Όλα
αυτά βέβαια αποτελούν μία απότομη αλλαγή του κλίματος που επικρατούσε
μέχρι σήμερα στους ιατρικούς και επιστημονικούς κύκλους, οι οποίοι
γενικά αντιμετώπιζαν το θέμα του θανάτου σαν «ταμπού» και τοποθετούσαν
κάθε ιδέα περί συνεχίσεως της ζωής μετά τον θάνατο στον χώρο της
φαντασίας ή της δεισιδαιμονίας ή, στην καλύτερη περίπτωσι, των
προσωπικών πεποιθήσεων, για τις οποίες δεν υπάρχουν αντικειμενικές
αποδείξεις.
Η
εξωτερική αιτία της ξαφνικής αυτής αλλαγής τρόπου σκέψεως είναι απλή:
Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται ευρύτατα νέες τεχνικές διεγέρσεως
της σταματημένης καρδιάς για την επαναφορά των αρτιθανών ή «κλινικά
νεκρών» ασθενών στη ζωή. Έτσι ένας μεγάλος αριθμός ατόμων «εξ ορισμού»
νεκρών για την ιατρική επιστήμη (χωρίς σφυγμό ή καρδιακούς παλμούς)
έχουν επανέλθει στη ζωή και πολλοί απ' αυτούς μιλούν ήδη ανοιχτά για
τις «μεταθανάτιες» εμπειρίες τους, εφ' όσον έχει εκλείψει η σχετική
προκατάληψις και ο φόβος να τους χαρακτηρίσουν τρελούς.
Όμως
το πιο ενδιαφέρον για μας είναι το βαθύτερο αίτιο αυτής της αλλαγής,
καθώς επίσης και η «ιδεολογία» της. Για ποιο λόγο το φαινόμενο αυτό να
γίνη ξαφνικά τόσο εξαιρετικά δημοφιλές και βάσει ποιας θρησκευτικής ή
φιλοσοφικής θεωρίας γίνεται συνήθως κατανοητό από τους περισσότερους;
Αν έχη γίνει πια κι αυτό ενα από τα «σημεία των καιρών», ενα σύμπτωμα
του θρησκευτικού ενδιαφέροντος των ημερών μας, ποια πρέπει να είναι η
σημασία του; Θα επανέλθουμε στα ερωτήματα αυτά, αφού εξετάσουμε από πιο
κοντά το ίδιο το φαινόμενο.
Πρώτα-πρώτα
όμως πρέπει να διερωτηθούμε: Με ποια κριτήρια θα εξετάσουμε αυτό το
φαινόμενο; Αυτοί οι ίδιοι που το περιγράφουν δεν έχουν να δώσουν κάποια
σαφή ερμηνεία σ' αυτό. Συχνά αναζητούν μιά τέτοια ερμηνεία σε
αποκρυφιστικά ή πνευματιστικά κείμενα. Μερικοί θρησκευόμενοι (όπως
επίσης και μερικοί επιστήμονες), επειδή διαισθάνονται κάποια απειλή για
τις καθιερωμένες πεποιθήσεις τους, απλά απορρίπτουν αυτές τις
εμπειρίες, έτσι όπως περιγράφονται, και τις τοποθετούν συνήθως στον χώρο
των «παραισθήσεων». Αυτό εχει γίνει από μερικούς Προτεστάντες οι
οποίοι είναι προσκολλημένοι στην άποψι ότι η ψυχή μετά τον θάνατο
βρίσκεται σε κατάστασι ασυνειδησίας ή πηγαίνει αμέσως «κοντά στον
Χριστό». Το ίδιο κάνουν και κάποιοι δογματικοί άθεοι, οι οποίοι
απορρίπτουν εξ υπαρχής την ιδέα ότι η ψυχή επιζεί, οποιαδήποτε κι αν
είναι τα τεκμήρια που τους προσφέρονται. Όμως οι εμπειρίες αυτές δέν
μπορούν να εξηγηθούν διά μιας απλής απορρίψεως. Πρέπει να κατανοηθούν
σωστά αυτές καθεαυτές, αλλά και μέσα στο γενικώτερο πλαίσιο των όσων
γνωρίζουμε για την τύχη της ψυχής μετά τον θάνατο.
