ιερέα, έφτασε ώς τις μέρες μας. Είναι ένα από τα παράξενα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος που λέγαμε τότε στην Ιερή Πόλη, εκείνα που δε μοιάζουν με ταχυδακτυλουργικά τρυκ, γι’ αυτό και μένουν άγνωστα ή περιφρονούνται στο δυτικό κόσμο.

Το χάρισμα αυτό οφείλεται στην κεντρική θέση που κατέχει στο χριστιανισμό το ανθρώπινο πρόσωπο· η σωτηρία έρχεται μέσω ενός ανθρώπου και ο δρόμος προς αυτήν είναι η ταπείνωση× και ο λόγος που απορρίπτεται η εξομολόγηση από χιλιάδες χριστιανούς σε όλες τις ομολογίες, και ορθόδοξους, υποκρύπτει ανομολόγητο εγωισμό: “ποιος είναι ο παπάς, ο υποκριτής, ο αμαρτωλός, να πάω Εγώ να του πω τι έχω κάνει;”.

Στην πρώτη Εκκλησία, για τρεις αιώνες, η εξομολόγηση γινόταν δημόσια (οι χριστιανοί θεωρούσαν ότι δεν έχουν τίποτα να κρύψουν μεταξύ τους), όμως από τον 4ο αιώνα μ.Χ. αυτό σταμάτησε, γιατί, αν ο εξομολογούμενος εξομολογούνταν ποινικά αδικήματα ή και εγκλήματα, τον έπιανε η αστυνομία, ενώ σκοπός της εξομολόγησης είναι η θεραπεία κι όχι η τιμωρία!

Εννοείται ότι, για να είναι έγκυρη η εξομολόγηση, πρέπει ο χριστιανός να έχει μετανιώσει για τα “κακά” που φανερώνει (τα συμπτώματα, δηλαδή, της αρρώστιας του), αλλιώς δε μπορεί να λειτουργήσει μέσα του καμιά “συγχώρηση” –αφού στα ελληνικά “συγχωρώ” (<συν+χωρώ) σημαίνει “χωράω στον ίδιο τόπο με σένα”, επομένως η λέξη μιλάει για τη συνύπαρξη σε μια σχέση αγάπης ανθρώπου και Θεού και των ανθρώπων μεταξύ τους.

Τις αμαρτίες συγχωρεί “μυστικά” το Άγιο Πνεύμα και όχι ο ιερέας· αντίθετα, ο ιερέας τρέμει από το βάρος της ευθύνης που έχει, να μεταδίδει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος ενώ ο ίδιος είναι επίσης αμαρτωλός και εξομολογείται σε άλλον ιερέα (φυσικά μπορεί ένας επίσκοπος ή πατριάρχης να εξομολογείται σ’ έναν απλό έγγαμο ιερέα ή μοναχό). Η ευθύνη του πνευματικού είναι τεράστια και γίνεται ακόμη μεγαλύτερη, γιατί πρέπει και να καθοδηγήσει τους ανθρώπους που έρχονται σ’ αυτόν, ώστε να ξεπεράσουν τα προβλήματά τους. Η εξομολόγηση είναι μια διαρκής σχέση εμπιστοσύνης με κάποιον πνευματικό πατέρα κι όχι μια “ανάκριση θρησκευτικού τύπου”.

“Εξομολόγηση” σκέφτηκε ο Πολ· “άλλη μια άγνωστη λέξη. Και γιατί να μην πάω στον ψυχαναλυτή μου;”.

Η κυρία έφτανε ακριβώς σ’ αυτό το σημείο της σκέψης της. 

Εννοείται ότι αυτά διαμορφώθηκαν σε εποχές που δεν υπήρχε επιστήμη της ψυχολογίας ούτε επιστημονικές ψυχοθεραπευτικές μέθοδοι, αλλά υπόψιν και ότι ο πνευματικός πατέρας του χριστιανισμού (γέροντας στα ελληνικά, στάρετς στα ρώσικα) δεν έχει μόνο ομοιότητες αλλά και διαφορές από τον κλασικό ψυχαναλυτή του σύγχρονου δυτικού κόσμου:

Κατ’ αρχάς η σχέση του με το πνευματικό του παιδί (ή τα πνευματικά του παιδιά) δεν είναι επαγγελματική αλλά προσωπική και δημιουργείται από την απεριόριστη αγάπη. Δεν είναι ένας ουδέτερος ακροατής, όπως ο ψυχαναλυτής (που μάλιστα προσέχει να μην οικειοποιηθεί τα προβλήματα του αναλυόμενου), αλλά ένας αδελφός, που συμπάσχει με τους χριστιανούς, υποφέρει αληθινά μαζί τους και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τους βοηθήσει. “Σάρκωσε τον εαυτό σου στον πόνο του κάθε πονεμένου, στη θλίψη του κάθε θλιμμένου, στο πάθος του κάθε βασανισμένου, στο άλγος του κάθε ζώου και πουλιού” (π. Ιουστίνος Πόποβιτς). Μέθοδος γι’ αυτή την αγαπητική οικείωση, η άκρα ταπείνωση· οι παραπάνω φράσεις του Ιουστίνου Πόποβιτς είναι επεξήγηση στην προτροπή του “ταπείνωσε τον εαυτό σου μέχρι του σκώληκος”, ακριβώς μ’ αυτό τον τρόπο, με την οικείωση του ξένου πάθους.

“Το σκάνδαλο της ταπείνωσης” σκέφτηκε ο Πολ· “ένα αδιαπέραστο τείχος”.

Αν και ο γέροντας ξέρει πολύ καλά ότι υπάρχει το ασυνείδητο (το σκοτεινό “άλογο μέρος του νου” κατά τους Πατέρες), δουλειά του δεν είναι να κλείσει τις μπουκαπόρτες και να απενοχοποιήσει τον “αναλυόμενο” για τις επιλογές που τον οδήγησαν στην κατάστασή του, αλλά αντίθετα να τον βοηθήσει να βρει τον εαυτό του συνειδητοποιώντας τη δική του προσωπική ευθύνη, την ενοχή του ενδεχομένως, την ανευθυνότητα ή την αδυναμία του, και φυσικά να τον βοηθήσει με όλες του τις δυνάμεις να αναπτύξει το αυτεξούσιό του και να την ξεπεράσει –να διαφύγει απ’ αυτή την κατάσταση, να απεξαρτηθεί από τα πάθη του, από την πιθανή ανευθυνότητά του ή ακόμη κι από ένα βάναυσο γονιό ή ερωτικό σύντροφο. Στην πραγματικότητα σκοπός του δεν είναι απλώς η εξασφάλιση της πνευματικής ισορροπίας, αλλά η θέωση. Γι’ αυτό γέροντας δε μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, αλλά μόνο κάποιος που φλέγεται από αγάπη, ανταποκρινόμενος μ’ αυτό τον τρόπο στο διαρκές κάλεσμα αγάπης που απευθύνει στον καθένα μας ο Θεός.

Τα μέσα που έχει στη διάθεσή του ο γέροντας είναι η υπευθυνότητα, η αγάπη και η μετάνοια, δηλαδή η συνειδησιακή μεταστροφή· αυτά είναι τα όπλα του απέναντι στο κακό που κυριαρχεί στον κόσμο και προκαλεί την οδύνη του αδελφού του. Αυτή τη φαρέτρα με τα βέλη θα δώσει στα χέρια του πνευματικού του παιδιού, για να πολεμήσει και να κατακτήσει την ελευθερία του.

Εξυπακούεται ότι σ’ αυτή την αντίληψη για την πνευματική πατρότητα δεν έχουν θέση τιμωρίες ή καταδίκες ή η προδοσία και εκμετάλλευση της αδυναμίας του εξομολογούμενου από ένα κομπλεξικό ή διεστραμμένο ιερέα ή σκοτεινό καλόγερο κάποιου μεσαιωνικού μοναστηριού (άλλωστε μπορεί ο γέροντας να μην είναι εξομολόγος, να μην είναι καν ιερέας, και τότε η σχέση δεν περιλαμβάνει το μυστήριο της εξομολόγησης, δηλαδή της άφεσης των αμαρτιών, για το οποίο στέλνει όταν πρέπει τα παιδιά του σε κάποιον άλλο). Διεστραμμένοι φυσικά υπάρχουν παντού (και στην ψυχαναλυτική οικογένεια), που κι αυτοί χρειάζονται τη βοήθεια κάποιου άλλου· αυτή όμως δεν είναι υγιής πνευματική σχέση ούτε φυσικά εκφράζει το πνεύμα της πνευματικής πατρότητας. Είναι μια άλλη βαριά αρρώστια, που αντιμετωπίζεται από τους αγίους της ορθοδοξίας με υπευθυνότητα, αγωνία και ατελείωτη προσευχή, έστω κι αν δεν είναι τόσο συνηθισμένο φαινόμενο σε μας όσο στο δυτικό μεσαίωνα, λόγω της ύπαρξης στην ορθοδοξία έγγαμου κλήρου.

