Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης: Περί θείων ονομάτων (Κεφάλαιο 2)

Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης: Περί θείων ονομάτων (Κεφάλαιο 2)

Περί ηνωμένης και διακεκριμένης θεολογίας και περί του ποια είναι η θεία ένωσις και διάκρισις
1. Η αυτοαγαθότης(1) υμνείται από τα Λόγια ότι ορίζει και αποκαλύπτει τι είναι στην ολότητά της η θεαρχική ύπαρξις. Τι άλλο είναι δυνατό να μάθεις από την ιερή θεολογία, όταν λέγει ότι η ίδια η θεαρχία εδίδαξε, "τι μ' ερωτάς περί του αγαθού; κανένας δεν είναι αγαθός παρά μόνο ο Θεός"(Ματθ. 19, 17) .
Τούτο βέβαια έχει εξετασθεί και σε άλλο έργο μας κι έχει αποδειχθεί εκεί ότι όλες οι θεοπρεπείς θεωνυμίες υμνούνται από τα Λόγια πάντοτε όχι ξεχωριστά κατά υποστάσεις αλλά για όλη τη θεότητα, τελεία και ολόκληρη και πλήρη, και ότι όλες αυτές οι θεωνυμίες αποδίδονται αμερίστως, απολύτως αδιακρίτως, ολοκληρωτικώς, σε όλη την ολότητα της ολοτελούς και πλήρους θεότητος.

Όπως πράγματι εδηλώσαμε στις Θεολογικές Υποτυπώσεις, όποιος δεν δέχεται ότι το πράγμα τούτο έχει λεχθεί για όλη την θεότητα, βλάσφημεί και τολμά να ξεσχίσει την υπερηνωμένη ενάδα. Θα τονίσομε λοιπόν ότι τούτο πρέπει να εκληφθεί για το σύνολο της θεότητος. διότι ο ίδιος ο αγαθοφυής Λόγος είπε: "εγώ είμαι αγαθός"(Ματθ. 20, 15), και κάποιος από τους θεολήπτους προφήτες υμνεί το αγαθό Πνεύμα(Ψαλμ. 142, 10). Επίσης το "εγώ είμαι ο Ων"(Εξ. 3, 14), αν δεν δεχθεί κανείς ότι αποδίδεται σε όλη τη θεότητα, αλλά το εκβιάσει να περιγράψει ένα μέρος της, πώς θα εννοήσει το, "τάδε λέγει ο ων, αυτός που ήταν, ο ερχόμενος, ο παντοκράτωρ"(Αποκ. 1, 4), και "εσύ είσαι ο ίδιος"(Ψαλμ. 101, 28) και "το Πνεύμα της αληθείας, το ον, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα"(Ιω. 15, 26); Και αν δεν δέχεται ότι η θεαρχική ζωή είναι ενιαίο σύνολο, πώς θα είναι αληθινός ο ιερός λόγος που είπε, "όπως ο Πατήρ εγείρει τους νεκρούς και ζωοποιεί, έτσι και ο Υιός όποιους θέλει τους ζωοποιεί"(Ιω. 5, 21) και "ότι το Πνεύμα είναι αυτό που ζωοποιεί"(Ιω. 6, 64);  Εξ άλλου ότι και την κυριότητα των όλων έχει η σύνολη θεότης είναι εντελώς σαφές για την πατρική και υιική θεότητα. διότι το όνομα Κύριος αποδίδεται στον Πατέρα και στον Υιό σε τόσα σημεία της θεολογίας, ώστε, νομίζω, δεν είναι δυνατό ούτε να τα αναφέρει κανείς. αλλά λέγεται επίσης ότι "ο Κύριος το Πνεύμά εστιν"(Β΄ Κορ. 2, 17).

Και το καλό όμως και το σοφό, αποδίδεται σε ολόλκηρη τη θεότητα, ενώ επίσης και το φως και το θεοποιό και το αίτιο, και όλα όσα ανήκουν στην ολική θεαρχία, από τα Λόγια μεταφέρονται σε όλη τη θεαρχική υμνωδία, περιληπτικώς μεν, όπως όταν λέγει "τα πάντα προέρχονται από το Θεό"(Α΄ Κορ. 11, 12), διεξοδικώς δε, όπως όταν λέγει "τα πάντα έχουν κτισθεί δι' αυτού και σ' αυτόν"(Ιω. 6, 3) και τα "πάντα υφίστανται σ' αυτόν (Ρωμ. 11, 36) και "θα εξαποστείλεις το Πνεύμα σου και θα κτισθούν"(Ψαλμ. 103, 30). Και, για να διατυπώσουμε τα πράγματα συνοπτικά, ο θεαρχικός Λόγος είπε, "εγώ και ο Πατήρ είμαστε ένα"(Ιω. 10, 30) και "όλα όσα έχει ο Πατήρ είναι δικά μου(Ιω. 16, 15) και "όλα τα δικά μου είναι δικά σου, και τα δικά σου δικά μου"(Ιω. 17, 10). Και πάλι όσα είναι του Πατρός  και δικά του τα αποδίδει και στο θεαρχικό Πνεύμα κοινωνικά και ηνωμένα, δηλαδή τις θείες ενέργειες, τον σεβάσμιο χαρακτήρα, την πηγαία και ανέκλειπτη αιτία και διανομή των αγαθοπρεπών δώρων.

Και νομίζω ότι κανείς από όσους έχουν ανατραφεί στα θεία Λόγια με αδιάστροφα νοήματα δεν θα αντείπει σ' αυτό, ότι δηλαδή όλα τα θεοπρεπή πράγματα ανήκουν στη σύνολη θεαρχία κατά τον θεοτελή λόγο(2). Αφού λοιπόν αυτές οι αλήθειες έχουν αποδειχθεί και ορισθεί με βάση τα Λόγια σ' αυτό μεν το έργο συντόμως και μερικώς, σε άλλο δε εκτενώς(3), πρέπει ολόκληρη τη θεωνυμία που επιχειρούμε να εξηγήσωμε να την αποδώσωμε  σε ολόκληρη την θεότητα.


2. Αν δε είπει κανείς ότι με αυτά τα λόγια εισάγομε σύγχυση σε βάρος της θεοπρεπούς διαιρέσεως, εμείς νομίζομε ότι τέτοιος λόγος δεν είναι ικανός να πείσει ούτε τον ίδιο ότι είναι σωστός. Διότι αν αντιτίθεται κανείς κατ' αρχήν στα Λόγια, αυτός είναι οπωσδήποτε μακριά και από τη δική μας φιλοσοφία(4) . κι αφού αυτός δεν νοιάζεται για τη θεοσοφία των Λογίων, πώς εμείς θα νοιασθούμε για τη χειραγώγησή του στη θεολογική επιστήμη; Αν όμως αποσκοπεί στην αλήθεια των Λογίων, τέτοιο σκοπό θα χρησιμοποιήσουμε κι εμείς σαν κανόνα και φως, για να προχωρήσομε προς την απάντηση χωρίς παρέκκλιση, όσο μάς είναι δυνατό, λέγοντας ότι η θεολογία άλλα μεν ονόματα τα παραδίδει ηνωμένα κι άλλα διακεκριμένα(5). Δεν είναι λοιπόν επιτρεπτό ούτε τα ηνωμένα να διαιρούμε ούτε τα διακεκριμένα να συγχέωμε, αλλά ακολουθώντας τη θεολογία(6) κατά τη δύναμή μας να κοιτάζομε ψηλά προς τις θείες μαρμαρυγές. διότι, αφού παραλάβαμε από εκεί τις θείες αποκαλύψεις, σαν τον κάλλιστο κανόνα αληθείας, σπεύδωμε να περιφρουρήσωμε μέσα μας τα εκεί κείμενα αναύξητα, αμείωτα και αμετάτρεπτα, φρουρούμενοι στο οχυρό των Λογίων και φρουρώντας τα να παίρνωμε από αυτά δύναμη για να φρουρηθούμε.


3. Τα ενωτικά λοιπόν ονόματα ανήκουν στην όλη θεότητα, όπως απεδείξαμε εκτενέστερα στις Θεολογικές Υποτυπώσεις με βάση τα Λόγια, όπως το υπεράγαθο, το υπέρθεο, το υπερούσιο, το υπέρζωο, καθώς και όσα υπάγονται στην κατηγορία της υπεροχικής αφαιρέσεως(7), αλλά μαζί με αυτά και όλα τα αιτιολογικά, το αγαθό, το καλό, το ον, το ζωογόνο, το σοφό, και όσα ονόματα παίρνει η αιτία όλων των αγαθών από τις αγαθοπρεπείς δωρεές της. Τα δε διακεκριμένα ονόματα είναι το υπερούσιο όνομα και πράγμα του Πατρός και του Υιού και του Πνεύματος, στα οποία δεν χωρεί  καμμιά αντιστροφή(8) ή οποιουδήποτε είδους κοινότης. Είναι δε επίσης διακεκριμένο πράγμα, εκτός από αυτό, και η κατά τα ανθρώπινα τελεία και αναλλοίωτη υπόστασις του Ιησού, όπως και τα ουσιώδη μυστήρια που συνδέονται με τη φιλανθρωπία του ενανθρωπήσαντος.


4. Πρέπει όμως μάλλον να πάρωμε τα πράγματα από την αρχή, για να εκθέσωμε ολόκληρο τον τρόπο της θείας ενώσεως και διακρίσεως, ώστε όλη η έκθεσίς μας να γίνει ευσύνοπτη. ν' αποφύγει την παραλλαγή και την ασάφεια, και να καθαρίσει κατά δύναμη σαφώς και ευτάκτως τα θέματά της. Όπως πραγματικά είπα και αλλού, οι ιερομύστες της θεολογικής παραδόσεώς μας θείες μεν ενώσεις καλούν τις απόκρυφες και ακοινώνητες, τις υπερβατικές θέσεις της υπεράρρητης και υπεράγνωστης μονιμότητος. διακρίσεις δε καλούν τις αγαθοπρεπείς ενέργειες και και φανερώσεις της θεαρχίας. Και λέγουν, ακολουθώντας τα ιερά Λόγια, ότι της αναφερομένης ενώσεως, καθώς επίσης και της διακρίσεως, υπάρχουν ως χαρακτηριστικά γνωρίσματα ειδικές ενώσεις και διακρίσεις. Έτσι παραδείγματος χάριν, επί της θείας ενώσεως, δηλαδή της υπερουσιότητος, ηνωμένο και κοινό της εναρχικής Τριάδος είναι η υπερούσια ύπαρξις, η υπέρθεη θεότης, η υπεράγαθη αγαθότης, η επέκεινα όλων ταυτότης της επέκεινα ολικής ιδιότητος του Θεού, η υπεράνω εναρχίας ενότης, το άφθεγκτο, το πολύφωνο, η αγνωσία, το παννόητο(9), η ολική θέσις, η διαμονή και μεταξύ των εδραίωσις των εναρχικών υποστάσεων, ολικώς υπερηνωμένη και σε κανένα μέρος συγκεχυμένη.

Συμβαίνει ό,τι με τα φώτα λαμπτήρων, για να χρησιμοποιήσω αισθητά και οικεία παραδείγματα, που ευρίσκονται μέσα σ' ένα οίκο. είναι όλα το ένα μέσα στα άλλα κι έχουν ακραιφνή και ακριβή τη μεταξύ τους υφισταμένη ιδιαίτερη διάκριση, ηνωμένα κατά τη διάκριση και διακεκριμμένα κατά την ένωση. πραγματικά λοιπόν σ' ένα οίκο, όπου υπάρχουν πολλοί λαμπτήρες βλέπομε όλων αυτών τα φώτα να ενώνονται σε εναίο φως και ν' αναλάμπουν μια χωρίς διάκριση αίγλη, και, όπως νομίζω, κανείς δεν θα μπορούσε να διακρίνει στον αέρα που περιέχει όλα τα φώτα το φως του ενός λαμπτήρος από το φως των άλλων και να ιδεί το ένα φως χωρίς το άλλο, εφ' όσον όλα είναι αχώριστα συγκεκραμμένα με όλα.

Αλλά κι αν βγάλει κανείς τον ένα πυρσό από το δωμάτιο, θα βγει μαζί και όλο το δικό του φως, χωρίς να συμπαρασύρει τίποτε από τα άλλα φώτα ή να αφήσει κάτι από το δικό του στα άλλα. διότι, όπως είπα, η τελεία ένωσις όλων προς όλα ήταν γενικώς αμιγής και σε κανένα μέρος δεν ήταν συγκεχυμένη. Κι αυτά συμβαίνουν, όταν το φως είναι σε σώμα δηλαδή στον αέρα και συνδέεται με  υλικό στοιχείο δηλαδή το πυρ. Έτσι ισχυριζόμαστε ότι έχει υπερεδραιωθεί και η υπερούσια ένωσις. είναι όχι μόνο επάνω από τις σωματικές ενώσεις, αλλά και επάνω από τις ανάμεσα στις ψυχές και στους νόες ενώσεις, τις ενώσεις που έχουν αμιγείς και υπερκοσμίως όλα τα θεοειδή και υπερουράνια φώτα κατά μέθεξη της υπερκειμένης των όλων ενώσεως, ανάλογη με την ικανότητα των μετεχόντων.


5. Στις θεολογίες όμως περί της υπερουσιότητος η διάκρισις δεν συνίσταται μόνο σ' αυτό που ανέφερα, ότι δηλαδή η καθεμιά από τις εναρχικές υποστάσεις έχει εδραιωθεί αμιγώςκαι ασυγχύτως μέσα στην ίδια την ένωση, αλλά και στο ότι οι ιδιότητες της θεογονίας δεν αντιστρέφονται μεταξύ τους, μοναδική δε πηγή της υπερούσιας θεότητος είναι ο Πατήρ, ενώ ο Πατήρ δεν είναι Υιός ούτε ο Υιός είναι Πατήρ. οι ύμνοι(10) φυλάττουν ευλαβώς τα οικεία ιδιώματα για καθεμιά χωριστά από τις θεαρχικές υποστάσεις.

Αυτές λοιπόν είναι οι ενώσεις και διακρίσεις που αντιστοιχούν στην άφθεγκτη ένωση και υπόσταση. Αν όμως είναι αλήθεια ότι η αγαθοπρεπής πρόοδος(11) της θείας ενώσεως είναι θεία διάκρισις, καθώς από αγαθότητα πληθύνεται και πολλαπλασιάζεται υπερηνωμένως, πάντως οι ακατάσχετες μεταδόσεις είναι ηνωμένες κατά τη θεία διάκριση. οι ουσιώδεις δηλαδή, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις και οι  άλλες δωρεές της αγαθότητος που είναι αιτία των όλων, κατά τις οποίες, ξεκινώντας από τις μετοχές και τους μετέχοντες, υμνούνται τα αμεθέκτως μετεχόμενα(12) αγαθά. Εξ άλλου και τούτο είναι κοινό κι ηνωμένο και ένα σε όλη τη θεότητα, το ότι όλη της μετέχεται από τον καθένα μέτοχο ολόκληρη και συγχρόνως από κανένα σε κανένα μέρος. όπως συμβαίνει μ' ένα σημείο που είναι στη μέση ενός κύκλου και μετέχεται απ' όλες τις ευθείες που ξεκινούν από την περιφέρεια του κύκλου, και όπως συμβαίνει με το πλήθος των εντυπωμάτων μιας αφραγίδος που μετέχουν όλα της αρχέτυπης σφραγίδος, αλλά κανένα από αυτά δεν περιλαμβάνει ολόκληρη και αυτούσια τη σφραγίδα κατά κανένα μέρος της. Υπέρκειται δε και αυτών η αμεθεξία της παναίτιας θεότητος, κατά το ότι δεν υφίσταται με αυτήν ούτε επαφή ούτε καμμιά άλλη κοινωνία που προκαλεί μίξη. 


6. Θα μπορούσε όμως κανείς να ειπεί, ότι η σφραγίς δεν είναι σε όλα τα εκμαγεία όλη και ταυτή. Τούτου όμως αιτία δεν είναι η σφραγίς, διότι εκείνη προσφέρει στο καθένα όλον και ταυτόν τον εαυτόν της, αλλά η διαφορότης των μετεχόντων που καθιστά ανόμοια τα εκτυπώματα της μιας και ολικής και ταυτής αρχετυπίας. Για παράδειγμα, αν αυτά είναι απαλά και καλοτύπωτα, λεία και αχάρακτα, και ούτε ελαστικά και σκληρά, ούτε ευδιάχυτα και ρευστά, θα έχουν καθαρό, σαφές και μόνιμο τύπωμα. αν όμως λείπει κάτι από τις ιδιότητες που αναφέραμε, θα είναι αίτιο του αμεθέκτου και ατυπώτου και του ασαφούς της σφραγίδος και όλων των άλλων ατελειών που προκαλούνται από την ακαταλληλότητα της μετοχής.

