Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

Αποκάλυψη του Αγίου Αντωνίου για τη Μοναχική χάρη


Αποκάλυψη του Αγίου Αντωνίου για τη Μοναχική χάρη
Ο Άγιος Αντώνιος έλεγε: «Παρακάλεσα τον Θεό ζητώντας να μου δείξει με ποια βοήθεια είναι προικισμένος ο Μοναχός για την καλογερική χάρη και μου έδειξε μεγάλη πύρινη λαμπάδα και πλήθος οπλισμένων Αγγέλων, οι οποίοι κυκλώνουν τον Μοναχό που προθυμοποιείται να σωθεί. Και ακούστηκε φωνή από το Άγιο Πνεύμα η οποία έλεγε στους Αγγέλους: «Σε όλη του τη ζωή να μην απομακρυνθείτε από αυτόν».

Όταν είδα τόσο μεγάλη βοήθεια, αναστέναξα και είπα στον εαυτό μου. Αλίμονο σε σένα, Αντώνιε! Πόση βοήθεια σου έστειλε ο Θεός για να σε προφυλάξει και εσύ αμελείς!

Πάλι έκανα προσευχή και είπα: «Κύριε, πώς εξαπατά ο Διάβολος και παραπλανά τον Μοναχό, όταν αυτός είναι περικυκλωμένος με τόση βοήθεια;» Και άκουσα πάλι εκείνη τη φωνή να μου λέει: «Να το ξέρεις ότι ο Διάβολος δεν έχει δύναμη να νικήσει τον Μοναχό επειδή με την ενσάρκωσή μου κομμάτιασα τη δύναμή του, αλλά ο καθένας νικιέται από την δική του αμέλεια και την ελλιπή φροντίδα».

Και εγώ είπα∙ «Κύριε, άραγε όλοι οι Μοναχοί έχουν τέτοια βοήθεια;»
      
Και μου έδειξε ο Κύριος μεγάλο πλήθος Μοναχών και καθένας από αυτούς είχε την προσωπική του βοήθεια την οποία είδα την πρώτη φορά, δηλαδή μια μεγάλη λαμπάδα πύρινη και γύρω από αυτόν μια στρατιά Αγγέλων. Όταν τα είδα αυτά είπα: Μακάριο είναι και ευτυχισμένο το γένος των χριστιανών και ιδιαίτερα μακάριοι είναι οι Μοναχοί οι οποίοι έχουν για βοήθειά τους τέτοιον Δεσπότη καλό, φιλάνθρωπο και ελεήμονα. Λοιπόν και εμείς, αδελφοί, ας φροντίζουμε χωρίς αμέλεια για την σωτηρία της ψυχής, για να αξιωθούμε την Βασιλεία των Ουρανών, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ταιριάζει κάθε δόξα μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν».
Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη Θεσσαλονίκη"

Ο Ασκητής και ο Ληστής


Ο Ασκητής και ο Ληστής
Άγνωστες Ιστορίες της Ερήμου
Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΛΗΣΤΗΣ
Ήταν ένας γέροντας ασκητής και αναχωρητής, όστις ασκήτευσεν εις τόπον έρημον χρόνους εβδομήκοντα με νηστείαν και παρθενίαν και αγρυπνίαν. Εις τόσους δε χρόνους όπου εδούλευε τον Θεόν δεν αξιώθη να ιδή καμμίαν οπτασίαν και αποκάλυψιν εκ Θεου. Και ελογίασε και έβαλε τούτο εις τον νουν του λέγων: «Μήπως δια καμμίαν αφορμήν όπου δεν ηξεύρω εγώ δεν αρέσει του Θεου η ασκησίς μου, και η εργασία μου θέλει είναι απαράδεκτος· δια τούτο δεν δύναμαι να αποκαλυφθώ και να ιδώ κανένα μυστήριον».
Ταύτα διαλογιζόμενος ο γέρων άρχισε να δέεται και να παρακαλή τον Θεόν περισσότερον, προσευχόμενος και λέγων: «Κύριε εάν άρα σε αρέση η άσκησίς μου και δέχεσαι τα έργα μου, δέομαι, σου ο αμαρτωλός και ανάξιος, ίνα χαρίσης και εις εμέ ένα σταλαγμόν από τα χαρίσματά σου, να πληροφορηθώ με μίαν φανέρωσιν ενός μυστηρίου ότι ήκουσας την δέησίν μου, δια να περνώ θαρρετά και πληροφορημένα την ασκητικήν μου ζωήν». Ταύτα του αγίου γέροντος δεομένου και παρακαλούντος, ήλθε προς αυτόν φωνή εκ Θεου λέγουσα: «Αν είναι και αγαπάς να ιδής την δόξαν μου, πήγαινε μέσα εις την βαθυτάτην έρημον και θέλεις αποκαλυφθή μυστήρια».
Ως ήκουσε ταύτην την φωνήν ο γέρων, εξέβη από το κελλίον του και, ωσάν εμάκρυνεν εκείθεν, τον απάντησεν ένας λη­στής, ο οποίος, καθώς είδε τον αββάν, ώρμησε με βίαν προς αυτόν θέλοντας να τον φονεύση. Και ωσάν τον επίασεν, είπε προς αυτόν: «Εις καλήν ώραν σε απάντησα, Γέ­ροντα, να τελειώσω την εργασίαν μου να σωθώ. Διότι ημείς oι λησταί έχομεν τοιαύτην συνήθειαν και τοιούτον νόμον και πίστιν, ότι όποιος ημπορέσει να κάμη εκατόν φόνους, κατά πάσαν ανάγκην υπάγει εις τον παράδεισον. Λοιπόν εγώ, πολλά κοπιάσας έως τώρα, έκαμα φόνους εννενήκοντα εννέα και λείπωντάς με ένας είχα πολλήν φροντί­δα και μέριμναν να τελειώσω την εκατοντάδα μου να σωθώ. Λοιπόν έχω σε μεγάλην χάριν και σε ευχαριστώ, οτι σήμερον δια εσένα απολαμβάνω τον παράδεισον».
Ταύτα λέγοντος του ληστού, ως τα ήκουσεν ο γέρων, εξεπλάγη και ετρόμαξεν εις τον εξαφνικόν και ανέλπιστον πειρασμόν. Και ατενίσας τα όμματα του νοός του προς τον θεόν τοιαύτα διαλογιζόμενος έλεγεν: «Αυτή είναι η δόξα σου, Δέσποτα Κύριε, όπου έταξες να δείξης εις εμέ τον δούλον σου; Τοιαύτην βουλήν με έδωκες τον αμαρτωλόν, να εξέβω από το κελλίον μου να με πληροφορήσης τοιούτον φοβερόν μυστήριον; Με τοιαύτας δωρεάς κά­μνεις την αμοιβήν δια τους κόπους της ασκήσεως όπου έσυρα δια λόγου σου; Τώ­ρα εγνώρισα αληθώς, Κύριε, ότι όλος μου ο κόπος της ασκήσεως ήταν μάταιος· και πάσα προσευχή μου ελογίσθη έμπροσθεν σου ώς σίγχαμα και βδέλυγμα. Όμως ευχα­ριστώ την φιλανθρωπίαν σου, Κύριε, ότι, καθώς γνωρίζεις, παιδεύεις την άναξιότητά μου, καθώς με πρέπει, διά τας αμέτρους άμαρτίας μου και με παρέδωκες εις χείρας ληστού και φονέως».
Τοιαύτα λέγων ο γέρων και λυπούμενος εδίψησε πολλά και είπε προς τον ληστήν: «Επειδή, ώ τέκνον, με το να είμαι αμαρτωλός, με επαρέδωκεν ο Θεός εις τας χείρας σου να με θανατώσης και γίνεται και η επιθυμία σου, καθώς ηγάπησας, και στερεύομαι την ζωήν, ωσάν κακός άνθρωπος όπου είμαι, δια τούτο παρακαλώ σε κάμε μου μίαν χάριν και ένα θέλημα παραμικρόν και δος μοι ολίγον νερόν να πίω, είτα αποκεφάλισόν με». Και ώς ήκουσεν ο ληστής τον λόγον του γέροντος, θέλοντας μετά προθυ­μίας να πληρώση το ζητημά του, έβαλεν εις την θήκην την σπάθην, όπου εκράτει ξεγυμνωμένην, και έβγαλεν από τον κόλπον του ένα αγγείον και επήγεν εις το ποτάμι όπου ήτον εκεί σιμά και έσκυψε να το γεμώση, διά να φέρη του γέροντος να πίη. Και εκεί όπου ήθελε να γεμίση το αγγείον, εξεψύχησε και απέθανεν. Λοιπόν, ως απέρασεν ολίγη ώρα και δεν ήλθεν ο ληστής, διελογίζετο ο γέρων και έλεγε: «Μήπως και ήτον νυστασμένος και έπεσε και απεκοιμήθη και διά τούτο αργεί και έχω άδειαν να φύγω και να υπάγω εις το κελλίον μου. Αμή επειδή και είμαι γέρων, φοβούμαι, διότι δεν έχω δύναμιν να δράμω και ως αδύνατος θέλω κουρασθή, να με φθάση. Και αφού τον θυμώσω με τούτον τον τρόπον, θέλει με τυραννήση χωρίς λύπησιν κόπτοντάς με ζωντανόν εις πολλά κομμάτια. Λοιπόν ας μη φύγω, αμή ας υπάγω εις τον ποταμόν, να ιδώ τι κάμνει». Υπήγε λοιπόν ό γέρων μέ­σα εις τοιούτους διαλογισμούς και ευρήκεν αυτόν αποθαμένον και, ως τον είδεν, εθαύμασε και εξεπλάγη. Και σηκώνοντας τα χέ­ρια του εις τον ουρανόν έλεγε: «Κύριε φι­λάνθρωπε, εάν ουκ αποκαλύψης μοι το μυστήριον τούτο, δεν βάνω τα χέρια μου κά­τω. Λυπήσου λοιπόν τον κόπον μου και φανέρωσόν μου το πράγμα τούτο».
Ταύτα προσευχομένου του γέροντος, ήλθεν Άγγελος Κυρίου και είπε προς αυ­τόν: «Βλέπεις, αββά, τούτον κείτεται έμπροσθέν σου αποθαμένος; Διά λόγου σου αναρπάσθηκεν αιφνιδίω θανάτω, διά να γλυτώσης εσύ και να μη σε θανατώση. Λοι­πόν θάψε τον ως ένα σωσμένον. Διότι ή υπακοή όπου έκαμε προς εσένα και έκρυψε την φονεύτριαν σπάθην εις την θήκην της, διά να υπάγη να σε φέρη νερόν, να καταπαύση την φλόγα της δίψης σου, με αυτό το έργον εκαταπράυνε την οργήν του Θεού και τον εδέχθη ως εργάτην της υπακοής. Και η ομολογία των εννενήκοντα εννέα φόνων εις εξομολόγησιν ελογίσθη. Λοιπόν θάψε τον και έχε τον με τούς σωσμένους. Και γνώρισε διά τούτου το πέλαγος της φιλανθρωπίας και ευσπλαγχνίας του Θεού. Και πήγαινε χαίροντας εις το κελλίον σου και ας είσαι πρόθυμος εις τας προσευχάς σου και μη λυπήσαι και να λέγης, ότι πως είσαι αμαρτωλός και άμοιρος από αποκάλυψιν. Ιδού γαρ απεκάλυψέ σε ό Θεός ένα μυστήριον. Ήξευρε δε και τούτο, ότι όλοι oι κόποι της ασκήσεώς σου είναι δεκτοί ενώπιον του Θεού· διότι δεν είναι κανένας κόπος όπου γίνεται δια τον Θεόν και να μην έλθη έμ­προσθεν αυτού». Ταύτα ακούσας ο γέρων έθαψε τον νεκρόν.
(Από χειρόγραφον Γεροντικόν της Ι.Μ Φιλοθέου)
Πηγή: Αγιορείτικη Μαρτυρία - Τριμηνιαία έκδοσις της Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου.
Ιούνιος - Αύγουστος 1989 τεύχος 4