“Χμ…” σκέφτηκε ο Πολ. Αυτή η διαρκής διάκριση ανάμεσα “σε μας” και “στη δύση” τον προβλημάτιζε· μπορούσε να την καταλάβει ώς ένα βαθμό· όμως από ’κεί και πέρα, για να μη σκανδαλιστεί, επανέφερε συνεχώς στο νου του τη διευκρίνιση της κυρίας ότι οι όροι ανατολή και δύση στα λόγια της σημαίνουν δυο συγκεκριμένες ιστορικές νοοτροπίες. Και στη γεωγραφική δύση υπήρξαν άνθρωποι που η σκέψη τους είναι αποδεκτή από την ανατολή, και στην ανατολή άλλοι που η σκέψη τους απορρίφθηκε από την ίδια την ανατολή, δηλαδή από εκείνους που η ίδια αναγνώριζε ως διδασκάλους.

Άλλο ένα παράδοξο, αγαπημένος αδελφός δεν είναι μόνο το θύμα, αλλά και ο θύτης. Ένα από τα σημαντικότερα συμπτώματα που έχει ν’ αντιμετωπίσει ο γέροντας είναι η επιθυμία για εκδίκηση ή έστω το απύθμενο μίσος που αισθάνεται κάποιος για κείνους που τον έχουν αδικήσει. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να τονίσω ότι ο χώρος συνάντησης πατέρα και παιδιού ή παιδιών (που σε μας είναι ένας χώρος προσωπικής επικοινωνίας, χώρος για ευθεία συνάντηση του βλέμματος δυο ανθρώπων, και το παραβάν του καθολικού εξομολογητηρίου μας φαίνεται ακατανόητο), ο χώρος αυτός λοιπόν είναι το ιατρείο, στο οποίο καλείται και ο ένοχος, ο θύτης και βασανιστής του πνευματικού μας παιδιού, για να ξεκουραστεί, ν’ ακουμπήσει το βάρος της δικής του ενοχής (να το πάρει πάνω του ο ιερέας, που πιθανόν να κλαίει απ’ αυτά τα βάρη κι από την αγάπη για τους εξαρτημένους από την αμαρτία αδελφούς του, όπως οι μεγάλοι σύγχρονοι Ρώσοι άγιοι Ιωάννης της Κρονστάνδης, Σιλουανός ο Αθωνίτης και ο τόσο γνωστός μας πλέον Σωφρόνιος) και τελικά, αν το θέλει, να θεραπευτεί, να απελευθερωθεί και (συχωρέστε μου τον όρο) να σωθεί. Ο πνευματικός προσπαθεί και σ’ αυτή την περίπτωση να βοηθήσει, τόσο με τις συμβουλές όσο και με τις προσευχές του.

Ο γέροντας όμως, πιστεύουμε εμείς οι αφελείς ρομαντικοί, διαθέτει όχι μόνο την πείρα και την αγάπη του, αλλά και τη χάρη του Θεού, που, αν έχει αγάπη για τον άνθρωπο, θα τον βοηθήσει να σηκώσει τα υπεράνθρωπα βάρη και θα τον φωτίσει στις ενέργειές της αγάπης του (πώς σας ακούγεται αυτό; κουφό; μα πώς ακούγεται και η ίση αγάπη για θύτη και θύμα;). Αν διαβάσετε το Περί προσευχής του Σωφρόνιου, θα δείτε πώς βιώνει τη μυστηριώδη εσωτερική παρέμβαση του Θεού-Αγάπη, δηλαδή του Χριστού-Αγάπη, ένας σύγχρονος εξομολόγος, απίστευτα μορφωμένος, που αντιμετώπισε την τραγικότητα και την ενοχή κάθε ανθρώπου σα δική του προσωπική ευθύνη.


Ο Πολ σταμάτησε το διάβασμα. Δε μπορούσε να καταλάβει πια. Η συζήτηση είχε ξεφύγει. Δεν τον πείραζε που είχε εκτραπεί από το αρχικό θέμα (ήξερε πως θα ξαναγυρνούσε και θα ξανάβρισκε τον ειρμό της σκέψης), αλλά αυτού του είδους οι ιδέες του φαίνονταν αλλόκοτες –ήταν, τέλος πάντων, μια ουτοπία βαρύτερη και οξύτερη απ’ όσο μπορούσε να χωνέψει!