Είναι διακεκριμένο στοιχείο της αγαθοπρεπούς ενεργείας του Θεού προς εμάς(13) το ότι ο υπερούσιος Λόγος ουσιώθηκε κατά τη φύση μας από μας ολοκληρωτικώς και αληθώς, και έδρασε και έπαθε τα θαυμαστά και εξαίρετα πράγματα της ανθρωπικής θεουργίας του. Πράγματι ο Πατήρ και το Πνεύμα δεν μετείχαν σ' αυτά κατά κανένα τρόπο, εκτός αν κανείς εκλάβει τα πράγματα από την άποψη ότι ο αναλλοίωτος με την ενανθρώπησή του ενήργησε ως Θεός και ως Λόγος Θεού σύμφωνα με την υπερκείμενη και άρρητη ενέργεια του Θεού. Έτσι κι εμείς σπεύδομε και να ενώσωμε και να διακρίνωμε τα θεία με το λόγο, όπως τα ίδια τα θεία και ηνωμένα είναι και διακεκριμένα.


7. Αλλά τις θεοπρεπείς αιτίες, που ευρήκαμε στα Λόγια γι' αυτές τις ενώσεις και διακρίσεις, τις εκθέσαμε στις Θεολογικές Υποτυπώσεις, όπου πραγματευθήκαμε για το καθένα χωριστά. Εκεί άλλα μεν τα εξετάσαμε και τα εξηγήσαμε κατά τον αληθινό λόγο, πλησιάζοντας τα λαμπερά θεάματα  των Λογίων με αγνό και αθόλωτο νου, άλλα δε, ως μυστικά, τα προσεγγίσαμε κατά τη θεία παράδοση με τρόπο επάνω από κάθε νοερή ενέργεια(14). Διότι όλα τα θεία, όσα μας φανερώνονται, μόνο με τις μετοχές γνωρίζονται. ποια όμως είναι τα θεία καθ' εαυτά κατά την αρχή και ίδρυσή τους, είναι υπεράνω του νου και κάθε ουσίας και γνώσεως. Επί παραδείγματι, αν ονομάσωμε την υπερούσια κρυφιότητα Θεό ή ζωή ή ουσία, ή φως ή λόγο, δεν εννοοούμε τίποτε άλλο παρά τις δυνάμεις που προβάλλονται από αυτήν προς εμάς, τις θεοτικές, ή ουσιοποιές ή ζωογόνες ή σοφόδωρες. την ίδια όμως την υπερούσια κρυφιότητα προσεγγίζομε με την απαλλαγή μας από όλες τις νοερές ενέργειες, χωρίς να βλέπωμε καμμιά θέωση ή ζωή ή ουσία ικανή να εξισωθεί με την αιτία που επιναι απομακρυσμένη από όλα τα υπερβατικώτατα. Επίσης από τα ιερά Λόγια παρελάβαμε ότι ο Πατήρ είναι πηγαία θεότης(15), ο δε Ιησούς και το Πνεύμα είναι θεόφυτοι βλαστοί, αν επιτρέπεται να ειπούμε έτσι, της θεογόνου θεότητος, ένα είδος υπερούσια άνθη και φώτα της. Πώς όμως γίνονται αυτά, δεν είναι δυνατό ούτε να το ειπούμε ούτε να το εννοήσουμε.

8. Αλλά όλη η δύναμις της νοερής ενέργειάς μας φθάνει μόνο έως το σημείο να κατανοεί, ότι όλη η θεία πατρότης και υιότης έχει δοθεί και σ' εμάς και στις υπερουράνιες δυνάμεις από την υπερβατική  των όλων πατριαρχία και υιαρχία. κι από αυτήν οι θεοειδείς νόες καθίστανται και ονομάζονται θεοί και υιοί θεών και πατέρες θεών, με την έννοια ότι η πατρότης και υιότης του είδους τούτου συντελείται πνευματικώς, δηλαδή ασωμάτως, αΰλως, νοητώς, εφ' όσον το θεαρχικό Πνεύμα είναι υπερεδραιωμένο επάνω από κάθε αϋλία και θέωση, ο δε Πατήρ και ο Υιός ξεπερνούν υπεροχικώς κάθε θεία πατρότητα και υιότητα. Διότι δεν υπάρχει ακριβής ομοιότης ανάμεσα στα αιτιατά και στα αίτια. άλλα έχουν μεν τα αιτιατά τις οποιεσδήποτε εικόνες των αιτίων, τα ίδια όμως τα αίτια είναι  απομακρυσμένα και εδραιωμένα επάνω από τα αιτιατά κατά το λόγο της αρχής των. Και, για να χρησιμοποιήσω παραδείγματα δικά μας, ηδονές και λύπες λέγονται ότι είναι δημιουργικές του ήδεσθαι και του λυπείσθαι, οι ίδιες όμως ούτε ήδονται ούτε λυπούνται. και το πυρ, που θερμαίνει και καίει, δεν λέγεται ότι καίεται και θερμαίνεται. Κι αν κανείς έλεγε ότι η αυτοζωή ζει και το αυτοφώς φωτίζεται, δεν θα εκφραζόταν σωστά κατά την άποψή μου, εκτός αν τα ειπεί κατά διαφορετικό τρόπο, ότι δηλαδή τα στοιχεία των αιτιατών προϋπάρχουν στα αίτια υπερβατικώς και ουσιωδώς(16).


9. Αλλά και το επιφανέστερο γεγονός όλης της θεολογίας, η κατά τα ανθρώπινα θεοπλαστία(17) του Ιησού δηλαδή, είναι με κάθε λόγο άρρητη και σε κάθε νου άγνωστη, ακόμη και στον πρώτο από τους ανωτάτους αγγέλους. Και το μεν ότι αυτός ουσιώθηκε ανθρωπικώς, αυτό το παρελάβαμε με μυστικό τρόπο. αγνοούμε όμως, πως διαπλάσθηκε από παρθενικά αίματα με διαφορετικό από τον κατά φύση νόμο και πως επέρασε αβρόχως την υγρή και ρευστή ουσία με πόδια που έχουν σωματικό όγκο και υλικό βάρος, και όλα τα άλλα που ανήκουν στην υπερφυά φυσιολογία του Ιησού. Αυτά τα πράγματα κι εμείς τα διαπραγματευθήκαμε αλλού και ο κλεινός μας καθηγητής(18) τα ύμνησε πολύ υπερφυώς στις Θεολογικές Στοιχειώσεις του, ο οποίος είτε από άλλους ιερούς θεολόγους τα παρέλαβε είτε με την επιστημονική έρευνα των Λογίων τα συνέλαβε έπειτα από πολλή άσκηση γύρω από αυτά είτε τα εμυήθηκε με κάποια θειότερη έμπνευση, αφού όχι μόνο έμαθε αλλά κι έπαθε τα θεία και από την προς αυτά συμπάθειά του, αν έτσι πρέπει να ειπούμε, ετελειώθηκε στην αδίδακτη και μυστική τους ένωση και πίστη(19). Και για να παραθέσωμε συντομώτατα τα πολλά και μακάρια θεάματα της αρίστης εκείνης διάνοιας, τα εξής λέγει περί του Ιησού στο σύγγραμμά του Θεολογικές Στοιχειώσεις(20).


10. Του αγιωτάτου Ιεροθέου από τις Θεολογικές Στοιχειώσεις. Η θεότης του Ιησού, αιτία και πλήρης  αποτελείωσις των πάντων που διατηρεί τα μέρη σε αρμονία με την ολότητα και δεν είναι ούτε μέρος ούτε όλο, αλλά είναι και όλο και μέρος, αφού περικλείει μέσα της και υπερέχει και προέχει το παν, και το όλο και το μέρος, είναι στα μεν ατελή τελεία ως τελετάρχις, στα τέλεια ατελής ως υπερτελής και προτέλεια, στα ανείδεα ειδοποιό είδος ως ειδεάρχις, στα είοδη ανείδεα ως υπεράνω είδους, ουσία υπερούσια που επιβατεύει αχράντως όλες τις ουσίες, που ξεπερνά κάθε ουσία, που ορίζει όλες τις αρχές και τάξεις και είναι εδραιωμένη επάνω από κάθε αρχή και τάξη. είναι επίσης μέτρο των όντων, αιών και επάνω από τον αιώνα και πριν από τον αιώνα, πλήρης στα ελλιπή, υπερπλήρης στα πλήρη, άρρητη, άφθεγκτη, υπέρ νου, υπέρ ζωή, υπέρ ουσία, έχει υπερφυώς το υπερφυές, υπερουσίως το υπερούσιο. Γι' αυτό, όταν από φιλανθρωπία ήλθε έως την φύση μας και ουσιώθηκε αληθινά και κατέστη άνθρωπος υπέρθεος (είθε να μας φανούν ελεήμονα τα υμνούμενα από μας υπεράνω νου και λόγου μυστήρια), και πάλι σ' αυτήν την κατάσταση διατηρεί το υπερφυές και υπερούσιο, όχι μόνο καθ' ο μέρος έχει κοινωνήσει μαζί μας αναλλοιώτως και ασυγχύτως, χωρίς από την άφθεγκτη κένωση(Φιλ. 2,7) να έχει πάθει τίποτε στην υπερπληρότητά του, αλλά και, το παραδοξότατο όλων των πραγμάτων, μέσα στην φύση μας ήταν υπερφυής και μέσα στην ουσία μας ήταν υπερούσιος, παραέχοντας όλα τα δικά μας από μας επάνω από μας.


11. Αυτά λοιπόν είναι αρκετά. Ας προχωρήσομε τώρα στο σκοπό της πραγματείας, αναπτύσσοντας κατά τη δύναμή μας τα κοινά και ηνωμένα ονόματα της θείας διακρίσεως. Και για να δώσουμε από την αρχή σαφείς ορισμούς για όλα στη σειρά, θεία διάκριση αποκαλούμε, όπως έχει λεχθεί, τις αγαθοπρεπείς προόδους της θεαρχίας. Η Μονάς δωρίζοντας σε όλα τα όντα και εκχύνοντας τις μετουσίες όλων των αγαθών, διακρίνεται ηνωμένως, πληθύνεται ενικώς και πολλαπλασιάζεται αμεταδότως από το ένα. Έτσι λοιπόν, επειδή ο Θεός είναι υπερουσίως ων, ενώ από το άλλο μέρος δωρίζει την ύπαρξη στα όντα και παράγει όλες τις ουσίες, λέγεται ότι το ένα εκείνο ον πολλαπλασιάζεται με την από αυτό παραγωγή των πολλών όντων, ενώ αυτό παραμένει ένα κατά τον πληθυσμό, ηνωμένο κατά την πρόοδο και πλήρες κατά την διάκριση, εξ αιτίας του ότι είναι υπερουσίως απομακρυσμένο από όλα τα όντα και εξ αιτίας του ενιαίου του τρόπου παραγωγής των όλων και της αμείωτης εκχύσεως των αμειώτων μεταδόσεών του. Αλλά, ενώ είναι ένα, όταν μεταδίδει από το ένα στο παν, στο μέρος και στο όλο, στο ένα και στο πλήθος, ένα είναι επίσης υπερουσίως χωρίς να είναι ούτε μέρος από πλήθος ούτε όλο από μέρη, κι έτσι ούτε ένα μακριά από αυτά, επάνω από τα ανάμεσα στα όντα ένα, και πλήθος αμέριστο, υπερπλήρες απλήρωτο, που παράγει και τελειώνει και συνέχει το παν, ένα και πλήθος.

Επίσης, επειδή δια της θεώσεως που προέρχεται από αυτόν με βάση τη θεοείδεια που έχει ο καθένας κατά δύναμη γίνονται πολλοί θεοί, φαίνεται μεν ότι υπάρχει και αναφέρεται διάκρισις και πολλαπλασιασμός του ενός Θεού, αλλ' όμως δεν είναι λιγότερο ένας Θεός υπερουσίως ο αρχίθεος  και υπέρθεος, αμέριστος ανάμεσα στα μεριστά, ηνωμένος στον εαυτό του, αμιγής και απλήθυντος στα πολλά. Ο κοινός χειραγωγός εμού και του καθηγητού μου προς τη θεία φωτοδοσία, ο πολύς στα  θεία, το φως του κόσμου(21), κατανοώντας και τούτο υπερφυώς, λέγει ενθέως τα επόμενα στα ιερά του γράμματα. "Διότι, αν υπάρχουν οι λεγόμενοι θεοί, είτε στον ουρανό είτε επί της γης (όπως βέβαια υπάρχουν πολλοί θεοί και κύριοι πολλοί), αλλά για μας ένας Θεός υπάρχει, ο Πατήρ, από τον οποίο προέρχονται τα πάντα και στον οποίο οφείλομε εμείς την ύπαρξή μας"(Α΄ Κορ. 8,5). Διότι στα θεία πράγματα οι ενώσεις επικρατούν των διακρίσεων και προηγούνται από αυτές, και παρ' όλα αυτά μένουν ηνωμένες και μετά την αμετάδοτη και ενιαία διάκριση του ενός.

Αυτές τις κοινές και ηνωμένες διακρίσεις της σύνολης θεότητος, δηλαδή τις αγαθοπρεπείς προόδους, θα προσπαθήσωμε να υμνήσωμε κατά το δυνατό με βάση τις θεωνυμίες που τις αποκαλύπτουν στα Λόγια, αφού, όπως είπαμε, έχει αποσαφηνισθεί από πριν τούτο, ότι κάθε αγαθουργική θεωνυμία, σε όποια από τις θεαρχικές υποστάσεις κι αν αναφέρεται, θα εκληφθεί αδιακρίτως για όλη τη θεαρχική ολότητα(22).                    

1. Η αγαθότης καθ' εαυτήν, η απόλυτη αγαθότης, η ιδέα της αγαθότητος.
2. Θεοτελής λόγος είναι ο λόγος της θείας τελειότητος.
3. Εννοείται το έργο "Θεολογικές Υποτυπώσεις" που αναφέρθηκε ανωτέρω.
4. Κάνει διάκριση μεταξύ της δικής του ανθρώπινης φιλοσοφίας και της θεοσοφίας των Γραφών. 
5. Ηνωμένη θεολογία (ονόματα)είναι αυτή που αναφέρεται στην Ενάδα. 
6. Εννοείται πάντοτε η θεολογία των Γραφών.
7. Δύο ειδών ενωτικά του Θεού ονόματα υπάρχουν. τα υπερβατικά, που συνήθως φέρονται με το πρόθεμα υπερ, και τα αιτιολογικά που σχηματίζονται κατά τις δημιουργικές ενέργειες. ανάμεσα σ' αυτά είναι τα υπεροχικώς αφαιρετικά, που σχηματίζονται με το στερητικό άλφα (ά-κτιστο, ά-θάνατο κλπ.).
8. π.χ. το ότι ο Πατήρ είναι Θεός δεν μπορεί ν' αντιστραφεί, ώστε να λεχθεί ότι ο Θεός είναι Πατήρ. 
9. Αγνωσία της Τριάδος υπάρχεςι κατά την απλότητα του Θεού, παννόησις υπάρχει κατά τις πρόνοιές του. 
10. Οι διατυπώσεις περί Θεού , οι λόγοι περί Θεού.
11. Πρόοδος της θείας ενώσεως είναι η πορεία του Ενός, του θείου, προς την αποκάλυψη, την δημιουργία και την πρόνοια. 
12. Αμεθέκτως μετεχόμενα είναι τα θεία, μετέχοντες είναι οι νόες και οι ψυχές, μετοχές είναι οι δωρεές, οι ενέργειες. 
13. Δηλαδή της θείας ενανθρωπήσεως. 
14. Πρόκειται πάλι για τη διπλή προσέγγιση, την καταφατική και την αποφατική, τη λογική και τη μυστική. 
15. Μόνο ο Πατήρ είναι πηγή της θεότητος, "θεογόνος μονώτατος". 
16. Οι ιδιότητες των δημιουργημάτων προϋπάρχουν εν σπέρματι στα αίτιά τους.
17. Δηλαδή η ενανθρώπησις.
18. Ο διδάσκαλος του Διονύσιου, επίσκοπος Ιερόθεος. 
19. Η πίστις μαθαίνεται, η ένωσις παθαίνεται. και τα δύο όμως ο Ιερόθεος τα απέκτησε με τρόπο μυστικό και αδίδακτο. 
20. Η επόμενη παράγραφος είναι παράθεμα από τις Θεολογικές Στοιχειώσεις που φέρονται ως έργο του Ιεροθέου, αλλ'  είναι άγνωστο από αλλού. Ο τίτλος "του αγιωτάτου Ιεροθέου  εκ των Θεολογικών Στοιχειώσεων" κατά τη ροή της χειρόγραφης παραδόσεως από το περιθώριο μεταφέρθηκε στο κείμενο. 
21. Ο απόστολος Παύλος ήταν διδάσκαλος του Ιεροθέου και του Διονυσίου. 
22. Τα ιδιώματα των τριαδικών υποστάσεων είναι κοινά, ομοίως και οι ενέργειες.