Το σύγχρονο φαινόμενο των «μεταθανάτιων» εμπειριών ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΩΝ "ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΩΝ" ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ1 Του π. Σεραφείμ Ρόουζ

Το σύγχρονο φαινόμενο των «μεταθανάτιων» εμπειριών
ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΩΝ "ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΩΝ" ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ1
Του π. Σεραφείμ Ρόουζ
Το θέμα της ζωής μετά τον θάνα­το έχει γίνει εντελώς ξαφνικά αντικείμενο εκτεταμένου λαϊκού ενδιαφέροντος στον δυτικό κό­σμο. Τα τελευταία χρόνια έχουν εκδοθεί πολλά βιβλία στα οποία επιδιώκεται μία περιγραφή των «μεταθανάτιων» εμπειριών. Διάσημοι επιστήμονες και ιατροί έχουν συγγράψει τέτοια βιβλία ή έχουν υποστηρίξει θερμά την έκδοσί τους. Μία εξ αυτών, η παγ­κοσμίου φήμης ιατρός και «ειδικός» επί προ­βλημάτων θανάτου και επιθανάτιας αγωνίας Έλίζαμπεθ Κιούμπλερ-Ρος, υποστηρίζει ότι οι έρευνες αυτές σχετικά με τις μεταθανάτιες εμπειρίες «θα διαφωτίσουν πολλούς και θα επιβεβαιώσουν αυτό που διδασκόμαστε εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, ότι δηλαδή υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο».
Όλα αυτά βέβαια αποτελούν μία απότομη αλλαγή του κλίματος που επικρατούσε μέχρι σήμερα στους ιατρικούς και επιστημονικούς κύκλους, οι οποίοι γενικά αντιμετώπιζαν το θέμα του θανάτου σαν «ταμπού» και τοποθε­τούσαν κάθε ιδέα περί συνεχίσεως της ζωής μετά τον θάνατο στον χώρο της φαντασίας ή της δεισιδαιμονίας ή, στην καλύτερη περίπτωσι, των προσωπικών πεποιθήσεων, για τις ο­ποίες δεν υπάρχουν αντικειμενικές αποδείξεις.
Η εξωτερική αιτία της ξαφνικής αυτής αλ­λαγής τρόπου σκέψεως είναι απλή: Τα τε­λευταία χρόνια χρησιμοποιούνται ευρύτατα νέες τεχνικές διεγέρσεως της σταματημένης καρδιάς για την επαναφορά των αρτιθανών ή «κλινικά νεκρών» ασθενών στη ζωή.  Έτσι ένας μεγάλος αριθμός ατόμων «εξ ορισμού» νεκρών για την ιατρική επιστήμη (χωρίς σφυγμό ή καρδιακούς παλμούς) έχουν επα­νέλθει στη ζωή και πολλοί απ' αυτούς μιλούν ήδη ανοιχτά για τις «μεταθανάτιες» εμπει­ρίες τους, εφ' όσον έχει εκλείψει η σχετική προκατάληψις και ο φόβος να τους χαρακτηρίσουν τρελούς.
Όμως το πιο ενδιαφέρον για μας είναι το βαθύτερο αίτιο αυτής της αλλαγής, καθώς επίσης και η «ιδεολογία» της. Για ποιο λόγο το φαινόμενο αυτό να γίνη ξαφνικά τόσο ε­ξαιρετικά δημοφιλές και βάσει ποιας θρη­σκευτικής ή φιλοσοφικής θεωρίας γίνεται συ­νήθως κατανοητό από τους περισσότερους;  Αν έχη γίνει πια κι αυτό ενα από τα «ση­μεία των καιρών», ενα σύμπτωμα του θρη­σκευτικού ενδιαφέροντος των ημερών μας, ποια πρέπει να είναι η σημασία του; Θα επανέλθουμε στα ερωτήματα αυτά, αφού εξετά­σουμε από πιο κοντά το ίδιο το φαινόμενο.
Πρώτα-πρώτα όμως πρέπει να διερωτη­θούμε: Με ποια κριτήρια θα εξετάσουμε αυτό το φαινόμενο; Αυτοί οι ίδιοι που το περιγρά­φουν δεν έχουν να δώσουν κάποια σαφή ερ­μηνεία σ' αυτό. Συχνά αναζητούν μιά τέτοια ερμηνεία σε αποκρυφιστικά ή πνευματιστικά κείμενα. Μερικοί θρησκευόμενοι (όπως επί­σης και μερικοί επιστήμονες), επειδή διαισθάνονται κάποια απειλή για τις καθιερωμένες πεποιθήσεις τους, απλά απορρίπτουν αυτές τις εμπειρίες, έτσι όπως περιγράφονται, και τις τοποθετούν συνήθως στον χώρο των «πα­ραισθήσεων». Αυτό εχει γίνει από μερικούς Προτεστάντες οι οποίοι είναι προσκολλημέ­νοι στην άποψι ότι η ψυχή μετά τον θάνατο βρίσκεται σε κατάστασι ασυνειδησίας ή πη­γαίνει αμέσως «κοντά στον Χριστό». Το ίδιο κάνουν και κάποιοι δογματικοί άθεοι, οι οποίοι απορρίπτουν εξ υπαρχής την ιδέα ότι η ψυχή επιζεί, οποιαδήποτε κι αν είναι τα τεκ­μήρια που τους προσφέρονται.  Όμως οι εμ­πειρίες αυτές δέν μπορούν να εξηγηθούν διά μιας απλής απορρίψεως. Πρέπει να κατανοη­θούν σωστά αυτές καθεαυτές, αλλά και μέσα στο γενικώτερο πλαίσιο των όσων γνωρίζου­με για την τύχη της ψυχής μετά τον θάνατο.
Δυστυχώς ακόμη και μερικοί Όρθόδοξοι Χριστιανοί, επηρεασμένοι συνήθως από κά­ποιες σύγχρονες υλιστικές ιδέες, που πέρασαν συγκεκαλυμμένες μέσα στον Προτεσταντισμό και τον Ρωμαιοκαθολικισμό, φθάνουν να έχουν μάλλον αόριστη και συγκεχυμένη γνώ­μη σχετικά με την πέραν του τάφου ζωή. Ο συγγραφεύς κάποιου από τα νέα βιβλία για τις μεταθανάτιες εμπειρίες ζήτησε τις από­ψεις διαφόρων ομολογιών σχετικά με την κατάστασι της ψυχής μετά τον θάνατο. Έτσι επισκέφθηκε κι έναν ιερέα της Ελληνορθοδό­ξου Αρχιεπισκοπής, ο οποίος του μίλησε γε­νικά για παράδεισο και κόλασι, του είπε ό­μως ότι η Ορθοδοξία δεν έχει «κάποια συγ­κεκριμένη άποψι για το πώς είναι η μέλλου­σα ζωή». Έτσι ο συγγραφεύς συνεπέρανε ότι «η Ελληνορθόδοξη άποψι για την μέλλουσα ζωή δεν είναι σαφής»2.
Βέβαια η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει αρκε­τά συγκεκριμένη διδασκαλία και άποψι για την μεταθανάτια ζωή, ξεκινώντας μάλιστα από αυτήν την ίδια την στιγμή του θανάτου. Η διδασκαλία αυτή περιέχεται στην Αγία Γραφή (ερμηνευμένη σε συνάρτησι με το σύ­νολο των χριστιανικών δογμάτων), στα κεί­μενα των Αγίων Πατέρων και, ειδικώτερα, όσον άφορα τις συγκεκριμένες εμπειρίες της ψυχής μετά τον θάνατο, σε πολλούς βίους α­γίων και ανθολογίες σχετικών προσωπικών εμπειριών. Ολόκληρο το τέταρτο βιβλίο των Διαλόγων του αγίου Γρηγορίου πάπα Ρώ­μης του Μεγάλου († 604) είναι αφιερωμένο στο θέμα αυτό. Στις μέρες μας εκδόθηκε στα αγγλικά μία ανθολογία από τέτοιες εμπει­ρίες, παρμένες τόσο από παλαιούς Βίους Α­γίων όσο και από πρόσφατες προσωπικές πε­ριγραφές3. Επίσης τελευταία επανεκδόθηκε στα αγγλικά ενα αξιόλογο κείμενο, που γρά­φτηκε στα τέλη του 19ου αιώνος από κάποιον που ξαναγύρισε στη ζωή, αφού παρέμεινε νε­κρός επί τριάντα έξι ώρες4. Ο Ορθόδοξος λοιπόν έχει στην διάθεσί του μία πλούσια γραμματεία, με την βοήθεια της οποίας μπορεί να κατανοήση και να αξιολογήση τις νεώ­τερες «μεταθανάτιες» εμπειρίες κάτω από το φως της σύνολης χριστιανικής διδασκαλίας περί μελλούσης ζωής.
Το βιβλίο που αναζωπύρωσε το σύγχρονο ενδιαφέρον επί του θέματος πρωτοκυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1975 και γράφτηκε από ενα νεαρό ψυχίατρο από τις νότιες Ηνω­μένες Πολιτείες5, ο οποίος όμως τότε αγνο­ούσε οποιαδήποτε άλλη σχετική μελέτη ή βι­βλιογραφία. Καθώς όμως το βιβλίο ακόμη τυπωνόταν, έγινε εμφανές ότι είχε ήδη προϋ­πάρξει μεγάλο ενδιαφέρον επί του θέματος και ότι πολλά είχαν ήδη γραφεί περί αυτού. Η καταπληκτική επιτυχία του βιβλίου του δόκτορος Μούντυ (πουλήθηκαν πάνω από δύο εκατομμύρια αντίτυπα) έφερε τις εμπει­ρίες των ετοιμοθάνατων στο φως της ανοι­χτής δημοσιότητος και τα επόμενα τέσσερα χρόνια ένας αξιόλογος αριθμός βιβλίων και άρθρων για τις εμπειρίες αυτές εμφανίστηκε στον τύπο. Μεταξύ των σπουδαιότερων είναι τα άρθρα της δόκτορος Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ-Ρός, της οποίας οι διαπιστώσεις είναι όμοιες με εκείνες του δόκτορος Μούντυ, και οι επιστημονικές μελέτες των ιατρών  Όσις και Χάραλντσον. Επίσης ο ίδιος ο Μούντυ έγραψε ενα δεύτερο βιβλίο σαν συνέχεια του πρώτου6 με συμπληρωματικό υλικό και και­νούργιες σκέψεις επί του θέματος. Τις διαπι­στώσεις αυτών και άλλων νεωτέρων βιβλίων (που κατά βάσιν συμφωνούν μεταξύ τους ως προς τα εν λόγω φαινόμενα) θα εξετάσουμε παρακάτω. Και θα ξεκινήσουμε από το πρώ­το βιβλίο του δόκτορος Μούντυ, που αποτε­λεί μια αρκετά αντικειμενική και συστημα­τική προσέγγισι του όλου θέματος.