Πώς ήταν δυνατόν, σ’ έναν κόσμο όπου όλοι αλληλοσπαράζονται, να υπάρχει έστω κι ένας άνθρωπος που να “αντιμετωπίζει την ενοχή κάθε ανθρώπου σα δική του προσωπική ευθύνη”; Και μάλιστα σήμερα, στο Σήμερα, στο αδυσώπητο και απάνθρωπο Σήμερα, που καλεί με κραυγές τσακαλιού τον καθένα να σηκώσει το σταυρό της ατομικής του προβολής και ανέλιξης, του στενού βασανιστικού ανταγωνισμού, και να τσαλαβουτήσει μέσα στη λίμνη με τα ανθρώπινα πιράνχας; Πώς έζησε αυτός ο άνθρωπος και δεν κατέληξε στο φρενοκομείο;

Παρεμπιπτόντως, όπως νωρίτερα υπαινίχθηκα, η ύπαρξη του εκρηκτικού χώρου ταφής των απωθημένων και των ενστίκτων, που η ψυχανάλυση ονομάζει “εκείνο” (id) ή “ασυνείδητο”, για την πατερική ανθρωπολογία είναι κοινός τόπος τουλάχιστον από τον 4ο αιώνα μ.Χ. Είναι το “άλογο μέρος του νου” (δηλαδή όχι έλλογο, ακριβώς το υπόγειο όπου ο “λόγος” –η αυτοσυνειδησία, ο συνειδητός αυτοπροσδιορισμός μου ως ανθρώπου– δεν κατεβαίνει και ούτε τολμά να κατέβει), το σκοτεινό ταμείο του ζωώδους τμήματος της ψυχής μας. Μπροστά σ’ αυτό, η δυτική σκέψη (ακόμη και η μεσαιωνική θεολογία) στέκει αμήχανη και, στις πιο ακραίες περιπτώσεις, δημιουργεί άσυλα και ιερά δικαστήρια· η ανατολική χριστιανική σκέψη γράφει την Κλίμακα, τη Φιλοκαλία και τα άλλα έργα της νηπτικής και της ησυχαστικής γραμματείας, που για τη δύση, όπως απέδειξαν οι ησυχαστικές έριδες του 13ου αιώνα, δεν ήταν εύκολο να κατανοηθούν. Αυτό έχει σημασία για τη σημερινή μορφή της ευρωπαϊκής και αμερικάνικης σκέψης και επιστήμης, καθώς και ειδικότερα για τη δυτική επιστήμη της ψυχολογίας.

Εν πάση περιπτώσει, τα έργα αυτά, που κατεβαίνουν τόσο βαθιά, ώστε φαίνονται εξωπραγματικά ή και απάνθρωπα, αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο αντίθετα απ’ ό,τι η γνωστή σε σας ψυχολογία. Εκείνη θεωρεί ότι καλά είν’ εδώ, αρκεί να πετυχαίνει κάποια ψυχοσωματική ισορροπία για να μην παραφρονήσει, ενώ ετούτη θεωρεί υγιή κατάσταση του ανθρώπου τη θέωση. Η θέωση είναι ένα λεπτό ζήτημα· στο δρόμο κυκλοφορεί η παράνοια, γι’ αυτό πολλά κεφάλαια των δικών μας ψυχολογικών βιβλίων αναφέρονται στους κινδύνους και τους πειρασμούς. Πάντως μέσο και τέλος του δρόμου είναι η αγάπη –η αγάπη, για μας, είναι διαρκής κατάσταση ομοίωσης με το Θεό, όχι ένα συμβατικό ψυχικό παυσίπονο που είναι καλό γιατί παρέχει στον άνθρωπο την αίσθηση (ή ενίοτε την ψευδαίσθηση) της ασφάλειας. Και φυσικά είναι το φάρμακο για όλες τις φανερές ή κρυφές ψυχικές παθήσεις.

Για να καταλάβετε ποια είναι η αληθινή χριστιανική αντιμετώπιση του αμαρτωλού, σας δίνω ένα παράδειγμα από το Γεροντικό.