       

Μάθε να περιμένεις. Ανδρέα Κονάνου

Μάθε να περιμένεις.


…Είδες τι μου’πες; “Θέλω ν’ αλλάξει το παιδί μου. Να το δω, κι ας πεθάνω”. Δεν ξέρω αν θα το δεις αλλαγμένο πριν πεθάνεις. Μπορεί να το δεις αφού πεθάνεις. Μπορεί ο Θεός να θέλει να κάνεις τόση υπομονή, που να μην προλάβεις να το δεις αλλαγμένο όπως το θες εσύ. Αλλά θα το δει ο Κύριος και θα το δεις κι εσύ από κει που θα ‘σαι, στην αιώνια ζωή. Θέλει όμως πολλή υπομονή. Να περιμένεις την απάντηση στην προσευχή που μόλις χθες έκανες. Έκανες χθες προσευχή; Θα περιμένεις. Πότε; Μην ανησυχείς. Όταν το βέλος της προσευχής σου φτάσει την καρδιά τού Θεού και την τρυπήσει και τη ματώσει από αγάπη, τότε θα δεις το αποτέλεσμα. Πότε έριξες το βέλος τής προσευχής; Χτες; Τότε περίμενε. Ταξιδεύει. Καμιά προσευχή δεν πάει χαμένη. Καμία προσευχή δεν μένει αναπάντητη. Θέλει όμως υπομονή. Να περιμένεις.

Περιμένουν μερικοί να δουν αποτέλεσμα την ίδια ώρα. Κάνεις προσευχή τώρα, θέλεις αύριο να δεις αποτέλεσμα. Μπορεί να γίνει κι αυτό. Αλλά όταν πιάσεις το κομποσκοίνι στο χέρι σου μην περιμένεις κι αμέσως τους καρπούς. Πολλοί πάνε στο άγιο Όρος μ’ ένα κομποσκοίνι στο χέρι και θέλουν να δουν το Θεό με μια αγρυπνία που θα κάνουν. Θέλουν να δουν το άκτιστο φως με μιας νύχτας προσευχή. Δεν γίνεται έτσι. Θέλει πολλή υπομονή, θέλει πολλή απαντοχή και να λες “Κύριε, όποτε θες εσύ. Εγώ θα περιμένω. Ὑπομένων, ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοι καὶ εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου”. Με πρόσεξε ο Κύριος, με κοίταξε, με άκουσε, αλλά πρώτα πρέπει να περιμένω. Είναι ωραία να περιμένεις το Θεό και να κάνεις υπομονή στα θέματα αυτά τα θεϊκά.
Ο άγιος Αμμωνάς ξέρεις πόσο καιρό περίμενε να απαλλαγεί από το θυμό; Κάθε μέρα το ζήταγε απ’ το Θεό. Και ξέρεις πόσο περίμενε; Οκτώ χρόνια. Όλα αυτά τα χρόνια εξακολουθούσε να θυμώνει, και πάλευε, και ξανά και ξανά, και προσευχή, και πάλι υπομονή και πάλι υπομονή. Και τον όγδοο χρόνο ήρθε ο Κύριος και τον απάλλαξε. Για σκέψου να ‘χε απελπιστεί τον έβδομο χρόνο και να ‘λεγε “Ε, δε συνεχίζω. Δε πάει άλλο αυτή η ιστορία. Ένα, δύο, τέσσερα, πέντε, έξι, εφτά χρόνια υπομονή. Ε, δε βγαίνει τίποτα”. Κι όμως. Έκανε υπομονή ακόμα ένα χρόνο, έφτασε τα οκτώ και ήρθε η απαλλαγή και η λύτρωσή του. Και μετά η καρδιά του έγινε τόσο ήρεμη που δεν ξαναθύμωσε ποτέ στη ζωή του. Εσύ θυμώνεις; Θυμώνεις. Κι εγώ θυμώνω λίγο. Όχι πάρα πολύ, αλλά θυμώνω κι εγώ. Λοιπόν θέλεις να ζήσεις κι εσύ αυτό το θαύμα; Τότε ξεκίνα από σήμερα να κάνεις προσευχή με υπομονή. Ζήτα απ’ το Θεό να σου πάρει το θυμό. Ζήτα το σε κάθε θεία Λειτουργία. Και μη μου λες “Τι να πάω να κάνω στην Εκκλησία”. Ε, να. Αυτό να κάνεις. Αν θυμώνεις να πηγαίνεις κάθε Κυριακή να παρακαλάς το Θεό να σου πάρει το θυμό. Και μόνο γι’ αυτό να πηγαίνεις Εκκλησία, έχεις σοβαρό λόγο να πηγαίνεις στο Ναό του Θεού. Και να λες “Κύριε, χάρισέ μου την πραότητα, την ηρεμία, να μην αρπάζομαι, να μη με βλέπουν τα παιδιά μου και τρέμουν, να μη με βλέπει η γυναίκα μου στο σπίτι και τη στεναχωρώ και δημιουργώ αυτό το κλίμα το βαρύ με τις φωνές, με το θυμό και τα νεύρα μου. Κύριε, πάρε μου το θυμό”. Το ξέρω ότι το ζήτησες. Πόσες φορές; “Ε, πόσες φορές να το ζητήσω;”. Πολλές. Οκτώ χρόνια ο άγιος Αμμωνάς. Εσύ πόσο καιρό το ζήτησες. Για πόσο καιρό είπες στον Κύριο “Απάλλαξέ με, Κύριε, απ’ αυτό το πάθος”. Απ’ το θυμό, την οργή, την ασωτεία, η μέθη, το κάπνισμα, την κλοπή, το ψέμα, την περιέργεια. Ό,τι έχεις, ζήτα το απ’ το Θεό και μετά κάνε υπομονή. Και ξέρεις γιατί να κάνεις υπομονή κι εσύ όπως έκανε ο άγιος Αμμωνάς και κάθε άγιος; Διότι Αυτός τον Οποίο υπομένεις και καρτεράς, δεν είναι ένας τυχαίος αλλά είναι ο άγιος Θεός, που δεν είπε ποτέ ψέματα, αλλά μένει πιστός στις υποσχέσεις και την αγάπη του. Και θα ‘ρθει ο Θεός κάποια στιγμή και θα σε βοηθήσει και θα γίνεις κι εσύ ήρεμος σαν πρόβατο και δε θα ξαναθυμώσεις ποτέ και δε θα ξαναπιείς ποτέ, δε θα ξανακαπνίσεις ποτέ, θα απαλλαγείς απ’ τα πάθη σου και θα γίνεις καινούριος άνθρωπος. Θέλει υπομονή και προσευχή. Να περιμένεις ν’ αλλάξει κι ο σύντροφός σου προς το καλύτερο. Μη βιάζεσαι. Μη θες να γίνουν απότοσμα σήμερα όλα καλύτερα. Τα λάθη που έχει η γυναίκα σου δε τα φορτώθηκε όλα σε ένα μήνα. Είναι λάθη μιας ζωής. Είναι χαρακτήρας που χαράκτηκε, γι’ αυτό λέγεται χαρακτήρας. Ο Χαρακτήρας έχει χαραχτεί μέσα μας απ’ τα παιδικά μας χρόνια. Δε μπορούμε σε μια στιγμή να τα αλλάξουμε αυτά. Μερικά ζευγάρια δίνουν διορία ο ένας στον άλλον, “Αν δεν τα ‘χουμε βρει σ’ ένα χρόνο, θα χωρίσουμε”. Μα κάτσε, βρε παιδί μου. Πώς θα χωρίσεις. Περίμενε, κάνε υπομονή. “Τι υπομονή, πάτερ;”. Μα χαρακτήρας είναι αυτός. Αλλάζει έτσι εύκολα; Περίμενε.
Θυμάμαι κάποιον που έκανε δίαιτα. Και του έλεγε ο γιατρός ότι τα βαθύτερα στρώματα λίπους χάνονται πολύ πιο δύσκολα. Τα τελευταία κιλά, αν κάνεις δίαιτα, τα χάνεις πολύ πιο δύσκολα απ’ ό,τι χάνεις τα πρώτα. Ξέρεις γιατί; Γιατί αυτό το στρώμα λίπους υπάρχει μέσα μας εδώ και πολλές δεκαετίες. Και με τη δίαιτα κάνουμε αυτό ακριβώς: γυρνάμε πίσω και πάμε να κάψουμε παλιά στρώματα λίπους. Ας πούμε, είναι κάποιος σήμερα ενενήντα κιλά και θέλει να φτάσει τα ογδόντα. Ογδόντα κιλά, όμως, ήτανε πριν από αρκετά χρόνια. Έχει περάσει καιρός από τότε που ήταν για τελευταία φορά ογδόντα κιλά. Πήρε βάρος, πήγε ενενηνταένα, πήγε ενενηνταπέντε, ανέβηκαν τα κιλά του. Για να φτάσει ξανά στα ογδόντα κιλά, πρέπει να σκάψει μέσα του αυτό το λίπος και να φτάσει πίσω, πίσω. Και να φτάνει σε κείνη την παλιά χρονιά που ήταν ογδόντα κιλά. Κι είναι δύσκολο να φύγει αυτό το λίπος.
Έτσι και με την ψυχή μας. Έχει πιάσει λίπος. Τα πάθη έχουν δημιουργήσει μια επίστρωση μέσα μας που δε φεύγει εύκολα.
Πρέπει να κάνεις υπομονή για τον άνθρωπό σου. Να κάνεις χώρο στην καρδιά του άλλου, να τον αφήσεις να σκεφτεί, να αποφασίσει, ακόμα και να φύγει για λίγο αν θέλει, τροπικά. Ή και τοπικά, αν δεν αντέχει αλλιώς. Ναι, άσε να φύγει. Να πάει να κάτσει λίγο στη μάνα της, στον πατέρα της ή να φύγεις κι εσύ, να πας κάπου για λίγο μόνος. Να σκεφτείς, να ηρεμήσεις, να πάρεις το χρόνο σου. Δεν μπορεί να απαιτείς την αγάπη του άλλου και να λες “Θα μου φερθείς καλά, θα με σέβεσαι”. Αυτά δε γίνονται με καταπίεση. Αυτά γίνονται μόνο με ελευθερία. Γι’ αυτό, δώσε στον άνθρωπό σου χρόνο, χώρο, υπομονή.
Μου το’ πες και συγκινήθηκα, “Πάτερ, μ’ άφησε η κοπέλα που αγαπώ και ήμασταν αρραβωνιασμένοι τόσα χρόνια. Κι εγώ τι να ‘κανα; Την ήθελα πολύ. Αλλά ήξερα ότι η αγάπη δεν απαιτείται. Δεν μπορεί να απαιτήσω την αγάπη, να πω σε κάποια “αγάπα με με το ζόρι, επειδή εγώ το θέλω”. Και ξέρετε τι έκανα; Την άφησα να φύγει. Και τώρα κάθομαι και περιμένω. Υπομένω αγαπώντας. Υπομένω πονώντας. Υπομένω προσευχόμενος”.
Η πιο σωστή αντίδραση. Και θα το δεις, θ’ αλλάξει ο άλλος. Αν θέλει ο Θεός κι αν η αγάπη που βγάζεις από μέσα σου είναι αληθινή, κι αν η υπομονή σου είναι αγαπητική, τότε θα δεις ότι ο άνθρωπος που φεύγει από κοντά σου, (η γυναίκα σου, το παιδί σου, ο συζυγός σου), πουθενά αλλού δε θα βρει τέτοια γλυκιά αγάπη σαν τη δική σου. Και θα ξαναγυρίσει πίσω. Θα πάει όπου θέλει, μπορεί να δοκιμάσει διάφορα άλλα, αλλά δε θα βρει τέτοια ζεστασιά ούτε τέτοια ποιότητα αγάπης. Θα βρει υποκατάστατα, ψεύτικα λόγια, συμφεροντολογικές και περιστασιακές αγάπες, και θα γυρίσει πάλι σε σένα. Αρκεί όταν γυρίσει να σε βρει να περιμένεις. Θα περιμένεις;
Τι ωραίο πράγμα, που όταν γύρισε ο Οδυσσέας βρήκε μια Πηνελόπη να τον περιμένει! Τι συγκίνηση! Σκεφτείτε ο Οδυσσέας να είχε βρει την Πηνελόπη του παντρεμένη με κάποιον από τους μνηστήρες που εποφθαλμιούσαν και περίμεναν την ευκαιρία να την πάρουν για σύζυγό τους. Η Πηνελόπη περίμενε, αλλά και ο Οδυσσέας περίμενε. Έκανε υπομονή σ’ αυτό το μεγάλο ταξίδι. Και ανταμείφθηκε η υπομονή του, η αγάπη του. Γιατί ήταν ακριβώς αυτό: υπομονή γεμάτη αγάπη.
Κι ο άσωτος γιος γύρισε. Ο πατέρας του τον περίμενε. Έκανε υπομονή. Τον κοίταζε απ’ το παράθυρο να ‘ρθει και τα μάτια του έβγαζαν αγάπη και νοσταλγία, και καλοσύνη, κι υπομονή τεράστια. Και είδε το θαύμα.
Είναι δύσκολο, αδελφέ μου, να κάνουμε υπομονή. Η εποχή μας είναι βιαστική κι όλοι μάς λένε “Τώρα. Εδώ και τώρα”. Κέντρα δίαιτας, εκμάθηση ξένων γλωσσών, ταχύρυθμα τμήματα εδώ και εκεί, όλα μάς υπόσχονται γρήγορα αποτελέσματα. Όλες οι συσκευές της κουζίνας είναι γρήγορες, σε δυο λεπτά. Φούρνος μικροκυμάτων. Ένα λεπτό, και το φαγητό είναι έτοιμο. Οτιδήποτε κάνουμε στη ζωή μας έχει ταχύτητα. Όλα είναι γρήγορα και βιαστικά. Κι έρχεται ο Θεός και μας λέει “Ξέρεις κάτι; Όλα αυτά καλά κάνεις και τα κάνεις γρήγορα. Σου κάνουν τη ζωή εύκολη. Αλλά η ψυχή θέλει ακόμα και σήμερα, μετά από τόσους αιώνες, πάλι τους δικούς της ρυθμούς. Όπως τότε που σε έπλασα, παιδί μου. Δεν έχει αλλάξει αυτό”.