Μέσα σε δέκα χρόνια ο Μούντυ συγκέν­τρωσε τις προσωπικές μαρτυρίες 150 περί­που ατόμων, τα οποία είτε είχαν γευθεί τον ίδιο τον θάνατο ή είχαν φθάσει στα πρόθυρά του, είτε του μετέφεραν τις εμπειρίες άλλων τους οποίους είχαν δει να πεθαίνουν. Από ό­λους αυτούς επικέντρωσε τις έρευνές του σε πενήντα περίπου άτομα, με τα οποία είχε λε­πτομερείς συνεντεύξεις. Προσπαθεί να είναι αντικειμενικός στην παρουσίασι των στοιχεί­ων αυτών, μολονότι παραδέχεται ότι το βιβλίο «είναι φυσικό να αντικατροπτίζη την παιδεία, τις γνώμες και τις προκαταλήψεις του συγγραφέως του»7, ο οποίος από πλευ­ράς θρησκευτικής καταγωγής είναι μεθοδιστής προτεστάντης με φιλελεύθερες μάλλον απόψεις. Και πράγματι υπάρχουν κάποια μειονεκτήματα στο βιβλίο αυτό, αν θέλουμε να το δούμε σαν μία αντικειμενική μελέτη των «μεταθανάτιων» φαινομένων:
Πρώτον, ο συγγραφεύς δεν καταγράφει ού­τε μία ολοκληρωμένη εμπειρία θανάτου από την αρχή ως το τέλος. Δίνει μόνο αποσπά­σματα (συνήθως πολύ σύντομα), τα οποία είναι και αντιπροσωπευτικά των δεκαπέντε χωριστών στοιχείων που κατά την γνώμη του συγγραφέως απαρτίζουν το «πρότυπο» μιας «πλήρους» εμπειρίας θανάτου. Στην πραγματικότητα όμως οι εμπειρίες των ετοι­μοθάνατων που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό, καθώς και σε άλλα μεταγενέστερα, διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους ως προς τις λεπτομέρειες, ώστε να φαίνεται τουλάχιστον πρόωρη η προσπάθεια να συμπεριληφθούν ό­λες μέσα σε ένα «πρότυπο». Το «πρότυπο» του δόκτορος Μούντυ φαίνεται σε ωρισμένα σημεία τεχνητό και βεβιασμένο, χωρίς αυτό βεβαίως να μειώνη την αξία των καθαυτό μαρτυριών που καταγράφει ο συγγραφεύς.
Δεύτερον, ο συγγραφεύς έχει ενοποιήσει δύο μάλλον διαφορετικά είδη εμπειριών: τις καθαυτό εμπειρίες του «κλινικού θανάτου» και τις εμπειρίες των «πρόθυρων του θανά­του» . Και δέχεται μεν ότι τα δύο είδη διαφέ­ρουν μεταξύ τους, υποστηρίζει όμως ότι σχη­ματίζουν μία «αλληλουχία»8 και γι' αυτό πρέπει να μελετηθούν μαζί. Στις περιπτώσεις που οι εμπειρίες αρχίζουν πριν από τον θάνα­το και καταλήγουν με τον ίδιο τον θάνατο —άσχετα με το αν το άτομο επανέλθη στη ζωή ή όχι— υπάρχει πράγματι μία «αλλη­λουχία» στην εμπειρία. Πολλές όμως από τις εμπειρίες που μας περιγράφει (π.χ. η ταχύ­τατη και με χρονολογική σειρά αναπαράστασις των γεγονότων της ζωής μέσα στην μνή­μη ενός άτομου που κινδυνεύει να πνιγή ή η εμπειρία της εισόδου σε μία «σήραγγα», όταν χορηγηθή σε κάποιον ένα αναισθητικό, όπως ο αιθέρας) είναι αρκετά συνήθεις εμπειρίες ανθρώπων που δεν είχαν ποτέ κάποια πείρα του «κλινικού θανάτου» και γι' αυτό ίσως να ανήκουν στο «πρότυπο» κάποιας γενικώτερης εμπειρίας που μόνο συμπτωματικά συναντά­ται στην εμπειρία του θανάτου. Μερικά από τα νεώτερα βιβλία είναι ακόμη λιγώτερο επι­λεκτικά ως προς τις εμπειρίες που καταγρά­φουν. Συμπεριλαμβάνουν αδιάκριτα «εξω­σωματικές» εμπειρίες μαζί με πραγματικές εμπειρίες θανάτου και επιθανάτιας αγωνίας.
Τρίτον, το γεγονός ότι ο συγγραφεύς αντι­μετωπίζει το φαινόμενο αυτό επιστημονικά, χωρίς να έχη εκ των προτέρων σαφή αντίληψι του τι πράγματι συμβαίνει στην ψυχή κα­τά την ώρα του θανάτου, τον αφήνει εκτεθει­μένο στον κίνδυνο πολλών συγχύσεων και παρερμηνειών της εμπειρίας αυτής. Αυτό βε­βαίως κανείς δεν μπορεί να το αποφύγη, όταν απλώς συγκεντρώνη κάποιες περιγραφές, αφού αυτοί που δίνουν τις συνεντεύξεις προσθέ­τουν αναπόφευκτα και την δική τους ερμη­νεία στα περιγραφόμενα. Ο ίδιος ο συγγρα­φεύς παραδέχεται ότι στην πραγματικότητα είναι αδύνατον να μελετηθή το ζήτημα αυτό «επιστημονικά» και έτσι τελικά προσπαθεί να βρή μια εξήγησι σε παράλληλες εμπειρίες που περιέχονται σε τέτοια αποκρυφιστικά κείμενα όπως αυτά του Σβέντενμποργκ9 και της Θιβετιανής Βίβλου των Νεκρών10 . Ση­μειώνει μάλιστα ότι σκοπεύει τώρα να εξετάση καλύτερα «την τεράστια γραμματεία που αναφέρεται σε παραψυχολογικά και αποκρυφιστικά φαινόμενα», για να κατανοήση πε­ρισσότερο τα γεγονότα που μελέτησε .
Όλα αυτά τα στοιχεία μας οδηγούν τελι­κά στο συμπέρασμα ότι δεν πρέπει να περιμέ­νουμε πάρα πολλά από αυτό το βιβλίο και τα άλλα όμοιά του, διότι δεν μπορούν να μας δώσουν μία πλήρη και εσωτερικά συνεπή πε­ριγραφή για το τι συμβαίνει στην ψυχή μετά τον θάνατο. Υπάρχει ωστόσο σ' αυτά τα βι­βλία  ένα ικανοποιητικό λήμμα αληθινών εμ­πειριών κλινικού θανάτου, που τα καθιστά ά­ξια ιδιαίτερης μελέτης, εφ' όσον μάλιστα υπάρχουν ήδη μερικοί που ερμηνεύουν τις εμ­πειρίες αυτές κατά τρόπο εχθρικό προς την παραδοσιακή χριστιανική πίστι περί επέκεινα ζωής, θέλοντας ειδικώτερα να αποδείξουν οτι δεν υπάρχει ούτε παράδεισος ούτε —κυρί­ως— κόλασις. Πώς λοιπόν θα εξηγήσουμε εμείς τις εμπειρίες αυτές;
Τα δεκαπέντε στοιχεία που περιγράφει ο Μούντυ σαν συστατικά μέρη μιας «πλήρους» εμπειρίας θανάτου μπορούν, χάριν διαλεκτι­κής σκοπιμότητος, να περιορισθούν σε μερικά κύρια χαρακτηριστικά, τα οποία εμείς θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια, συγκρίνοντάς τα με την αντίστοιχη ορθόδοξη γραμματεία.
1. Η «εξωσωματική» εμπειρία
Το πρώτο πράγμα που συμβαίνει σε έναν άνθρωπο που έχει πεθάνει, σύμφωνα με τις περιγραφές αυτές, είναι ότι αφήνει το σώμα του και εξακολουθεί να υπάρχη εντελώς χω­ριστά από αυτό, χωρίς να χάνη ούτε για μία στιγμή την συνείδησί του. Συνήθως μπορεί να παρατηρή τα πάντα ολόγυρα του, ακόμη και το ίδιο το νεκρό σώμα του καθώς και τις προσπάθειες που γίνονται, για να το επανα­φέρουν στη ζωή. Αισθάνεται ότι βρίσκεται σε μιά κατάστασι όπου υπάρχει έλλειψις πόνου, ζεστασιά και άνεσις, περίπου κάτι σαν να «επιπλέη» ή να «αιωρήται». Είναι εντελώς ανίκανο να επηρεάση το περιβάλλον του με λόγια ή με την αφή και έτσι συχνά αισθάνε­ται μεγάλη «μοναξιά». Η λειτουργία της σκέψεώς του είναι συνήθως πολύ ταχύτερη από τότε που ήταν μέσα στο σώμα. Παραθέ­τω μερικά σύντομα αποσπάσματα από τις εμπειρίες αυτές:
«Εκείνη την ημέρα έκανε τσουχτερό κρύο. Και όμως, όσο βρισκόμουν μέσα σ' εκείνη την μαυρίλα, το μόνο που αισθανόμουν ήταν ζε­στασιά και η μεγαλύτερη άνεσις που είχα νοιώσει ποτέ μου... Θυμούμαι ότι σκεφτό­μουν: Θά πρέπη να είμαι νεκρός»12.