Ένας μοναχός βασανιζόταν είκοσι χρόνια από κάποιο πάθος. Δεν είμαι σίγουρη τι ήταν, μπορεί να ήταν φιλαργυρία, πλεονεξία, φιλαρχία, μίσος, μπορεί να ήταν σεξουαλική πείνα –δεν έχει σημασία· σημασία έχει ότι ο ίδιος βίωνε αυτή την εξάρτηση ως αμαρτία (=εμπόδιο στην επιθυμία του ν’ αγαπάει ολοκληρωτικά τους πάντες και τα πάντα, και το Θεό) και υπέφερε συνειδησιακά, αλλά δε μπορούσε να τη νικήσει. Έγραψε λοιπόν το πρόβλημά του σ’ ένα χαρτί και το έδωσε με ντροπή σ’ έναν άγιο άνθρωπο. Εκείνος το διάβασε και χαμογέλασε. “Αδελφέ” του είπε, “βάλε το χέρι σου στο στήθος μου”. Και, όταν το έκανε, του λέει: “Η αμαρτία σου, αδελφέ μου, ας είναι πάνω μου, όσα χρόνια την έχεις κι όσα θα την έχεις ακόμα. Μόνο, αν μπορείς, μετρίασέ την”.

Ο Πολ κούνησε το κεφάλι του· ψυχολογικά έξυπνο· άλλο θέμα αν υπάρχει πραγματικά αμαρτία ή όχι. 
“Αν όμως γι’ αυτόν τον άνθρωπο υπάρχει αμαρτία” σκέφτηκε, “έκανε μια θυσία που θα μπορούσε να του στοιχίσει την κόλαση”. Κάπνισε την πίπα του κι ο καπνός βγήκε σα γκρίζο συννεφάκι από τα ρουθούνια του. “Βέβαια ο Θεός θα εκτιμούσε τη διάθεσή του, αλλά, αν ο άλλος βούλιαζε μέχρι το λαιμό κι ο Θεός ζητούσε το λόγο σ’ αυτόν που πήρε την αμαρτία πάνω του;”. Φύσηξε τον καπνό. “Σε κάθε περίπτωση, τον αγαπούσε”.

Το Γεροντικό γράφει επίσης πως ο αββάς Αμμωνάς (τους αγίους δασκάλους της ερήμου δεν τους ονομάζει αγίους αλλά αββάδες, δηλαδή πατέρες, και τις γυναίκες αμμάδες, μητέρες, γιατί εκφράζει ανθρώπους προσγειωμένους κι όχι με φουσκωμένα μυαλά) επισκέφτηκε μια μικρή κοινότητα ερημιτών, όπου ένας μοναχός είχε ερωμένη. Την ίδια νύχτα λοιπόν η ερωμένη του τρύπωσε στο κελί του, οι άλλοι το κατάλαβαν και μαζεύτηκαν για να τον πιάσουν στα πράσα και να τον διώξουν.
Βλέπετε πως, αν και μοναχοί, είχαν τη νοοτροπία του κόσμου για την αντιμετώπιση του κακού. Πήραν μαζί τους τον άγιο και εισέβαλαν στο κελί· ο άλλος όμως πρόλαβε κι έκρυψε τη γυναίκα σ’ ένα πιθάρι.

Ο άγιος το κατάλαβε· πήγε λοιπόν και κάθισε πάνω στο σκέπασμα του πιθαριού και κάλεσε τους υπόλοιπους να ψάξουν το κελί να τη βρούνε. Έψαξαν, έψαξαν, και φυσικά δεν τη βρήκαν. Όταν έφυγαν, ο άγιος έσφιξε το χέρι του μοναχού και του είπε: “πρόσεχε σεαυτώ, αδελφέ” (βιβλική φράση που σημαίνει να επαγρυπνείς, για να μην πάθεις ψυχική και σωματική ζημιά, να μην υποστείς ιδίως πνευματική φθορά)· κι έφυγε.

“Δηλαδή κάλυψε την ανηθικότητα” σκέφτηκε ο Πολ μέσα στους καπνούς του. “Όχι, δεν την κάλυψε·κάλυψε τον ένοχο, δεν κάλυψε την πράξη, γιατί του έδωσε ξεκάθαρη συμβουλή να τη σταματήσει”. Φύσηξε τον καπνό. “Εμπιστοσύνη στον αμαρτωλό. Είχε δίκιο; Δύσκολη απάντηση”.

Φανταστείτε ένα σωφρονιστικό σύστημα βασισμένο σ’ αυτούς τους άξονες.