Δυστυχώς
ακόμη και μερικοί Όρθόδοξοι Χριστιανοί, επηρεασμένοι συνήθως από
κάποιες σύγχρονες υλιστικές ιδέες, που πέρασαν συγκεκαλυμμένες μέσα
στον Προτεσταντισμό και τον Ρωμαιοκαθολικισμό, φθάνουν να έχουν μάλλον
αόριστη και συγκεχυμένη γνώμη σχετικά με την πέραν του τάφου ζωή. Ο
συγγραφεύς κάποιου από τα νέα βιβλία για τις μεταθανάτιες εμπειρίες
ζήτησε τις απόψεις διαφόρων ομολογιών σχετικά με την κατάστασι της
ψυχής μετά τον θάνατο. Έτσι επισκέφθηκε κι έναν ιερέα της
Ελληνορθοδόξου Αρχιεπισκοπής, ο οποίος του μίλησε γενικά για παράδεισο
και κόλασι, του είπε όμως ότι η Ορθοδοξία δεν έχει «κάποια
συγκεκριμένη άποψι για το πώς είναι η μέλλουσα ζωή». Έτσι ο συγγραφεύς
συνεπέρανε ότι «η Ελληνορθόδοξη άποψι για την μέλλουσα ζωή δεν είναι
σαφής»2.
Βέβαια
η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει αρκετά συγκεκριμένη διδασκαλία και άποψι για
την μεταθανάτια ζωή, ξεκινώντας μάλιστα από αυτήν την ίδια την στιγμή
του θανάτου. Η διδασκαλία αυτή περιέχεται στην Αγία Γραφή (ερμηνευμένη
σε συνάρτησι με το σύνολο των χριστιανικών δογμάτων), στα κείμενα των
Αγίων Πατέρων και, ειδικώτερα, όσον άφορα τις συγκεκριμένες εμπειρίες
της ψυχής μετά τον θάνατο, σε πολλούς βίους αγίων και ανθολογίες
σχετικών προσωπικών εμπειριών. Ολόκληρο το τέταρτο βιβλίο των Διαλόγων
του αγίου Γρηγορίου πάπα Ρώμης του Μεγάλου († 604) είναι
αφιερωμένο στο θέμα αυτό. Στις μέρες μας εκδόθηκε στα αγγλικά μία
ανθολογία από τέτοιες εμπειρίες, παρμένες τόσο από παλαιούς Βίους
Αγίων όσο και από πρόσφατες προσωπικές περιγραφές3.
Επίσης τελευταία επανεκδόθηκε στα αγγλικά ενα αξιόλογο κείμενο, που
γράφτηκε στα τέλη του 19ου αιώνος από κάποιον που ξαναγύρισε στη ζωή,
αφού παρέμεινε νεκρός επί τριάντα έξι ώρες4.
Ο Ορθόδοξος λοιπόν έχει στην διάθεσί του μία πλούσια γραμματεία, με την
βοήθεια της οποίας μπορεί να κατανοήση και να αξιολογήση τις νεώτερες
«μεταθανάτιες» εμπειρίες κάτω από το φως της σύνολης χριστιανικής
διδασκαλίας περί μελλούσης ζωής.