Θέλει υπομονή η καλλιέργεια της ψυχής. Πρέπει να περιμένεις τις υποσχέσεις του Θεού, ώστε να δεις να εκπληρώνονται. Έχει υποσχεθεί πολλά πράγματα ο Θεός. Και ό,τι υποσχέθηκε θα γίνει. Μας έχει πει ο Θεός, ας πούμε, ότι “Είστε ευτυχισμένοι άμα κλαίτε. Διότι θα γελάσετε. Όποιος κλάψει στη ζωή αυτή, θα γελάσει”. Περίμενε. Να σου εξηγήσω. Δεν εννοούσε ο Χριστός τα δάκρυα που είχες χθες εσύ πάνω στα νεύρα σου. Το καταλαβαίνεις, πιστεύω. Διότι πολλοί κλαίμε κι από νεύρα, όταν φωνάζουμε και παρεξηγούμαστε. Δεν εννοούσε αυτά τα δάκρυα. Μα αν κλαις ταπεινά, αν κλαις επειδή είσαι αδικημένος. Έχεις κλάψει ποτέ αδικημένος; Όχι επειδή παρεξηγήθηκες και θίχτηκε ο εγωισμός σου και σ’ έπιασε το πείσμα σου επειδή δεν έγινε το δικό σου. Όχι. Να κλάψεις επειδή σε αδίκησαν κατάφωρα, αδικημένος για την αλήθεια. Έχεις κλάψει ποτέ συκοφαντημένος; Ξέρω κάποιον που είχε κλάψει συκοφαντημένος: Ο άγιος Νεκτάριος. Πόσες φορές δε θα ‘χε κλάψει σ’ αυτό το δωματιάκι εκεί στην Αίγινα, όταν άκουγε να λένε τόσα σχόλια γι’ αυτόν. Δεν ήταν αναίσθητος. Δεν είχε πέτρα μες στο στήθος του. Καρδιά είχε. Και σίγουρα θα έκλαψε. Αδικημένος, συκοφαντημένος, και περίμενε, και περίμενε. Κι είδε το δίκιο του. Πότε. Όσο ζούσε, δυστυχώς, λίγο το είδε. Ο Κύριος τον δικαίωσε όμως πολύ, έστω μετά θάνατον. Η Εκκλησία της Αλεξανδρείας ζήτησε συγγνώμη για τις συκοφαντίες που είχαν ακουστεί για τον άγιο Νεκτάριο και για τον τρόπο που του φέρθηκε. Περίμενε ο άγιος τόσα χρόνια κι ο Θεός τον δικαίωσε. Όσο ζούσε βέβαια, οι άνθρωποι δεν του έδωσαν αυτό το γλυκό ποτήρι της δικαίωσης, αλλά τον πότισαν πίκρα. Εκτός απ’ τους ανθρώπους της Εκκλησίας, τις απλές ψυχές. Οι απλοί πιστοί πάντα τον αγαπούσαν. Αλλά ο άγιος Νεκτάριος έκανε υπομονή. Γι’ αυτό και πολλοί τον ονόμασαν, “Ο άγιος της υπομονής, της καρτερίας”. Διότι περίμενε και δε διαμαρτυρόταν. Περίμενε κι εσύ και θα δεις ότι τα δάκρυά σου μια μέρα θα γίνουν διαμάντια που θα λάμπουν.
Είπε ο Κύριος “Όποιος μ’ ακολουθήσει, από τώρα θα νιώσει μέσα του τον Παράδεισο. Εγώ θα εμφανίσω τον εαυτό μου μέσα του και θα ‘ρθει όλη η αγία Τριάδα και θα μπει στην καρδιά του. Όποιος μ’ αγαπά, ήδη απ’ αυτόν τον κόσμο”. Και λες εσύ, “Πού είναι αυτό. Εγώ δε νιώθω το Θεό”. Κάνεις, όμως, υπομονή; Αγωνίζεσαι υπομονετικά; Πόσο. Θέλει πολύ. Μέρες; Μήνες. Μήνες; Χρόνια, δεκαετίες. Κάνε τόπο μέσα σου, ν’ αφήσεις στο Χριστό να μπει. Άσε ένα σημείο, άσε μια σταθερή θέση στο Χριστό και μην τον πας μια δω και μια εκεί μες στης καρδιάς σου το τοπίο.
Όταν κάποιος γίνεται μοναχός στο άγιο Όρος, ένα ωραίο δώρο που του κάνουν κάποιοι, είναι μια εικόνα της αγίας Υπομονής. Το ξέρεις; Και οι πιο πολλοί μοναχοί αγαπούν την αγία Υπομονή. Διότι η ζωή του μοναχού θέλει υπομονή. Η ζωή του όλη είναι μια τεράστια υπομονή. Ζωή αρκετά μονότονη: κάθε μέρα ακολουθία, κάθε μέρα ξύπνημα στο κελί, πρωινή ακολουθία, κανόνας, κομποσκοίνια, μετάνοιες. Είναι ωραία βέβαια, έχει και ποικιλία, αλλά έχει και μονοτονία σε μερικά πράγματα. Και τι θέλει; Πολλή υπομονή. Το λέει και στην ακολουθία του μοναχικού σχήματος, “Κτήσουν ὑπομονήν”. Έχεις ανάγκη να αποκτήσεις τεράστια υπομονή.
Είπε ο Χριστός μας ότι “όποιος, σαν τα πουλάκια και σαν τα κοράκια του ουρανού, σαν τα παιδάκια και σαν τα λουλουδάκια εμπιστευτεί τον Κύριο, θα δει την προστασία και την στοργή του. Θα του δώσω απ’ όλα: και τροφή και νερό κι ομορφιά και στολίδια, και θα βρει όλου του κόσμου τα καλά. Θα του τα δώσω εγώ“. Εσύ όμως δεν κάνεις υπομονή να δεις αυτά τα θαύματα, παρά τι κάνεις; Αγχώνεσαι διαρκώς. Και λέει ο Κύριος “Για να δεις αυτό που υποσχέθηκα, ξεντύσου από πάνω σου τα ρούχα που φοράς και σου χαλούν το πρόσωπο. Εγώ θέλω να σε ομορφύνω, αλλά πώς να σε ομορφύνω όταν εσύ πας και βάσεις στο πρόσωπό σου τα δικά σου στολίδια τα ψεύτικα, τα ανθρώπινα; Βγάλε από πάνω σου το άγχος, για να σου δώσω εγώ ένα όμορφο πρόσωπο ειρηνικό, γαλήνιο, ήρεμο. Βγάλε από πάνω σου την αγωνία, την ανασφάλεια και τον πανικό, που σε κάνουν να ‘σαι άσχημος και κάνουν το πρόσωπό σου να γερνάει, κι έλα να ντυθείς, έλα να φορέσεις τα δικά μου ρούχα”. Την ειρήνη του Χριστού, την πίστη στη δύναμή του, την ελπίδα στα λόγια του. Και μετά ξέρεις τι να κάνεις; Ξάπλωσε ήρεμος, κι υπομονετικά περίμενε τη χάρη του Χριστού που θα ‘ρθει να σ’ αλλάξει. Γίνε όπως σε θέλει ο Θεός και μετά ξάπλωσε και κοιμήσου και περίμενε. Εμπιστεύσου το Θεό και άστα όλα στο Θεό. Και κάνοντας υπομονή, θα βλέπεις κάθε μέρα να κάνει κάτι ο Θεός στη ζωή σου. Κάθε μέρα που ξυπνάς θα διαπιστώνεις ότι είσαι πιο κοντά στην ευτυχία. Αν όλα αυτά τα δεις λογικά, θα πεις ότι αυτά που λέει ο Θεός δε θα σε κάνουν ευτυχισμένο. Ίσα ίσα σ’ αφήνουν μετέωρο, να κρέμεσαι στο κενό. Κι όμως. Αυτό που νομίζεις ότι είναι κρέμασμα στο κενό, είναι η πιο σίγουρη κίνηση ευτυχίας. Να ‘σαι σίγουρος ότι αυτό που νομίζεις για κενό θα φέρει ακριβώς το γέμισμα της καρδιά σου, και θα δεις πώς θ’ αλλάξει η ζωή σου. “Μην κάνεις τίποτα” λέει ο Χριστός, “για να εκδικηθείς τον εχθρό σου. Άσε, θα τον αναλάβω εγώ. Θα κάνω εγώ ό,τι πρέπει. Εσύ κάνε μόνο ένα πράγμα. Τι. Αγάπα τον εχθρό σου. Κι όταν τον αγαπάς είναι σα να βάζεις πάνω στο κεφάλι του κάρβουνα αναμμένα”. “Μα” θα πεις “εγώ θέλω να δω την εκδίκηση. Θέλω να δω ότι επεμβαίνεις, Κύριε. Να δω μια τάξη, μια δικαιοσύνη στη ζωή μου”. Και λέει ο Κύριος “Ναι, θα το κάνω. Θα σε δικαιώσω. Άσε τα πράγματα, όμως. Κι όταν έρθει η ώρα, θα βοηθήσω. Θέλω να βοηθήσω όμως κι αυτή την ψυχή να καταλάβει το λάθος της. Εσύ όμως κάνε υπομονή. Άσ’ τα πράγματα να τα δικαιώσω εγώ και όχι εσύ”.
Λέει ο Κύριος να παρακαλάμε, “Tὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον” “Κύριε, μόνο για σήμερα; Και αύριο; Τι θα γίνει αύριο.” Άστο το αύριο. Σήμερα δε ζούμε; Κάνε υπομονή και θα δεις ότι κι αύριο θα νιώσεις τη δύναμη του Χριστού, θα δεις πάλι την προστασία του. Χωρίς να σκέφτεσαι εσύ τι θα γίνει μεθαύριο, τι θα γίνει του χρόνου, τι θα γίνει όταν πας εξήντα και εβδομήντα χρονών. Άσε τα πράγματα να κυλήσουν μόνα τους. Θέλει υπομονή η ζωή. Η λογική σου λέει “Κάνε τώρα τα πάντα. Βιάσου, κινήσου, τρέξε, πήγαινε σε ασφαλιστικές εταιρείες, κάνε επενδύσεις τώρα, χάνεις τον έλεγχο της ζωής”. Κι ο Κύριος λέει, “Όχι. Μην πανικοβάλλεσαι. Περίμενε. Μάθε να περιμένεις”.
Το ‘χεις μάθει εσύ αυτό το μάθημα της υπομονής στη ζωή σου; Σκέψου. Πότε πήγες είκοσι χρονών, από δεκαοχτώ, πότε έφτασες σαράντα, πότε έφτασες εξήντα χρονών, κι εσύ είσαι τώρα ογδόντα πέντε κι ενενήντα. Πώς πέρασαν τα χρόνια. Κι έλεγες τότε που ήσουν νέος “Άντε να μεγαλώσω. Πότε θα μεγαλώσω, πώς θα κυλήσει η ζωή”. Και είδες πώς κυλάει η ζωή; Γρήγορα κυλάει. Τι θέλει όμως; Να περιμένουμε. Θέλει να δεχόμαστε την κάθε μέρα με ηρεμία όπως τη δίνει ο Κύριος. Και το κάθε πράγμα θα ‘ρθει στον καιρό του. Αρκεί εσύ να κάνεις αυτή την υπομονή. Και να περιμένεις τη Βασιλεία του Θεού να ‘ρθει. Να περιμένεις να σου φέρει ο Θεός τα πράγματα όπως τα θέλει αυτός.
Είναι μερικοί που κουράζονται στη ζωή τους. Με τα βάσανα της ζωής κι επειδή δεν μπορούν να περιμένουν άλλο, φτάνουν και λένε “Καλύτερα να πεθάνω”. Μου το λένε μερικοί και στην εξομολόγηση, “Πάτερ, το έχω πει μερικές φορές “Ας πεθάνω, Θεέ μου, βαρέθηκα τη ζωή μου, θέλω να απαλλαγώ, θέλω να ηρεμήσω””. Αλλά αυτός ο θάνατος που περιμένεις δεν είναι καλός θάνατος. Και οι άγιοι ήθελαν να πεθάνουν αλλά δεν έβλεπαν το τέλος ως τέλος απαλλαγής, αλλά τέλος απόλαυσης. Ήθελαν να πεθάνουν όχι από μίσος για τη ζωή, αλλά από πόθο για την όντως ζωή, για να ‘ναι κοντά στο Χριστό. Όχι ως απαλλαγή από ένα μαρτύριο, αλλά για να ζήσουν ένα μυστήριο. Το μυστήριο του Θεού, πληρέστερα. Όχι για να απαλλαγούν από κάτι, μα για να αλλαχτούν από κάτι και από Κάποιον. Από το Θεό. Για ν’ αλλοιωθούν απ’ τη Βασιλεία του Θεού. Ήθελαν και οι άγιοι να φύγουν απ’ τον κόσμο αυτό, και ήταν ανυπόμονοι. Μα επειδή αγαπούσαν πολύ το Θεό. Κι έλεγαν “Αχ, Κύριε, πάρε με κοντά σου”. Το ‘λεγε ο απόστολος Παύλος, “Επιθυμώ άναλύσαι καί συν Χριστώ είναι”. “Θέλω να πεθάνω. Δεν κρατιέμαι άλλο στη ζωή. Θέλω να φύγω. Θέλω να φύγω απ’ αυτό τον κόσμο. Δεν έχω υπομονή”. Αλλά δεν το έλεγαν όπως το λέμε εμείς. Εμείς το λέμε κουρασμένοι και βαριεστημένοι, επειδή δε χαιρόμαστε τα δώρα του Θεού και βαριόμαστε τη ζωή μας. Όχι, αδερφέ μου. Στη ζωή αυτή θα κουραστούμε. Θα περάσουμε πολλά. Πιο πολλές, όντως, θα είναι οι λύπες στη ζωή. Πιο πολλά θα ‘ναι τα δάκρυα κι οι στεναγμοί. Πολλά τα έξοδα, οι αρρώστιες, οι αγωνίες, παρά τα χαμόγελα και η ευτυχία. Το ξέρω. Το λες κι εσύ, και το ζούμε όλοι. Αξίζει όμως να κάνεις τον αγώνα αυτό. Όλα αυτά που τώρα περνάς με υπομονή, σού ετοιμάζουν τον Παράδεισο. “Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι ημίν”. Θα δεις. Αυτά που τώρα περνάμε, με την υπομονή που κάνουμε, είναι ένα τίποτα μπροστά σ’ αυτό που μας περιμένει. Μας περιμένει ένας πανέμορφος κόσμος ευτυχίας και αγαλλίασης κοντά στο Θεό. Όσοι άγιοι είδαν τον Παράδεισο είπαν “Πω, πω, Θεέ μου, αν το ‘ξερα τι ευτυχία με περιμένει εδώ πέρα, δε θα διαμαρτυρόμουν ποτέ στη ζωή. Και θα ‘κανα συνέχεια υπομονή και θα περίμενα, μόνο και μόνο για να ζήσω αυτό το υπέροχο που τώρα ζω”. Γι’ αυτό, κάνε υπομονή. Για ν’ απολαύσεις τη Βασιλεία του Θεού, τη γεμάτη ευτυχία.
Μια άλλη φορά θα πούμε γιατί αξίζει να κάνουμε υπομονή, γιατί πρέπει να κάνουμε υπομονή και κάποιες αφορμές και κάποιες σκέψεις που θα κάνουν αυτή την υπομονή πιο δυνατή μες στην καρδιά μας. Γιατί πολλές φορές έρχεσαι και λες κλαίγοντας, “Δεν αντέχω άλλο. Δεν μπορώ άλλο. Δεν μπορώ τον άντρα μου που μεθά. Δεν τη μπορώ τη γυναίκα μου που δε μ’ αφήνει σε ησυχία και συνέχεια φωνάζει. Δεν το μπορώ το παιδί μου που δε μ’ ακούει. Δεν μπορώ τον καθηγητή μου που μ’ έχει βάλει στο μάτι. Δεν μπορώ το ένα, δεν μπορώ το άλλο. Δεν αντέχω, δεν έχω υπομονή στη ζωή μου. Κουράστηκε το νευρικό μου σύστημα. Έχω αρρωστήσει”. Κι όμως. Μπορούμε λίγο ακόμα να κάνουμε υπομονή. Και όταν δει ο Κύριος ότι είμαστε στα όριά μας κι ότι φτάνουμε στο παρά πέντε, κάτι θα γίνει και θα βρεθεί μια λύση.
Σήμερα πάντως είχατε πολλή υπομονή. Σας κούρασα λίγο με όλ’ αυτά, αλλά είναι τέτοιο το θέμα της υπομονής που θέλει όντως υπομονή και για να τη ζεις, αλλά και να μιλάς γι’ αυτή, και ν’ ακούς γι’ αυτή.
Ο Θεός μαζί μας. Απόσπασμα από το βιβλίο “Αγάπη για πάντα”
του π. Ανδρέα Κονάνου