«Άρχισα να αισθάνωμαι τα πλέον υπέρο­χα συναισθήματα. Δεν αισθανόμουν τίποτε άλλο εκτός από ειρήνη, άνεσι, χαλάρωμα· με μιά λέξι: γαλήνη»13.
«Τους έβλεπα να προσπαθούν να με επα­ναφέρουν στη ζωή. Ήταν πραγματικά παρά­ξενο. Δεν ήμουν πολύ ψηλά. Ήταν σχεδόν σαν να βρισκόμουν σε ένα βάθρο, όχι όμως πολύ επάνω από αυτούς· μόλις που κοίταζα από πάνω τους. Προσπαθούσα να τους μιλή­σω, αλλά κανείς δεν μπορούσε να με ακούση, κανείς δεν με πρόσεχε»14.
«Από παντού έβλεπα κόσμο να τρέχη στον τόπο του δυστυχήματος... Καθώς με πλησία­ζαν προσπάθησα να παραμερίσω για να μη με ποδοπατήσουν, αλλά εκείνοι απλώς περνού­σαν μέσα από το σώμα μου»15.
«Δεν ήμουν σε θέσι να αγγίξω τίποτε, ή­μουν ανίκανος να επικοινωνήσω με οποιον­δήποτε από αυτούς που ήταν γύρω μου. Ή­ταν ένα τρομερό αίσθημα μοναξιάς, ένα αί­σθημα πλήρους απομονώσεως.  Ήξερα πως ήμουν ολομόναχος»16.
Μερικές φορές υπάρχει κάποια εντυπωσια­κή «αντικειμενική απόδειξις» για το ότι το άτομο βρίσκεται πράγματι έξω από το σώμα του την στιγμή εκείνη. Υπάρχουν περιπτώ­σεις ανθρώπων που είναι σε θέσι να διηγη­θούν συζητήσεις ή συγκεκριμένες λεπτομέρει­ες γεγονότων που συνέβησαν σε διπλανά δω­μάτια ή ακόμη πιο μακρυά, όσο αυτοί ήταν «νεκροί». Μεταξύ άλλων παρομοίων παρα­δειγμάτων, η Δρ Κιούμπλερ-Ρος αναφέρει την αξιόλογη περίπτωσι μιας τυφλής που «εί­δε» και αργότερα περιέγραψε με λεπτομέρεια το κάθε τι μέσα στο δωμάτιο όπου «πέθανε», αν και όταν επανήλθε στη ζωή ήταν και πάλι τυφλή17. Το περιστατικό αυτό αποτελεί μία καταπληκτική απόδειξι ότι ο άνθρωπος δεν βλέπει με το μάτι, ούτε σκέπτεται με τον εγ­κέφαλο, αφού οι διανοητικές λειτουργίες εί­ναι ταχύτερες μετά τον θάνατο. Η ψυχή εί­ναι αυτή που επιτελεί τις λειτουργίες αυτές διά μέσου των φυσικών οργάνων, όσο το σώ­μα είναι ζωντανό, και μόνο με την δική της δύναμι, όταν το σώμα νεκρωθή.
Τίποτε από αυτά δεν θα πρέπη να φαίνεται παράξενο σε εναν Ορθόδοξο Χριστιανό. Η εμπειρία που περιγράφεται εδώ είναι αυτό α­κριβώς που γνωρίζουν οι Χριστιανοί ως χω­ρισμό της ψυχής από το σώμα κατά την ώρα του θανάτου. Είναι χαρακτηριστικό δείγμα της απιστίας της εποχής μας το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί σπανίως χρησιμοποιούν την χριστιανική ορολογία ή αντιλαμβάνονται ότι η ψυχή τους είναι εκείνη που απελευθε­ρώνεται από το σώμα και αισθάνεται όλα αυτά τα πράγματα. Τις περισσότερες φορές είναι απλώς προβληματισμένοι για την νέα κατάστασι στην οποία βρέθηκαν.
Η περιγραφή μιας μεταθανάτιας εμπειρί­ας με τίτλο Απίστευτο για πολλούς και ό­μως πραγματικό γεγονός18, γράφτηκε ακριβώς από εναν τέτοιον άνθρωπο. Πρόκειται για κάποιον βαπτισμένο Ορθόδοξο Χριστια­νό, ο οποίος επηρεασμένος από το πνεύμα του τέλους του 19ου αιώνος παρέμενε αδιά­φορος προς τις αλήθειες της πίστεώς του και μάλιστα δεν πίστευε ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή. Αυτή του η εμπειρία η οποία συνέβη πριν από ενενήντα περίπου χρόνια19 έχει για μας σημέρα μεγάλη αξία και είναι μάλλον έργο της Θείας Προνοίας, εν όψει μάλιστα των καινούργιων μεταθανάτιων εμπειριών της εποχής μας. Αποτελεί μία ολοκληρωμέ­νη εμπειρία του τι συμβαίνει στην ψυχή μετά τον θάνατο και προχωρεί πολύ πιο πέρα από τις σύντομες και αποσπασματικές περιγραφές των νεωτέρων βιβλίων. Γράφτηκε από έναν ευαίσθητο άνθρωπο, ο οποίος ξεκινώντας μέ­σα από την σύγχρονη κατάστασι της απι­στίας έφτασε στο τέλος να αναγνωρίση τις αλήθειες της Ορθοδοξίας, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε να τελείωση την ζωή του σαν μοναχός. Αυτό το μικρό βιβλίο μπορεί πράγ­ματι να μας χρησιμεύση σαν σημείο αναφοράς, προκειμένου να αξιολογήσουμε τις νέ­ες εμπειρίες. Δεδομένου ότι δεν περιέχει τί­ποτε το αντίθετο προς την ορθόδοξη διδασκα­λία περί μελλούσης ζωής, έχει εγκριθεί από έναν από τους διακεκριμένους ιεραποστολι­κούς εκδότες του τέλους του περασμένου αιώ­νος, τον Αρχιεπίσκοπο Νίκωνα της Βολογκντά. Μετά την περιγραφή της τελικής επιθα­νάτιας αγωνίας και του τρομακτικού βάρους που τον ωθούσε κάτω προς τη γη, ο συγγρα­φεύς της διηγήσεως εξιστορεί:
«Ξαφνικά ένοιωσα μέσα μου μια ηρεμία.  Ανοιξα τα μάτια μου, και όλα όσα είδα εκεί­νη την στιγμή, μέχρι και την παραμικρή λε­πτομέρεια, καταγράφηκαν στη μνήμη μου με πλήρη διαύγεια.
Είδα ότι στεκόμουν μόνος σε ενα δωμάτιο. Δεξιά μου, όρθιο μαζεμένο σε ημικύκλιο γύ­ρω από κάτι, ήταν στριμωγμένο όλο το ια­τρικό προσωπικό... Η σύναξις αυτή των για­τρών μου προξένησε έκπληξι. Εκεί που στέ­κονταν υπήρχε μόνο ένα κρεββάτι. Τι ήταν αυτό που τραβούσε την προσοχή τους, αφού εγώ δεν ήμουν εκεί, αλλά στεκόμουν στη μέ­ση του δωματίου;
Κινήθηκα μπροστά και κοίταξα προς τα εκεί που κοίταζαν όλοι. Εκεί επάνω στο κρεββάτι ήμουν ξαπλωμένος εγώ!...
Δεν θυμάμαι να ένοιωσα κάτι σαν φόβο, όταν είδα τον δεύτερο εαυτό μου. Είχα μόνο μία απορία. Πώς μπορεί να βρίσκωμαι εδώ και συγχρόνως να είμαι και εκεί; Πώς γίνε­ται αυτό;...
 Ήθελα να αγγίξω τον εαυτό μου, να πιά­σω το αριστερό μου χέρι με το δεξί, αλλά το χέρι μου διαπερνούσε το σώμα μου... Φώνα­ξα τον γιατρό, αλλά η ατμόσφαιρα αποδεί­χθηκε εντελώς ακατάλληλη. Δεν δεχόταν ούτε μετεβίβαζε τους ήχους της φωνής μου και κατάλαβα ότι βρισκόμουν σε μία κατάστασι πλήρους αποξενώσεως από όλα όσα ή­ταν τριγύρω μου.  Όταν συνειδητοποίησα αυ­τή την παράξενη απομόνωσί μου, με κυρίευσε ενα αίσθημα πανικού. Πραγματικά, υπήρχε κάτι το ανείπωτα φρικτό σ' αυτή την αλλόκο­τη απομόνωσι...
Έρριξα μία ματιά, και τότε μου ήλθε για πρώτη φορά η σκέψις: Είναι δυνατόν αυτό που μου συνέβη, στη γλώσσα μας, στη γλώσσα των ζωντανών ανθρώπων, να αποκαλήται με την λέξι «θάνατος»; Αυτή η σκέψις μου ήλθε, διό­τι το σώμα που ήταν ξαπλωμένο στο κρεββάτι είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός πτώματος...
Η έννοια της λέξεως «θάνατος» είναι συ­νυφασμένη με την ιδέα μιας κάποιας κατα­στροφής, μιας διακοπής της ζωής. Πώς όμως μπορούσα να σκέπτωμαι ότι πέθανα, αφού δεν είχα χάσει ούτε μία στιγμη την αυτοσυ­νειδησία μου; Ένοιωθα ακριβώς σαν να ή­μουν ζωντανός, τα άκουγα όλα, τα έβλεπα και τα αντιλαμβανόμουν όλα, ήμουν ικανός να κινούμαι, να σκέπτωμαι και να μιλώ...
Η αποξένωσις αυτή από κάθε τι γύρω μου και ο διχασμός της προσωπικότητάς μου, θα μπορούσαν να με κάνουν να αντιληφθώ αυτό που μου συνέβη, αν πίστευα στην ύπαρξι της ψυχής και αν ήμουν θρησκευόμενος. Επειδή όμως εγώ δεν πίστευα, με ωδηγούσε μόνο αυτό που αισθανόμουν. Η αίσθησις της ζωής ήταν τόσο ξεκάθαρη, ώστε ένοιωθα μόνο αμηχανία γι' αυτό το παράξενο φαινόμενο. Μου ήταν εντελώς αδύνατο να συνδέσω τα συναισθήματά μου με την παραδοσιακή αντίληψι περί θανάτου, να πιστέψω δηλαδή ότι δεν υπάρχω, ενόσω είχα αίσθησι και συνείδησι του εαυτού μου...