Το
βιβλίο που αναζωπύρωσε το σύγχρονο ενδιαφέρον επί του θέματος
πρωτοκυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1975 και γράφτηκε από ενα νεαρό
ψυχίατρο από τις νότιες Ηνωμένες Πολιτείες5,
ο οποίος όμως τότε αγνοούσε οποιαδήποτε άλλη σχετική μελέτη ή
βιβλιογραφία. Καθώς όμως το βιβλίο ακόμη τυπωνόταν, έγινε εμφανές ότι
είχε ήδη προϋπάρξει μεγάλο ενδιαφέρον επί του θέματος και ότι πολλά
είχαν ήδη γραφεί περί αυτού. Η καταπληκτική επιτυχία του βιβλίου του
δόκτορος Μούντυ (πουλήθηκαν πάνω από δύο εκατομμύρια αντίτυπα) έφερε τις
εμπειρίες των ετοιμοθάνατων στο φως της ανοιχτής δημοσιότητος και τα
επόμενα τέσσερα χρόνια ένας αξιόλογος αριθμός βιβλίων και άρθρων για τις
εμπειρίες αυτές εμφανίστηκε στον τύπο. Μεταξύ των σπουδαιότερων είναι
τα άρθρα της δόκτορος Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ-Ρός, της οποίας οι
διαπιστώσεις είναι όμοιες με εκείνες του δόκτορος Μούντυ, και οι
επιστημονικές μελέτες των ιατρών Όσις και Χάραλντσον. Επίσης ο ίδιος ο
Μούντυ έγραψε ενα δεύτερο βιβλίο σαν συνέχεια του πρώτου6
με συμπληρωματικό υλικό και καινούργιες σκέψεις επί του θέματος. Τις
διαπιστώσεις αυτών και άλλων νεωτέρων βιβλίων (που κατά βάσιν συμφωνούν
μεταξύ τους ως προς τα εν λόγω φαινόμενα) θα εξετάσουμε παρακάτω. Και
θα ξεκινήσουμε από το πρώτο βιβλίο του δόκτορος Μούντυ, που αποτελεί
μια αρκετά αντικειμενική και συστηματική προσέγγισι του όλου θέματος.
Μέσα
σε δέκα χρόνια ο Μούντυ συγκέντρωσε τις προσωπικές μαρτυρίες 150
περίπου ατόμων, τα οποία είτε είχαν γευθεί τον ίδιο τον θάνατο ή είχαν
φθάσει στα πρόθυρά του, είτε του μετέφεραν τις εμπειρίες άλλων τους
οποίους είχαν δει να πεθαίνουν. Από όλους αυτούς επικέντρωσε τις
έρευνές του σε πενήντα περίπου άτομα, με τα οποία είχε λεπτομερείς
συνεντεύξεις. Προσπαθεί να είναι αντικειμενικός στην παρουσίασι των
στοιχείων αυτών, μολονότι παραδέχεται ότι το βιβλίο «είναι φυσικό να
αντικατροπτίζη την παιδεία, τις γνώμες και τις προκαταλήψεις του
συγγραφέως του»7,
ο οποίος από πλευράς θρησκευτικής καταγωγής είναι μεθοδιστής
προτεστάντης με φιλελεύθερες μάλλον απόψεις. Και πράγματι υπάρχουν
κάποια μειονεκτήματα στο βιβλίο αυτό, αν θέλουμε να το δούμε σαν μία
αντικειμενική μελέτη των «μεταθανάτιων» φαινομένων:
Πρώτον,
ο συγγραφεύς δεν καταγράφει ούτε μία ολοκληρωμένη εμπειρία θανάτου από
την αρχή ως το τέλος. Δίνει μόνο αποσπάσματα (συνήθως πολύ σύντομα),
τα οποία είναι και αντιπροσωπευτικά των δεκαπέντε χωριστών στοιχείων που
κατά την γνώμη του συγγραφέως απαρτίζουν το «πρότυπο» μιας «πλήρους»
εμπειρίας θανάτου. Στην πραγματικότητα όμως οι εμπειρίες των
ετοιμοθάνατων που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό, καθώς και σε άλλα
μεταγενέστερα, διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους ως προς τις λεπτομέρειες,
ώστε να φαίνεται τουλάχιστον πρόωρη η προσπάθεια να συμπεριληφθούν
όλες μέσα σε ένα «πρότυπο». Το «πρότυπο» του δόκτορος Μούντυ φαίνεται
σε ωρισμένα σημεία τεχνητό και βεβιασμένο, χωρίς αυτό βεβαίως να μειώνη
την αξία των καθαυτό μαρτυριών που καταγράφει ο συγγραφεύς.