Ο πατρό-Κοσμάς και οι δάσκαλοι

Ο πατρό-Κοσμάς και οι δάσκαλοι

Eτούτος ο τάφος έχει την εξουσίαν να διδάσκει Βασιλείς, Πατριάρχας, Αρχιερείς, Ιερείς, άνδρας και γυναίκας, νέους και γέροντας και όλον τον κόσμον… Να καθήοετε από πέντε, δέκα να συνομιλείτε αυτά τα θεία νοήματα, να τα βάλετε μέσα εις την καρδίαν σας, δια να οας προξενήσουν την αιώνιον ζωήν. Δεν είναι, αδελφοί μου, λόγια ιδικά μου, όσα σας είπον, αλλά του Αγίου Πνεύματος, από την Αγίαν Γραφήν».
Με τα λόγια αυτά ο μεγάλος μας Παιδαγωγός περιέγραψε την αξία που έχει το λειτούργημα του διδασκάλου και το μέγεθος της πνευματικής εξουσίας που αυτός έχει έναντι των διδασκομένων. Θα μπορούσε κανείς, όπως ο Αγιος Κοσμάς παρομοίασε το σκαμνί απ’ όπου δίδασκε με τάφο, ανάλογα να θεωρήσει τη διδασκαλική έδρα με τον τάφο κάθε διδασκάλου, πάνω στον οποίο οι μαθητές του θα γράψουν λόγια ευγνωμοσύνης, τιμής, σεβασμού και αναγνώρισης ή λόγια περιφρόνησης και λήθης. Η διδασκαλία, όπως τη χρωμάτισε ο πατρο-Κοσμάς, απαιτεί αίμα καυτό από την καρδιά του δασκάλου. Κι εμείς οι άνθρωποι αυτού του τραγικού αιώνα, δεν ξέρω αν είμαστε ικανοί να υποστούμε μια τέτοια ναρκισσιστική απώλεια.
Το έργο του είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, αλλά είναι καρπός και του ελληνικού πνεύματος. Και τέτοιο πρέπει να είναι και το έργο του κάθε δασκάλου. Η Ελλάδα μας είναι ο ευλογημένος τόπος, που μαζί με τους καρπούς της γης καρπίζει στον ήλιο του πνεύματος καρπούς που αποτελούν το καλύτερο καλοκαίρι πολιτισμού της ανθρωπότητας. Βγαίνει ο ήλιος στην Ελλάδα και τα πάντα συναγωνίζονται, πραγματικά και μεταφορικά, να φανούν, να δείξουν την παρουσία τους, το έργο τους.
Βγαίνει ο πνευματικός ήλιος της Ελλάδας, το ελληνικό φως και ομορφαίνει ο κόσμος με ποιητές, με φιλοσόφους, με ήρωες, με μάρτυρες, με στοχαστές, με μουσικούς, με στρατηγούς, με ρήτορες, με συγγραφείς. Οι καρποί του ελληνικού πνεύματος γεμίζουν τις βιβλιοθήκες και τα μουσεία όλου του κόσμου, δίνοντας τους χρώμα και γεύση.
Οι ελληνικές περιοχές ας συνδεθούν, επιτέλους, με τα πνευματικά προϊόντα και όχι μόνο με τα γεωργικά και όταν ρωτούν οι ξένοι «τι βγάζει αυτός ο τόπος;», να λέμε βγάζει ήρωες, φιλοσόφους, γιατρούς, αγίους. Είναι κρίμα ν’ ακούς σήμερα ότι εδώ βγαίνει φράουλα ή καπνός ή πορτοκάλια ή μήλα στο Πήλιο και να μην ακούς τα νέα παιδιά να λένε περήφανα, εδώ βγήκε ο Σωκράτης, ο Δημόκριτος, ο Βενιζέλος, ο Μακρυγιάννης, ο Ρήγας Φεραίος, ο Αγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Μέγας Αλέξανδρος…
Που είναι σήμερα οι ταγοί της ελληνικής παιδείας, οι καθηγητές, οι ακαδημαϊκοί, οι πνευματικοί άνθρωποι, να περπατήσουν, σαν άλλος πατρο-Κοσμάς κοντά στον Ελληνα απ’ άκρου εις άκρον της Ελλάδας; Ποια μηνύματα φθάνουν στα Ελληνόπουλα μέσω των περιοδικών, εφημερίδων, βιβλίων, τηλεοράσεων; Ποιος Κοσμάς Αιτωλός θα σταματήσει τα «τηλεσκουπίδια» της ανοησίας και τις δοσοληψίες των παιδιών μας με τους τηλεοπτικούς αστέρες που τα ταΐζουν απάτες, εκβιασμούς, βιασμούς, εγκλήματα και κάθε λογής ψέμα;
Είναι καιρός το εκπαιδευτικό μας σύστημα να προσφέρει στα παιδιά μας άξια πρότυπα αρετής, ποιητές, φιλοσόφους, αγίους, μάρτυρες Ορθοδοξίας και Ελλάδας, δημιουργούς πνευματικούς. Να διδάξει τα παιδιά μας με τα παραδείγματα των καρπών του πνεύματος της ελληνικής γης. Να μην αφήσει τους αγίους να κοιτούν απορημένοι τη νέα γενιά από τα τέμπλα των εκκλησιών. Να μην εγκαταλείψει τα αρχαία ερείπια να πέφτουν στη γη μη έχοντας κάτι να πουν, να μην καθηλώσει τα αγάλματα των ηρώων ακίνητα στις πλατείες, να μην κάνει βουβά τα ονόματα στις ταμπέλες των
δρόμων, χωρίς να ‘χουν να δείξουν κάποια οδό να βαδίσουμε.Οι καιροί μας επιβάλλουν όλοι οι Ελληνες να μελετήσουμε προσεκτικά το φαινόμενο Κοσμάς ο Αιτωλός, τώρα που η υλιστική ειδωλολατρία, ο εγωισμός, η υποτίμηση των αξιών, η δειλία κυριαρχούν. Τα παιδιά μας θέλουν πρότυπα για να νιώσουν περήφανα, ν’ αναβαπτιστούν και να ξεδιψάσουν μακριά από τα βρόμικα νερά της επικαιρότητας. Τα παιδιά μας θέλουν ήλιο, φως και Ελλάδα. Θέλουν αξιοπρέπεια και ειλικρίνεια. Και ο Αγιος Κοσμάς δίδαξε αυτό ακριβώς: να στέκεται ο Ελληνας ψηλά, να μην προσκυνάει κατακτητή, να μην αλλάζει την πίστη του, να μην ανταλλάσσει με τίποτα την Ορθοδοξία και την Ελλάδα, να μην υποδουλώνεται οε καμία τυραννική εξουσία.
Ο μεγάλος παιδαγωγός και μάρτυρας πέρασε στην Ιστορία, αφήνοντας παρακαταθήκες και διδαχές, ικανές να κρατήσουν όρθιο και ζωντανό αυτό το έθνος, ικανές να το οδηγήσουν σε ατραπούς δόξας και μεγαλείου. Εμείς, οι σύγχρονοι νεοέλληνες, ιδίως οι κληρικοί και οι εκπαιδευτικοί, έχουμε χρέος να τον μελετήσουμε, να τον ασπασθούμε και να τον μιμηθούμε. Ισως αυτός είναι ένας τρόπος να μη χαθεί, κατά κόσμον, η φήμη και το όνομα του. Αλλωστε ποιους θυμόμαστε κι εμείς από τόσους περαστικούς, σ’ αυτή τη γη, ανθρώπους; Μόνο αυτούς που υπηρέτησαν ιδέες, αγωνίστηκαν για οράματα και μαρτύρησαν για ιδανικά, όπως ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Αγιος και Ισαπόστολος.
Αρχ.Επιφάνιου Οικονόμου
εφημερίδα”Ορθοδοξία και Ελληνισμός”9-2-2003
http://proskynitis.blogspot.com/2010/04/blog-post_30.html

>Σήκωσε τόν Σταυρό σου καί ἀκολούθησε τόν Χριστό (Ἁγίου Λουκᾶ Κριμαίας)

Σήκωσε τόν Σταυρό σου καί ἀκολούθησε τόν Χριστό (Ἁγίου Λουκᾶ Κριμαίας)


>
Τι σημαίνει να σηκώσουμε τον σταυρό μας;
Ό Κύριος λέει ότι ό καθένας από μας πρέπει να σηκώσει τον δικό του σταυρό.
Τι σημαίνει αυτό; Ποιος είναι αυτός ό σταυρός; Για τον καθένα ό σταυρός είναι διαφορετικός και αυστηρά προσωπικός, διότι για τον καθένα ό Θεός έχει ετοιμάσει τον δικό του σταυρό.
Έχει μεγάλη σημασία να καταλάβουμε ποιος είναι ό δικός μας σταυρός, να ξέρουμε ότι έχουμε σηκώσει εκείνο ακριβώς τον σταυρό πού μας προτείνει ό Θεός. Είναι πολύ επικίνδυνο να επινοούμε σταυρούς για τον εαυτό μας. Και αυτό δυστυχώς το βλέπουμε συχνά.
Για την πλειοψηφία των ανθρώπων ο Θεός έχει ετοιμάσει τον σταυρό της ζωής μέσα στον κόσμο, τον σταυρό της οικογενειακής και της κοινωνικής ζωής.

Αλλά πολλές φορές άνθρωπος πού αποφάσισε να αρνηθεί τον εαυτό του και να ακολουθήσει στην ζωή του την οδό του Χριστού δεν πετυχαίνει τίποτα επειδή επινοεί για τον εαυτό του σταυρό πού του φαίνεται πιο σωστός. Νομίζει, παραδείγματος χάριν, ότι για να σωθεί πρέπει να γίνει μοναχός ή να πάει στην έρημο.
Αυτόν όμως το δρόμο ό Θεός τον ετοίμασε για πολύ λίγους, οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν σταυρό πού οι ίδιοι ούτε καν τον θεωρούν σταυρό και όταν τον σηκώνουν δεν καταλαβαίνουν ποιο βάρος έχουν στους ώμους τους.
Ποιο σταυρό έχουν οι περισσότεροι;
Έναν σταυρό απλό, όχι τέτοιο πού σήκωσαν οι άγιοι μάρτυρες και πού σήκωναν όλη τη ζωή τους οι όσιοι πατέρες στην έρημο. Εμείς έχουμε άλλο σταυρό.
Ή ζωή μας, ή ζωή όλων των ανθρώπων, είναι θλίψη και πόνος. Και όλες αυτές οι θλίψεις στην κοινωνική και την οικογενειακή ζωή μας είναι ο σταυρός μας.
Ό αποτυχημένος γάμος, ή ανεπιτυχής επιλογή του επαγγέλματος, δεν μας προκαλούν αυτά πόνο και θλίψη; Δεν πρέπει ό άνθρωπος πού τον βρήκαν αυτές οι συμφορές να τις υπομένει; Οι σοβαρές ασθένειες, ή περιφρόνηση, ή ατιμία, ή απώλεια της περιουσίας, ή ζήλεια των συζύγων, ή συκοφαντία και όλα γενικά τα κακά πού μας κάνουν οι άνθρωποι, όλα αυτά δεν είναι ό σταυρός μας;
Ακριβώς αυτά είναι ό σταυρός μας, σταυρός για την μεγαλύτερη πλειοψηφία των ανθρώπων. Αυτές είναι οι θλίψεις πού υποφέρουν οι άνθρωποι και όλοι μας πρέπει να τις σηκώνουμε, αν και οι περισσότεροι δεν το θέλουν. Άλλα ακόμα και οι άνθρωποι πού μισούν τον Χριστό και αρνούνται να ακολουθήσουν το δρόμο του και αυτοί ακόμα σηκώνουν το δικό τους σταυρό του πόνου.
Ποια είναι ή διαφορά μεταξύ αυτών και των χριστιανών;
Ή διαφορά είναι ότι οι χριστιανοί με υπομονή σηκώνουν τον σταυρό τους και δεν γογγύζουν κατά του Θεού.
Ταπεινά με χαμηλό το βλέμμα σηκώνουν μέχρι το τέλος της ζωής τους το δικό τους σταυρό ακολουθώντας τον Κύριο Ιησού Χριστό. Το κάνουν για τον Χριστό και το Ευαγγέλιό του, το κάνουν από θερμή αγάπη προς Αυτόν, γιατί όλη την σκέψη τους είχε αιχμαλωτίσει ή διδασκαλία του Ευαγγελίου.
Για να κάνει πράξη τη διδασκαλία του Ευαγγελίου, για να ακολουθήσει την οδό του Χριστού, ό άνθρωπος πρέπει ταπεινά και ακούραστα να σηκώνει τον σταυρό του, να μην τον βρίζει αλλά να τον ευλογεί. Τότε μόνο τηρεί την εντολή του Χριστού, γιατί είχε, αρνηθεί τον εαυτό του. Σήκωσε τον σταυρό του και ακολούθησε τον Χριστό, τον ακολούθησε σ’ ένα μακρινό δρόμο, σ’ ένα δρόμο για τον οποίο ό Κύριος είπε, ότι στην Βασιλεία των Ουρανών οδηγεί τεθλιμμένη οδός ή αρχή της οποίας είναι ή στενή πύλη. Και εμείς θέλουμε να είναι ή οδός της ζωής μας ευρύχωρη, χωρίς λάκκους, πέτρες, αγκάθια και λάσπη. Θέλουμε να είναι στρωμένη με λουλούδια. Και ό Κύριος μας δείχνει μία άλλη οδό, την οδό του πόνου. Αλλά πρέπει να ξέρουμε ότι σ’ αυτό το δρόμο, όσο δύσκολος και να είναι, αν με όλη την καρδιά μας στραφούμε στον Χριστό, τότε ό Ίδιος με έναν θαυμαστό και ανεξήγητο τρόπο μας βοηθάει. Μας στηρίζει όταν πέφτουμε. Μας δυναμώνει και μας παρηγορεί.
Όταν ακολουθήσουμε αυτό το δρόμο, ο οποίος στην αρχή μόνο μας φαίνεται δύσκολος, όταν αισθανθούμε τη χάρη του Θεού πού μας δυναμώνει σ’ αυτή την πορεία, τότε με χαρά και ταπείνωση θα σηκώνουμε τον σταυρό μας και θα πορευόμαστε με βεβαιότητα επειδή γνωρίζουμε ότι έτσι μας ανοίγεται ή είσοδος στην Βασιλεία των Ουρανών.
Αυτό λοιπόν σημαίνει να μισήσουμε την ψυχή μας – να μισήσουμε την ακαθαρσία της, να αρνηθούμε τον παλαιό μας άνθρωπο, για να σώσουμε την αθάνατη ψυχή μας πού ό προορισμός της είναι ή κοινωνία με τον Θεό.
Αυτός πού με τέτοιο τρόπο θα χάσει την ψυχή του, θα την σώσει και θα είναι με τον Χριστό;


ΝΑ μας αξιώσει όλους ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός της αιώνιας και ένδοξης ζωής μαζί Του, με τον Πατέρα Του και όλους τους αγγέλους.
http://ahdoni.blogspot.com/2010/10/blog-post_3991.html 
Πηγή εἰκόνας: http://blogs.sch.gr/kantonopou/files/2009/09/stayros9.jpg

ΗΣΥΧΙΑ, ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ.

ΗΣΥΧΙΑ, ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ.






Μέσα στην ησυχία και απερίσπαστοι από τις τρέχουσες εργασίες θα σκεφτούμε τον προορισμό μας. Προορισμό αιώνιο. Τον επερχόμενο θάνατό μας. Τη μέλλουσα Κρίση και τη φοβερή ώρα της στάσης μας απέναντι στο δίκαιο Κριτή Ιησού Χριστό. Είναι ωφέλιμη η ησυχία. Γι’ αυτό και ο ίδιος ο Κύριος αρκετές φορές αποτραβιόταν από το σωτηριώδες διδακτικό του έργο «εις έρημον τόπον» (Ματθ. ιδ΄ 13). Αν Αυτός που δεν το είχε ως τέλειος Θεός ανάγκη, το εφάρμοζε στη ζωή του, πόσο θα πρέπει να το ενεργούμε εμείς έτσι, ώστε μέσα στην ησυχία να περιμαζεύουμε τις αισθήσεις μας προς τον έσω άνθρωπο· κι έτσι να ανακαλύπτουμε με το φωτισμό του Θεού από τη μία τις σκιερές πλευρές του εαυτού μας με τα πολλά λάθη και πάθη μας και από την άλλη τη θεόπλαστη φύση της ψυχής μας με τους κρυμμένους θησαυρούς που υπάρχουν μέσα μας. Μέσα στην κατάσταση της ησυχίας βυθίζεται ο άνθρωπος σε περισυλλογή. Και μέσα από την περισυλλογή έρχεται στην κατάσταση της αυτογνωσίας.
«Ησυχία εστίν αρχή καθάρσεως τη ψυχή», σημειώνει ο Μέγας Βασίλειος. Η κατάσταση της ησυχίας είναι η αρχή της καθάρσεως της ψυχής μας. Πράγματι η ησυχία γεννά την κατάνυξη. Μέσα στην ησυχία και στην κατάνυξη βρίσκει ο άνθρωπος την προσευχή. Στην ησυχία αντικρίζει καλύτερα το εσωτερικό του, όπως κανείς καθρεπτίζεται στα ήσυχα νερά μιας λίμνης. Και είναι αυτή η ήρεμη θέα του εαυτού μας και των σφαλμάτων μας που γεννά κατόπιν τη μετάνοια μέσα μας.
Όταν ο νους, λέει πάλι ο Μέγας Βασίλειος, δε σκορπίζεται στα εξωτερικά πράγματα και δεν περιπλανιέται στον κόσμο με τις αισθήσεις, τότε «επιστρέφει εις εαυτόν»· και μέσω του εαυτού του ανέρχεται στη μνήμη του Θεού.
Αλήθεια, πότε θα το καταλάβουμε ότι η νηπιακή πνευματικότητά μας οφείλεται και στο ότι δεν έχουμε αγαπήσει και ποθήσει τη ζωή της ησυχίας; Πότε από άνθρωποι των πέντε αισθήσεων που είμαστε δίνοντας συνεχώς και ταυτόχρονα τροφή και ασχολία σ’ αυτές, θα βρούμε χρόνο και για λίγη ησυχία, για λίγη περισυλλογή και προσευχή μέσα σ’ αυτήν;
Καιρός πνευματικών αγώνων η περίοδος αυτή. Αλλά και καιρός να εννοήσουμε ότι πνευματική ζωή και πνευματικός αγώνας δε γίνονται χωρίς την ησυχία και τους καρπούς που χαρίζει αυτή. Γιατί η ησυχία δεν είναι μια απραξία ανατολικού τύπου. Δεν είναι μια παραίτηση από τη ζωή και τις δραστηριότητες, ούτε μια αδράνεια νωχελικών ανθρώπων. Αλλά είναι η δυναμική αναζήτηση του πιστού, μέσα στη σιγή των περισπασμών, του απύθμενου ελέους του Θεού. Του ελέους και της αγάπης του απέναντι στην τόση αποστασία μας, που αναδύεται εντυπωσιακά μέσα στην ησυχία και τον εσωτερικό στοχασμό μας.