Η όρασις του «παραδείσου»



Η όρασις του «παραδείσου»
Η ΨΥΧΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
Υπό Ιερομ. Seraphim Rose

Η όρασις του «παραδείσου»
Στο βιβλίο του Ζωή μετά την ζωή ο Δρ. Μούντυ παρατηρεί ότι τα άτομα από τα οποία πήρε συνέντευξι δεν φαίνεται να είχαν καμία εμπειρία που να μοιάζη με την «μυθική εικόνα της άλλης ζωής» και μάλιστα δείχνουν δυσπιστία προς την συνηθισμένη άποψι περί παραδείσου και κολάσεως και γενικά για όλο αυτό το «πρότυπο περί ανταμοιβής ή τιμωρίας στην άλλη ζωή».
Στο άλλο βιβλίο του όμως δηλώνει ότι οι μεταγενέστερες συνεντεύξεις που πήρε αποκάλυψαν πράγματι μία πληθώρα μεταθανατίων εμπειριών που αναφέρονται σε «άλλα βασίλεια υπάρξεως που θα μπορούσαν κάλλιστα να χαρακτηρισθούν "ουράνια"» . Ένας άνδρας παραδείγματος χάριν βρέθηκε σε «μία εξοχή με ρυάκια, χορτάρι, δένδρα και βουνά» , ενώ κάποια γυναίκα ήταν σ' ένα παρόμοιο «ωραίο μέρος» και «πέρα μακρυά... έβλεπα μία πόλι. Υπήρχαν εκεί οικοδομήματα — ξεχωριστά οικοδομήματα που άστραφταν όλο λάμψι. Εκεί οι άνθρωποι ήταν ευτυχισμένοι. Υπήρχαν κρυστάλλινα νερά και πηγές... ο πιο κατάλληλος χαρακτηρισμός νομίζω ότι θα ήταν "μία πόλις φωτός"» .
Στην πραγματικότητα όπως άλλως τε αποκαλύπτουν και μερικά από τα άλλα νεώτερα βιβλία η εμπειρία αυτή είναι συνηθισμένη. Οι Προτεστάντες συγγραφείς που αναφέραμε πιο πάνω πιστεύουν ότι αυτή η εμπειρία —τουλάχιστον όταν οι παραστάσεις της είναι καθαρά βιβλικές— είναι εμπειρία χριστιανική και πρέπει να διακρίνεται σαφώς από τις περισσότερες από τις άλλες μεταθανάτιες εμπειρίες, για τις οποίες πιστεύουν ότι είναι δαιμονικές άπατες. «Οι άθεοι φαίνεται να δοκιμάζουν εμπειρίες βασισμένες σε λανθασμένες διδασκαλίες —εκείνες που στην Βίβλο αποδίδονται στον Σατανά. Οι πιστοί αντίθετα έχουν εμπειρίες δογματικώς ορθές, που θα μπορούσαν να προκύψουν κατ' ευθείαν από την Γραφή». Αληθεύει άραγε αυτό ή μήπως οι εμπειρίες πιστών και απίστων βρίσκονται στην πραγματικότητα πολύ πλησιέστερα μεταξύ τους απ’ ό,τι φαντάζονται οι συγγραφείς αυτοί;

Αγία Συγκλητική: Δεύτερη γέννα...

Αγία Συγκλητική: Δεύτερη γέννα...
Ερώτησαν κάποτε την Αγία Συγκλητική· τι διαφέρει ο άλλος κόσμος από τούτον εδώ οπού ζούμε τώρα; Και η μακαρία Συγκλητική αποκρίθηκε:
Το παιδί ενόσω βρίσκεται μέσα στην κοιλιά της μάνας του, ζει πολύ στενοχωρημένο, όντας ανακατωμένο μέσα στη λάσπη της μήτρας, ωσάν τυφλό.
Όταν όμως έλθει η ώρα του και γεννηθεί, λευτερώνεται από την στενοχώριαν εκείνη, όπου ήτανε κλειδωμένο, και χωρίς να το καταλάβει έρχεται σε ένα καινούριο κόσμο γεμάτον φως, ευρυχωρία και απόλαυση.
Ένα τέτοιο πράμα γίνεται και με την ψυχή του ανθρώπου. Στενοχωριέται μέσα στην κοιλιά τουτουνού του ψεύτικου κόσμου, έως ότου έβγει απ’ αυτόν και πάει στην άλλη ζωή την αιώνιο, όπου, αντί ήλιος βλέπει ν’ αστράφτει η όψη του Χριστού, αντί αέρα αναπνέει το Άγιο Πνεύμα και αντί θροφή γεύεται την Δόξα του Θεού. Η πρώτη γέννα μας έχει και πείνα. Η δεύτερη γέννα είναι Ανάστασις και Χόρτασις.
«Χορτασθήσομαι εν τω οφθήναι μοι την δόξαν Σου».

Ρόδος, Αρχιμ. Χρυσόστομος Μουστάκας
Περιοδικό Κιβωτός
Απρίλιος 1953
ΑΦ 16

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Τι είναι η ψυχή;

alt
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης δίνοντας τον ορισμό της ψυχής λέγει ότι είναι ουσία κτιστή, ζώσα, νοερά, μεταδίδουσα στο οργανικό και αισθητικό σώμα ζωτική δύναμη και αντιληπτική των αισθητών, έως ότου βέβαια παραμένει το σώμα στην ζωή1. Η ψυχή εισάγει ζωτική δύναμη στον σωματικό οργανισμό για την ενέργεια των αισθήσεων2. Αυτό σημαίνει ότι το σώμα κινείται από την δύναμη και την ενέργεια της ψυχής. Έτσι η ψυχή είναι κτιστή, γενητή. Δημιουργημένη από τον Θεό, είναι νοερά και ζώσα ουσία, πού μεταδίδει την ζωή στο σώμα, έως ότου διατηρείται η ενότητα ψυχής και σώματος, με την βοήθεια και ενέργεια του Θεού. Έναν ολοκληρωμένο ορισμό για την ψυχή μας δίνει ο όσιος Νικήτας Στηθάτος. Γράφει: «Ουσία δε ψυχής εστίν, ως και άλλοις πεφιλοσόφηται κάλλιστα, απλή, ασώματος, ζώσα, αθάνατος, αόρατος, σωματικοις οφθαλμοίς μηδαμώς θεωρούμενη, λογική τε και νοερά, ασχημάτιστος, οργανικώ κεχρημένη σώματι και παρεκτική τούτω ζωής κινήσεως, αυξήσεως, αισθήσεως και γεννήσεως, νουν έχουσα μέρος αυτής το καθαρώτατον, πατέρα και προβολέα του λόγου, αυτεξούσιος φύσει, θελητική τε και ενεργητική και τρεπτή ήτοι εθελότρεπτος, ότι και κτιστή»3.
       Ο ορισμός αυτός φανερώνει μερικές αλήθειες. Κατ'; αρχάς ότι η ψυχή είναι κτιστή, δημιουργημένη από τον Θεό, και αυτό φαίνεται από το ότι είναι εθελότρεπτη, αυτεξούσια, έχει την δυνατότητα της επιλογής καλού και κακού. Η δυνατότητα της επιλογής, πού συνιστά το λεγόμενο γνωμικό θέλημα, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της κτιστότητος, γι'; αυτό και συνιστά την ατέλεια της φύσεως, εν σχέσει με το άκτιστο τον Θεό. Έπειτα παρουσιάζεται εδώ η οντολογία της ψυχής. Πραγματικά, η ψυχή είναι αόρατη στους σωματικούς οφθαλμούς, ασώματη και απλή. Δεν μπορεί κανείς με σωματικούς οφθαλμούς να δη την ψυχή, πού σημαίνει ότι είναι νοερά, και εν σχέσει με το σώμα είναι απλή.
      ΤΟ σώμα του ανθρώπου είναι σύνθετο, αποτελούμενο από διάφορα στοιχεία, ήτοι νερό, αέρα, χώμα και φωτιά, όπως υποστήριζαν και οι αρχαίοι φιλόσοφοι. Γι'; αυτό, το σώμα μετά την έξοδο της ψυχής από αυτό διαλύεται ατά στοιχεία από τα οποία συγκροτήθηκε. Η ψυχή είναι απλή, δηλαδή δεν αποτελείται από διάφορα στοιχεία, γι'; αυτό και δεν διαλύεται μετά την έξοδο της από το σώμα. Η ψυχή, καίτοι είναι μία και αδιαίρετη, εν τούτοις είναι πολυδύναμη, έχει πολλές δυνάμεις. Ο νους είναι το καθαρότατο μέρος της ψυχής και προβολεύς του λόγου. Γι'; αυτό και η ψυχή είναι λογική και νοερά. Λόγω των δυνάμεων και ενεργειών της η ψυχή δίνει ζωή, κίνηση, αίσθηση και ενέργεια στο σώμα. Γι'; αυτό και το σώμα συγκροτείται και συγκρατείται από την ψυχή. Το σώμα δεν εμπεριέχει απλώς την ψυχή, δηλαδή το σώμα δεν είναι η φυλακή της ψυχής, όπως έλεγαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι, αλλά η ψυχή ζωοποιεί και συγκρατεί το σώμα του ανθρώπου. Γι'; αυτό και μόλις αποχωρίζεται με την βούληση του Θεού από το σώμα, τότε το σώμα πεθαίνει, διαλύεται.