Δεύτερον,
ο συγγραφεύς έχει ενοποιήσει δύο μάλλον διαφορετικά είδη εμπειριών: τις
καθαυτό εμπειρίες του «κλινικού θανάτου» και τις εμπειρίες των
«πρόθυρων του θανάτου» . Και δέχεται μεν ότι τα δύο είδη διαφέρουν
μεταξύ τους, υποστηρίζει όμως ότι σχηματίζουν μία «αλληλουχία»8
και γι' αυτό πρέπει να μελετηθούν μαζί. Στις περιπτώσεις που οι
εμπειρίες αρχίζουν πριν από τον θάνατο και καταλήγουν με τον ίδιο τον
θάνατο —άσχετα με το αν το άτομο επανέλθη στη ζωή ή όχι— υπάρχει
πράγματι μία «αλληλουχία» στην εμπειρία. Πολλές όμως από τις εμπειρίες
που μας περιγράφει (π.χ. η ταχύτατη και με χρονολογική σειρά
αναπαράστασις των γεγονότων της ζωής μέσα στην μνήμη ενός άτομου που
κινδυνεύει να πνιγή ή η εμπειρία της εισόδου σε μία «σήραγγα», όταν
χορηγηθή σε κάποιον ένα αναισθητικό, όπως ο αιθέρας) είναι αρκετά
συνήθεις εμπειρίες ανθρώπων που δεν είχαν ποτέ κάποια πείρα του
«κλινικού θανάτου» και γι' αυτό ίσως να ανήκουν στο «πρότυπο» κάποιας
γενικώτερης εμπειρίας που μόνο συμπτωματικά συναντάται στην εμπειρία
του θανάτου. Μερικά από τα νεώτερα βιβλία είναι ακόμη λιγώτερο
επιλεκτικά ως προς τις εμπειρίες που καταγράφουν. Συμπεριλαμβάνουν
αδιάκριτα «εξωσωματικές» εμπειρίες μαζί με πραγματικές εμπειρίες
θανάτου και επιθανάτιας αγωνίας.
Τρίτον,
το γεγονός ότι ο συγγραφεύς αντιμετωπίζει το φαινόμενο αυτό
επιστημονικά, χωρίς να έχη εκ των προτέρων σαφή αντίληψι του τι πράγματι
συμβαίνει στην ψυχή κατά την ώρα του θανάτου, τον αφήνει εκτεθειμένο
στον κίνδυνο πολλών συγχύσεων και παρερμηνειών της εμπειρίας αυτής. Αυτό
βεβαίως κανείς δεν μπορεί να το αποφύγη, όταν απλώς συγκεντρώνη
κάποιες περιγραφές, αφού αυτοί που δίνουν τις συνεντεύξεις προσθέτουν
αναπόφευκτα και την δική τους ερμηνεία στα περιγραφόμενα. Ο ίδιος ο
συγγραφεύς παραδέχεται ότι στην πραγματικότητα είναι αδύνατον να
μελετηθή το ζήτημα αυτό «επιστημονικά» και έτσι τελικά προσπαθεί να βρή
μια εξήγησι σε παράλληλες εμπειρίες που περιέχονται σε τέτοια
αποκρυφιστικά κείμενα όπως αυτά του Σβέντενμποργκ9 και της Θιβετιανής Βίβλου των Νεκρών10 .
Σημειώνει μάλιστα ότι σκοπεύει τώρα να εξετάση καλύτερα «την τεράστια
γραμματεία που αναφέρεται σε παραψυχολογικά και αποκρυφιστικά
φαινόμενα», για να κατανοήση περισσότερο τα γεγονότα που μελέτησε .
Όλα
αυτά τα στοιχεία μας οδηγούν τελικά στο συμπέρασμα ότι δεν πρέπει να
περιμένουμε πάρα πολλά από αυτό το βιβλίο και τα άλλα όμοιά του, διότι
δεν μπορούν να μας δώσουν μία πλήρη και εσωτερικά συνεπή περιγραφή για
το τι συμβαίνει στην ψυχή μετά τον θάνατο. Υπάρχει ωστόσο σ' αυτά τα
βιβλία ένα ικανοποιητικό λήμμα αληθινών εμπειριών κλινικού θανάτου,
που τα καθιστά άξια ιδιαίτερης μελέτης, εφ' όσον μάλιστα υπάρχουν ήδη
μερικοί που ερμηνεύουν τις εμπειρίες αυτές κατά τρόπο εχθρικό προς την
παραδοσιακή χριστιανική πίστι περί επέκεινα ζωής, θέλοντας ειδικώτερα να
αποδείξουν οτι δεν υπάρχει ούτε παράδεισος ούτε —κυρίως— κόλασις. Πώς
λοιπόν θα εξηγήσουμε εμείς τις εμπειρίες αυτές;
Τα
δεκαπέντε στοιχεία που περιγράφει ο Μούντυ σαν συστατικά μέρη μιας
«πλήρους» εμπειρίας θανάτου μπορούν, χάριν διαλεκτικής σκοπιμότητος, να
περιορισθούν σε μερικά κύρια χαρακτηριστικά, τα οποία εμείς θα
παρουσιάσουμε στη συνέχεια, συγκρίνοντάς τα με την αντίστοιχη ορθόδοξη
γραμματεία.