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Να προσέχουμε τις δικές μας αμαρτίες και όχι των άλλων

Να προσέχουμε τις δικές μας αμαρτίες και όχι των άλλω


«Τις δικές μας αμαρτίες πρέπει να προσέχουμε και όχι του πλησίον μας».
Όλοι μας, αρχίζοντας από μένα, συνεχώς κρίνουμε και κατακρίνουμε ο ένας τον άλλον και γι’ αυτό θα δώσουμε λόγο στη φοβερά κρίση του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού. Θα μας κρίνει Αυτός διότι και εμείς κρίνουμε τους άλλους, ψάχνουμε να βρούμε στον πλησίον μας το παραμικρό σφάλμα ενώ τις δικές μας αμαρτίες δεν τις βλέπουμε και ούτε θέλουμε να τις σκεφτόμαστε.
Δεν προσέχουμε τα δικά μας ελαττώματα και τις αμαρτίες, ενώ στους άλλους βρίσκουμε πολλά σφάλματα. Ψάχνουμε να τα βρούμε και όταν τα βρίσκουμε, πάμε και τα διαλαλούμε σε όλον τον κόσμο. Έγινε πλέον κακή συνήθεια, μόλις μαθαίνουμε κάτι για τον πλησίον μας, να πηγαίνουμε και να το διαλαλούμε παντού. Η γλώσσα μας καίει και σπεύδουμε να πούμε στους άλλους αυτό που είδαμε και ακούσαμε.
Ο άγιος απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του λέει το εξής: «Διό ἀναπολόγητος εἶ, ὦ ἄνθρωπε, πᾶς ὁ κρίνων· ἐν ᾧ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις· τὰ γὰρ αὐτὰ πράσσεις ὁ κρίνων. οἴδαμεν δὲ ὅτι τὸ κρῖμα τοῦ Θεοῦ ἐστι κατὰ ἀλήθειαν ἐπὶ τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας. λογίζῃ δὲ τοῦτο, ὦ ἄνθρωπε ὁ κρίνων τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας καὶ ποιῶν αὐτά, ὅτι σὺ ἐκφεύξῃ τὸ κρῖμα τοῦ Θεοῦ;» (Ρωμ. 2, 1-3). Μεγάλη αλήθεια βρίσκεται σ’ αυτά τα λόγια του αποστόλου Παύλου.
Ξεχνάμε ότι αν εμείς κρίνουμε τους άλλους θα μας κρίνει και εμάς ο Θεός. Ξεχνάμε ότι δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να κρίνουμε τον πλησίον διότι αυτό δεν είναι δική μας υπόθεση αλλά του Θεού, ο οποίος είναι Υπέρτατος Κριτής, ο οποίος μόνος γνωρίζει την καρδιά του ανθρώπου και μπορεί να αποδώσει δικαία κρίση. Εμείς όμως κατακρίνουμε τον πλησίον και πολλές φορές με πολύ βαριά λόγια. Δεν σκεφτόμαστε ότι ο αδελφός μας μπορεί να μετανόησε ήδη και να του αφέθηκε η αμαρτία του, επειδή μετανόησε βαθιά.

Άγιος Λουκάς, επίσκοπος Συμφερουπόλεως Κριμαίας

_________________

«Όπου επισκιάζει η χάρις σου Αρχάγγελε, από εκεί διώκεται η δύναμη του διαβόλου.
Διότι δεν μπορεί να μείνει κοντά στο Φώς σου ο εωσφόρος που έπεσε στο σκοτάδι και παραμένει σ’ αυτό.
Γι’ αυτό Μιχαήλ Αρχάγγελε, σε παρακαλούμε να σβήνεις τα βέλη του που είναι γεμάτα πυρ και κινούνται εναντίον μας»

ΙΔ' του μηνός Νοεμβρίου μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του θαυματουργού του και Παλαμά, του διαπρέψαντος εν έτη 1340..

ΙΔ' του μηνός Νοεμβρίου μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του θαυματουργού του και Παλαμά, του διαπρέψαντος εν έτη 1340..

Φωτός λαμπρόν κήρυκα νυν όντως μέγαν,
Πηγή φάους άδυτον άγει προς φέγγος.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1296. Οι γονείς του κατάγονταν από την Ανατολή και ο πατέρας του, Κωνσταντίνος, ήταν φίλος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’, δάσκαλος του μετέπειτα αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’ και μέλος της Συγκλήτου· λίγο πριν πεθάνει έγινε μοναχός. Αργότερα και η μητέρα του Καλλονή έγινε και αυτή μοναχή. Ο Γρηγόριος ήταν το μεγαλύτερο παιδί τους. Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη, φιλοσοφία, ρητορική, φυσική και λογική. Σε ηλικία 20 χρονών αναχώρησε για το Άγιο Όρος με τα αδέλφια του Μακάριο και Θεοδόσιο. Το φθινόπωρο του 1316 παρέμειναν για να ξεχειμωνιάσουν στο Παπίκιο όρος. Εκεί τους πλησίασαν Μασσαλιανοί μοναχοί (Βογόμιλοι) με σκοπό να τους προσηλυτίσουν αλλά κατόρθωσε να μεταστρέψει πολλούς από αυτούς προς την Ορθοδοξία. Κάποιοι από αυτούς τους αιρετικούς προσπάθησαν να τον δηλητηριάσουν.
Την άνοιξη του 1317 έφθασαν στο Άγιο Όρος και εγκαταστάθηκε στην Λαύρα του Βατοπεδίου κοντά στον έμπειρο μοναχό Νικόδημο από τον οποίο εκάρη μοναχός. Μετά 3 χρόνια αφού πέθανε ο γέροντας του έφυγε για την Λαύρα του Αθανασίου. Υπηρέτησε εκεί 3 χρόνια. Έφυγε από εκεί και πήγε στις ανατολικές πλαγιές του Άθωνα, στην Προβάτα. Οι πειρατές ήταν μεγάλο πρόβλημα για τους ασκητές και αφού έμεινε εκεί 2 χρόνια αναχώρησε με άλλους 12 για τη Θεσσαλονίκη.
Το 1326 εγκαταστάθηκαν κοντά στην Βέροια, αφού χειροτονήθηκε ιερέας. Αυτή την εποχή πέθανε η μητέρα του στην Κωνσταντινούπολη και πήγε για να συμπαρασταθεί στις αδελφές του. Τελικά τις πήρε μαζί του και τις εγκατέστησε σε ησυχαστήριο μέσα στην πόλη της Βέροιας. Το 1331 δυσκόλεψε η κατάσταση και στην Βέροια εξαιτίας της εισβολής του Στέφανου Ντουσάν και ο άγιος Γρηγόριος έφυγε για το Άγιο Όρος. Πήγε στην Μεγίστη Λαύρα και εγκαταστάθηκε σε κελί, στο “φροντιστήριο του θείου Σάββα”. Μετά από όραμα άρχισε να γράφει δογματικά έργα ενώ μέχρι τότε έγραφε ασκητικά. (Είδε ότι κρατούσε στα χέρια του σκεύος γεμάτο γάλα το οποίο ξαφνικά φούσκωσε και άρχισε να ξεχειλίζει ενώ ταυτόχρονα μεταβαλλόταν σε εύγευστο ευωδιαστό κρασί. Εμφανίστηκε τότε κάποιος επιφανής άνδρας και τον επιτίμησε λέγοντας του: “Γιατί δεν μεταδίδεις και σε άλλους το θεϊκό αυτό ποτό το οποίο αναβλήζει με θαυμαστό τρόπο αλλά το αφήνεις να χάνεται άδικα;” Κατάλαβε ότι έπρεπε να αρχίσει να γράφει δογματικά). Με ψήφο του πρώτου του Αγίου Όρους τοποθετείται ηγούμενος της μονής Εσφιγμένου μάλλον το 1333. Το 1334 επέστρεψε στο ερημητήριο του στη Λαύρα.
Το 1330 ήρθε από την Καλαβρία (Νότιο Ιταλία) ο ελληνόφωνος φιλόσοφος μοναχός Βαρλαάμ. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός του έδωσε καθηγητική έδρα στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Έκανε μεγάλη εντύπωση αλλά φερόταν με μεγάλη υπεροψία προς τους συναδέλφους του. Σε λίγο καιρό έκανε πολλούς εχθρούς μεταξύ των οποίων και τον Νικηφόρο Γρηγορά και επειδή στην Κωνσταντινούπολη το κλίμα έγινε βαρύ γιαυτόν ο Βαρλαάμ εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη.
Ο Βαρλαάμ, που ήταν πλατωνικός, ονόμαζε τους Ησυχαστές ομφαλοψύχους επειδή αρνιόταν την δυνατότητα συμμετοχής του σώματος στην πνευματική ζωή. Το 1337 κάλεσαν στην Θεσσαλονίκη τον άγιο Γρηγόριο και παρέμεινε εκεί γράφων και ομιλών για διάστημα μεγαλύτερο των 3 ετών. Από το 1338 μέχρι το 1341 ο άγιος Γρηγόριος απαντά στις κατηγορίες του Βαρλαάμ εναντίων των Ησυχαστών με τους λόγους του Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων.(Ο Βαρλαάμ αποκαλούσε τους Ησυχαστές Μασσαλιανούς [δηλαδή Ευχίτες ή Βογομίλους. {Αραβικά, μασ + Αλλάχ=φύλαττε Θεέ, ελέησον Θεέ, δηλαδή "Κύριε ελέησον", εξού και η ευχή που λέγεται στην Βόρειο Ελλάδα τουλάχιστον, απομεινάρι της Τουρκοκρατίας, προς τα όμορφα μικρά παιδιά: "Μασαλά", εβραϊκά μιχ εξου και το όνομα Μιχαήλ=μιχ+ηλ=ο Θεός προστατεύει}. {Σλαβικά, Μπογκ + πομίλουϊ = Θεέ ελέησον, δηλαδή "Κύριε ελέησον"}. Ελληνικά Ευχίτες. Επειδή απολυτοποιούσαν την χρήση της "Ευχής" και υποβάθμιζαν την θέση των Μυστηρίων). Οι αγιορείτες επικύρωσαν τις απόψεις του και υπέγραψαν τον Αγιορειτικό Τόμο. Το 1341 έγινε Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη η οποία εξέτασε τις κατηγορίες του Βαρλαάμ κατά των Ησυχαστών. Η Σύνοδος συνεδρίασε στις 10 Ιουνίου 1341. Πρόεδρος ήταν ο Ανδρόνικος Γ’. Συμμετείχαν ο Πατριάρχης, επίσκοποι, αρχιμανδρίτες, ηγούμενοι, ο μεγάλος δομέστικος Ιωάννης Καντακουζηνός, συγκλητικοί και λαός της πόλεως. Η Σύνοδος έληξε αυθημερόν και ο Πατριάρχης γνωστοποίησε με εγκύκλιο του τις αποφάσεις της, σύμφωνα με τις οποίες καταδικάζονταν οι ισχυρισμοί του Βαρλαάμ κατά των Ησυχαστών.
Ο Βαρλαάμ έφυγε για την Ιταλία από όπου είχε έρθει πριν 15 χρόνια. Δίδαξε στον Πετράρχη ελληνικά και τοποθετήθηκε από τον Πάπα στην επισκοπή Ιέρακος αυτός ο άλλοτε πολέμιος των παπικών αξιώσεων.
Την σκυτάλη του αντιησυχασμού πήρε ο Γρηγόριος Ακίνδυνος ο οποίος συμφωνούσε με τον άγιο Γρηγόριο στο θέμα της ησυχαστικής προσευχής αλλά διαφωνούσε στο θέμα της διάκρισης ουσίας και ενέργειας στο Θεό. Παρά την αντίθεση του Πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα τον Αύγουστο του 1341 Σύνοδος δικαίωσε πάλι τους Ησυχαστές. Έτσι αυξήθηκε πολύ το κύρος του άγιου Γρηγορίου και του πρότειναν την επισκοπή Μονεμβασιάς που όμως αρνήθηκε.
Ο Ανδρόνικος Γ’ πέθανε και στο κράτος ξέσπασε διαμάχη μεταξύ του Αλέξιου Απόκαυκου και του Πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα από την μια και του Ιωάννη Καντακουζηνού από την άλλη μεριά. Υπέρ του Καντακουζηνού ήσαν οι περισσότεροι ηγετικοί παράγοντες της αυτοκρατορίας, οι “πνευματικοί” ηγέτες της εποχής Νικηφόρος Γρηγοράς, Δημήτριος Κυδώνης, Νικόλαος Καβάσιλας, η εκκλησιαστική ηγεσία εκτός από την ομάδα του Καλέκα και οι Ησυχαστές που είχαν την πεποίθηση ότι ο Καντακουζηνός θα υπερασπιζόταν την Ορθοδοξία καλύτερα. Με τους αντίπαλους ήταν οι περιφεριακοί μεγαλοκτηματίες. Μετά την οργανωμένη λεηλασία των περιουσιών των οπαδών του Καντακουζηνού στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη πήραν με το μέρος τους και το μεγαλύτερο μέρος του λαού.
Ο άγιος Γρηγόριος έχασε την εύνοια του Πατριάρχη Καλέκα και της αυτοκράτειρας Άννας. Τον Απρίλιο του 1343 συνελήφθη και κλείστηκε στην φυλακή των ανακτόρων για σχεδόν 4 χρόνια με άλλους πολιτικούς κρατούμενους. Αυτή ήταν η πολυγραφότερη περίοδος της ζωής του. Ο Καντακουζηνός μπήκε στην Κωνσταντινούπολη στις 2 Φεβρουαρίου 1447. Ο άγιος Γρηγόριος εργάστηκε για την συμφιλίωση των δύο παρατάξεων.
Το 1347 ο άγιος Γρηγόριος εκλέγεται μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και ο φίλος και μαθητής του Ισίδωρος, Πατριάρχης. Δεν έγινε δεκτός στην Θεσσαλονίκη επειδή υποστήριζε τον Καντακουζηνό και αναγκάστηκε να αποσυρθεί στο Άγιο Όρος. Εκεί ο Στέφανος Ντουσάν του ζήτησε να τον χρίσει αυτοκράτορα ώστε να καταλάβει την Θεσσαλονίκη και να την κάνει πρωτεύουσα του. Ο άγιος δεν δέχτηκε.
Στην Θεσσαλονίκη μπόρεσε να πάει το 1350 μετά παρέμβαση του Καντακουζηνού. Συμφιλίωσε τις πολιτικές μερίδες της πόλης, εξύψωσε το φρόνημα του κλήρου και αναζωογόνησε την λειτουργική ζωή. Έμεινε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης μέχρι τον θάνατο του το 1359.
Ο Γρηγόριος Ακίνδυνος πέθανε και την ηγεσία της αντιησυχαστικής μερίδας ανέλαβε ο Νικηφόρος Γρηγοράς. Στις 28 Μαΐου 1351 συνεκλήθη νέα Σύνοδος. Ολοκλήρωσε τις εργασίες της τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου και δικαίωσε τον άγιο Γρηγόριο. Συνετάχθη τόμος ο οποίος συμπεριελήφθη στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας και έγινε δεκτό από ολόκληρη την Εκκλησία.
Ο Ιωάννης Παλαιολόγος, γιος της Άννας, συνεννοήθηκε με τον Στέφανο Ντουσάν και δεν επέτρεψε στον άγιο Γρηγόριο να επιστρέψει στην Θεσσαλονίκη. Ευτυχώς όμως η μητέρα του τον έπεισε να ακυρώσει την συμφωνία και προσκάλεσαν τον οι δυο τους, μητέρα και γιος, τον άγιο Γρηγόριο στην Θεσσαλονίκη. Ο Παλαιολόγος τον παρακάλεσε να πάει στην Κωνσταντινούπολη για πετύχει νέα συμφιλίωση με τον Καντακουζηνό. Καθυστέρησε όμως να φτάσει, ένα χρόνο, επειδή στην Καλλίπολη πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους τον Μάρτιο του 1354. Συζήτησε τότε και με μουσουλμάνους θεολόγους τους Χιόνας. Ο μουλάς Τασιμάνης προέβλεψε ότι κάποτε θα έρθει καιρός που οι μουσουλμάνοι και οι χριστιανοί θα συμφωνήσουν και ο άγιος ευχήθηκε ο καιρός εκείνος να έρθει το συντομότερο δυνατόν. Μετά ένα χρόνο ο Ορχάν τον άφησε ελεύθερο αφού πήρε πολλά λύτρα ή από τον Στέφανο Ντουσάν ο οποίος ακόμα ήλπιζε, ή από τον Καντακουζηνό.
Μόλις ελευθερώθηκε πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Καντακουζηνός πλέον είχε παραιτηθεί και είχε καρεί μοναχός. Πατριάρχης ήταν πλέον ο φίλος και βιογράφος του Φιλόθεος Κόκκινος. Οργανώθηκε δημόσια συζήτηση με τον αντιησυχαστή Γρηγορά ενώπιον του αυτοκράτορα και υπερίσχυσε ο άγιος Γρηγόριος.
Το φθινόπωρο του 1355 επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη όπου παρέμεινε για τέσσερα χρόνια χωρίς προβλήματα πλέον μέχρι την κοίμησή του. Δυο μαθητές του, οι Μάρκος και Δωρόθεος Βλατής ίδρυσαν κοντά στην ακρόπολη της πόλης την μονή Βλατάδων. Μετά βαρειά ασθένεια εκοιμήθη στις 14 Νοεμβρίου του 1359. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Νοεμβρίου και την δεύτερη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής μετά την Κυριακή της Ορθοδοξίας.
Την Κυριακή της Ορθοδοξίας, η Εκκλησία, μας υπενθυμίζει ότι η σχέση μας με τον Τριαδικό Θεό περνάει μέσα από τα αγιασμένα υλικά πράγματα, τα σύμβολα, μέχρι να φτάσουμε στη θέωση (σύμβολο = υλικό πράγμα, τελετή ή λέξη + θεία Χάρη). Την Κυριακή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά μας θυμίζει ότι αυτή η θεία Χάρη που φορείς της είναι τα σύμβολα (Μυστήρια, Σώμα και Αίμα Χριστού, Σταυρός, λείψανα αγίων, αγιασμός, εικόνες, αγία Γραφή, κείμενα και λόγια αγίων κ.λπ.) δεν είναι κάτι κατώτερο του Θεού, γινόμενο και απογινόμενο κτίσμα, αλλά είναι άκτιστη, είναι η άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού που η μακρόχρονη εν μετανοία (με πόνο και θλίψη), με άσκηση, αφομοίωσή της οδηγεί τον θνητό στη θέωση, την ένωση με το Θεό, τον κάνει κατά χάρη θεό. Αφού λοιπόν μας προετοιμάσει κατάλληλα μας καλεί την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, εν γνώση και όχι μαγικά, να προσκυνήσουμε τον Τίμιο Σταυρό αιτούμενοι το μέγα έλεος δηλαδή την ύψιστη δωρεά της θέωσης για τον εαυτό μας προσωπκά και για τον κόσμο όλο ώστε να έρθη ως ιστορική πραγματικότητα και επί γης το πολίτευμα του Σταυρού, η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.