Από το βιβλίο: Η ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΥ
ΠΗΓΗ ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ

Ο πόλεμος των λογισμώνΑγίου Δημητρίου του Ροστώφ,


025_-_slow_down.jpg
Από τους πονηρούς λογισμούς που πολεμούν τον άνθρωπο, τρεις είναι οι πιο σκληροί: της απιστίας, της βλασφημίας και της πορνείας.
Για να κοπάσει αυτός ο πόλεμος, πρέπει πρώτα να γνωρίζεις πότε αμαρτάνεις και πότε όχι: Δεν αμαρτάνεις όταν ο νους, η βούληση, δε συγκατατίθεται στους λογισμούς, πολύ περισσότερο όταν τους αποστρέφεται ή τους περιφρονεί.
Αμαρτάνεις, κάποτε και θανάσιμα, όταν ο νους αυτοπροαίρετα συγκρατεί τους λογισμούς και η καρδιά ηδύνεται και ευχαριστείται μ' αυτούς. Όποιος πολεμείται από πονηρούς λογισμούς και δεν τους αποδέχεται, ταράσσεται όμως νομίζοντας ότι αμάρτησε, αυτός είναι μικρόψυχος, εμπαίζεται από το διάβολο και δε γνωρίζει να διακρίνει μεταξύ προσβολής και συγκαταθέσεως.
Μην παραξενεύεσαι που οι ίδιοι λογισμοί φέρνουν μαζί τους και θάνατο και ζωή, αιώνιο θάνατο ή αιώνια ζωή. Σ' εκείνον που τους αποδέχεται προκαλούν θάνατο. Σ' εκείνον που τους αποστρέφεται και τους πολεμά χαρίζουν ζωή, και αυξάνουν το μισθό του στον ουρανό.
Συμβαίνει κάποτε να έρχονται λογισμοί απιστίας ή βλασφημίας κατά του Θεού, της Υπεραγίας Θεοτόκου ή των αγίων. Καμιά φορά, αντικρίζοντας τα άχραντα και θεία Μυστήρια ή τις άγιες εικόνες, πέφτουν επάνω σου σαν μαύρο σύννεφο βλάσφημες σκέψεις.
Περιφρόνησε αυτούς τους λογισμούς. Αδιαφόρησε. Μην ανησυχείς και μη θλίβεσαι, γιατί έτσι χαροποιείς το διάβολο. Του αρκεί να σε βλέπει θλιμμένο και συγχυσμένο, αν δεν κατορθώσει κάτι χειρότερο. Θα επαυξήσει τότε τους λογισμούς σου, για να εξουθενώσει τελείως τη συνείδησή σου. Όταν όμως σε δει να περιφρονείς τους βλάσφημος λογισμούς, θα απομακρυνθεί ντροπιασμένος.
88122.jpgΠρόσεξε, και θα διαπιστώσεις ότι και τα τρία είδη των λογισμών γεννιούνται συχνά από την κατάκριση. Μην κατακρίνεις τον αδελφό σου και θα καταφέρεις γενναίο πλήγμα στους πονηρούς λογισμούς. Επειδή όμως ο πόλεμος των λογισμών ταλαιπωρεί συνήθως τους υπερηφάνους και φθονερούς, ο πιο σίγουρος τρόπος για ν' απαλλαγείς απ' αυτόν είναι να καλλιεργήσεις μέσα σου την ταπείνωση και την ακακία.
Οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν και υποδεικνύουν τα μέσα και τους τρόπους που θα χρησιμοποιήσεις για να νικήσεις τους λογισμούς και να καταισχύνεις τους δαίμονες που τους σπέρνουν μέσα σου:
  • Να τους φανερώνεις στον πνευματικό σου με την εξομολόγηση.
  • Να προσεύχεσαι στον Κύριο με θέρμη, αναθέτοντας σ' Εκείνον την ασθένειά σου και ομολογώντας την αδυναμία σου.
  • Να καλλιεργείς μέσα σου τη συντριβή του νου, την αυτομεμψία και, γενικά, ταπεινό φρόνημα.
  • Ν' αγαπήσεις τη νηστεία, που θανατώνει προ παντός τους σαρκικούς λογισμούς.
  • Ν' αγαπήσεις τους σωματικούς κόπους και μόχθους, που ταπεινώνουν το σώμα και πνίγουν μέσα στον ιδρώτα σου τις πανουργίες των δαιμόνων.
  • Να ζεις συνέχεια με τη μνήμη του θανάτου και της φοβερής κρίσεως του Θεού.
  • Ν' αντιπαραθέτεις στους ρυπαρούς λογισμούς άλλους λογισμούς, υγιείς και θεάρεστους.
  • Τέλος, αν είσαι δυνατός, περιφρόνησε και περιγέλασε τους λογισμούς, κι ύστερα προσπέρασέ τους αδιάφορα.
Ο τελευταίος αυτός τρόπος εξευτελίζει τελείως τους δαίμονες.
Αγίου Δημητρίου του Ροστώφ, Πνευματικό Αλφάβητο, Ιερά Μονή Παρακλήτου

Θείος φωτισμός (Αγ. Δημήτριος του Ροστώφ).

Βυθό βαθύ ονομάζει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος τα μυστήρια και τη σοφία του Θεού. Γι' αυτό, ενώ η ανθρώπινη σοφία διδάσκεται από τους ανθρώπους, η θεία σοφία διδάσκεται μόνο από τον Θεό και μόνο σε λίγους, όσους έχουν ζωντανή πίστι και καλή προαίρεσι. Εκείνος που δεν διδάχθηκε από τους ανθρώπους τη σοφία τους, δεν θα μπορέση ποτέ να την κατανοήση και να την οικειοποιηθή. Εκείνος που διδάχθηκε από τον Θεό τη θεία σοφία, είναι σε θέσι να κατανοή τα πάντα, και θεία και ανθρώπινα.
Το Πνεύμα το Άγιον είναι πηγή κάθε σοφίας. «Το γαρ Πνεύμα πάντα ερευνά και τα βάθη του Θεού. Ημείς δε ου το πνεύμα του κόσμου ελάβομεν, αλλά το Πνεύμα το εκ του Θεού, ίνα ειδώμεν τα υπό του Θεού χαρισθέντα ημίν. Α και λαλούμεν ουκ εν διδακτοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ' εν διδακτοίς Πνεύματος Αγίου» (Α' Κορ. 2. 10, 12-13). Οι απόστολοι δεν μαθήτευσαν κοντά σε ανθρώπους, αλλά ξαφνικά «επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου, και ήρξαντο λαλείν ετέραις γλώσσαις καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι» (Πραξ. 2. 4). Και ο Κύριος δεν άνοιξε κανένα βιβλίο για να διδάξη τους μαθητές του, αλλά «διήνοιξεν αυτών τον νουν του συνιέναι τας γραφάς» (Λουκ. 24. 45). Γι΄ αυτό από μας απαιτείται μόνο δεκτικότητα της χάριτος του Θεού, δηλαδή καλή προαίρεσις, πνευματικός αγώνας και συνεχής εκζήτησις του ελέους και του φωτισμού του Θεού.
Κατά το μέτρο της προαιρέσεως και του πνευματικού αγώνος του ανθρώπου έρχεται σταδιακά ο φωτισμός του νου. Και κατά το μέτρο του φωτισμού του νου δίδεται η χάρις του Κυρίου. Και κατά το μέτρο της αποδοχής και της πληρώσεως της ψυχής με τη θεία χάρι, πραγματοποιείται η ένωσις με τον Κύριο. Εκείνος που ενώθηκε νοερά με τον Κύριο είναι πεπεισμένος για τη σωτηρία του και αναστημένος πριν από την κοινή ανάστασι.
Όσο κανείς ασκείται, τόσο αναγνωρίζει την αδυναμία του. Και όσο αναγνωρίζει την αδυναμία του, τόσο πλουτίζει σε ταπείνωσι και κατάνυξι. Και όσο αποκτά ταπείνωσι και κατάνυξι, τόσο φωτίζεται η διάνοιά του και διαπιστώνει ότι χωρίς τον Κύριο δεν είναι τίποτα και δεν έχει τίποτα.
Μέχρι να γνωρίσης τελείως τον εαυτό σου, μέχρι να διαποτισθή η ψυχή σου με τη χάρι του Θεού, μέχρι να φωτισθή ο νους σου, μέχρι να καθαρθής από τα πάθη, μέχρι να συμφιλιωθής με τον Θεό, μέχρι να ενωθής οριστικά μαζί Του, μέχρι τότε είναι αδύνατο να ζης χωρίς τη θλίψη, χωρίς τον φόβο και χωρίς την οδύνη. Όταν όμως ενωθής με τον Θεό, ο φόβος και η οδύνη θα μεταβληθούν σε χαρά και ευφροσύνη από του νυν και έως του αιώνος. Αμήν.
 (Από το βιβλίο 'Πνευματικό Αλφάβητο' του Αγίου Δημητρίου Ροστώφ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, 1996).

Μυστική ένωσις με τον Κύριο. Αγ. Δημητρίου του Ροστώφ

Χαρά και ευφροσύνη απέραντη, γιορτή και πανηγύρι αιώνιο της ψυχής, είναι η μυστική ένωσίς της με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Αδελφέ μου, «έρχου και ίδε!» (Ίω. 1. 47). Έλα και δες τον Ιησού! Έλα και δόξασέ Τον! Έλα και ύμνησε τον Κύριό σου! Έλα και γονάτισε και κλάψε μπροστά στον πλάστη σου! Έλα, προσκύνησέ Τον, αναγνώρισέ Τον, ομολόγησέ Τον! «Πρόσελθε προς αυτόν και φωτίσθητι, και το πρόσωπόν σου ου μη καταισχυνθή” (Ψαλμ. 33. 6).
Έλα πεινασμένε, να ευφρανθής από τη θεία τροφή! Έλα τυφλέ, ν’ απολαύσης το αιώνιο φως! Έλα αιχμάλωτε, να χαρής την ελευθερία! Έλα θνητέ, ενώσου με τον Αθάνατο, για ν’ αξιωθής της αιωνίας ζωής!
Έλα πονεμένε και θλιμμένε, να νιώσης την παντοτεινή χαρά! Έλα απελπισμένε, να βρης την ελπίδα! Έλα ψυχρέ, να φλογισθής σαν τη φωτιά! Έλα φτωχέ, να πλουτίσης με τον αδαπάνητο θησαυρό! Έλα γυμνέ, να ενδυθής αθάνατη δόξα και χιτώνα αφθαρσίας!
Ιδού, ο Κύριος «έρχεται μετά των νεφελών, και όψεται αυτόν πας οφθαλμός και οίτινες αυτόν εξεκέντησαν, και κόψονται επ’ αυτόν πάσαι αι φυλαί της γης» (Αποκ. 1. 7). Ναι, έρχεται και δεν θ’ αργήση ο Κύριος. Μακάριος όποιος τηρεί τις εντολές Του. Μακάριος όποιος φυλάττει τον νόμο Του.
Μακάριος όποιος είναι νοερά και μυστικά ενωμένος μαζί Του.
Σήκωσε, αδελφέ μου, σήκωσε τους νοητούς οφθαλμούς της καρδιάς σου προς τον Θεό και ικέτευσέ Τον να την φλογίση με τη θεία αγάπη Του. Ταύτισε το θέλημά σου με το θέλημα του Κυρίου. Σαν άλλος Βαρτίμαιος φώναξε κι εσύ πάλι και πάλι: «Υιέ Δαβίδ Ιησού, ελέησόν με!» (Μαρκ. 10. 47). Και όσο οι δαίμονες, με τα τεχνάσματα και τις παγίδες τους, προσπαθούν να εμποδίσουν την αναφορά σου προς τον Κύριο, εσύ «πολλώ μάλλον κράζε: υιέ Δαβίδ, ελέησόν με!» (Μαρκ. 10. 48), δίδαξέ με να κάνω πάντοτε το θέλημά Σου και ν’ ανήκω μόνο σε Σένα!

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

Ο Πύρινος Άγιος: Hλίας ο Θεσβίτης (Φώτης Κόντογλου) alopsis


ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Σήμερα 20 Ιουλίου είναι η μνήμη του προφήτη Hλία. Aυτός ο άγιος ξεχωρίζει ανάμεσα στους άλλους, και με όλο που ήτανε άνθρωπος, φαίνεται σαν κάποιο υπερφυσικό και μυστηριώδες πλάσμα, που έρχεται και ξανάρχεται στον κόσμο. Oι Iουδαίοι περιμένανε να ξανάρθει στον κόσμο, για τούτο θαρρούσανε πως ο άγιος Iωάννης ο Πρόδρομος ήτανε ο Hλίας. Kαι τότε που ρώτησε ο Xριστός τους μαθητές του "Ποιος, λένε, πως είμαι, οι άνθρωποι;", του απαντήσανε πως λέγανε πως ήτανε ο Hλίας ή κάποιος άλλος από τους προφήτες. O προφήτης Mαλαχίας, που έζησε πολύ υστερώτερα από τον Hλία, λέγει: "Tάδε λέγει Kύριος Παντοκράτωρ. Iδού εγώ αποστελώ υμίν Hλίαν τον Θεσβίτην, πριν ή ελθείν την ημέραν Kυρίου την μεγάλην και επιφανή", και πολλοί το εξηγήσανε πως ο Hλίας θάρθη πάλι στον κόσμο πριν από τη Δευτέρα Παρουσία και θα μαρτυρήσει. Σε όλα μοιάζει μ' αυτόν ο Πρόδρομος, γι' αυτό οι απόστολοι κ' οι άλλοι Eβραίοι υποπτευόντανε μήπως ήτανε ο Hλίας ξαναγεννημένος. Ύστερα από τη Mεταμόρφωση, σαν κατεβήκανε από το βουνό οι τρεις μαθητάδες με τον Xριστό, τον ρωτήσανε: "Oι γραμματείς λένε πως ο Hλίας πρέπει νάρθει πρώτα. Eσύ τι λες;" Kι' ο Xριστός τούς αποκρίθηκε: "O Hλίας έρχεται πρώτα και θα τ' αποκαταστήσει όλα· αλλά σας λέγω πως ο Hλίας ήρθε κιόλας, και δεν τον γνωρίσανε, αλλά του κάνανε όσα θελήσανε· τα ίδια μέλλεται να πάθει και ο γυιος του ανθρώπου απ' αυτούς". Tότε καταλάβανε οι μαθητές πως για τον Iωάννη τον Bαπτιστή τούς είπε (Mατθ. ιστ΄, 10). Pωτήσανε οι μαθητές τον Xριστό για τον Hλία, επειδή τον είχανε δει πριν από λίγο, απάνω στο Θαβώρ, να φανερώνεται μαζί με τον Mωυσή, την ώρα που μεταμορφώθηκε ο Xριστός, και να μιλά μαζί του, με όλο που είχε ζήσει σ' αυτόν τον κόσμο πριν από 800 χρόνια. Aλλά και κατά τη Σταύρωση, σαν φώναξε ο Xριστός "Hλί ηλί, λαμά σαβαχθανί", κάποιοι από τους Eβραίους που στεκόντανε κοντά στο σταυρό λέγανε πως θα φώναζε τον Hλία να τον βοηθήσει: "Tινές δε των εκεί εστώτων ακούσαντες έλεγον ότι Hλίαν φωνεί ούτος" (Mατθ. κζ΄, 46). Παντού πλανιέται ο ίσκιος του.

Η τριαδική ενότητα Η τριαδική ενότητα και η ενότητα των πιστών κατά το Μ. Αθανάσιο

Η τριαδική ενότητα και η ενότητα των πιστών κατά το Μ. Αθανάσιο

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ι. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.

Το πρότυπο για την πραγμάτωση της εκκλησιολογικής ενότητας των πιστών αποτελεί η ενότητα του Τριαδικού Θεού.


Οι θεολογικές προϋποθέσεις για την αναφορά των πιστών στην τριαδική ενότητα βρίσκονται στην ίδρυση και σύσταση της Εκκλησίας, ως σώματος Χριστού, στο οποίο αρμόζονται οι πιστοί ως οργανικά μέλη του. Έτσι η ενότητα της Εκκλησίας δεν αποτελεί μια αυτονομημένη και αφηρημένη δογματική αλήθεια, ανεξάρτητη από τη ζωή της, αλλά εκφράζει την αυτοσυνειδησία και την εμπειρία της. Το σώμα της Εκκλησίας γίνεται ο χαρισματικός χώρος, όπου συγκροτείται, βιώνεται και φανερώνεται η ενότητα των πιστών ως εικόνα της τριαδικής ενότητας. Η ενότητα αυτή αποτελεί καρπό μεθέξεως των πιστών στη χάρη του Τριαδικού Θεού και συνιστά έκφραση του ήθους της ενιαίας καθολικής Εκκλησίας, ως αδιάσπαστης ενότητας και ιδεώδους κοινωνίας προσώπων.

Στα πλαίσια του άρθρου αυτού γίνεται προσπάθεια για παρουσίαση της σχέσεως ανάμεσα στην τριαδική ενότητα και την ενότητα των πιστών, όπως αυτή βιώνεται μέσα στην εκκλησία και εκφράζεται από το Μ. Αθανάσιο.

Ο Θεός κατά την πίστη της Εκκλησίας, την οποία πιστά εκφράζει ο Μ. Αθανάσιος, αποτελεί μονάδα τριαδική και αδιαίρετη. Με τη χαρακτηριστική του διατύπωση, «ένα δια της Τριάδος ομολογούμεν είναι τον Θεόν»(1), υπογραμμίζει την αδιάσπαστη ενότητα που χαρακτηρίζει τον αδιαίρετο Τριαδικό Θεό. Η ενότητα αυτή δεν περιορίζεται βέβαια στην ουσία του Τριαδικού Θεού, αλλά περιλαμβάνει και την ενέργειά του. Και η ενέργεια του Τριαδικού Θεού, είναι μία, όπως μία είναι και η ουσία του(2). Χάρη στην αδιαίρετη αυτή ενότητα ουσίας και ενέργειας η αναφορά των πιστών σε ένα από τα θεία πρόσωπα όχι μόνο δεν αποκλείει την αναφορά τους και στα άλλα δύο, αλλά και την προϋποθέτει, πράγμα που δίνει στην αναφορά αυτή «τριαδική» διάσταση. Παράλληλα η μετοχή των πιστών σε ένα από τα θεία πρόσωπα δίνει τη βεβαιότητα για παρουσία και παραμονή μέσα τους του όλου Τριαδικού Θεού(3). Η μετοχή βέβαια του Τριαδικού Θεού δε νοείται ποτέ ως μετοχή της ουσίας του, αλλά ως μετοχή της ενέργειας ή της χάρης του. Η χάρη αυτή, που ως προσφορά του ενός Τριαδικού Θεού είναι μία, παρέχεται τριαδικά: «παρά του Πατρός δι' Υιού εν Πνεύματι αγίω»(4).

Την πραγματικότητα της αδιάσπαστης ενότητας των θείων προσώπων εκφράζει ο Μ. Αθανάσιος πολύ χαρακτηριστικά με το παράδειγμα ή την εικόνα της πηγής, του ποταμού και του νερού. Το νερό στην εικόνα αυτή προϋποθέτει τον ποταμό, μέσα στον οποίο και κινείται, αλλά και ο ποταμός με τη σειρά του προϋποθέτει την πηγή του. Έτσι ούτε η λήψη του νερού μπορεί να νοηθεί χωρίς τον ποταμό, μέσω του οποίου προσφέρεται, ούτε το νερό καθαυτό μπορεί να νοηθεί χωρίς την πηγή προελεύσεώς του. Στη συγκεκριμένη αυτή εικόνα ο Πατέρας είναι η πηγή, η αιτία υπάρξεως του ποταμού. Ο ποταμός εικονίζει τον Υιό, ενώ το Άγιο Πνεύμα είναι το ίδιο το νερό που πηγάζει από την πηγή και κινείται στον ποταμό. Όταν λοιπόν οι πιστοί «ποτίζονται» το Άγιο Πνεύμα, πίνουν το Χριστό. Επειδή όμως ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, με τη λήψη του Αγίου Πνεύματος αποκτούν οι πιστοί την υιοθεσία και γίνονται παιδιά του Θεού Πατέρα εν Χριστώ(5).

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

άγιος Συμεών Νέος Θεολόγος Πώς γίνεται η Ανάσταση του Χριστού μέσα μας; [1ο Μέρος]

Αδελφοί και πατέρες, τώρα πλέον έφθασε Πάσχα, η χαρμόσυνη ημέρα, που μας χαρίζει ευφροσύνη και χαρά, η ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού, που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, γίνεται όμως καθημερινά και αέναα στις ψυχές αυτών που γνωρίζουν το μυστήριο της, γέμισε τις καρδιές μας με χαρά και άφατη αγαλλίαση. Ταυτόχρονα έδωσε τέρμα στον κόπο της πάνσεπτης νηστείας, ή για να πω καλύτερα, της έδωσε πλήρωμα και συγχρόνως παρηγόρησε τις ψυχές μας. Γι’ αυτό αφού προσκάλεσε όλους μαζί τους πιστούς σε ανάπαυση και ευχαριστία, όπως βλέπετε, πέρασε.
Ας ευχαριστήσουμε λοιπόν τον Κύριο, που μας βοήθησε να διαπλεύσουμε το πέλαγος της νηστείας και μας οδήγησε στο λιμένα της αναστάσεώς του γεμάτους χαρά.
Worshippers hold candles as they take part in the Christian Orthodox Holy Fire ceremony at the Church of the Holy Sepulchre in Jerusalem's Old city
Ας τον ευχαριστήσουμε και όσοι διανύσαμε το δρόμο της νηστείας με επιμέλεια και προθυμία, με πρόθεση γεμάτη ζέση και με αγώνες για την απόκτηση της αρετής και όσοι λιποψυχήσαμε σ’ αυτά από αμέλεια και ψυχική ασθένεια.
Γιατί αυτός είναι εκείνος που και στους επιμελείς αγωνιστές με το παραπάνω δίνει τους στεφάνους και μισθούς αντάξιους των έργων τους, αλλά και στους πιο αδύνατους πνευματικά απονέμει πάλι τη συγγνώμη, ως ελεήμων και φιλάνθρωπος που είναι, Υπολογίζει τις διαθέσεις των ψυχών μας περισσότερο και την προαίρεσή μας, παρά τους κόπους τους σωματικούς, με τους οποίους ασκούμε τους εαυτούς μας στην αρετή, είτε κάνουμε μεγαλύτερη άσκηση με ολόψυχη προθυμία, είτε λιγότερη εξαιτίας της ασθένειας του σώματος, από τους μεγάλους αγωνιστές, και σύμφωνα με την πρόθεση μας μοιράζει αντίστοιχα τα έπαθλα και τα χαρίσματα του Πνεύματος στον καθένα, αναδεικνύοντας τον (ή) περιβόητο και ένδοξο αγωνιστή ή αφήνοντάς τον σε χαμηλότερο επίπεδο, ώστε να έχει ανάγκη από πιο επίμονη κάθαρση.
Αλλά ας δούμε, αν συμφωνείτε, και ας εξετάσουμε προσεκτικά, ποιό είναι το μυστήριο της αναστάσεως του Χριστού και Θεού μας, το οποίο σε μας που θέλουμε τελείται πάντοτε μυστικά, και πως ο Χριστός θάπτεται μέσα μας σαν σε μνήμα και πως, αφού ενωθεί με τις ψυχές μας ανίσταται και ανιστά μαζί του και μας. Και αυτό που σκοπεύω να πω, είναι το εξής:
Ο Χριστός και Θεός μας, σταυρώθηκε και προσήλωσε πάνω στο Σταυρό την αμαρτία του κόσμου, γεύθηκε το θάνατο και κατέβηκε στα έγκατα του άδη. Όπως λοιπόν ακριβώς ανεβαίνοντας πάλι από τον άδη, ενώθηκε με το άχραντο σώμα του, από το οποίο κατεβαίνοντας εκεί καθόλου δεν χωρίστηκε η θεότητα, και αμέσως αναστήθηκε από τους νεκρούς και μετά απ’ αυτό ανέβηκε στον ουρανό με δόξα πολλή και δύναμη, έτσι λοιπόν και τώρα, όταν εμείς βγαίνουμε από τον κόσμο της αμαρτίας και εισερχόμαστε, με τη μίμηση των παθημάτων του Κυρίου, στο μνήμα της ταπεινώσεως και της μετανοίας, αυτός ο ίδιος κατεβαίνοντας από τον ουρανό, εισέρχεται σαν σε τάφο, στο σώμα μας, και αφού ενωθεί με τις ψυχές μας, τις ανασταίνει, αυτές που είναι ομολογουμένως νεκρές. Και τότε ακριβώς αξιώνει αυτόν, που μ’ αυτό τον τρόπο αναστήθηκε μαζί με το Χριστό, να βλέπει τη δόξα της μυστικής αναστάσεώς του.

άγιος Συμεών Νέος Θεολόγος Πώς γίνεται η Ανάσταση του Χριστού μέσα μας; [2ο Μέρος]

Αυτός, λοιπόν, που ισχυρίζεται στα πνευματικά, ότι αισθάνεται τις πραγματικότητες που είναι πάνω από το νου, το λόγο και την έννοια, προτού να έλθει σε θεωρία, μοιάζει με τον τυφλό, ο οποίος αισθάνεται μεν όσα αγαθά ή κακά υφίσταται, αγνοεί όμως όσα βρίσκονται μπροστά του και όσα γίνονται γι’ αυτόν αιτία ζωής ή θανάτου· γιατί όσα καλά ή άσχημα επακολουθούν γι’ αυτόν καθόλου δεν αντιλαμβάνεται και τούτο γιατί έχει στερηθεί την οπτική δύναμη και αίσθηση. Κι έτσι πολλές φορές σηκώνοντας το ραβδί του για να αποκρούσει τον εχθρό του, αντί για κείνον κτυπά κάποτε το φίλο του, ενώ ο εχθρός στέκεται μπροστά στα μάτια του και τον κοροϊδεύει.
Πηγή:Σελίδα κοινωνικής δικτύωσης "ΙΧΘΥΣ"
Πηγή:Σελίδα κοινωνικής δικτύωσης “ΙΧΘΥΣ”
Την ανάσταση του Χριστού, οι περισσότεροι άνθρωποι την πιστεύουν, είναι όμως πολύ λίγοι εκείνοι που τη βλέπουν καθαρά. Και φυσικά, αυτοί που δεν την είδαν, ούτε τον Ιησού Χριστό μπορούν να προσκυνούν, ως Άγιο και Κύριο.
«Ουδείς γαρ, λέγεται, δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν, ει μη εν Πνεύματι Αγίω», και αλλού «Πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν Πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν». Ούτε βέβαια λέει το ιερώτατο κείμενο, που καθημερινά απαγγέλουμε «Ανάστασιν Χριστού πιστεύσαντες», αλλά τί; «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν Άγιον Κύριον Ιησούν, τον μόνον αναμάρτητον».
Πώς λοιπόν μας προτρέπει τώρα το Άγιο Πνεύμα -σαν να είδαμε αυτή που δεν είδαμε- να λέμε «Ανάστα­σιν Χριστού θεασάμενοι», αφού ο Χριστός αναστήθηκε μια φορά πριν χίλια χρόνια και μάλιστα ούτε τότε τον είδε κανείς την ώρα της αναστάσεως; Άραγε μήπως θέλει η θεία Γραφή να λέμε ψέματα; Όχι βέβαια, αλλά αντίθετα μας παραγγέλλει να λέμε την αλήθεια, διότι η ανάσταση του Χριστού γίνεται πραγματικά στην ψυχή κάθε πιστού ξεχωριστά και μάλιστα όχι μια φορά, αλλά -θα τολμούσα να πω- συνεχώς ο Δεσπότης Χριστός ανίσταται μέσα μας λάμπρος ορώντας και απαστράπτοντας τις αστραπές της αφθαρσίας και της θεότητος. Γιατί η φωτοφόρος παρουσία του Αγίου Πνεύματος μας αποκαλύπτει την ανάσταση του Δεσπότη Χριστού όπως μέσα σε πρωινή φωτοχυσία ή καλύτερα μας δίνει το δώρο να βλέπουμε αυτόν τον ίδιο τον αναστημένο Χριστό. Γι’ αυτό και λέμε· «Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν» και υποδηλώνοντας τη δεύτερη παρουσία του, τελειώνοντας λέμε· «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».
Σε όσους λοιπόν φανερωθεί ο αναστημένος Χριστός ολωσδιόλου πνευματικά φανερώνεται και τον βλέπουν με τα πνευματικά μάτια. Όταν δηλαδή ο Χριστός έλθει μέσα μας με την χάρη του Αγίου Πνεύματος, μας ανιστά εκ νεκρών και μας ζωοποιεί και μας αξιώνει να τον βλέπουμε μέσα μας ολοζώντανο, αυτόν που είναι αθάνατος και ανώλεθρος κι όχι μόνο αυτό, αλλά μας δίνει το χάρισμα να αντιλαμβανόμαστε ότι μας ανιστά μαζί Του και μας συνδοξάζει, όπως λέγεται σε όλη την Αγία Γραφή.