1. Η «εξωσωματική» εμπειρία
Το
πρώτο πράγμα που συμβαίνει σε έναν άνθρωπο που έχει πεθάνει, σύμφωνα
με τις περιγραφές αυτές, είναι ότι αφήνει το σώμα του και εξακολουθεί
να υπάρχη εντελώς χωριστά από αυτό, χωρίς να χάνη ούτε για μία στιγμή
την συνείδησί του. Συνήθως μπορεί να παρατηρή τα πάντα ολόγυρα του,
ακόμη και το ίδιο το νεκρό σώμα του καθώς και τις προσπάθειες που
γίνονται, για να το επαναφέρουν στη ζωή. Αισθάνεται ότι βρίσκεται σε
μιά κατάστασι όπου υπάρχει έλλειψις πόνου, ζεστασιά και άνεσις, περίπου
κάτι σαν να «επιπλέη» ή να «αιωρήται». Είναι εντελώς ανίκανο να
επηρεάση το περιβάλλον του με λόγια ή με την αφή και έτσι συχνά
αισθάνεται μεγάλη «μοναξιά». Η λειτουργία της σκέψεώς του είναι
συνήθως πολύ ταχύτερη από τότε που ήταν μέσα στο σώμα. Παραθέτω μερικά
σύντομα αποσπάσματα από τις εμπειρίες αυτές:
«Εκείνη
την ημέρα έκανε τσουχτερό κρύο. Και όμως, όσο βρισκόμουν μέσα σ'
εκείνη την μαυρίλα, το μόνο που αισθανόμουν ήταν ζεστασιά και η
μεγαλύτερη άνεσις που είχα νοιώσει ποτέ μου... Θυμούμαι ότι
σκεφτόμουν: Θά πρέπη να είμαι νεκρός»12.
«Άρχισα
να αισθάνωμαι τα πλέον υπέροχα συναισθήματα. Δεν αισθανόμουν τίποτε
άλλο εκτός από ειρήνη, άνεσι, χαλάρωμα· με μιά λέξι: γαλήνη»13.
«Τους
έβλεπα να προσπαθούν να με επαναφέρουν στη ζωή. Ήταν πραγματικά
παράξενο. Δεν ήμουν πολύ ψηλά. Ήταν σχεδόν σαν να βρισκόμουν σε ένα
βάθρο, όχι όμως πολύ επάνω από αυτούς· μόλις που κοίταζα από πάνω τους.
Προσπαθούσα να τους μιλήσω, αλλά κανείς δεν μπορούσε να με ακούση,
κανείς δεν με πρόσεχε»14.
«Από
παντού έβλεπα κόσμο να τρέχη στον τόπο του δυστυχήματος... Καθώς με
πλησίαζαν προσπάθησα να παραμερίσω για να μη με ποδοπατήσουν, αλλά
εκείνοι απλώς περνούσαν μέσα από το σώμα μου»15.
«Δεν
ήμουν σε θέσι να αγγίξω τίποτε, ήμουν ανίκανος να επικοινωνήσω με
οποιονδήποτε από αυτούς που ήταν γύρω μου. Ήταν ένα τρομερό αίσθημα
μοναξιάς, ένα αίσθημα πλήρους απομονώσεως. Ήξερα πως ήμουν ολομόναχος»16.
Μερικές
φορές υπάρχει κάποια εντυπωσιακή «αντικειμενική απόδειξις» για το ότι
το άτομο βρίσκεται πράγματι έξω από το σώμα του την στιγμή εκείνη.
Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που είναι σε θέσι να διηγηθούν
συζητήσεις ή συγκεκριμένες λεπτομέρειες γεγονότων που συνέβησαν σε
διπλανά δωμάτια ή ακόμη πιο μακρυά, όσο αυτοί ήταν «νεκροί». Μεταξύ
άλλων παρομοίων παραδειγμάτων, η Δρ Κιούμπλερ-Ρος αναφέρει την αξιόλογη
περίπτωσι μιας τυφλής που «είδε» και αργότερα περιέγραψε με
λεπτομέρεια το κάθε τι μέσα στο δωμάτιο όπου «πέθανε», αν και όταν
επανήλθε στη ζωή ήταν και πάλι τυφλή17. Το
περιστατικό αυτό αποτελεί μία καταπληκτική απόδειξι ότι ο άνθρωπος δεν
βλέπει με το μάτι, ούτε σκέπτεται με τον εγκέφαλο, αφού οι
διανοητικές λειτουργίες είναι ταχύτερες μετά τον θάνατο. Η ψυχή είναι
αυτή που επιτελεί τις λειτουργίες αυτές διά μέσου των φυσικών οργάνων,
όσο το σώμα είναι ζωντανό, και μόνο με την δική της δύναμι, όταν το
σώμα νεκρωθή.
Τίποτε
από αυτά δεν θα πρέπη να φαίνεται παράξενο σε εναν Ορθόδοξο Χριστιανό.
Η εμπειρία που περιγράφεται εδώ είναι αυτό ακριβώς που γνωρίζουν οι
Χριστιανοί ως χωρισμό της ψυχής από το σώμα κατά την ώρα του θανάτου.
Είναι χαρακτηριστικό δείγμα της απιστίας της εποχής μας το γεγονός ότι
οι άνθρωποι αυτοί σπανίως χρησιμοποιούν την χριστιανική ορολογία ή
αντιλαμβάνονται ότι η ψυχή τους είναι εκείνη που απελευθερώνεται από το
σώμα και αισθάνεται όλα αυτά τα πράγματα. Τις περισσότερες φορές είναι
απλώς προβληματισμένοι για την νέα κατάστασι στην οποία βρέθηκαν.
Η περιγραφή μιας μεταθανάτιας εμπειρίας με τίτλο Απίστευτο για πολλούς και όμως πραγματικό γεγονός18,
γράφτηκε ακριβώς από εναν τέτοιον άνθρωπο. Πρόκειται για κάποιον
βαπτισμένο Ορθόδοξο Χριστιανό, ο οποίος επηρεασμένος από το πνεύμα του
τέλους του 19ου αιώνος παρέμενε αδιάφορος προς τις αλήθειες της
πίστεώς του και μάλιστα δεν πίστευε ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή. Αυτή του η
εμπειρία η οποία συνέβη πριν από ενενήντα περίπου χρόνια19
έχει για μας σημέρα μεγάλη αξία και είναι μάλλον έργο της Θείας
Προνοίας, εν όψει μάλιστα των καινούργιων μεταθανάτιων εμπειριών της
εποχής μας. Αποτελεί μία ολοκληρωμένη εμπειρία του τι συμβαίνει στην
ψυχή μετά τον θάνατο και προχωρεί πολύ πιο πέρα από τις σύντομες και
αποσπασματικές περιγραφές των νεωτέρων βιβλίων. Γράφτηκε από έναν
ευαίσθητο άνθρωπο, ο οποίος ξεκινώντας μέσα από την σύγχρονη κατάστασι
της απιστίας έφτασε στο τέλος να αναγνωρίση τις αλήθειες της
Ορθοδοξίας, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε να τελείωση την ζωή του σαν
μοναχός. Αυτό το μικρό βιβλίο μπορεί πράγματι να μας χρησιμεύση σαν
σημείο αναφοράς, προκειμένου να αξιολογήσουμε τις νέες εμπειρίες.
Δεδομένου ότι δεν περιέχει τίποτε το αντίθετο προς την ορθόδοξη
διδασκαλία περί μελλούσης ζωής, έχει εγκριθεί από έναν από τους
διακεκριμένους ιεραποστολικούς εκδότες του τέλους του περασμένου
αιώνος, τον Αρχιεπίσκοπο Νίκωνα της Βολογκντά. Μετά την περιγραφή της
τελικής επιθανάτιας αγωνίας και του τρομακτικού βάρους που τον ωθούσε
κάτω προς τη γη, ο συγγραφεύς της διηγήσεως εξιστορεί:
«Ξαφνικά
ένοιωσα μέσα μου μια ηρεμία. Ανοιξα τα μάτια μου, και όλα όσα είδα
εκείνη την στιγμή, μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια, καταγράφηκαν
στη μνήμη μου με πλήρη διαύγεια.
Είδα
ότι στεκόμουν μόνος σε ενα δωμάτιο. Δεξιά μου, όρθιο μαζεμένο σε
ημικύκλιο γύρω από κάτι, ήταν στριμωγμένο όλο το ιατρικό προσωπικό... Η
σύναξις αυτή των γιατρών μου προξένησε έκπληξι. Εκεί που στέκονταν
υπήρχε μόνο ένα κρεββάτι. Τι ήταν αυτό που τραβούσε την προσοχή τους,
αφού εγώ δεν ήμουν εκεί, αλλά στεκόμουν στη μέση του δωματίου;
Κινήθηκα μπροστά και κοίταξα προς τα εκεί που κοίταζαν όλοι. Εκεί επάνω στο κρεββάτι ήμουν ξαπλωμένος εγώ!...
Δεν
θυμάμαι να ένοιωσα κάτι σαν φόβο, όταν είδα τον δεύτερο εαυτό μου.
Είχα μόνο μία απορία. Πώς μπορεί να βρίσκωμαι εδώ και συγχρόνως να
είμαι και εκεί; Πώς γίνεται αυτό;...
Ήθελα
να αγγίξω τον εαυτό μου, να πιάσω το αριστερό μου χέρι με το δεξί,
αλλά το χέρι μου διαπερνούσε το σώμα μου... Φώναξα τον γιατρό, αλλά η
ατμόσφαιρα αποδείχθηκε εντελώς ακατάλληλη. Δεν δεχόταν ούτε μετεβίβαζε
τους ήχους της φωνής μου και κατάλαβα ότι βρισκόμουν σε μία κατάστασι
πλήρους αποξενώσεως από όλα όσα ήταν τριγύρω μου. Όταν συνειδητοποίησα
αυτή την παράξενη απομόνωσί μου, με κυρίευσε ενα αίσθημα πανικού.
Πραγματικά, υπήρχε κάτι το ανείπωτα φρικτό σ' αυτή την αλλόκοτη
απομόνωσι...
Έρριξα
μία ματιά, και τότε μου ήλθε για πρώτη φορά η σκέψις: Είναι δυνατόν
αυτό που μου συνέβη, στη γλώσσα μας, στη γλώσσα των ζωντανών ανθρώπων,
να αποκαλήται με την λέξι «θάνατος»; Αυτή η σκέψις μου ήλθε, διότι το
σώμα που ήταν ξαπλωμένο στο κρεββάτι είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός
πτώματος...
Η έννοια της λέξεως «θάνατος» είναι συνυφασμένη με την ιδέα μιας κάποιας καταστροφής, μιας διακοπής της ζωής. Πώς όμως μπορούσα να σκέπτωμαι ότι πέθανα, αφού δεν είχα χάσει ούτε μία στιγμη την αυτοσυνειδησία μου;
Ένοιωθα ακριβώς σαν να ήμουν ζωντανός, τα άκουγα όλα, τα έβλεπα και τα
αντιλαμβανόμουν όλα, ήμουν ικανός να κινούμαι, να σκέπτωμαι και να
μιλώ...
Η
αποξένωσις αυτή από κάθε τι γύρω μου και ο διχασμός της προσωπικότητάς
μου, θα μπορούσαν να με κάνουν να αντιληφθώ αυτό που μου συνέβη, αν
πίστευα στην ύπαρξι της ψυχής και αν ήμουν θρησκευόμενος. Επειδή όμως
εγώ δεν πίστευα, με ωδηγούσε μόνο αυτό που αισθανόμουν. Η αίσθησις της
ζωής ήταν τόσο ξεκάθαρη, ώστε ένοιωθα μόνο αμηχανία γι' αυτό το παράξενο
φαινόμενο. Μου ήταν εντελώς αδύνατο να συνδέσω τα συναισθήματά μου με
την παραδοσιακή αντίληψι περί θανάτου, να πιστέψω δηλαδή ότι δεν
υπάρχω, ενόσω είχα αίσθησι και συνείδησι του εαυτού μου...