Χαίρε Πατέρων καύχημα,
Θεολόγων το στόμα,
της ησυχίας σκήνωμα,
οίκος ο της σοφίας,
των διδασκάλων το κράτος,
πέλαγος το του λόγου·
πράξεως χαίρε όργανον,
θεωρίας ακρότης,
θεραπευτά των παθών και νόσων των ανθρωπίνων·
Πνεύματος χαίρε τέμενος, και θανών και ζων, Πάτερ.


"Αλλά και εί τις έτερος των απάντων τα αυτά ποτε φωραθείη ή φρονών ή λέγων ή συγγραφόμενος κατά του ειρημένου τιμιωτάτου ιερομονάχου κυρού Γρηγορίου του Παλαμά και των συν αυτώ μοναχών, μάλλον δε κατά των ιερών θεολόγων και της Εκκλησίας αυτής, τα αυτά και κατ' αυτού ψηφιζόμεθα και τη αυτή καταδίκη καθυποβάλλομεν (αφορισμόν και αποκήρυξιν), είτε των ιερωμένων είη τις, είτε των λαϊκών.
Αυτόν τούτον τον πολλάκις ρηθέντα τιμιώτατον ιερομόναχον κύρ Γρηγόριον τον Παλαμά και τους αυτώ συνάδοντας μοναχούς ... ασφαλεστάτους της Εκκλησίας και της ευσεβείας προμάχους και προαγωνιστάς και βοηθούς ταύτης αποφαινόμεθα ...
Και η ένθεσμος δια πάντων και κανονική αύτη ψήφος και απόφασις ακίνητος εις αιώνας, Χριστού χάριτι, τον σύμπαντα διατηρηθήσεται".

Αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού - Ποιες είναι οι αισθήσεις της ψυχής και του σώματος;

Αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού - Ποιες είναι οι αισθήσεις της ψυχής και του σώματος;

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (περ. 676 – 4 Δεκεμβρίου 749)
εικ: δια χειρός Ειρήνη Ηλιάδου
Πέντε αισθήσεις έχει η ψυχή και πέντε το σώμα. Οι ψυχικές αισθήσεις, είναι νους, διάνοια, γνώμη, φαντασία, και αίσθηση. Οι σοφοί τις ονομάζουν και δυνάμεις. Οι σωματικές αισθήσεις είναι τούτες. Όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση, αφή.
Λόγος Ψυχοφελής και θαυμάσιος
Πρέπει να ξέρουμε ότι ο άνθρωπος είναι διπλός, δηλαδή από σώμα και ψυχή, και έχει διπλές τις αισθήσεις και διπλές τις αρετές τους.
Πέντε αισθήσεις έχει η ψυχή και πέντε το σώμα. Οι ψυχικές αισθήσεις, είναι νους, διάνοια, γνώμη, φαντασία, και αίσθηση. Οι σοφοί τις ονομάζουν και δυνάμεις. Οι σωματικές αισθήσεις είναι τούτες. Όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση, αφή. Γι αυτό και διπλές είναι οι αρετές, διπλές και οι κακίες.
Ώστε αναγκαίο είναι να γνωρίζει καθαρά ο κάθε άνθρωπος, πόσες είναι οι ψυχικές αρετές και πόσες οι σωματικές. Και ποια είναι τα ψυχικά πάθη και ποια τα σωματικά πάθη.
Ψυχικές αρετές είναι πρώτα οι τέσσερις γενικότερες αρετές, οι οποίες είναι, ανδρεία, φρόνηση, σωφροσύνη, και δικαιοσύνη. Από αυτές γεννιούνται οι ψυχικές αρετές, πίστη, ελπίδα, αγάπη, προσευχή, ταπείνωση, πραότητα, μακροθυμία, ανεξικακία, χρηστότητα, αοργησία, θεία γνώση, ευφροσύνη, απλότητα, αταραξία, ειλικρίνεια, η χωρίς έπαρση διάθεση, η αφιλαργυρία, η συμπάθεια, ελεημοσύνη, μεταδοτικότητα, αφοβία, αλυπία, κατάνυξη, σεμνότητα, ευλάβεια, επιθυμία των μελλοντικών αγαθών, πόθος της βασιλείας του Θεού και επιθυμία της θείας υιοθεσίας.
Σωματικές αρετές ή μάλλον εργαλεία των αρετών, που όταν γίνονται με γνώση κατά το θέλημα του Θεού και μακριά από κάθε υποκρισία και ανθρωπαρέσκεια, κάνουν τον άνθρωπο να προκόβει στην ταπείνωση και την απάθεια, είναι οι εξής. Εγκράτεια, νηστεία, πείνα, δίψα, αγρυπνία, ολονύκτια στάση, στην προσευχή, συνεχής γονυκλισία, αλουσιά, χρήση ενός μόνου ενδύματος, ξηροφαγία, το να τρώει κανείς αραιά, να πίνει μόνο νερό, χαμαικοιτία, φτώχια, ακτημοσύνη, αποφυγή περιποιήσεως, καλλωπισμού, αφιλαυτία, μόνωση, ησυχία, το να μην βγαίνει κανείς έξω, στέρηση, αυτάρκεια, σιωπή, το να κάνει κανείς εργόχειρο με τα χέρια του, και κάθε κακοπάθεια και σωματική άσκηση, και άλλα τέτοια, τα οποία, όταν είναι το σώμα εύρωστο και ενοχλείται από τα σαρκικά πάθη είναι αναγκαιότητα και ωφελιμότατα. Όταν το σώμα είναι εξασθενημένο και έχει, με την βοήθεια του Θεού, νικήσει τα πάθη, δεν είναι αναγκαία, γιατί η αγία ταπείνωση και η ευχαριστία τα αναπληρώνουν όλα.
Τώρα πρέπει να κάνουμε λόγο και για τις ψυχικές και σωματικές κακίες, δηλαδή τα πάθη.
Ψυχικά πάθη είναι η λήθη, η ραθυμία και η άγνοια.
Από τα τρία αυτά σκοτίζεται το μάτι της ψυχής, δηλαδή ο νους, και κυριεύεται από όλα τα πάθη, τα οποια είναι:
Ασέβεια, κακοδοξία, δηλαδή η κάθε αίρεση, βλασφημία, θυμός, οργή, πικρία, οξυθυμία, μισανθρωπία, μνησικακία, καταλαλιά, κατάκριση, λύπη χωρίς λόγο, φόβος, δειλία, φιλονικία, ζήλια, φθόνος, κενοδοξία, υπερηφάνεια, υποκρισία, ψεύδος, απιστία, πλεονεξία, φιλοϋλία, εμπαθής προσκόλληση σε κάτι, σχέση με γήινα πράγματα, ακηδία, μικροψυχία, αχαριστία, γογγυσμός, οίηση, δολιότητα, αναίδεια, αναισθησία, κολακεία, υπουλότητα, ειρωνεία, διβουλία, συγκατάθεση σε αμαρτήματα του παθητικού μέρους της ψυχής, και συνεχή μελέτη αυτών, περιπλάνηση των λογισμών, η μητέρα των κακών φιλαυτία και η ρίζα όλων των κακών η φιλαργυρία, κακοήθεια και πονηρία.
Σωματικά πάθη είναι. Γαστριμαργία, λαιμαργία, απόλαυση, μέθη, λαθροφαγία, ποικιλότροπη φιληδονία, πορνεία, μοιχεία, ασελγεία, ακαθαρσία, αιμομιξία, παιδεραστία, κτηνοβασία, κακές επιθυμίες και όλα τα παρά φύση αισχρά πάθη. Κλοπή, ιεροσυλία, ληστεία, φόνος, η κάθε σωματική άνεση και απόλαυση των θελημάτων της σάρκας, και μάλιστα όταν έχει υγεία το σώμα.
Μαντείες, οιωνισμοί, κλυδωνισμοί, αγάπη για στολίδια, κομπασμοί, νωθρότητες, καλλωπισμοί, φτιασιδώματα του προσώπου, αξιοκατάκριτη αργία, φαντασιώσεις, τυχερά παιχνίδια, η εμπαθής παράχρηση των τερπνών του κόσμου, η φιλοσώματη ζωή που παχαίνει το νου, και τον κάνει γήινο και κτηνώδη, και δεν τον αφήνει να σηκωθεί προς το Θεό και προς τις εργασίες των αρετών.
Ρίζες όλων αυτών των παθών και πρωταίτιες είναι η φιληδονία, η φιλοδοξία, και η φιλαργυρία από τις οποίες γεννιέται κάθε κακό.
Δεν αμαρτάνει ποτέ ο άνθρωπος, αν πρωτύτερα δεν υπερισχύσουν και δεν τον κατακυριεύσουν οι δυνατοί γίγαντες που αναφέρει ο σοφότατος ασκητής Μάρκος, δηλαδή η λήθη, η ραθυμία, και η άγνοια.
Αυτές τις γεννά η ηδονή, η καλοπέραση, και η αγάπη της δόξας των ανθρώπων και του περισπασμού. Πρώτη αιτία όλων αυτών και κακή μητέρα είναι, η φιλαυτία, δηλαδή η παράλογη αγάπη του σώματος κι εμπαθείς προσκόλληση σ' αυτό. Η διάχυση και η χαύνωση του νου με ευτραπελίες και αισχρολογίες προξενούν πολλά κακά και πολλές πτώσεις, όπως επίσης η θρασύτητα και το γέλιο.
Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι η εμπαθής φιληδονία είναι πολύμορφη και πολύτροπη, και είναι πολλές οι ηδονές που εξαπατούν την ψυχή, όταν δεν είναι στερεωμένη στο Θεό με νίψη και θείο φόβο, και δεν φροντίζει για την εργασία των αρετών με αγάπη προς τον Χριστό. Γιατι είναι παρά πολλές οι ηδονές που τραβούν προς τον εαυτό τους τα μάτια της ψυχής. Είναι οι ηδονές των σωμάτων, των χρημάτων, των απολαύσεων, της ραθυμίας, της εξουσίας, της φιλαργυρίας, της πλεονεξίας.
Και φαίνονται όλες αυτές ότι έχουν λαμπερά πρόσωπα και αξιαγάπητα, ικανά να προσελκύσουν εκείνους που παθαίνονται, για όλα αυτά, και δεν έχουν σφοδρό έρωτα προς την αρετή και δεν υπομένουν τη σκληρότητά της. Κάθε σχέση, με τα γήινα και η κάθε προσκόλληση σε αυτά προξενεί ηδονή και ευχαρίστηση σ` αυτόν που την έχει, και αποδεικνύει ότι είναι ανώφελο και βλαβερό, το επιθυμητικό μέρος της ψυχής όταν είναι εμπαθές, επειδή εξαιτίας του, εκείνος που στερείται κάτι που ποθεί, υποτάσσεται στο θυμό, στην οργή, στη λύπη και στην μνησικακία.
Αν τώρα μαζί με την εμπαθή προσκόλληση, επικρατήσει και κάποια έστω μικρή συνήθεια, αλίμονο! Κάνει τότε εκείνο που κυριεύτηκε από αυτήν να ακολουθεί διαρκώς την παράλογη αυτή εμπαθή προσκόλληση αναίσθητα και χωρίς θεραπεία, με την ηδονή που είναι κρυμμένη μέσα σ` αυτή.
Είναι πολυσχιδής η ηδονή της επιθυμίας, όπως προείπαμε. Δεν αρκείται μόνο στην πορνεία και τις άλλες σωματικές απολαύσεις, αλλά ζητεί και τα λοιπά πάθη.
Αφού, σωφροσύνη είναι όχι μόνο η αποχή από την πορνεία και τις σαρκικές ηδονές, αλλά να απέχει κανείς και από τις άλλες ηδονές.
Γι` αυτό εκείνος που αγαπά την φιλοχρηματία, τη φιλαργυρία και την πλεονεξία είναι ακόλαστος. Γιατι όπως ο ακόλαστος έχει έρωτα προς τα σώματα, έτσι και αυτός έχει έρωτα προς τα χρήματα. Ή μάλλον, αυτός είναι πιο ακόλαστος, αφού δεν έχει τόσο βία από την φύση να τον σπρώχνει σ` αυτά.
Γιατί αμαθής ηνίοχος δεν είναι εκείνος που δεν μπορεί να δαμάσει το άγριο και δυσάγωγο άλογο, αλλά εκείνος που δεν μπορεί να κρατήσει το ήμερο και ήσυχο άλογο. Και από παντού φαίνεται ότι είναι περιττή και όχι φυσική η επιθυμία των χρημάτων, γιατι δεν βιάζεται σ' αυτήν ο άνθρωπος από τη φύση, αλλά από την κακή του προαίρεση. Γι' αυτό και αμαρτάνει ασυγχώρητα εκείνος που νικάται εκούσια από την φιλοχρηματία.
Ώστε πρέπει να γνωρίζουμε καλά ότι η φιληδονία δεν έγκειται μόνο στην τρυφή και στην απόλαυση των σωμάτων, αλλά σε κάθε τρόπο και πράγμα που το αγαπά κανείς με πάθος και με την προαίρεση της ψυχής του.
Και για να γνωρίζονται καθαρότερα τα πάθη που αφορούν στα τρία μέρη της ψυχής, προσθέτουμε και τα παρακάτω με συντομία.
Η ψυχή διαιρείται σε τρία μέρη, το λογιστικό, το θυμικό, και το επιθυμητικό.
Του λογιστικού αμαρτήματα είναι αυτά: Απιστία, αίρεση, αφροσύνη, βλασφημία, αχαριστία, και οι συγκαταθέσεις των αμαρτημάτων, οι οποίες γίνονται από το παθητικό μέρος.
Η ίαση και η θεραπεία αυτών των κακών, είναι η αδίστακτη πίστη στο Θεό και τα αληθινά και χωρίς πλάνη ορθόδοξα δόγματα της ευσέβειας, η αδιάκοπη μελέτη των λόγων του Πνεύματος, η καθαρή και αδιάλειπτη προσευχή, και η ευχαριστία προς το Θεό.
Τα αμαρτήματα του θυμικού είναι τα εξής:
Η ασπλαχνία, το μίσος, η ασυμπάθεια, η μνησικακία, ο φθόνος, ο φόνος και η συνεχής αυτών και των παρομοίων μελέτη.
Η ίαση και θεραπεία είναι η φιλανθρωπία, η αγάπη, η πραότητα, η φιλαδελφία, η συμπάθεια, η ανεξικακία και η καλοσύνη.
Του επιθυμητικού τα αμαρτήματα είναι τα εξής:
Η γαστριμαργία, η λαιμαργία, η οινοποσία, η πορνεία, η μοιχεία, η ακαθαρσία, η ασελγεία, η φιλοχρηματία, η επιθυμία της κενής δόξας, και η επιθυμία χρυσού και πλούτου και σαρκικών απολαύσεων.
Η ίαση και η θεραπεία αυτών είναι η νηστεία, η εγκράτεια, η κακοπάθεια, η ακτημοσύνη, το σκόρπισμα των χρημάτων στους φτωχούς, η επιθυμία των μελλόντων εκείνων αγαθών, ο πόθος της βασιλείας του Θεού και η επιθυμία της θείας υιοθεσίας.
Τώρα πρέπει να κάνουμε λόγο για την διάγνωση των εμπαθών λογισμών, από τους οποίους γίνεται η κάθε αμαρτία.
Οκτώ είναι οι βασικοί λογισμοί της κακίας:
1. ΤΗΣ ΓΑΣΤΡΙΜΑΡΓΙΑΣ
2. ΤΗΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ
3. ΤΗΣ ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑΣ
4. ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ
5. ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ
6. ΤΗΣ ΑΚΗΔΙΑΣ
7. ΤΗΣ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑΣ
8. ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ.
Το να μας παρενοχλούν ή να μην μας παρενοχλούν οι οκτώ αυτοί λογισμοί, αυτό δεν είναι στην εξουσία μας. Το να επιμένουμε όμως σε αυτούς ή να μην επιμένουμε, να κινούμε τα πάθη ή να μην τα κινούμε αυτό είναι στην εξουσία μας.
Στους λογισμούς αυτούς διακρίνουμε τα εξής:
ΠΡΟΣΒΟΛΗ, ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ, ΠΑΛΗ, ΠΑΘΟΣ, ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΗ, ΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ.
Προσβολή είναι η απλή υπόμνηση του διαβόλου. «Κάνε τούτο ή εκείνο» όπως συνέβη στο Κύριο και Θεό μας. «Πες να γίνουν αυτές οι πέτρες ψωμιά» Ματθαίος 4,3. Αυτό, όπως είπαμε, δεν είναι στην εξουσία μας.
Συνδυασμός είναι η παραδοχή του λογισμού που μας υποβάλλει ο εχθρός, και με ένα τρόπο, η μελέτη του πονηρού λογισμού και ηδονική συνομιλία με την προαίρεσή μας.
Πάθος είναι η έξη που δημιουργείται από τον συνδυασμό του λογισμού που υποβάλει ο εχθρός, και η κατά κάποιο τρόπο συνεχής μελέτη και φαντασία.
Πάλη είναι η αντίσταση στο λογισμό που γίνεται ή προς κατάργηση του πάθους που αυτός περιέχει – δηλαδή του εμπαθούς λογισμού – ή προς συγκατάθεση, καθώς λέει ο Απόστολος:«Η σάρκα επιθυμεί κατά του πνεύματος και το πνεύμα κατά της σαρκός, και αυτά είναι αντίθετα μεταξύ τους». (Γαλ. 5,17.)
Αιχμαλωσία είναι η βίαιη και αθέλητη απαγωγή της καρδιάς που τυραννιέται από προηγούμενο εθισμό στην αμαρτία και μακρά συνήθεια.
Συγκατάθεση είναι η συγκατάνευση στο πάθος που περιέχει ο λογισμός.
Ενέργεια είναι η ίδια η πράξη του εμπαθούς λογισμού, στον οποίο συγκατατεθήκαμε.
Εκείνος λοιπόν που αντιμετωπίζει απαθώς το πρώτο, δηλαδή την προσβολή, ή το διώχνει αμέσως με αντίρρηση και σταθερότητα, έκοψε με μια και όλα τα επόμενα.
Η κατάργηση των οκτώ παθών ας γίνεται με τον εξής τρόπο:
Με την εγκράτεια καταργείται η γαστριμαργία.
Με τον θείο πόθο και την επιθυμία των μελλόντων αγαθών καταργείται η πορνεία.
Με την συμπάθεια προς τους φτωχούς καταργείτε η φιλαργυρία.
Με την αγάπη και την καλοσύνη προς όλους καταργείται η οργή.
Με την πνευματική χαρά καταργείται η κοσμική λύπη.
Με την υπομονή, την καρτερία και την ευχαριστία προς τον θεό καταργείται η ακηδία.
Με την κρυφή εργασία των αρετών και την συνεχή προσευχή με συντριβή καρδιάς, καταργείται η κενοδοξία.
Με το να μην κρίνει κανείς τον άλλο, ή να τον εξευτελίζει, όπως έκανε ο αλαζόνας Φαρισαίος, αλλά να νομίζει τον εαυτό του τελευταίο από όλους καταργείται η υπερηφάνεια.
Έτσι λοιπόν αφού ελευθερωθεί ο νους από τα παραπάνω πάθη και ανυψωθεί στο Θεό, ζει από εδώ τη μακάρια ζωή και δέχεται τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος. Και όταν φύγει από εδώ, έχοντας απάθεια και αληθινοί γνώση, στέκεται μπροστά στο φως της Αγίας Τριάδος, και καταφωτίζεται μαζί με τους αγίους αγγέλους στους απέραντους αιώνες.
Photo by Sarolta Ban
Η ψυχή λοιπόν όπως προαναφέραμε, έχει τρία μέρη:
1. λογισμός
2. θυμός.
3. επιθυμία.
Όταν στο θυμικό μέρος υπάρχει αγάπη και φιλανθρωπία, και στην επιθυμία καθαρότητα και σωφροσύνη, τότε ο λογισμός είναι φωτισμένος. Όταν όμως στο θυμικό μέρος υπάρχει μισανθρωπία και στο επιθυμητικό υπάρχει ακολασία, τότε ο λογισμός είναι σκοτισμένος.
Ο λογισμός τότε υγιαίνει και σωφρονεί και φωτίζεται, όταν έχει τα πάθη υποταγμένα, και θεωρεί πνευματικά τους λόγους των κτισμάτων του Θεού και ανυψώνεται προς την μακάρια Αγία Τριάδα.
Ο θυμός τότε κινείται κατά φύση, όταν αγαπά όλους τους ανθρώπους, και δεν έχει εναντίον κανενός λύπη ή μνησικακία.
Η δε επιθυμία όταν με την ταπεινοφροσύνη, την εγκράτεια και την ακτημοσύνη νεκρώσει τα πάθη, δηλαδή την ηδονή της σαρκός, και τον πόθο των χρημάτων και της πρόσκαιρης δόξας, και στραφεί προς το θείο και αθάνατο έρωτα.Γιατι η επιθυμία κινείται προς τρία πράγματα. Είτε προς την σαρκική ηδονή, είτε προς την μάταιη δόξα, ή προς απόκτηση χρημάτων. Και για την παράλογη αυτή έφεση καταφρονεί τον Θεό και τις άγιες εντολές του, λησμονεί τη θεϊκή ευγένεια, γίνεται θηρίο εναντίον του πλησίον, σκοτίζει τον λογισμό και δεν αφήνει να στραφεί και να δει την αλήθεια.
Ενώ εκείνος που απόκτησε ανώτερο φρόνημα, όπως προείπαμε, απολαμβάνει από εδώ την βασιλεία των ουρανών και ζει μακάρια ζωή αναμένοντας τη μακαριότητα που προορίζεται για όσους αγαπούν τον Θεό. Αυτής είθε ν` αξιωθούμε κι εμείς με την χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αμήν.
Πρέπει να γνωρίζουμε και αυτό:
Ότι δεν μπορούμε να φτάσουμε στο μέτρο κάποιας αρετής, παρά με κοπιαστική φιλοπονία για την απόκτηση της και προσπαθώντας με όση δύναμη έχουμε σε όλη μας την ζωή, όπως λόγου χάρη για την ελεημοσύνη, την εγκρατεια, την προσευχή, την αγάπη, ή κάποια από τις γενικές αρετές.
Από αυτές, μερικώς ο καθένας ασκεί κάποια αρετή. Λ.χ. ασκεί κανείς πότε – πότε την ελεημοσύνη, αλλά επειδή την ασκεί λίγο, δεν μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ελεήμονα, κι ακόμα περισσότερο όταν δεν το κάνει αυτό καλά και θεάρεστα. Γιατί το καλό δεν είναι καλό όταν δεν γίνεται καλά.
Αλλά καλό είναι πράγματι όταν δεν απολαμβάνει εδώ το μισθό του από οποιαδήποτε αιτία, για παράδειγμα από ανθρωπαρέσκεια λόγο καλής φήμης, ή επιδίωξη δόξας, ή από πλεονεξία, και αδικία. Επειδή ο Θεός δεν ζητεί εκείνα που γίνονται και νομίζονται καλά, αλλά εξετάζει το σκοπό για τον οποίο γίνεται.
Όπως λένε και οι θεοφόροι Πατέρες, όταν ο νους λησμονήσει το σκοπό της ευσέβειας, τότε και το έργο που είναι φανερά ενάρετο, γίνεται ανώφελο. Και εκείνα που γίνονται χωρίς διάκριση και σκοπό, όχι μόνο δεν ωφελούν και αν ακόμη είναι καλά, αλλά βλάπτουν.
Το αντίθετο συμβαίνει με εκείνα που νομίζονται κακά, γίνονται όμως με θεοσεβή σκοπό. Όπως εκείνος που μπήκε στο πορνείο, και τράβηξε από εκεί την πόρνη.
Από αυτό γίνεται φανερό, ότι δεν είναι ελεήμων εκείνος που έκανε λίγες φορές την ελεημοσύνη, ούτε είναι εγκρατής εκείνος που εγκρατεύθηκε λίγο, αλλά εκείνος που παρά πολλές φορές και σε όλη του τη ζωή εργάστηκε ολικά την αρετή με ασφαλή διάκριση. Γιατι η διάκριση είναι μεγαλύτερη από όλες τις αρετές, επειδή είναι βασίλισσα και αρετή των αρετών.
Όπως πάλι και για τα αντίθετα:
Δεν λέμε πόρνο ή μέθυσο ή ψεύτη εκείνον που μια φορά γλίστρησε σε αυτά, αλλά εκείνον που πέφτει συχνά σ` αυτά και μένει αδιόρθωτος.
Κοντά σε όσα είπαμε πρέπει να γνωρίσουμε και τούτο, που είναι και αναγκαιότατο σ` όλους εκείνους που έχουν ζήλο να κατορθώσουν την αρετή και επιμελούνται να αποφύγουν την κακία. Ότι δηλαδή, όσο η ψυχή είναι ασυγκρίτως καλύτερη από το σώμα και σε πολλά και μέγιστα σημεία είναι σπουδαιότερη και πιο πολύτιμη, τόσο οι ψυχικές αρετές (και μάλιστα εκείνες που μιμούνται το Θεό και έχουν το Όνομα του), είναι ανώτερες από τις σωματικές αρετές.
Αντίθετα πρέπει να νοούμε για τις ψυχικές κακίες, ότι διαφέρουν από τα σωματικά πάθη και ως προς τις ενέργειες τους και ως προς την έκτιση των τιμωριών που επιβάλλονται σ' αυτές, αν και στους πολλούς, δεν ξέρω πως, αυτό τους διαφεύγει. Γιατί τη μέθη, την πορνεία, τη μοιχεία, την κλοπή και τα παραπλήσια με αυτά, τα προσέχουν και τα αποφεύγουν, ή τα τιμωρούν, επειδή φαίνονται στους πολλούς βδελυρά. Απέναντι όμως στα ψυχικά πάθη, που είναι χειρότερα και βαρύτερα από αυτά και που οδηγούν στην κατάσταση των δαιμόνων και στην αιώνια κόλαση που τους περιμένει όσους τα ακολουθούν χωρίς διόρθωση, μένουν αδιάφοροι.
Εννοώ δηλαδή το φθόνο, τη μνησικακία, την πονηρία, την αναισθησια, την φιλαργυρία που ο Απόστολος την θεωρεί ρίζα όλων των κακών, και τα όμοιά της.
Μιλήσαμε γι' αυτά με όλη την αμάθεια και την αφέλεια μας, κάνοντας μια ευσύνοπτη και σαφή έκθεση του λόγου περί των αρετών και παθών, για να μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει και να εξακριβώνει τη διαίρεση και τη διαφορά τους με ακρίβεια και σαφήνεια. Γι' αυτό και μιλήσαμε για το καθένα με τρόπους και από πολλές απόψεις, ώστε, αν είναι δυνατόν, καμία πλευρά της αρετής ή της κακίας να μην αγνοείται.
Ακόμη για να επιδιώξουμε με χαρά τις αρετές και μάλιστα τις ψυχικές που προσεγγίζουμε στο Θεό, και για να αποφύγουμε τις κακίες με όλη μας την δύναμη.
Γιατί είναι αληθινά μακάριος εκείνος που ζητά την αρετή και την ασκεί και εξετάζει με επιμέλεια τι είναι αρετή, επειδή με αυτήν πλησιάζει τον Θεό και ενώνεται νοερά μ' Αυτόν.
Φρόνηση, ανδρεία, σοφία, αληθινή γνώση, και πλούτος αναφαίρετος είναι κυρίως το να ανυψώνεται ο άνθρωπος με την πρακτική αρετή στην θεωρία του Δημιουργού.
Η αρετή λέγεται έτσι από το ρήμα «αιρείσθαι», γιατι είναι αιρετή και θελητή, επειδή κάνουμε αυτοπροαίρετα και θεληματικά το αγαθό, κι όχι χωρίς να θέλουμε και αναγκαστικά.
Η φρόνηση πάλι λέγεται έτσι, γιατι φέρνει στο νου τα ωφέλιμα.
Αν θέλεις, ας προσθέσουμε στον αφελή αυτό λόγο, σαν χρυσή σφραγίδα, και λίγα περί του «κατ' εικόνα και ομοίωσιν» του πιο τιμημένου από όλα τα κτίσματα του Θεού, δηλαδή τον άνθρωπο.
Το νοερό και λογικό ζώο, ο άνθρωπος, μόνο από όλα τα κτίσματα είναι «κατ` εικόνα και ομοίωσιν» του Θεού.
Κάθε άνθρωπος λέγεται «κατ' εικόνα Θεού» για το αξίωμα του νου και της ψυχής, δηλαδή το ακατάληπτο, το αόρατο, το αθάνατο, το αυτεξούσιο. Και ακόμη για την ικανότητα να άρχει, να τεκνοποιεί και να οικοδομεί.
«Καθ` ομοίωσιν» λέγεται για την αρετή και τις πράξεις με τις οποίες μιμείται το Θεό και έχουν το όνομα του Θεού. Δηλαδή, το να δείχνει φιλανθρωπία προς τους συνανθρώπους του, να οικτίρει, να ελεεί και να αγαπά τους συνδούλους του, να δείχνει στους άλλους κάθε ευσπλαχνία και συμπάθεια. «Να γίνετε, (λέει ο Χριστός και Θεός), σπλαχνικοί, όπως είναι σπλαχνικός και ο ουράνιος Πατέρας σας» Λουκάς 6,36.
Το «κατ' εικόνα» το έχει κάθε άνθρωπος, γιατί ο Θεός δεν ανακαλεί τα χαρίσματά του. Το «καθ' ομοίωσιν», όμως το έχουν σπάνιοι και μόνο οι ενάρετοι και άγιοι, οι οποίοι μιμούνται – κατά το δυνατό σε ανθρώπους – την αγαθότητα του Θεού.
Είθε κι εμείς να αξιωθούμε την υπεράγαθη φιλανθρωπία του Θεού, αφού Του φανούμε ευάρεστοι με την αγαθοεργία και γίνουμε μιμητές εκείνων που έχουν ευαρεστήσει από αιώνων τον Χριστό.
Γιατί σε Αυτόν ανήκει το έλεος και σε Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του, και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα Του, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Βιβλιογραφία: ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
ΤΟΜΟΣ Β', ΕΚΔΟΣΗ Δ'

Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός
Σύντομη βιογραφία
Ο Άγιος πατέρας μας Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο οποίος για τη χρυσή χάρη της διδασκαλίας του πήρε το επωνύμιο Χρυσορρόας, έζησε επί Λέοντος Ισαύρου κατά το έτος 730 μ.Χ. Αφού έφτασε να γίνει ιερή μούσα της Εκκλησίας του Χριστού, άφησε σ’ αυτήν πάρα πολλά συγγράμματα που στάζουν ηδονή ανέκφραστη και πνευματική χάρη. Μεταξύ αυτών είναι και ο λόγος, τον οποίον περιλάβαμε στη συλλογή, γιατί συντελεί πάρα πολύ στο σκοπό του παρόντος βιβλίου και είναι πολύ χρήσιμος σ’ αυτούς που ποθούν τη γνώση των αρετών και των κακιών, η οποία διαφεύγει τους πολλούς. 
Ο λόγος αυτός διδάσκει με σαφήνεια ποιες και πόσες είναι οι αρετές και οι κακίες και σε πόσες διαιρούνται κατά είδος και κατά γένος και πώς μπορεί κανείς να αποκτήσει τις αρετές και ν’ αποβάλει τις κακίες. Και είναι ακριβώς η λυδία λίθος που διακρίνει με ακριβή γνώση το γνήσιο χρυσάφι των αρετών και το χάλκωμα των κακιών· έτσι όποιος απομνημονεύσει με ακρίβεια το λόγο αυτό, οπωσδήποτε θα γίνει σύντομα γνώστης όλων γενικώς των αρετών και των παθών.
Πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, β΄τόμος, σελ. 298-299.