Ουσιαστικά τα όρια ανάμεσα στο δικαστή και τον ένοχο καταρρέουν. Ο άλλος είναι πάντα η ιερή και απαραβίαστη εικόνα του Θεού, ίδιος με μένα, δεν είμαι πιο δίκαιος απ’ αυτόν, κάτω από διαφορετικές συνθήκες θα μπορούσα να είμαι στη θέση του· είναι λοιπόν ένα θύμα των περιστάσεων. Ο αρχέτυπος άνθρωπος, ο Χριστός, καρφώθηκε στο σταυρό της αθωότητάς Του από αγωνία για τον κάθε άνθρωπο προσωπικά, από την αρχή μέχρι το τέλος της ιστορίας (ήξερε τα ονόματα όλων των ανθρώπων, που για μας είναι άγνωστοι, αδιάφοροι ή καταδικαστέοι), ακόμη και για τον απεχθέστερο εγκληματία· και γι’ αυτόν ευθύνονται και κάποιοι άλλοι, ίσως κι εγώ, ή ίσως να δημιουργώ με τη στάση μου έναν άλλο μελλοντικό εγκληματία (π.χ. ένα παιδάκι της γειτονιάς που το δέρνει ο πατέρας του κι εγώ προσπερνάω χωρίς ν’ αντιδρώ) και δε νοιάζομαι να αναρωτηθώ καν· μήπως ο δικαστής ή ο ένορκος είναι εξίσου ένοχοι μ’ αυτόν που δικάζουν;

Αν και ο περιορισμός των επικίνδυνων κακοποιών θα είναι πάντα κατ’ αρχάς αναπόφευκτος, δε θά ’χε το χαρακτήρα εκδίκησης, αλλά θά ’ταν ακόμα κι αυτός πράξη αγάπης, που δε θα τσάκιζε, αλλά θα παρηγορούσε και θα θεράπευε. Νομίζω πως λίγοι θα μπορούσαν να παραμείνουν κακοί σε μια τέτοια κοινωνία αγάπης.

Δε με παρηγορεί η ονειροπόληση αυτής της ουτοπίας, αλλά με κάνει να θλίβομαι για την αποτυχία της ανθρωπότητας να ανταποκριθεί στο κάλεσμα του Θεού.

Ο Πολ αναστέναξε· ουτοπία, το μόνιμο και μόνιμα άπιαστο θήραμα του ανθρώπου. Χαμογέλασε· τα όνειρα δε στοιχίζουν τίποτα.
Εκτός βέβαια αν τα πάρεις στα σοβαρά, αν κάνεις αυτό το λάθος –το λάθος, το λάθος, το λάθος, το λάθος– οπότε μπορεί να σου στοιχίσουν τα πάντα.

Εξυπακούεται ότι ένας κακός εξομολόγος (υπερβολικά αυστηρός ή υπερβολικά χαλαρός ή διεστραμμένος ή προδότης της εμπιστοσύνης των πνευματικών του παιδιών) μπορεί να καταστρέψει ψυχές, γι’ αυτό οι χριστιανοί πρέπει να ελέγχουν τους ιερείς τους, δημόσια ή κατ’ ιδίαν, ανάλογα με την περίσταση, αλλά φυσικά μπροστά τους! Όχι όμως με κακία, όχι χωρίς αγάπη. Ο ιερέας δεν είναι μόνο “πατέρας” μας, είναι κυρίως αδελφός μας και, όταν κάνει λάθος ή κακό, πρέπει να πονάμε γι’ αυτόν, όχι να… χαιρόμαστε από μέσα μας, ούτε να το θεωρούμε δικαιολογία για ν’ απομακρυνόμαστε από τα μυστήρια.

Ο έλεγχος των ιερέων από τους χριστιανούς δε γίνεται σήμερα όπως πρέπει, γιατί δεν έχουμε προσωπικές σχέσεις με τους ιερείς της ενορίας μας (όπως, στις πόλεις, δε γνωρίζουμε το διπλανό μας στην εκκλησία και, στα χωριά, τον γνωρίζουμε και τον κουτσομπολεύουμε ή μας κουτσομπολεύει –οπότε πάει περίπατο η “αγάπη Χριστού”) αλλά είμαστε άγνωστοι και ανώνυμοι “πελάτες” των εκκλησιαστικών τελετών ή της κυριακάτικης λειτουργίας! Δεν πονάμε για τον αμαρτωλό, δε μας καίει η αγάπη που έκαιγε το Θεό και Τον έκανε να γίνει άνθρωπος και να σταυρωθεί, για ν’ αναστηθεί και να μας αναστήσει, αγάπη που ονομάζεται Έρως Θεού από τους Πατέρες της Εκκλησίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου